Τον συνάντησα, μετά από τριάντα χρόνια, στην Alpha Bank Θέρμης, ως υποδιευθυντή – κοστουμάτος, γραβατωμένος, καθότανε ελαφρά σκυφτός στο γραφείο του, δυο μέτρα αριστερά απ’ τα γκισέ. Τον αναγνώρισα αμέσως, μπαίνοντας, από εκείνο το ορατό από μακριά, βυσσινί σημάδι του δεξιά στο μέτωπο, σε σχήμα γλάρου που πετάει πλάγια – αν πεις σε κάποιον πως απέκτησε το σημάδι ο Ζήσης θα δυσκολευτεί να σε πιστέψει.
Πάντως η πραγματική ιστορία είναι αυτή: περί το 1979-80, ο παππούς του ο Γοργορίκας είχε ένα γέρικο γαϊδούρι, τον Ιωνά, έτσι το έλεγε, που τότε θα ήταν είκοσι εφτά χρονών. Στα τελευταία του. Το είχε πάρει από πολύ μικρό και τον είχε εξυπηρετήσει τα προηγούμενα χρόνια σε όλες τις δουλειές του. Ήτανε δυνατό γαϊδούρι, με καλή συμμόρφωση και το σεβότανε πολύ – πιο πολύ όμως το αγαπούσε ο εγγονός του, αυτός, ο Ζήσης. Το λάτρευε κυριολεκτικά και το φρόντιζε, γιατί από όταν ήταν μωρό ακόμα τον πήγαινε βόλτες, ο Ιωνάς, και μετά τον βοηθούσε στις δουλειές που του ανέθετε ο πατέρας του, ο οποίος δούλευε σε ένα λατομείο στην Πτολεμαϊδα, τρία τέταρτα δρόμο απ’ το χωριό.
Κι εγώ που είμαι συνομήλικος και συμμαθητής στο Γυμνάσιο με τον Ζήση και κάναμε, τότε, πολύ παρέα, το αγαπούσα το γαϊδούρι, γιατί ανεβαίναμε και οι δυο μαζί στην ράχη του Ιωνά, ο ένας στο σαμάρι, ο άλλος πίσω, και μας πήγαινε όπου θέλαμε.
Ο παππούς είχε, πια, το γαϊδούρι κρατημένο στο μαντρί, επειδή γέρασε, δεν το έβγαζε έξω – κάθε χρόνο περνούσανε οι γύφτοι απ’ τα χωριά και μαζεύανε, αγοράζανε τα γέρικα και τα ετοιμοθάνατα ζώα και πήγαιναν και τα πουλούσανε στα τσίρκο που ερχότανε στην Πτολεμαϊδα (συνήθως το Medrano), ως τροφή για τα λιοντάρια και τις τίγρεις.
Αλλά τον Ιωνά, που ήρθαν και τον ζήτησαν οι γύφτοι, ο παππούς δεν τον έδωσε, εκτιμούσε όσα του είχε προσφέρει μια ζωή και είχε αποφασίσει να τον αφήσει να πεθάνει μαζί του, ήσυχα – επειδή όμως το γαϊδούρι φαινότανε πολύ στενοχωρημένο, κλεισμένο όλη μέρα μέσα, συνέχεια σκυφτό, ο παππούς σκέφτεται να πάει να το αφήσει σε μια πλαγιά, έξω απ’ το χωριό, που έχει πολύ χόρτο και δυο βρύσες με νερό για ζώα, οπότε να σβήσει καλύτερα εκεί, στα ανοιχτά, στη φύση, κάτω απ’ τον ουρανό, μόνο του. Κι έτσι έκανε – το παίρνει και πάει και το αμολάει εκεί πέρα.
Ο Ζήσης κι εγώ ήμασταν τότε δέκα πέντε χρονών – μόλις μαθαίνει την άλλη μέρα ο φίλος μου πώς ο παππούς πήγε και παράτησε τον Ιωνά πάνω στην πλαγιά που την λέγαμε Πέτρα, φοβήθηκε πως το ζώο, έτσι όπως ήτανε μόνο κι ανυπεράσπιστο και γέρικο, θα το φάνε την νύχτα ζωντανό τα αγριόσκυλα και οι λύκοι που πλανώνται γύρω στα βουνά.
Ο πατέρας του Ζήση έφερνε απ’ το λατομείο όπου δούλευε μερικούς δυναμίτες, φουρνέλα, και βραδύκαυστα φιτίλια στο σπίτι και τα χρησιμοποιούσε σε δουλειές – αντί να ρίξει ας πούμε έναν αχυρώνα που ήθελε, για να μην παιδεύεται, του έβαζε ένα μικρό φουρνέλο, τον ανατίναζε και γινότανε αμέσως ίσιωμα.
Πάει λοιπόν στο σπίτι, ο Ζήσης, κλέβει δυο λουκούμια δυναμίτη (έτσι τα έλεγαν) και ένα βραδύκαυστο φιτίλι, παίρνει μια τριχιά και σπίρτα, έρχεται με βρίσκει και μου λέει βουρκωμένος τι έχει συμβεί. Και ενώ κλαίει, πια, συνεχίζει τραυλίζοντας ότι πρέπει να πάμε να ανατινάξουμε μια και καλή το γαϊδούρι, να μην παιδεύεται εκεί πάνω μοναχό του στο έλεος των άγριων ζώων. Μια στιγμή, είναι μου λέει, μπαμ, και θα γλιτώσει ο Ιωνάς. Θα ησυχάσει. Δεν θα καταλάβει τίποτε.
Ανεβαίνουμε πάνω στην Πέτρα, βρίσκουμε το ζώο, που μόλις μας είδε αναθάρρησε, συνήλθε, ζωντάνεψε πραγματικά – ο Ζήσης άρχισε να το χαϊδεύει και να του μιλάει κάνα δεκάλεπτο με δάκρυα στα μάτια. Μετά, με βαριά καρδιά, δένει καλά τους δυο δυναμίτες στην κοιλιά του ζώου με την τριχιά, κάνοντάς την δυο γυρισιές στην ράχη, βάζει το βραδύκαυστο και το ανάβει – τα θυμάμαι σαν τώρα εκείνα τα φιτίλια, ήτανε μαύρα-πίσσα, κι άμα έπαιρναν φωτιά δεν μπορούσες πια να τα σβήσεις με τίποτε.
Μόλις το ανάβει (θέλει περίπου δυόμιση λεπτά να φτάσει στον δυναμίτη), ο Ζήσης χαϊδεύει μια τελευταία φορά το ζώο στο κεφάλι κι αρχίζουμε να ροβολάμε τρέχοντας απ’ την πλαγιά, να είμαστε μακριά όταν γίνει η έκρηξη – αλλά ο Ιωνάς που νόμισε πως ήρθαμε να τον πάρουμε και είχε τόσα χρόνια ισχυρό δεσμό με τον Ζήση, αρχίζει να τρέχει ξοπίσω μας. Με όσες δυνάμεις του είχανε μείνει και τώρα με τις πολύ περισσότερες που ανάκτησε βλέποντας δυο πρόσωπα που τον αγαπούν, τρέχει γρήγορα, σαν πουλάρι σχεδόν, στο κατόπι μας, τριποδίζοντας με εκείνο τον παρτσακλό, ασταθή διασκελισμό, άτσαλα, χωρίς ρυθμό, με το κεφάλι ψηλά και πλάγια, ταράζοντας τις αυτάρες του, και όλο μας κοντοσιμώνει – ενώ το φιτίλι καίγεται και πλησιάζει στον δυναμίτη.
Εμείς έχουμε τρομοκρατηθεί βλέποντάς τον να είναι καταπόδι μας και να μας κοντεύει συνέχεια, όλο και περισσότερο – σε μιαν άκρη στην πλαγιά γίνεται ένα ίσιωμα, μετά το έδαφος ανεβαίνει ελαφρά και ύστερα κόβεται ξαφνικά και γίνεται γκρέμι. Από κάτω, κάθετα, στα πέντε μέτρα, περνάει ένας παραπόταμος και στην απέναντι όχθη έχει πέτρες, σαν βραχάκια. Μετά ξεκινάει στα εκατό μέτρα το παρατημένο, παλιό τούρκικο νεκροταφείο – το φτιάξανε εκεί γιατί έχει πολύ καλό χώμα η περιοχή, ασβεστολιθικό, απ’ όπου θυμάμαι η γιαγιά μου πάντα πήγαινε κι έπαιρνε δυο χούφτες (δεν ξέρω γιατί) όταν ήτανε να μας φτιάξει πετιμέζι.
Τρέχοντας εμείς φτάνουμε στο χείλος του γκρεμού, και για να γλιτώσουμε απ’ τον δυναμίτη, δίνουμε μαζί με τον Ζήση ένα σάλτο πάνω απ΄ το ποταμάκι και πέφτουμε, απ’ τα πέντε μέτρα ύψος, κάτω στα βράχια του όχτου.
Ο Ιωνάς έχει φτάσει κι αυτός σχεδόν στην άκρη, πίσω μας, καλπάζοντας όσο μπορεί, ξέψυχος από την λαχτάρα του να μας προλάβει, δεν μπορεί να σταματήσει με την φόρα που έχει, κάνει ένα άλμα, κι ενώ ίπταται, ενώ πετάει πάνω απ’ το ποταμάκι εκρήγνυται στον αέρα, σκάει εκκωφαντικά και διαλύεται σε χίλια κομμάτια, απ’ τα οποία δεν βρέθηκε σχεδόν τίποτε – αναλήφθηκε στους ουρανούς. Η έκρηξη είναι τόσο δυνατή που αντιλαλεί παντού κι ακούγεται ακόμα και μέσα στο χωριό σαν να έχει πέσει οβίδα στην πλατεία.
Εγώ ριγμένος στα βράχια νιώθω πως έχω σπάσει το δεξί μου πόδι στην γάμπα – πετιέται, έξω και πλάγια, το κόκκαλο.
Ο Ζήσης έχει χτυπήσει στα πόδια, αλλά πιο πολύ στο κεφάλι. Πιάνει, ζαλισμένος, με το χέρι το μέτωπο στην δεξιά πλευρά και αγγίζει ένα μεγάλο, βαθύ σχίσιμο, που είναι σαν καμπύλη γωνία, ή σαν πετούμενος γλάρος. Αιμορραγεί πολύ. Και ακουμπώντας πάλι εκεί το δάχτυλο νιώθει, ίσως, από εκείνη την στιγμή πως θα του αφήσει ένα σημάδι παντοτινό – θα βλέπει κάθε μέρα, πια, στον καθρέφτη, τον αγαπημένο του Ιωνά να έρχεται προς αυτόν σεβαστικά, ήσυχα, ταράζοντας ελαφρά τις αυτάρες του.