Δεν είναι δικό μου λάθος. Και δεν μπορείτε να με κατηγορήσετε. Δεν το έκανα εγώ και δεν έχω ιδέα πώς συνέβη. Δεν πήρε πάνω από μια ώρα από τότε που την τράβηξαν ανάμεσα από τα πόδια μου για να καταλάβω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν τόσο μαύρη που με τρόμαξε. Μεσάνυχτα μαύρη, Σουδάν μαύρη. Εγώ είμαι ανοιχτόχρωμη, με καλά μαλλιά, αυτό που λέμε πολύ κίτρινη, και έτσι είναι και ο Λούλα, ο πατέρας της Αν. Κανείς δεν υπάρχει στην οικογένειά μου πουθενά με τέτοιο χρώμα. Η πίσσα είναι ό,τι πιο κοντινό μπορώ να σκεφτώ, όμως τα μαλλιά της δεν ταιριάζουν με το δέρμα. Είναι διαφορετικά – ίσια αλλά σγουρά, όπως τα μαλλιά σε εκείνες τις γυμνές φυλές στην Αυστραλία. Θα νόμιζες ότι πρόκειται για επιστροφή, αλλά επιστροφή σε τι; Θα έπρεπε να δείτε τη γιαγιά μου. Περνούσε για λευκή, παντρεύτηκε λευκό και ποτέ δεν ξαναείπε ούτε μια λέξη σε κανένα από τα παιδιά της. Αν έπαιρνε γράμμα από τη μητέρα μου ή τις θείες μου το έστελνε αμέσως πίσω, χωρίς να το ανοίξει. Τελικά πήραν το μήνυμα πως κανένα μήνυμα και σταμάτησαν. Σχεδόν όλοι οι μουλάτο και κάθε είδους μιγάδες αυτό έκαναν τότε – αν είχαν τα σωστά μαλλιά, δηλαδή. Μπορείτε να φανταστείτε πόσοι λευκοί έχουν αίμα Νέγρων που κρύβεται στις φλέβες τους; Μαντέψτε. Είκοσι τοις εκατό, έχω ακούσει. Η δική μου μητέρα, η Λούλα Μέι, θα μπορούσε να περάσει εύκολα, αλλά διάλεξε να μην το κάνει. Μου έχει πει για το τίμημα που πλήρωσε για την απόφαση αυτή. Όταν πήγε με τον πατέρα μου στο δικαστικό μέγαρο να παντρευτούν, υπήρχαν δύο αντίτυπα της Βίβλου και έπρεπε να βάλουν τα χέρια τους σε εκείνη που προοριζόταν για Νέγρους. Η άλλη ήταν για τα χέρια των λευκών. Η Βίβλος! Ξεπεράστε το αυτό αν μπορείτε. Η μητέρα μου ήταν οικιακή βοηθός σε πλούσιο ζευγάρι λευκών. Έτρωγαν κάθε γεύμα που μαγείρευε και επέμεναν να τρίβει τις πλάτες τους όταν κάθονταν στη μπανιέρα και ο Θεός ξέρει τι άλλες οικειότητες, αλλά μην αγγίζετε την ίδια Βίβλο.
Μερικοί μπορεί να νομίζετε ότι είναι κακό πράγμα να χωριζόμαστε σε ομάδες σύμφωνα με το χρώμα του δέρματος –όσο πιο ανοιχτό τόσο καλύτερο– σε κοινωνικές λέσχες, γειτονιές, εκκλησίες, αδελφότητες, ακόμη και έγχρωμα σχολεία. Αλλά πώς αλλιώς θα κρατήσουμε λίγη αξιοπρέπεια; Πώς αλλιώς θα αποφύγουμε να μας φτύνουν σε ψιλικατζίδικα, να μας δίνουν αγκωνιές στη στάση του λεωφορείου, να πρέπει να περπατάμε στα απόνερα για να έχουν οι λευκοί ολόκληρο το πεζοδρόμιο, να μας χρεώνουν στον μπακάλη για μια χαρτοσακούλα που είναι δωρεάν για τους λευκούς πελάτες; Αφήστε κατά μέρος όλο το υβρεολόγιο. Έχω ακούσει για όλα αυτά και για πολλά, πολλά ακόμη. Αλλά εξαιτίας του χρώματος του δέρματος της μητέρας μου δεν τη σταματούσαν αν πήγαινε να δοκιμάσει καπέλα ή να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα σε εμπορικά καταστήματα. Και ο πατέρας μου μπορούσε να δοκιμάσει παπούτσια σε υποδηματοπωλεία, όχι σε κάποιο δωμάτιο τους πίσω. Κανείς τους ποτέ δεν θα έπινε από «Έγχρωμοι Μόνο» βρύση, ακόμη και αν πέθαιναν από τη δίψα.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά από την αρχή στο μαιευτήριο το μωρό, η Λούλα Αν, μου προκάλεσε ντροπή. Το δέρμα της όταν γεννήθηκε ήταν ωχρό, όπως όλων των μωρών, ακόμη και Αφρικανών, αλλά άλλαξε γρήγορα. Νόμισα θα τρελαινόμουν όταν έγινε μπλε μαύρο μπροστά στα μάτια μου. Το ξέρω ότι για μια στιγμή τρελάθηκα, γιατί – για δευτερόλεπτα μόνο – έβαλα μια κουβέρτα στο πρόσωπό της και την πίεσα. Αλλά δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, όσο και αν επιθυμούσα να μην είχε γεννηθεί με αυτό το τρομερό χρώμα. Σκέφτηκα ακόμη και να τη δώσω σε ορφανοτροφείο κάπου. Αλλά φοβόμουν να γίνω μια από αυτές τις μητέρες που αφήνουν τα μωρά τους σε σκαλιά εκκλησίας. Πρόσφατα, άκουσα για ένα ζευγάρι στη Γερμανία, λευκούς σαν το χιόνι, που απέκτησαν ένα μωρό με σκούρο δέρμα που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Δίδυμα, νομίζω – ένα λευκό και ένα έγχρωμο. Αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Το μόνο που ξέρω είναι, πως για εμένα, να τη θηλάζω ήταν σαν να είχα ένα αραπάκι να πιπιλά το στήθος μου. Άρχισα να την ταΐζω από μπουκάλι μόλις γύρισα σπίτι.
Ο άντρας μου, ο Λουί, είναι αχθοφόρος και όταν επέστρεψε από τα τρένα με κοίταξε λες και πραγματικά ήμουν τρελή και κοίταξε το μωρό λες και ήταν από τον πλανήτη Δία. Δεν βλασφημούσε, οπότε όταν είπε «Θεέ μου! Τι στο διάολο είναι αυτό;» ήξερα ότι είχαμε πρόβλημα. Αυτό ήταν που το προκάλεσε – που ήταν η αιτία για τους καβγάδες μας. Έκανε κομμάτια τον γάμο μας. Είχαμε περάσει τρία ωραία χρόνια μαζί, αλλά όταν εκείνη γεννήθηκε με κατηγόρησε και φέρθηκε στη Λούλα Αν λες και ήταν ξένη – ακόμη χειρότερα, εχθρός. Δεν την άγγιξε ποτέ.
Ποτέ δεν τον έπεισα ότι εγώ ποτέ δεν είχα κάνει οτιδήποτε με άλλον άντρα. Ήταν εντελώς βέβαιος ότι έλεγα ψέματα. Μαλώναμε και μαλώναμε μέχρι που του είπα ότι το μαύρο της χρώμα πρέπει να ήταν από τη δική του οικογένεια – όχι τη δική μου. Τότε ήταν που τα πράγματα χειροτέρεψαν, τόσο άσχημα που σηκώθηκε και έφυγε και έπρεπε να βρω άλλο, πιο φτηνό μέρος να ζήσω. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Ήξερα αρκετά για να μην την παίρνω μαζί μου όταν πήγαινα να δω σπίτια, οπότε την άφηνα να την προσέχει μια έφηβη ανιψιά. Δεν την έβγαζα έξω πολύ, έτσι κι αλλιώς, γιατί, όταν την έσπρωχνα στο καρότσι, κάποιοι έσκυβαν να κοιτάξουν και να πουν κάτι όμορφο και τότε πάγωναν ή αναπηδούσαν πριν συνοφρυωθούν. Με πονούσε αυτό. Θα μπορούσα να ήμουν η συνοδός αν ήταν αντίστροφο το χρώμα του δέρματός μας. Ήταν ήδη πολύ δύσκολο όντας μια έγχρωμη γυναίκα – έστω πολύ κίτρινη – να προσπαθώ να νοικιάσω σε αξιοπρεπές μέρος στην πόλη. Παλιά τότε, όταν η Λούλα Αν γεννήθηκε, ο νόμος δεν επέτρεπε διακρίσεις στις ενοικιάσεις, αλλά πολλοί ιδιοκτήτες δεν του έδιναν σημασία. Επινοούσαν δικαιολογίες για να μη σου νοικιάσουν το σπίτι. Αλλά στάθηκα τυχερή με τον κ. Λη, αν και ξέρω ότι αύξησε επτά δολάρια το νοίκι από το τι έλεγε η αγγελία και εξοργιζόταν αν καθυστερούσες και ένα λεπτό να το πληρώσεις.
Της είπα να με φωνάζει «Γλύκα» αντί για «Μητέρα» ή «Μαμά». Ήταν πιο ασφαλές. Όντας τόσο μαύρη και έχοντας πολύ παχιά όπως νομίζω χείλη και φωνάζοντάς με «Μαμά» θα μπέρδευε τον κόσμο. Εξάλλου, έχει μάτια με παράξενα χρώματα, μαύρα όπως το κοράκι με μια γαλάζια απόχρωση – κάτι από μάγισσα πάνω τους.
Οπότε ήμασταν μόνον εμείς οι δυο για πολύ καιρό και δεν χρειάζεται να σας πω πόσο δύσκολο είναι να είσαι εγκαταλελειμμένη σύζυγος. Υποθέτω ο Λουί θα ένιωσε κάπως άσχημα αφού μας άφησε έτσι, γιατί λίγους μήνες αργότερα έμαθε πού είχα μετακομίσει και άρχισε να στέλνει χρήματα μια φορά τον μήνα, αν και ποτέ δεν του το ζήτησα ούτε πήγα στο δικαστήριο να το αξιώσω. Με τα πενήντα δολάρια που έστελνε ταχυδρομικά και τη νυχτερινή δουλειά μου στο νοσοκομείο βγήκαμε με τη Λούλα Αν από τα προγράμματα πρόνοιας. Και ήταν καλό αυτό. Θα ήθελα να σταματήσουν να τα λένε πρόνοια και να επιστρέψουν στη λέξη που χρησιμοποιούσαν όταν ήταν κορίτσι η μητέρα μου. Τότε τα έλεγαν «ανακούφιση». Ακούγεται πολύ καλύτερο, σαν να πρόκειται για κάτι σύντομο μέχρι να ξαναβρείς την ανάσα σου. Εξάλλου, αυτοί οι υπάλληλοι της πρόνοιας είναι χειρότεροι από μοχθηροί. Όταν επιτέλους βρήκα δουλειά και δεν τους χρειαζόμουν πια, έβγαζα πιο πολλά από όσα εκείνοι. Φαντάζομαι η μοχθηρία συμπλήρωνε τον πενιχρό μισθό τους, που ήταν ο λόγος που μας φέρονταν όπως σε ζητιάνους. Ιδίως όταν κοίταζαν τη Λούλα Αν και μετά εμένα – λες και προσπαθούσα να τους ξεγελάσω με κάποιον τρόπο. Τα πράγματα βελτιώθηκαν, αλλά πάλι έπρεπε να είμαι προσεκτική. Πολύ προσεκτική στο πώς τη μεγάλωνα. Έπρεπε να είμαι αυστηρή, πολύ αυστηρή. Η Λούλα Αν χρειαζόταν να μάθει πώς να φέρεται, πώς να κρατά χαμηλά το κεφάλι της και να μη δημιουργεί προβλήματα. Δεν με νοιάζει πόσες φορές θα αλλάξει το όνομά της. Το χρώμα της είναι ένας σταυρός που θα τον κουβαλά πάντα. Αλλά δεν είναι δικό μου λάθος. Δεν είναι δικό μου λάθος. Δεν είναι.
Ναι, νοιώθω άσχημα μερικές φορές για το πώς φέρθηκα στη Λούλα Αν όταν ήταν μικρή. Αλλά πρέπει να καταλάβετε: έπρεπε να την προστατεύσω. Δεν ήξερε τον κόσμο. Με αυτό το δέρμα, δεν είχε νόημα να είσαι δυνατός ή θρασύς, ακόμη και αν είχες δίκιο. Όχι σε έναν κόσμο όπου μπορεί να σε έστελναν σε αναμορφωτήριο που αντιμίλησες ή μάλωσες στο σχολείο, έναν κόσμο όπου θα ήσουν ο τελευταίος που επρόκειτο να προσλάβουν και ο πρώτος που θα απέλυαν. Δεν ήξερε τίποτε για όλα αυτά ή για το πώς το μαύρο δέρμα της θα τρόμαζε τους λευκούς ή θα τους έκανε να γελούν και να προσπαθούν να την κοροϊδέψουν. Μια φορά είδα ένα κορίτσι, ούτε καν τόσο σκούρα όσο η Λούλα Αν, που δεν θα ήταν πάνω από δέκα ετών, να της βάζει τρικλοποδιά ένας από μια παρέα από λευκά αγόρια και όταν προσπάθησε να ανασηκωθεί ένας άλλος έβαλε το πόδι του στα οπίσθιά της και την ξανάριξε κάτω. Τα αγόρια αυτά κρατούσαν το στομάχι τους διπλωμένοι από τα γέλια. Και ώρα αφού ξέφυγε ακόμη χασκογελούσαν, τόσο υπερήφανοι για τον εαυτό τους. Αν δεν το παρατηρούσα από το παράθυρο του λεωφορείου, θα την είχα βοηθήσει, θα την είχα απομακρύνει από αυτά τα λευκά σκουπίδια. Βλέπετε, αν δεν είχα εκπαιδεύσει τη Λούλα Αν σωστά, δεν θα ήξερε να διασχίζει πάντοτε τον δρόμο και να αποφεύγει λευκά αγόρια. Αλλά τα μαθήματα που της έκανα έφεραν αποτελέσματα και εντέλει με έκανε υπερήφανη σαν παγόνι.
Δεν ήμουν κακή μητέρα, πρέπει να το ξέρετε αυτό, αλλά μπορεί να έχω κάνει κάποια πράγματα που πλήγωσαν το μόνο μου παιδί γιατί έπρεπε να την προστατεύσω. Έπρεπε. Και όλα εξαιτίας των προνομίων του δέρματος. Στην αρχή δεν έβλεπα πέρα από όλο αυτό το μαύρο για να μάθω ποια ήταν και απλώς να την αγαπώ. Αλλά την αγαπώ. Πραγματικά. Νομίζω καταλαβαίνει τώρα. Έτσι νομίζω.
Τις δύο τελευταίες φορές που την είδα ήταν, λοιπόν, εντυπωσιακή. Με έναν τρόπο τολμηρή και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κάθε φορά που ήρθε να με δει, ξεχνούσα πόσο μαύρη πραγματικά ήταν, γιατί το χρησιμοποιούσε προς όφελός της με πανέμορφα λευκά ρούχα.
Μου δίδαξε ένα μάθημα που θα έπρεπε να το ξέρω. Το τι κάνεις στα παιδιά έχει σημασία. Και μπορεί ποτέ να μην ξεχάσουν. Μόλις μπορούσε, με άφησε μόνη μου σε εκείνο το απαίσιο διαμέρισμα. Έφυγε όσο πιο μακριά από εμένα μπορούσε: έγινε κούκλα και έπιασε σπουδαία δουλειά στην Καλιφόρνια. Δεν τηλεφωνεί ούτε έρχεται πια. Μου στέλνει χρήματα και πράγματα κάθε τόσο, αλλά δεν την έχω δει δεν ξέρω για πόσον καιρό.
Προτιμώ αυτό το μέρος –τον Οίκο Γουίνστον– από εκείνους τους μεγάλους, ακριβούς οίκους ευγηρίας έξω από την πόλη. Το δικό μου είναι μικρό, οικείο, φτηνότερο, με νοσοκόμες είκοσι τέσσερις ώρες και γιατρό που έρχεται δύο φορές την εβδομάδα. Είμαι μόνον εξήντα τριών – πολύ νέα να αποσυρθώ – αλλά με βρήκε μια έρπουσα ασθένεια των οστών, οπότε η καλή φροντίδα είναι ζωτικής σημασίας. Η πλήξη είναι χειρότερη από την αδυναμία ή τον πόνο, αλλά οι νοσοκόμες είναι θαυμάσιες. Μία από αυτές μόλις με φίλησε στο μάγουλο όταν της είπα ότι θα γίνω γιαγιά. Το χαμόγελο και τα κομπλιμέντα της θα άξιζε άτομο που επρόκειτο να στεφθεί βασιλιάς. Της έδειξα το σημείωμα σε μπλε χαρτί που ήρθε από τη Λούλα Αν – το υπέγραφε «Νύφη», αλλά ποτέ δεν δίνω σημασία σε αυτά. Τα λόγια της ακούγονταν χαρούμενα. «Μάντεψε, Γ. Είμαι τόσο, τόσο ευτυχισμένη που στέλνω τα νέα αυτά. Θα κάνω μωρό. Είμαι πολύ, πολύ ενθουσιασμένη και ελπίζω και εσύ επίσης.» Φαντάζομαι ο ενθουσιασμός είναι για το μωρό, όχι για τον πατέρα του, γιατί δεν τον αναφέρει καθόλου. Αναρωτιέμαι αν είναι μαύρος όπως εκείνη. Αν είναι, δεν χρειάζεται να ανησυχεί όπως έκανα εγώ. Τα πράγματα έχουν αλλάξει λιγάκι από τότε που ήμουν νέα. Μπλε μαύρους βλέπεις παντού στην τηλεόραση, σε περιοδικά μόδας, διαφημιστικά, ακόμη και σταρ στον κινηματογράφο.
Δεν υπάρχει διεύθυνση αποστολέα στον φάκελο. Οπότε υποθέτω ότι ακόμη είμαι ο κακός γονιός που τιμωρούν για πάντα, έως την ημέρα που θα πεθάνω, για τον με καλή πρόθεση και αναγκαίο τρόπο με τον οποίο την ανέθρεψα. Ξέρω πως με μισεί. Η σχέση μας περιορίζεται στο να μου στέλνει χρήματα. Πρέπει να πω ότι είμαι ευγνώμων για τα λεφτά, γιατί δεν χρειάζεται να ικετεύω για κάτι επιπλέον, όπως κάποιοι άλλοι ασθενείς. Αν θέλω δική μου καινούργια τράπουλα για πασιέντζες, μπορώ να την έχω και δεν χρειάζεται να παίζω με τη βρώμικη, φθαρμένη τράπουλα στο σαλόνι. Και μπορώ να αγοράσω ειδική κρέμα για το πρόσωπό μου. Αλλά δεν με ξεγελούν αυτά. Ξέρω ότι τα χρήματα που στέλνει είναι ένας τρόπος να μένει μακριά και να καθησυχάζει το κομματάκι συνείδησης που της έχει απομείνει.
Αν ακούγομαι ευερέθιστη, αγνώμων, μέρος του είναι ότι από κάτω μετανιώνω. Όλα τα μικρά πράγματα που δεν έκανα ή έκανα λάθος. Θυμάμαι όταν είχε την πρώτη της περίοδο και πώς αντέδρασα. Ή τις φορές που έβαλα τις φωνές όταν παραπάτησε ή της έπεσε κάτι. Είναι αλήθεια. Πραγματικά αναστατώθηκα, ακόμη και αποκρουστικό βρήκα το μαύρο της δέρμα όταν γεννήθηκε και στην αρχή σκέφτηκα … Όχι. Πρέπει να διώξω αυτές τις αναμνήσεις – γρήγορα. Δεν έχει νόημα. Ξέρω ότι έκανα το καλύτερο για εκείνη στις συγκεκριμένες συνθήκες. Όταν ο άντρας μου μας εγκατέλειψε, η Λούλα Αν ήταν ένα βάρος. Βαρύ, αλλά το σήκωσα καλά.
Ναι, ήμουν σκληρή μαζί της. Σίγουρα ήμουν. Όταν έγινε δώδεκα προς τα δεκατρία, έπρεπε να γίνω ακόμη πιο σκληρή. Αντιμιλούσε, αρνιόταν να φάει αυτό που μαγείρευα, στόλιζε τα μαλλιά της. Όταν τα έκανα κοτσίδα, πήγαινε σχολείο και την έλυνε. Δεν μπορούσα να την αφήσω να πάρει κακό δρόμο. Της πάτησα το καπάκι και την προειδοποίησα για το πώς θα τη φώναζαν. Παρόλα αυτά, μέρος της εκπαίδευσης πρέπει να της έμεινε. Βλέπετε πώς εξελίχθηκε; Μια πλούσια κοπέλα με καριέρα. Υπάρχει αντίλογος; Τώρα είναι έγκυος. Σωστή κίνηση, Λούλα Αν. Αν νομίζεις ότι το να είσαι μητέρα είναι μόνο γουργουρίσματα, κωλαράκια και πάνες, σε περιμένει μεγάλη έκπληξη. Μεγάλη. Εσένα και τον ανώνυμο φίλο, σύζυγο, ξεπέτα –οποιονδήποτε– φαντάσου, Ού! Μωρό! Κίτσι κίτσι κου!
Άκουσέ με. Πρόκειται να μάθεις τι χρειάζεται, πώς είναι ο κόσμος, πώς δουλεύει και πώς αλλάζει όταν είσαι γονιός.
Καλή τύχη και ο Θεός να σώσει το παιδί.
Η «Γλύκα» (Sweetness), δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2015 και παραπέμπει στο τελευταίο μυθιστόρημα της Τόνι Μόρισον.