Ζούσαν την περιπέτεια μόνοι τους

Όσο κι αν ήταν ευφρόσυνη κοσμογονία, δεν ήταν πάντα εύκολο. Όσο κι αν έμεναν πιστοί στη ρήση του Βίτγκενσταϊν («Από εδώ όπου είμαστε, να πάμε εκεί όπου είναι η Απόφαση»), καθώς και στο αξίωμα του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ («Τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα παίζονται»), κι όσο κι αν επέμεναν να δηλώνουν διάκονοι της διαλεκτικής Άλαμουτ/Ουόλντεν (ορεινό οχυρό από εδώ, άδολο δάσος από εκεί), όχι, όχι, όχι δεν ήταν πάντα εύκολο. Υπήρχαν τρόποι. Υπήρχαν τόποι. Γι᾽ αυτούς ήταν κρίσιμος ο τρόπος να μεταμφιέζουν τις ημερομηνίες. Γι᾽ αυτούς ήταν σημαντικός ο τόπος που ανήκε στο μεταίχμιο ανάμεσα στο Άλλοτε και στο Νυν. Γι᾽ αυτούς ήταν κρίσιμος ο τρόπος να μπαίνουν στη χρονοκάψουλα (ο Οδυσσέας Γεωργίου επινοούσε ακάματα τεχνικές και συστήματα αναίρεσης και άρσης του χρόνου). Γι᾽ αυτούς ήταν σημαντικός ο τόπος που υποσχόταν περιπλανήσεις σε πλάνα και σεκάνς του Μπέλα Ταρρ (η Αλίκη Δέτση φωτογράφιζε, και οι φωτογραφίες της ήταν ασπρόμαυρα δοκίμια αστικής τοπιογραφίας που αποτύπωναν την μύχια δυναμική διαλεκτική των διακυμάνσεων της).

Ζούσαν την περιπέτεια μόνοι τους. Δεν είναι λίγα χίλια τετρακόσια πενήντα τέσσερα μερόνυχτα ασταμάτητης restoration μιας παιδικής ηλικίας που απείχε είκοσι χρόνια από το 2015 και μιας άλλης παιδικής ηλικίας που απείχε πενήντα χρόνια από το 2015, και η ταυτόχρονη (επί χίλια τετρακόσια πενήντα τέσσερα μερόνυχτα, όπως αυτή και αυτός πολύ καλά γνωρίζουν) αλληλοπεριχώρηση των εν λόγω δύο παιδικών ηλικιών ώστε να γίνουν μία, χωρίς, εντούτοις, να αλλοιωθούν ούτε της μίας παιδικής ηλικίας τα κεντρικά χαρακτηριστικά ούτε της άλλης, κι ας τις χώριζαν, τις δύο παιδικές ηλικίες, τρεις δεκαετίες, κι ας κατοικοέδρευε η μία παιδική ηλικία (της Αλίκης η παιδική ηλικία) στα 1990 plus, ενώ η άλλη παιδική ηλικία (του Οδυσσέα η παιδική ηλικία) κατοικοέδρευε στα 1960 plus. Ζούσαν την περιπέτεια μόνοι τους, πιστεύοντας ακράδαντα (στα πρώτα σκιρτήματα της περιπέτειας, τουλάχιστον), ότι η περιπέτεια δεν θα έχει τέλος, ή έστω θα έχει αίσιο τέλος, θα είναι ένα ειδυλλιακό «για πάντα», θα είναι ένας περήφανος πηγαιμός σε μιαν ιδεώδη Ιθάκη, θα είναι όχι ένα συντριπτικό σάλτο μορτάλε ή ένα βουερό βίβερε περικολοζαμέντε αλλά ένα «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν», ένα «one’s not half two. It’s two are halves of one», ένα «You go your way. I'll go your way too!», ένα τίγκα στο λυτρωτικό οξυγόνο αντιδιαστολής «Κράτα με να σε κρατώ ν᾽ ανεβούμε στο βουνό».

Όσο κι αν ήταν ευφρόσυνη κοσμογονία, δεν ήταν πάντα εύκολο. Ήταν ευκταίο, όμως. Ευλογημένο από όλους τους ρασταφάρι και τους καταστασιακούς του σύμπαντος κόσμου. Από τον Ντεμπόρ και τον Γουάλας και τον Μπολάνιο και τον Μπρεσόν και τον Κουντέλκα ευλογημένο. Ευάερο, ευήλιο, ευγενές. Ήταν περιπετειώδες. Διαμπερές, και σαν διαμέρισμα και σαν τραύμα. Και σαν θαύμα. Ήταν αυθυπέρβαση. Ήταν κατάλυση καθετί ταξικού και τοξικού. Μερικά Σαββατοκύριακα αδιανόητης ερωτικής έντασης, ήταν έως και σκανδαλώδες. Κάποτε ήταν όλο το A Love Supreme του Αγίου Ιωάννη Κολτρέιν διασκευασμένο για δύο κορμιά, τέσσερα χέρια, είκοσι δάχτυλα, δύο ανάσες, δύο παιδικές ηλικίες, εξήντα τέσσερα δόντια, ένα εκατομμύριο χάδια, τέσσερα μάτια, τέσσερα ρουθούνια, δύο μυαλά, μία περιπέτεια, τέσσερις αστραγάλους, τέσσερα αυτιά, δύο κούτελα, και δύο βουλήσεις που έγιναν ένα δάσος.

Ζούσαν την περιπέτεια μόνοι τους. Έλεγαν ότι είναι Οπαδοί της Λήθης. Έλεγαν ότι είναι το Γιν και το Γιανγκ. Έλεγαν ότι η βόλτα στη Λαϊκή της Πέμπτης στην Κυψέλη είναι το γιατρικό για τη χαμέρπεια. Έλεγαν ότι τα τραγούδια που αγαπούσαν είναι το αντίδοτο στην πανούκλα, στο μούδιασμα, τον καρκίνο, στην ελονοσία, στο αυχενικό, στο συνάχωμα, στην ποδάγρα, στην απάθεια, στη λοιμώδη μονοπυρήνωση, στη ρήξη των τριχοειδών αγγείων, στη νευρική ανορεξία, στην μυαλγία, στην ανία, στην κυριακίτιδα, στην αδενοπάθεια, στον κακό κινηματογράφο, στην παρακμή της δισκογραφίας, στα τερετίσματα της ασημαντότητας, στα ψελλίσματα της άσφαιρης μοχθηρίας, στις επελάσεις της κακεντρέχειας, στην ασχήμια ορισμένων συνοικιών, στο φευγιό των ανυπέρβλητων φίλων, στα κακά μαντάτα, στα ασύμφορα συμβόλαια, στο πένθος για τον θάνατο του Νικόλα Τριανταφυλλίδη, στο ότι δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά το Wittgenstein’s Mistress του Ντέιβιντ Μάρκσον, στο ότι άδειασε άλλο ένα μπουκάλι ιρλανδέζικο ουίσκι, στο ότι δεν κάνει ραδιόφωνο ο Θοδωρής Μανίκας, στο ότι τέλειωσε πάλι μες στ᾽ άγρια μεσάνυχτα το ζιπέλαιο, στο ότι ο ενίοτε αναθεματισμένα ακατάστατος Οδυσσέας Γεωργίου δεν βρίσκει που σκατά έχει τοποθετήσει το dvd της ταινίας του Βέντερς Ένας Αμερικανός φίλος που θέλουν διακαώς να δουν, η ξεμέθυστη Αλίκη και ο μεθυσμένος Οδυσσέας, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα.

Όσο κι αν ήταν ευφρόσυνη κοσμογονία, δεν ήταν πάντα εύκολο. Μάλιστα, μερικές φορές ήταν ολέθριο. Εκείνος, ο Οδυσσέας, κοιμόταν σε πόμολα, ακουμπούσε, τύφλα στο μεθύσι, το λεπτό, ποιητικό και διόλου θεληματικό πηγούνι του σε μια κόγχη, σε μια γουβιασμένη παλάμη, σε μιαν υγρή από αδέξια χυμένο πιοτί χαρτοπετσέτα στη γωνία ενός τραπεζιού, στα Πετράλωνα ή στην Πλατεία Βικτωρίας, γεμάτου με θαλασσινά και σαλάτες και φιλικά πρόσωπα και τσικουδιές~ κοιμόταν σ᾽ ένα δερμάτινο σημειωματάριο μεταξύ πληκτρολογίου και οθόνης, στο μπράτσο μιας μπερζέρας σ᾽ ένα εξαίσιο ενδιαίτημα ενός τέως φίλου, στην άκρη ενός ραφιού μιας από τις οχτώ βιβλιοθήκες του ~ και αντάμωνε με τον Μορφέα ή με τα θρυμματισμένα όνειρα της εφηβείας του. Κι εκείνη, η Αλίκη, απόμενε μόνη της μ᾽ ένα ματαιωμένο εγχείρημα στα χέρια της, και στο μυαλό της, ζώντας οδυνηρά, και δίχως να φταίει σε τίποτα —ούτε ένα ρινίδιο, ούτε μια στάλα, ούτε ένα απειροελάχιστο μόριο φταιξίματος—, την αναπάντεχη μετατροπή τής ευδαιμονίας σε φρίκη, μην ξέροντας ακόμη ότι στην Νήσο Ιθάκη του Οδυσσέα υπάρχει ένα χωριουδάκι που λέγεται τωόντι Φρίκες (!!!), ζώντας άδικα (και δίχως να αρμόζει στα σχέδιά της, στις βλέψεις της, στην νεότητά της, στο σφρίγος της, στη δυναμική της, στο μέλλον της, ακόμα και στο σύντομο παρελθόν της, και, κυρίως, στο γεμάτο κραδασμούς δημιουργικότητας παρόν της), ναι, ζώντας άδικα και ατελέσφορα και χωρίς προοπτική, με το βάρος του γηραιού κοιμώμενου Οδυσσέα, και νιώθοντας σύγκορμη να πάλλεται, να τυραννιέται, να ταλανίζεται ανάμεσα στον διάτρητο, τώρα πια, έρωτά της γι᾽ αυτό το εξηντάχρονο παιδί και στην ανάγκη της να υπάρχει η ίδια δίχως δανεικές διαλεκτικές, χωρίς χρεωμένες χρήσεις, άνευ ανασκουμπωμένων αναμνήσεων.

[Συνεχίζεται εις το επόμενον]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: