Παίζουμε ένα ποίημα;

Θάνος Γώγος: Ντακάρ VI

Οι εικόνες φεύγουν
Σε διεθνή ύδατα

Εκεί
Τραγουδούν μια επανάσταση
Έναν συρμό
Μια ήττα

Στο τέλος –
Ή μερικές φορές
Και στην αρχή

Τα σώματα
Ανοίγουν μια λίμνη
Σε κάποια χώρα
Του βορρά
Και μένουν
Μόνα

[ από την ποιητική σύνθεση Ντακάρ που θα εκδώσει το Μελάνι ]

Παίζουμε ένα ποίημα;

Εί­ναι εντυ­πω­σια­κό πώς το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ποι­η­τι­κής γε­νιάς του 2000 αρ­νεί­ται να προ­στα­τευ­τεί σε κα­τα­φύ­για εντο­πιό­τη­τας και ανα­ζη­τά νέ­ους ορί­ζο­ντες σε πε­δία ετε­ρο­το­πί­ας. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Θά­νος Γώ­γος, τό­σο στο προη­γού­με­νο βι­βλίο του (Γλα­σκώ­βη, 2014) όσο και στο ερ­χό­με­νο (Ντα­κάρ, 2019), επι­ζη­τεί να δρα­πε­τεύ­σει από την πα­τρί­δα εις ανα­ζή­τη­ση εναλ­λα­κτι­κού προ­ο­ρι­σμού. Μά­λι­στα και στα δύο βι­βλία του «Ο κό­σμος στρα­τεύ­ε­ται προς τον βορ­ρά» (Ντα­κάρ ΙΙΙ).
Στο ανω­τέ­ρω ποί­η­μα οι δρα­στη­ριό­τη­τες/«ει­κό­νες» με­τα­φέ­ρο­νται σε πε­ριο­χές που δεν ανή­κουν σε κα­νέ­να/«διε­θνή ύδα­τα» και όπου τα πά­ντα εί­ναι υπό διεκ­δί­κη­ση. Εκεί τρα­γου­δούν την κί­νη­ση με την οποία η επα­νά­στα­ση στα­δια­κά σύ­ρε­ται/«συρ­μός» στην ήτ­τα. Εί­τε από την πι­κρή απο­γο­ή­τευ­ση του τέ­λους της στρά­τευ­σης εί­τε από την ασφα­λή απο­στα­σιο­ποί­η­ση της αρ­χής της, οι άν­θρω­ποι εξα­το­μι­κεύ­ο­νται: «Τα σώ­μα­τα/Ανοί­γουν μια λί­μνη …/Και μέ­νουν/Μό­να». Έτσι βρί­σκο­νται από την ανοι­χτή θά­λασ­σα σε κλει­στή λί­μνη, και από πε­ριο­χή που δεν ανή­κει κα­νέ­ναν σε ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία. Τι ση­μαί­νει αυ­τή η απο­καρ­διω­τι­κή κα­τά­λη­ξη του ποι­ή­μα­τος σε ένα εγκλω­βι­σμό χω­ρίς συ­ντρο­φι­κό­τη­τα, στη μο­να­ξιά της αρι­στε­ρής με­λαγ­χο­λί­ας;
Ίσως μια απά­ντη­ση να βρί­σκε­ται στο μό­το του βι­βλί­ου, τα λό­για του ναύ­τη Ιη­σού από το τρα­γού­δι «Suzanne» του Leonard Cohen: And when he knew for certain/Οnly drowning men could see him/He said/“All men will be sailors then /until the sea shall free them”. Εί­μα­στε όλοι ναύ­τες, κι ο κα­θέ­νας προ­σπα­θεί να περ­πα­τή­σει πά­νω στη δι­κή του λί­μνη ώσπου να πνι­γεί. Ίσως όμως «τα σώ­μα­τα» να μπο­ρούν να εξε­τα­στούν και από τη σκο­πιά της πο­λι­τι­κής οντο­λο­γί­ας του Ιτα­λού φι­λό­σο­φου Τζιόρ­τζιο Αγκά­μπεν όπως πα­ρου­σιά­ζε­ται στο βι­βλίο του Η χρή­ση των σω­μά­των (2014), το ένα­το και τε­λευ­ταίο της διά­ση­μης σει­ράς Homo sacer.
Στις δύο μεί­ζο­νες πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις, την συ­ντάσ­σου­σα/potere constituente (της επα­νά­στα­σης) και την συ­νταγ­μα­τι­κή/potere constituito (της τά­ξης), ο Αγκά­μπεν προ­σθέ­τει μια τρί­τη δύ­να­μη, την απο­συ­ντάσ­σου­σα/potere destituente (της αερ­γί­ας), η οποία αρ­νεί­ται να γί­νει συ­νταγ­μα­τι­κή, κι αφού δεν μπο­ρεί να πα­ρα­μεί­νει για πά­ντα επα­να­στα­τι­κή, επι­μέ­νει να δια­κό­πτει συ­νέ­χειες και να διαρ­ρη­γνύ­ει σχέ­σεις (Agamben, The Use of Βodies, 2016, σελ. 272). Αν η επα­νά­στα­ση οδη­γεί πα­ρά­δο­ξα και ανα­πό­φευ­κτα στην συ­νταγ­μα­τι­κή απο­κα­τά­στα­ση της τά­ξης (266), τό­τε χρειά­ζε­ται μια πο­λι­τι­κή δρά­ση που δεν ανα­τρέ­πει (και συ­να­κό­λου­θα δεν απο­κα­θι­στά) αλ­λά αδρα­νο­ποιεί, μια απο­συ­ντάσ­σου­σα δύ­να­μη που απε­νερ­γο­ποιεί τον κυ­βερ­νη­τι­κό μη­χα­νι­σμό, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να ένα και­νούρ­γιο δυ­νη­τι­κό δυ­να­μι­κό το οποίο θα μπο­ρού­σε να πα­ρα­μεί­νει διαρ­κώς εκτός δια­κυ­βέρ­νη­σης. Χω­ρίς να κα­τα­στρέ­φει, η αερ­γία, ως απο­χή από το έρ­γον, απορ­ρυθ­μί­ζει για να ανοί­ξει το δρό­μο σε και­νούρ­γιους ρυθ­μούς.
Ο Αγκά­μπεν υπε­ρα­σπί­ζε­ται μια σκέ­ψη που στο­χά­ζε­ται όχι την εξω­τε­ρι­κή αντί­στα­ση αλ­λά τη σύμ­φυ­τη αναρ­χία της αρ­χής, ανο­μία του νό­μου, «α-δη­μία» της δη­μο­κρα­τί­ας (275). Επί πλέ­ον, ο Ισπα­νός θε­ω­ρη­τι­κός Amador Fernández-Savater, συ­ζη­τώ­ντας την απο­συ­ντάσ­σου­σα δύ­να­μη του Αγκά­μπεν, έχει προ­τεί­νει μια διά­κρι­ση με­τα­ξύ δύ­να­μης και δυ­νη­τι­κό­τη­τας, το­νί­ζο­ντας πως η δεύ­τε­ρη δεν οι­κο­δο­μεί θε­σμούς αλ­λά ανοί­γει πε­ρά­σμα­τα, ακρι­βώς όπως αυ­τά που οδη­γούν προς τον βορ­ρά και προς τα διε­θνή ύδα­τα της στρά­τευ­σης στο εντα­τι­κό ποί­η­μα του Γώ­γου.
Το άτο­μο που ασκεί απο­συ­ντάσ­σου­σα δρά­ση εί­ναι το μη λει­τουρ­γι­κό υπο­κεί­με­νο το οποίο δεν πα­ρά­γει/κα­τέ­χει τί­πο­τε αλ­λά πράτ­τει ανα­πτύσ­σο­ντας μια εγ­γε­νή σχέ­ση με τη δυ­νη­τι­κή μο­να­δι­κό­τη­τα μιας ύπαρ­ξής που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από υπό­στα­ση (κι όχι ου­σία), όπως κά­νει ένας ξυ­λουρ­γός (π.χ. ο Ιη­σούς), ένας φι­λό­σο­φος (π.χ. ο Αγκά­μπεν) ή ένας ποι­η­τής (π.χ. ο Γώ­γος). Το άτο­μο αυ­τό ασχο­λεί­ται με τη «μορ­φή ζω­ής», δη­λα­δή τη δια­μόρ­φω­ση βί­ου εις πεί­σμα των βιο­λο­γι­κών και κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών που το κα­θο­ρί­ζουν, με την καλ­λιέρ­γεια μιας πο­λι­τι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κής «αν­θρω­πο­γέ­νε­σης» εις πεί­σμα κά­θε πε­πρω­μέ­νου/νο­μο­τέ­λειας (278). Θα μπο­ρού­σα­με λοι­πόν να σκε­φτού­με το επα­να­στα­τη­μέ­νο και ητ­τη­μέ­νο σώ­μα στη βό­ρεια λί­μνη του ποι­ή­μα­τος όχι ώς εκ­μη­δέ­νι­ση αλ­λά ώς δυ­νη­τι­κό­τη­τα μιας νέ­ας μορ­φής ζω­ής που θα μπο­ρού­σε να μά­θει να αντλεί από τις δι­κές της εγ­γε­νείς και απο­συ­ντάσ­σου­σες δυ­νά­μεις. Κά­πο­τε σώ­μα­τα που συ­νει­δη­τά μέ­νουν μό­να γί­νο­νται μο­να­δι­κά.

Αυ­τά δεν τα λέ­ει το ποί­η­μα. Τα λέ­ει ο υπο­γρά­φων παί­ζο­ντας με το ποί­η­μα (όπως ακρι­βώς πα­ρα­κι­νεί ο τί­τλος της σει­ράς αυ­τών των μη­νιαί­ων κει­μέ­νων). Το εν λό­γω δύσ-τρο­πο ποί­η­μα δεν λέ­ει κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο. Εί­ναι αρ­κε­τά απο­συ­ντε­ταγ­μέ­νο ώστε να μην έχει ολο­κλη­ρω­μέ­νη ορ­γά­νω­ση ή στα­θε­ρή κα­τεύ­θυν­ση. Κά­θε φο­ρά που το δια­βά­ζου­με μας προ­σκα­λεί να το συ­ναρ­μο­λο­γή­σου­με χω­ρίς να το εναρ­μο­νί­σου­με. Ίσως έτσι υπαι­νίσ­σε­ται πως, με­τά την επα­να­στα­τι­κή ήτ­τα, υπάρ­χουν και σε άλ­λες λί­μνες ανα­γνώ­στες οι οποί­οι, όπως κι εμείς, ετοι­μά­ζουν ο κα­θέ­νας τη δι­κή του «μορ­φή ζω­ής» για κά­ποια μελ­λο­ντι­κή συλ­λο­γι­κή δρά­ση/διεκ­δί­κη­ση.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: