1
Παλίρροια που φουσκώνεις κάτωθέ μου! Σε βλέπω καταπρόσωπο!
Σύννεφα της δύσης –ήλιε που έχεις μισή ώρα ώσπου να βασιλέψεις–, κι εσάς καταπρόσωπο σας βλέπω.
Πλήθη αντρών και γυναικών με τις συνηθισμένες σας αμφιέσεις, πόσο περίεργοι μου φαίνεστε!
Πάνω στα πορθμεία οι μυριάδες που περνούν, γυρίζοντας στα σπίτια τους, πιο περίεργοι μου φαίνονται απ’ όσο φαντάζεστε,
Κι εσείς που θα περνάτε απ’ όχθη σε όχθη τα χρόνια τα μελλοντικά, σημαίνετε για μένα πιο πολλά και είστε μες στους στοχασμούς μου πιο βαθιά απ’ όσο φαντάζεστε.
2
Η άυλη τροφή που μου δίνουν όλα τα πράγματα κάθε στιγμή της μέρας,
Το απλό, συμπαγές, καλοδεμένο σχέδιο, εγώ ξέχωρος, ο καθένας ξέχωρος μα κομμάτι όλοι του σχεδίου,
Οι αντιστοιχίες του παρελθόντος κι εκείνες του μέλλοντος,
Οι ομορφιές που συναντώ στο παραμικρό μου βλέμμα και άκουσμα καθώς περπατώ στους δρόμους και διαβαίνω το ποτάμι, χάντρες περασμένες σε περιδέραιο,
Το ρεύμα που γοργοκυλά ορμητικό και κολυμπά μαζί μου πέρα στα βαθιά,
Οι άλλοι που θα με ακολουθήσουν στο μέλλον, οι δεσμοί μεταξύ μας,
Η βεβαιότητα των άλλων, η ζωή, ο έρωτας, τα βλέμματα, τα ακούσματα των άλλων.
Άλλοι θα μπαίνουν στο πορθμείο και θα περνούν από όχθη σε όχθη,
Άλλοι θα παρακολουθούν τη ροή της παλίρροιας,
Άλλοι θα βλέπουν τα πλοία του Μανχάταν στον βορρά και στη δύση και τα υψώματα του Μπρούκλιν στον νότο και στην ανατολή,
Άλλοι θα βλέπουν τα νησιά, μικρά και μεγάλα·
Πενήντα χρόνια από τώρα άλλοι θα τα βλέπουν καθώς θα περνούν, ήλιος θα έχει μισή ώρα ώσπου να βασιλέψει,
Εκατό χρόνια από τώρα κι όσες εκατοντάδες χρόνια ακόμη ακολουθήσουν άλλοι θα τα βλέπουν,
Θα χαίρονται το ηλιοβασίλεμα, το ξεχείλισμα της πλημμυρίδας, την υποχώρηση της άμπωτης.
3
Δεν έχει σημασία ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος – η απόσταση δεν έχει σημασία,
Είμαι μαζί σας, άντρες και γυναίκες μιας γενιάς, και πολλών ακόμη γενεών που θα ακολουθήσουν,
Όπως νιώθετε εσείς κοιτάζοντας το ποτάμι και τον ουρανό, έτσι ένιωσα κι εγώ,
Όπως ο οποιοσδήποτε από σας είναι ένας από το ζωντανό πλήθος, έτσι κι εγώ ήμουν ένας από το πλήθος,
Όπως δροσίζεστε εσείς από την ευφροσύνη του ποταμού και τη λαμπερή ροή του, έτσι κι εγώ δροσίστηκα,
Όπως στέκεστε εσείς και γέρνετε πάνω στην κουπαστή, κι όμως παρασύρεστε απ’ το γοργό ρεύμα, έτσι κι εγώ στάθηκα και παρασύρθηκα,
Όπως κοιτάζετε εσείς τα αμέτρητα κατάρτια των καραβιών και τα χοντρά φουγάρα των ατμόπλοιων, έτσι κι εγώ τα κοίταξα.
Κι εγώ αμέτρητες φορές διέσχισα το ποτάμι στον καιρό μου,
Ατένισα τους γλάρους του Δεκέμβρη, τους είδα εκεί ψηλά να αιωρούνται με ασάλευτα φτερά ζυγιάζοντας το κορμί τους,
Είδα τα κορμιά τους αλλού να λούζονται απ’ το λαμπερό φως κι αλλού στη σκιά βουτηγμένα,
Είδα τους αργούς κύκλους που διέγραφαν και τους είδα να ξεμακραίνουν σιγά σιγά πριν σβήσουν στον ορίζοντα κινώντας για τον νότο,
Είδα την αντανάκλαση του καλοκαιρινού ουρανού στο νερό,
Άφησα τα μάτια μου να θαμπωθούν από τη στραφταλιστή του λάμψη,
Κοίταξα τις αιχμηρές φυγόκεντρες ακτίνες γύρω απ’ το καθρέφτισμα του κεφαλιού μου μέσα στο ηλιοφώτιστο νερό,
Κοίταξα την αχλή πάνω στους λόφους νότια και νοτιοδυτικά,
Κοίταξα τις τούφες του ατμού με τη μαβιά χροιά να ταξιδεύουν στον αέρα,
Κοίταξα προς τον κόλπο χαμηλά να δω τα σκάφη να καταφθάνουν,
Τα είδα να ζυγώνουν, είδα τα καταστρώματα εκείνων που ήταν κοντά μου,
Είδα τα λευκά πανιά στις σκούνες και στα καΐκια, είδα τα πλοία τα αγκυροβολημένα,
Τους ναύτες να δουλεύουν στα ξάρτια ή ψηλά, καβάλα στις αντένες,
Τα κυλινδρικά κατάρτια, το λίκνισμα των σκαριών, τα λεπτά φιδίσια φλάμπουρα,
Τη διέλευση των μικρών και των μεγάλων ατμόπλοιων, τους πιλότους μέσα στα πιλοτήριά τους,
Το λευκό αυλάκι που αφήνουν πίσω τους, τον τρεμουλιαστό γοργό στροβιλισμό των τροχών τους,
Τις σημαίες όλων των εθνών, την υποστολή τους με τη δύση του ήλιου,
Τα δαντελωτά κύματα μέσα στο λυκόφως, που όλο φουσκώνουν και ξεχύνονται, με τις κορυφές τους να λαμπυρίζουν παιχνιδίζοντας,
Τα μάκρη να σκοτεινιάζουν ολοένα, τις γκρίζες γρανιτένιες αποθήκες δίπλα στις αποβάθρες,
Πάνω στο ποτάμι τη σκοτεινή συνάθροιση, το μεγάλο ατμοκίνητο ρυμουλκό και στα πλευρά του κολλημένες τις φορτηγίδες, το καράβι που κουβαλά σανό, την αργοπορημένη μαούνα,
Στην κοντινή ακτή τις φωτιές των χυτηρίων να ξεπηδούν ψηλές κι αστραποβόλες μέσα στη νύχτα,
Να εξαπολύουν τη μαύρη τους αναλαμπή κόντρα σε κίτρινο και κόκκινο βαθύ πάνω στις στέγες των σπιτιών και κάτω στων δρόμων τα χαντάκια.
4
Αυτά και όλα τ’ άλλα υπήρξαν για μένα ό,τι είναι τώρα και για σας,
Αγάπησα βαθιά τις πόλεις αυτές, αγάπησα βαθιά το μεγαλόπρεπο γοργό ποτάμι,
Tους άντρες και τις γυναίκες που έβλεπα τους ένιωθα δικούς μου,
Και τους άλλους το ίδιο – τους άλλους που πίσω τους κοιτάζουν να με δουν, αφού κι εγώ για να τους δω κοίταζα εμπρός,
(Θα ’ρθει ο καιρός, αν κι εγώ αυτή τη μέρα κι αυτή τη νύχτα σταματώ εδώ).
5
Τι υπάρχει λοιπόν ανάμεσά μας;
Πόσες να ’ναι οι δεκάδες ή οι εκατοντάδες χρόνων ανάμεσά μας;
Όσες και να ’ναι, δεν έχει σημασία – ούτε η απόσταση ούτε ο τόπος έχουν σημασία,
Κι εγώ έζησα, το Μπρούκλιν το πολύλοφο ήταν κάποτε δικό μου,
Κι εγώ περπάτησα στους δρόμους του νησιού Μανχάταν και βούτηξα στα νερά που το κυκλώνουν,
Κι εγώ ένιωσα να αναδεύονται μέσα μου τα αιφνίδια παράξενα ερωτήματα,
Αναδύονταν κάποιες φορές τη μέρα ανάμεσα σε πλήθη ανθρώπων,
Αναδύονταν καθώς γυρνούσα στο σπίτι μου αργά τη νύχτα ή όταν ήμουν στο κρεβάτι ξαπλωμένος,
Κι εγώ προήλθα από την πλεύση την αέναη μέσα στη ρευστή ουσία,
Και για μένα το σώμα μου ήταν αυτό που μου έδωσε ταυτότητα,
Ήξερα ότι το σώμα μου με έκανε αυτό που ήμουν, και ήξερα ότι το σώμα μου θα με έκανε αυτό που έπρεπε να γίνω.
6
Δεν πέφτουν μόνο πάνω σας οι κηλίδες του σκοταδιού,
Το σκοτάδι έριξε τις κηλίδες του και πάνω μου επίσης,
Ό,τι καλύτερο είχα κάνει μου φάνηκε τότε κενό και ύποπτο,
Οι σκέψεις μου οι σπουδαίες, όπως τις νόμιζα, μην ήταν στην πραγματικότητα ασήμαντες;
Ούτε ξέρετε μόνο εσείς τι σημαίνει να ’ναι κανείς κακός,
Έχω γνωρίσει κι εγώ τι σημαίνει να ’ναι κανείς κακός,
Έχω πλέξει κι εγώ τον κόμπο τον αρχαίο της σύγκρουσης,
Φλυάρησα, ντροπιάστηκα, χολώθηκα, ψευδολόγησα, έκλεψα, φθόνησα.
Ένιωσα δόλο, οργή, λαγνεία, επιθυμίες φλογερές που δεν τολμούσα να τις φανερώσω,
Υπήρξα άστατος, ματαιόδοξος, άπληστος, ρηχός, ύπουλος, δειλός, γεμάτος μοχθηρία,
Ο λύκος, το φίδι, το γουρούνι δεν έλειπαν από μέσα μου,
Οι λοξές ματιές, τα αστόχαστα λόγια, ο πόθος της μοιχείας δεν έλειπαν,
Απαρνήσεις, μίση, αναβολές, κακία και οκνηρία, κανένα από αυτά δεν έλειπε από μέσα μου,
Ήμουν με όλους τους άλλους ένα κι εγώ, με τη ζωή και την τύχη τους,
Με καλούσαν με το χαϊδευτικό μου όνομα με καθαρή και δυνατή φωνή οι νέοι καθώς με έβλεπαν να πλησιάζω ή να περνώ,
Ένιωθα τα μπράτσα τους γύρω από τον λαιμό μου όπως στεκόμουν, ή το ανέμελο άγγιγμα του κορμιού τους όταν καθόμουν,
Έβλεπα πολλούς που αγαπούσα στον δρόμο ή στο πορθμείο ή στις δημόσιες συγκεντρώσεις χωρίς ποτέ μια κουβέντα να τους λέω,
Έζησα την ίδια ζωή με όλους τους άλλους, τα ίδια γέλια, βάσανα, ύπνος,
Έπαιξα κι εγώ τον ρόλο που ακολουθεί πάντα τον ηθοποιό, άντρα ή γυναίκα,
Τον ίδιο παλιό ρόλο, τον ρόλο που είναι όπως εμείς τον πλάθουμε, όσο μεγάλος θέλουμε,
Ή όσο μικρός θέλουμε, ή και τα δυο μαζί, μεγάλος και μικρός.
7
Έρχομαι ακόμη πιο κοντά σας,
Ό,τι σκέφτεστε εσείς για μένα τώρα, τις ίδιες σκέψεις έκανα κι εγώ για σας – και αποθησαυρισμένες τις κρατούσα από πριν,
Συλλογίστηκα καιρό για σας, σε βάθος, προτού ακόμη γεννηθείτε.
Ποιος να ’ξερε τι όφελος θα είχε αυτό για μένα;
Ποιος ξέρει αν δεν το χαίρομαι;
Ποιος ξέρει αν, παρά την απόσταση, δεν είναι σαν να σας κοιτάζω την ώρα αυτή, κι ας μην μπορείτε εσείς να με δείτε;
8
Αχ, τι θα μπορούσε να είναι πιο μεγαλόπρεπο και θαυμαστό για μένα από το πολυκάταρτο Μανχάταν;
Από τον ποταμό και το ηλιοβασίλεμα, και τις δαντελένιες κορυφές των κυμάτων της παλίρροιας;
Από τους γλάρους που ζυγιάζουν το κορμί τους, από το καράβι που κουβαλάει σανό μέσα στο δείλι και την αργοπορημένη μαούνα;
Ποιοι θεοί μπορούν να ξεπεράσουν εκείνους που μου σφίγγουν το χέρι και με φωνές που αγαπώ με καλούν δυνατά και ζωηρά με το όνομά μου το χαϊδευτικό καθώς τους πλησιάζω;
Τι είναι πιο ασύλληπτο από αυτό που με δένει με τον άντρα ή τη γυναίκα που στα μάτια με κοιτάζει;
Που με κάνει ένα μαζί σας τώρα και διαχέει το νόημά μου μέσα σας;
Καταλαβαινόμαστε λοιπόν, έτσι δεν είναι;
Αυτό που υποσχέθηκα χωρίς να το αρθρώσω δεν το ’χετε κιόλας λάβει;
Αυτό που δεν μπόρεσε να διδάξει η μελέτη – αυτό που δεν μπόρεσε να επιτύχει το κήρυγμα έχει επιτευχθεί, έτσι δεν είναι;
9
Κύλα, κύλα, ποταμέ! Ξεχείλιζε με την πλημμυρίδα και αποτραβήξου με την άμπωτη!
Παιχνιδίστε, κύματα με τις δαντελωτές κορυφές σας!
Κι εσείς πανώρια σύννεφα της δύσης! Περιλούστε με το μεγαλείο σας εμένα, ή τις γενιές αντρών και γυναικών που ακολουθούν!
Διασχίστε το ποτάμι απ’ όχθη σε όχθη, αμέτρητα πλήθη επιβατών!
Όρθια σταθείτε, ψηλά κατάρτια του Μανχάταν! Όρθιοι κι εσείς, του Μπρούκλιν ωραίοι λόφοι!
Δονήσου, εσύ ανήσυχο περίεργο μυαλό! Εκτόξευσε ερωτήσεις κι απαντήσεις!
Αιωρήσου πάνω απ’ όλα, αιώνια ρευστότητα!
Ατενίστε, ερωτευμένα και διψασμένα μάτια, τα σπίτια, τους δρόμους ή τις δημόσιες συναθροίσεις!
Ηχήστε, φωνές παλικαριών! Δυνατά και μελωδικά καλέστε με με το όνομά μου το χαϊδευτικό!
Ζήσε, αρχαία ζωή! Παίξε τον ρόλο που ακολουθεί τον ηθοποιό, άντρα ή γυναίκα!
Παίξε τον ρόλο τον παλιό, τον ρόλο που είναι μεγάλος ή μικρός, σύμφωνα με του καθενός το πλάσιμο!
Σκεφτείτε εσείς που τώρα με διαβάζετε μήπως εγώ, με άγνωστους τρόπους, από κάπου σας κοιτάζω·
Να είσαι γερή, κουπαστή πάνω από το ποτάμι, για να στηρίζεις αυτούς που γέρνουν νωχελικά ενώ τρέχουν γοργά ακολουθώντας το γοργό ρεύμα.
Πετάξτε, πετάξτε, θαλασσοπούλια! Λοξοπετάξτε μ’ ολάνοιχτα φτερά, ή κάντε κύκλους ψηλά στον αέρα·
Δέξου τον καλοκαιρινό ουρανό, εσύ νερό, και κράτα τον πιστά ώσπου όλα τα βλέμματα να τον ρουφήξουν από μέσα σου!
Σκορπιστείτε, εσείς αιχμηρές ακτίνες του φωτός, γύρω από το καθρέφτισμα του κεφαλιού μου, γύρω από το κεφάλι καθενός, μέσα στο ηλιοφώτιστο νερό!
Ελάτε, πλοία από τον κάτω κόλπο, αρμενίστε πέρα δώθε, σκούνες και καΐκια και μαούνες με τα λευκά ιστία σας!
Καμαρώστε, σημαίες όλων των εθνών! Κατεβείτε όπως πάντα με τη δύση του ήλιου!
Υψώστε τις φλόγες σας ψηλά, καμινάδες των χυτηρίων! Εξαπολύστε τις μαύρες σας σκιές στο πέσιμο της νύχτας!
Εξαπολύστε κόκκινες και κίτρινες αναλαμπές φωτός πάνω στις στέγες των σπιτιών!
Φαινόμενα εσείς, τωρινά και μελλοντικά, φανερωθείτε!
Εσύ αναπόφευκτε υμένα, συνέχισε να τυλίγεις την ψυχή,
Για να αιωρούνται γύρω απ’ το δικό μου κορμί, και γύρω απ’ τα δικά σας κορμιά, τα πιο θεϊκά μας αρώματα,
Ακμάζετε, πόλεις – κουβαλήστε τα φορτία σας, κουβαλήστε τις φαντασμαγορίες σας, πλατιά και πλούσια ποτάμια,
Απλώσου, ύπαρξη, που από σένα ίσως τίποτε άλλο πιο πνευματικό δεν είναι,
Κρατήστε τη θέση σας, αντικείμενα υλικά, που από σας τίποτε άλλο πιο μόνιμο δεν είναι.
Περιμένατε καιρό, πάντοτε περιμένετε, εσείς βουβοί και ωραίοι ιερείς,
Και σας υποδεχόμαστε επιτέλους με απελευθερωμένη αίσθηση και, από δω και μπρος αχόρταγοι,
Δεν θα μπορέσετε πια να μας να ξεφύγετε ή να μας κρυφτείτε.
Σας χρησιμοποιούμε, δεν σας αφήνουμε στην άκρη – σας φυτεύουμε μέσα μας για πάντα,
Δεν σας κατανοούμε πλήρως – σας αγαπάμε – υπάρχει και μέσα σας τελειότητα,
Συνεισφέρετε κι εσείς το μερίδιό σας στην αιωνιότητα,
Μεγάλο ή μικρό, συνεισφέρετε κι εσείς το μερίδιό σας στην ψυχή.