Αναστενάζει o αναρχικός αλλά... χωρίς αποτέλεσμα

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

Αναστενάζει o αναρχικός αλλά... χωρίς αποτέλεσμα

Σχόλια στα σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (9)

αναποτελεσματικότης, η. Καθημερινή 29 Ιανουαρίου 1888 – Τι τας ηθέλαμεν τοιαύτας λέξεις; Αλλά τας έχουν οι Γάλλοι, και δη και ταύτην λέγοντες inefficacité, και άλλας πολλάς ομοίας, ημείς δε δουλικώς υποτασσόμεθα· ενώ δυνάμεθα και άλλως και διά ρημάτων αντί δια θηλυκών αφηρημένων ουσιαστικών να εκφραζώμεθα, ως οι παλαιοί ημών πρόγονοι, γινόμενοι ούτω και ευκαταληπτότεροι εις τον λαόν.

Η αναποτελεσματικότητα, όπως και το αντώνυμό της, ενσωματώθηκε άνετα στο νεοελληνικό λεξιλόγιο. Δεν πρόκειται για δείγμα δουλικής υποταγής, όπως νόμιζε ο Κουμανούδης. Ο Α. Ηπίτης στο γαλλο-ελληνικό λεξικό του μεταφράζει το ουσιαστικό inefficacité με δύο τρόπους: «το ατελεσφόρητον», και «έλλειψις αποτελέσματος». Η έκφραση «Η αναποτελεσματικότητα των μέτρων λιτότητας» μπορεί φυσικά να αποδοθεί με ρηματική πρόταση, όπως «Τα μέτρα λιτότητας δεν είναι/δεν ήταν αποτελεσματικά». Η χρήση ουσιαστικού, αντί ρήματος ή ρηματικής έκφρασης, έχει το πλεονέκτημα ότι δεν συνδέεται με συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, έχει, επομένως, διαχρονική σημασία. Στην πρόταση «Η αποτυχία των μέτρων λιτότητας» διατυπώνεται εμφατικότερα η έλλειψη αποτελέσματος. Σε αρχαιοελληνικά και μεταγενέστερα κείμενα χρησιμοποιείται εξίσου το όνομα και το ρήμα –σήμερα γίνεται λόγος για ονοματικό και ρηματικό ύφος– και γι’ αυτό είναι ακατανόητη η απαξίωση που έδειχναν αρκετοί λόγιοι των περασμένων δύο αιώνων στο θηλυκό γένος των ουσιαστικών.

*

αναρχισμός, ο. Ακρόπολις 10 Σεπτεμβρίου 1886. – Π. Καρολίδης εν Ακροπόλει 4 Οκτωβρίου 1895. – Ήτο χρεία ταύτης της λέξεως ως και της εξής; = αναρχισταί, οι. Ακρόπολις 16 Μαρτίου 1887. – Τι τους ηθέλομεν, αφού υπήρχαν οι αναρχικοί κ’ εκείνοι εκ της Γαλλικής ληφθέντες;

Ο Κουμανούδης θεωρεί ότι είναι περιττή η λέξη αναρχισμός, αφού σημασιολογικά καλύπτεται από την αναρχία. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Η αναρχία, ελληνικός όρος τον οποίο δανείστηκαν πολλές γλώσσες, σήμαινε στον Αισχύλο και τον Ηρόδοτο «έλλειψη επικεφαλής ή αρχηγού» και ειδικότερα για την Αθήνα «έτος χωρίς άρχοντες», σημασία γνωστή από τον Ξενοφώντα και τον Αριστοτέλη. Στην έννοια «ανεξαρτησία από την εξουσία, απειθαρχία, ανυπακοή» ενυπάρχει ο πυρήνας της νεότερης σημασιολογικής εξέλιξης.

Το λεξικό Merriam-Webster[1] παραθέτει το ακόλουθο σχόλιο, εδώ σε παράφραση, με τίτλο: “The multiplied meanings of anarchy” (Οι πολλαπλές σημασίες της αναρχίας): Η αναρχία αποτυπώνει σαφώς με ποιο τρόπο οι λέξεις μπορεί να έχουν παραπλήσιες, αλλά διακριτές σημασίες. Η παλαιότερη καταγεγραμμένη χρήση της λέξης (1539) δήλωνε «απουσία κυβέρνησης», σε σύνδεση πάντα με πολιτικές αναταραχές. Με παρόμοια, αλλά βελτιωμένη σημασία, άρχισε να χρησιμοποιείται τον 19ο αιώνα για μια ουτοπική κοινωνία χωρίς κυβέρνηση. Αργότερα καθιερώθηκε τρίτη σημασία με ευρύτερο περιεχόμενο: «κατάσταση σύγχυσης ή διασάλευση της δημόσιας τάξης». Η ύπαρξη ορισμών που βρίσκονται σε σημασιολογική σύγκρουση δεν σημαίνει ότι ένας (ή περισσότεροι) από αυτούς είναι λανθασμένος. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι οι πολύσημες λέξεις δηλώνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά συγκείμενα.

Ο αναρχισμός, αντίθετα, είναι πολιτική θεωρία η οποία τάσσεται υπέρ μιας κοινωνίας χωρίς κρατική εξουσία και νομικό εξαναγκασμό. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ξεκίνησε ως ηθικό και κοινωνικό ρεύμα. Ο Κουμανούδης και οι λόγιοι της γενιάς του δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο αναρχισμός ως κίνημα θα είχε εντυπωσιακή εξελικτική πορεία και ότι δεν θα ήταν εύκολο να εξοστρακιστεί η λέξη αυτή και να αντικατασταθεί από την αναρχία. Εξάλλου, οι λέξεις σε -ισμός έχουν μεγάλη διάδοση και καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα νεολογισμών αναφορικά με ποικίλους κλάδους του επιστητού, θεωρίες, φαινόμενα, στάσεις, συμπεριφορές, ενασχολήσεις.[2] Συχνά το γραμματικό μόρφημα -ισμός εχει αρνητική συνυποδήλωση. Στην αγγλική εμφανίζεται ο όρος anarchism το 1642 και στη γαλλική ως anarchisme πολύ αργότερα, το 1834. Οι βασικές αρχές του αναρχισμού καταγράφονται στο εντυπωσιακά επίκαιρο φυλλάδιο του Άγγλου προτεστάντη, φιλοσόφου και ακτιβιστή Gerrard Winstanley (1609-1676), Truth lifting up its head above scandals (Η αλήθεια σηκώνει το κεφάλι της πάνω από τα σκάνδαλα, Λονδίνο 1649) στο οποίο διατυπώνει τη βασική θέση, η οποία δεν ήταν τότε αυτονόητη, ότι η εξουσία φθείρει και διαφθείρει. Η γαλλική αναρχική σκέψη βρήκε στο πρόσωπο του Pierre-Joseph Proudhon (1809-1865) τον σημαντικότερο εκφραστή της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Mikhail Bakunin (1814-1876) έδωσε νέα ώθηση στον αναρχισμό με την ίδρυση του αναρχοκολεκτιβισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάστηκαν νέα είδη αναρχισμού: κοινωνικός, μεταμοντέρνος, πράσινος. Ο μετα-αναρχισμός ή μεταδομιστικός αναρχισμός θέτει σε νέα επιστημολογική βάση τη σχετική θεωρία με διαφοροποιημένο ριζοσπαστισμό προσαρμοσμένο στη σύγχρονη διαδικτυακή πραγματικότητα.

*

Mergeformatinet

Αναστενάρια, τα· Άνδρες και γυναίκες, κοινώς· Αναστενάρης, ο. Αναστενάρα, η Αναστενάρι, ή Νεστενάρι, το· τελούντες όργια μετά στόνων, χορών, θυσιών και άλλων οιστροπληγιών ανιέρων εν τισι τόποις μεσογειοτέροις της Θρακικής παραλίας του Ευξείνου Πόντου περί ων έπιθι πραγματείαν Α. Χουρμουζιάδου, τυπωθείσαν εν Κωνσταντινουπόλει τω 1873, επιγραφομένην ούτω· «Περί των Αναστεναρίων» – Εγώ ερωτώ· έχει η λέξις αρχήν γνησίως Ελληνικήν;

Ο σημερινός αναγνώστης του παραπάνω λήμματος δεν γνωρίζει ορισμένες λέξεις που ανήκουν στην αρχαϊστική παράδοση, όπως στόνος («στεναγμός, θρήνος»), οστροπληγία (συχνότερα οιστροπληξία, κατάσταση κατά την οποία ο πυροβάτης βρίσκεται σε έκσταση), πιθι (προστακτική του ρήματος πειμι). Εύκολα οδηγείται, επίσης, σε παρανόηση, καθώς τα όργια ταυτίζονται με την ακολασία, ενώ εδώ η λέξη χρησιμοποιείται με την αρχαιοελληνική σημασία «τελετουργική λατρεία θεού κατά την οποία οι συμμετέχοντες επιδίδονται σε εκστατικό χορό».

Τα αναστενάρια αποτελούν αξιοπερίεργο ευετηριακό έθιμο της ανοιξιάτικης περιόδου, που αποβλέπει σε καλή χρονιά με πλούσια συγκομιδή, το οποίο έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών διαφόρων επιστημονικών κλάδων, ιδίως λαογράφων, ανθρωπολόγων και ψυχιάτρων.[3] Ο Αναστάσιος Χουρμουζιάδης περιέγραψε πρώτος το έθιμο το 1873 στο βιβλίο του Περί των Αναστεναρίων και άλλων τινών παραδόξων εθίμων και προλήψεων που εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη.

Πολύτιμη είναι η μελέτη του Γεωργίου Αικατερινίδη, «Αναστενάρια: Μύθος και πραγματικότητα», Σεραϊκά Χρονικά, 11, 1993, 179-206 με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από επιτόπιες έρευνες του συγγραφέα. Η σχετική βιβλιογραφία είναι ανεξάντλητη.[4]

Τα Αναστενάρια, πανάρχαιο έθιμο, ετελείτο, μέχρι πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923, στα χωριά Κωστί και Μπροντίβο (σημερινό Μπροντίλοβο, Brodilovo) της Ανατολικής Ρωμυλίας από όπου το μετέφεραν Έλληνες στη Βόρεια Ελλάδα στην οποία εγκαταστάθηκαν και συγκεκριμένα στο Λαγκαδά, τη Μαυρολεύκη Δράμας, την Αγία Ελένη και την Κερκίνη Σερρών και τη Μελίκη Ημαθίας. Με επίδραση της Ελληνικής τα Αναστενάρια στα Βουλγαρικά ονομάζονται Nestinarstvo και οι αναστενάρηδες nestinari. Το 2009 τα Αναστενάρια (nestinarstvo) του χωριού Bŭlgari της Βουλγαρίας εντάχθηκαν στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.[5]

Η Daniela Ivanova-Nyberg σε εργασία της[6] που δημοσιεύτηκε το 2018, απομυθοποιεί το εντυπωσιακό αυτό έθιμο, καθώς η ερευνήτρια, η οποία χόρεψε και η ίδια πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, μελέτησε τα αναστενάρια που εκτελούνται εκτός του παραδοσιακού τελετουργικού πλαισίου, σε βουλγαρικά φεστιβάλ λαϊκού πολιτισμού, ακόμα και σε εστιατόρια και ταβέρνες ως μέρος προγράμματος για τουριστικούς σκοπούς στο πλαίσιο «πολιτιστικών παραστάσεων» (cultural performances). Είναι προφανής η εμπορευματοποίηση του εθίμου. Σύμφωνα με την Ivanova, «η αναβίωση του εθίμου στη Βουλγαρία αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανάκλησης στη μνήμη μιας «λαμπερής» εικόνας του («εξωτικού») πολιτιστικού παρελθόντος της Βουλγαρίας».

Το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών παραθέτει το λήμμα αναστενάρια, τα γνωστά μόνο από τη Θράκη και με τον τύπο ’νεστενάρια. Με το παράδοξο ερμήνευμα: «Δαιμονόληπτοι γυναίκες ή άνδρες, οι οποίοι κατά την εορτήν αγίου τινός καταλαμβάνονται υπό ενθουσιασμού ως αγνοί και χορεύουν μετ’ αλλαλαγμών φέροντες κωδωνοφόρους ερυθρούς επενδύτας. Περί τούτων λέγεται ότι ‘τους έπιασε ο άγιος’. Πβ. Σύνοψις Χρονική (έκδ. Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 7, 371) ‘συναθροίσαντες δαιμονολήπτους, ους ασθενάρια τινές ονομάζουσι’».

Το λήμμα αυτό, δημοσιευμένο το 1939, είναι σήμερα εντελώς ξεπερασμένο, όπως και πλήθος άλλων λημμάτων των παλαιότερων τόμων του λεξικού. Οι ανακρίβειες είναι πολλές: το έθιμο, το οποίο δεν μνημονεύεται καν, δεν είναι γνωστό μόνο από τη Θράκη. Δεν γίνεται καμία αναφορά στον αρχιαναστενάρη και την πυροβασία. Τελείται κατά την εορτή όχι κάποιου Αγίου, έτσι αόριστα, αλλά προς τιμήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (21-23 Μαΐου). Αποσιωπάται, επίσης, ο καθοριστικός ρόλος της μουσικής για την αυτοσυγκέντρωση των αναστενάρηδων. Οι οργανοπαίχτες, με τη θρακική λύρα και το νταούλι, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της όλης τελετουργίας.

Το Ιστορικό λεξικό παραθέτει τις ετυμολογίες του Ν. Βέη (από την πρόθεση ανά και το μεσαιωνικό ουσιαστικό ασθενάριον), την οποία επιδοκιμάζει και ο Ν. Πολίτης, και του Ι. Βογιατζίδου από το επίθετο στρηνάρις, χωρίς να προκρίνει τη μία ή την άλλη. Με δεδομένη την παλαιότητα του εθίμου φαίνεται πολύ πιθανό ότι η σύνδεση της λέξης με το αναστενάζω, λόγω των στεναγμών και των επιφωνημάτων των αναστενάρηδων πριν και κατά τη διάρκεια του εκστασιασμού, οφείλεται σε παρετυμολογία. Καθώς πρόκειται για κατάλοιπο διονυσιακής λατρείας, στην ίδια ακριβώς περιοχή του Αίμου, είναι πιθανότερη, με αρκετά όμως κενά ως πρός τη γραπτή παράδοση, η ετυμολογία από την πρόθεση ανά + στρηνάρια < *στρηνάρης «δαιμονόπληκτος» < στρήνος. Το αρσενικό στρνος σημαίνει «επιθυμία, λαχτάρα», ενώ το ουδέτερο στρνος «αναίδεια, φιληδονία». Η ετυμολογία του Βέη είναι αρκετά προβληματική ως προς το σημασιολογικό μέρος. Στα βυζαντινά χρόνια ασθενάριον ήταν «το εν μονή νοσοκομείον». Οι νεότερες ετυμολογίες από το αν + ασθενάρης «που δεν είναι πια αδύναμος» και από το ανασταίνω «πηδώ» (βλ. Ιστορικό Λεξικό αναστένω < ανίστημι) είναι αληθοφανείς για τους αδαείς.

To Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών καταγράφει σε τρία λήμματα τα σχετικά με το τελετουργικό αυτό δρώμενο:

αναστενάρης [ἀναστενάρης] α-να-στε-νά-ρης ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αναστενάρισσα | συνήθ. στον πληθ. αναστενάρηδες}: ΛΑΟΓΡ. μέλος ομάδας που συμμετέχει στα αναστενάρια. Πβ. πυροβάτης. [< πιθ. μεσν. ανα + *στρηνάρης «δαιμονισμένος»]

αναστενάρια [ἀναστενάρια] α-να-στε-νά-ρια ουσ. (ουδ.) (τα): ΛΑΟΓΡ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α) έθιμο που τελείται σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης προς τιμήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πυροβασία και τον εκστατικό χορό που συνοδεύεται από λύρα και νταούλι· κατ' επέκτ. οι αναστενάρηδες.

αναστενάρικος, η, ο [ἀναστενάρικος] α-να-στε-νά-ρι-κος επίθ.: ΛΑΟΓΡ. που σχετίζεται με τα αναστενάρια: ~ος: χορός. ~α: έθιμα/όργανα/τραγούδια.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: