Ήταν μια ωραία, ηλιόλουστη μέρα
κι αποφάσισα να πάω εκδρομή στην εξοχή.
Έβαλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μια κουβέρτα,
τις μεταθανάτιες συλλογές του Hill και του Tate
που είχα μόλις αγοράσει από το Blackwell’s,
κι ένα μπουκάλι παγωμένο λευκό κρασί.
Τα χωριουδάκια έξω από την πόλη,
είναι το ιδανικό μέρος για να δραπετεύσει κανείς
από τα πληκτικά αμφιθέατρα και τις σκοτεινές βιβλιοθήκες.
Adieu Bethmann-Hollweg! Adieu von Tirpitz!
Τα λέμε αύριο πάλι!
Κατευθύνθηκα προς το Wantage,
εκεί όπου είχε ζήσει ένας άλλος ποιητής, ο John Betjeman.
Καθώς πλησίαζα την κεντρική πλατεία,
είδα στα δεξιά μου τον καθεδρικό ναό
και στο πλάι του μερικούς τάφους με τις πέτρινες επιγραφές
να θυμίζουν τη θρυλική ιστορία του χωριού.
Πάρκαρα εκεί κι άπλωσα την κουβέρτα πάνω στο ζεστό γρασίδι.
Άνοιξα το μπουκάλι με το κρασί
κι άρχισα να διαβάζω το The Dome of the Hidden Pavilion.
Ήμουν τόσο ευτυχισμένος που έβρισκα χαριτωμένο
ακόμη και το ενοχλητικό τιτίβισμα των πουλιών.
Ξαφνικά είδα να με πλησιάζει ένας γέρος
κραδαίνοντας το μπαστούνι του
με τρόπο απειλητικό.
«Απαγορεύεται να ξαπλώνετε εδώ», είπε.
«Γιατί;» ρώτησα.
«Γιατί ο χώρος είναι ιερός», είπε.
«Μα δεν κάνω κάτι κακό», είπα. «Διαβάζω ποίηση».
«Αδιάφορο», είπε. «Εδώ είναι εκκλησία».
«Και ποιος λέει ότι απαγορεύεται να διαβάζει κανείς
στον κήπο μιας εκκλησίας;» είπα.
«Ο νόμος», είπε.
«Ποιος νόμος;» είπα.
«Του Θεού», είπε.
«Και που το λέει αυτό ο Θεός», είπα.
«Στην Παλαιά Διαθήκη», είπε.
«Σε ποιο βιβλίο;» είπα.
«Στο Δευτερονόμιον», είπε.
«Το έχω διαβάσει», είπα. «Δεν λέει τίποτα για γκαζόν και ποίηση».
«Μπορεί να κάνω λάθος το βιβλίο», είπε.
«Δεν νομίζω», είπα. «Τυγχάνει να έχω κάνει διδακτορικό στη θεολογία
και να γνωρίζω τα πάντα σχετικά με την Παλαιά Διαθήκη».
«Αλήθεια;» είπε.
«Αλήθεια», είπα.
«Τότε σας ζητώ συγγνώμη», είπε.
Συνεχίστε να διαβάζετε ό,τι είναι αυτό που διαβάζετε».
«Tate», είπα.
«Δεν έχω πάει ποτέ», είπε. «Δεν μου αρέσουν τα μουσεία και μισώ το Λονδίνο».
«Θέλετε λίγο κρασί», είπα. «Έχω και δεύτερο ποτήρι».
«Δεν θα πω όχι», είπε.
«Εξάλλου, ο Θεός δεν απαγορεύει το κρασί».
«Το απαγορεύει», είπα.
«Το γράφει κάπου ρητά;» είπε.
«Ναι. Στο Λευϊτικόν», είπα.
«Θα πρέπει επομένως ν’ αρνηθώ την ευγενική σας πρόταση», είπε.
«Αυτό είναι το σωστό», είπα.
«Να σας ευχηθώ τότε καλό σας απόγευμα», είπε.
«Ο Θεός να ’ναι μαζί σας», είπα.