Ο Άλντεν Νόουλαν (Alden Nowlan, 1933-1983) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους και πλέον αγαπητούς Καναδούς ποιητές του 20ού αιώνα. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στο αγροτικό περιβάλλον της Νέας Σκωτίας, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία δέκα ετών και, προκειμένου να επιβιώσει, εργάστηκε, μεταξύ άλλων, ως υλοτόμος, εργάτης σε πριονιστήριο και νυχτοφύλακας, προτού τον κερδίσει η δημοσιογραφία, από την οποία βιοπορίστηκε για περίπου δεκαπέντε χρόνια. Το 1968 του προσφέρθηκε η εφ’ όρου ζωής θέση του φιλοξενούμενου συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο του Νιου Μπράνσγουικ στην πόλη Φρέντρικτον, όπου έζησε με τη σύζυγο και τον θετό γιο του ως τον θάνατό του, σε ηλικία μόλις πενήντα ετών. Η ποίησή του –εξομολογητική, κουβεντιαστή, με μια ευπρόσδεκτη προφορικότητα– διακρίνεται για τα απλά της μέσα, τον τρυφερά πνευματώδη, συχνά σκωπτικό της τόνο και τον αυτοβιογραφικό της χαρακτήρα (ιδίως όσον αφορά τις εμπειρίες του από τα χρόνια της ανέχειας στη Νέα Σκωτία), ενώ συχνά αποπνέει μια κάποια μελαγχολία, κυρίως στα ποιήματα που γράφτηκαν μετά το 1963, οπότε διαγνώστηκε με καρκίνο του θυροειδούς κι έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου.
Τα πέντε ποιήματα που ακολουθούν, σταχυολογημένα από το εκτενές έργο του –από το 1958 ως το 1983, ο Νόουλαν εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, ενώ επιπλέον έγραψε διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μυθιστορήματα– περιλαμβάνονται στην υπό έκδοση ανθολογία Ανημποριά και άλλα ποιήματα (ανθολόγηση-εισαγωγή-μετάφραση: Γιάννης Παλαβός), η οποία θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις νεοσύστατες εκδόσεις Loggia.