Ἀκριβῶς πρίν. Ἐν Παρισίοις βεβαίως. Ὑπό τίς αρμονικές καμάρες τῶν ἀψίδων θριάμβου, ὑπό τίς σεμνοτυφεῖς καμπυλότητες τῶν γεφυρῶν τοῦ Σηκουάνα, ὑπό τούς φρυγικούς σκούφους τῶν λυσικόμων Μουσῶν καί τά ὑπαίθρια ἀναλόγια τῶν ἢχων orgue de barbarie, ὑπό τήν ὀσμήν τῶν ἐργωδῶν ἀρτοποιείων καί τῶν συμπαθῶν καφενείων εἰς τάς λεωφόρους καί τάς συνοικιακάς ὁδούς, ἐν Παρισίοις, λέγω, ὅπου ὁ
ναός τῆς Ἁγίας Κλοτίλδης ἀναμένει τούς ἀπογευματινούς πιστούς, ὁρατούς ἐν πνεύματι ἀπό τόν ὀργανίστα Jean Langlais, τυφλόν ἀπό ἡλικίας δύο ἐτῶν ἐξαιτίας γλαυκώματος.
Πέρασε μπροστά ἀπό τόν ναό τῆς Ἁγίας Κλοτίλδης ἡ Séraphine Elisabeth Jacquet de la Guerre καθ’ ὁδόν πρός τήν κατοικίαν της, ὑπό βροχήν, ἐν ἀπουσία ὁδοιπορούντων, ἐν τυμπάνω καί χορῶ τῶν συγχορδιῶν τοῦ Magnificat «Tant que la vie se mouille, avance sur la tapis de la pluie avec l’insolence qu’affiche le balancement de tes hanches. Leur cadence déclenche la sonnerie de ta volupté au tocsin de la cathédrale de ton corps soumis à la servitude volontaire de ta prêtrise. Le reflet de tes pieds trace la voie étroite vers le confessionnal du désir». Μέ αὐτό τό κλειδί ἄνοιξε καί κατοίκησε τό σῶμα της.
Ἐνώπιον τῆς Curia Apostolica Toledana, πρός ἐξέτασιν τοῦ αἰτήματος ὅσων ἔλαβαν τήν κλείδα τοῦ Παραδείσου της περί ἀναγνωρίσεως τῆς Ἁγιότητός της, ὁ Δικηγόρος τοῦ
Διαβόλου, ὄφις δίβουλος καί τρίβολος, ἀπήγγειλε δίκην ἐρωτήματος: «Sobrevolan las noches y el silencio se queda angustiado con abrigo y sombrero junto a las esquinas de los campanarios. Suenan las campanas; ¡hay misa! ¡Hay piedad! Rumbo a su cuerpo que canta la riqueza de la torpeza y de la quietud tormentosa. Ladran los peros del día esfumando el manantial ruidoso de sus aguas apaciguadas y de sus felinas caricias. Salen en las calles las matronas, figuras de un tiempo perenne, para regalarle la pasión de la inmensidad, flor de un campo de trigo por el camino de Santiago. ¡Peregrina! Llena de la riqueza de los vientos que traicionan; vientos de mujer que pasó».
Καθ’ οδόν. Το εσώρουχο όριζε το λίκνισμα των γοφών της. Από το ύψος των μηρών ως τη μέση της. Οι ψηλοτάκουνες γόβες δεν επέτρεπαν, εν τω μέσω του υετού, τον συνήθη εν αιθρία διασκελισμόν της. Eβράδυνε το βήμα. Και πνοή ανέμου άνοιγε ευφροσύνως την καμπαρντίνα της στο ύψος του ισχίου. Λαμπερό το φόρεμα ως πάμφωτος πολυέλαιος ανακτόρου εν ώρα θυρανοιξίων. Το καπελάκι της ως φύλαξ της θερμότητας των οφθαλμών της. Κρατούσε την τσάντα της ως υποχρέωση. Και όταν την είδα να πλησιάζει τον συνοδό της, ο οποίος χαμογέλασε, την αγκάλιασε, την ασπάσθηκε, όταν είδα πως η ομπρέλα δεν έκλεισε ούτε ταράχτηκε από τις συσπάσεις της συνάντησης, είπα μέσα μου «ακατοίκητο το σώμα της». Και επιβιβάστηκα στο λεωφορείο, πλήρωσα το εισιτήριο στον εισπράκτορα, τον ρώτησα πού πηγαίναμε, «εκεί όπου πάει το δρομολόγιο», μου απάντησε. Στράφηκα προς το μέρος της, κάθισα δίπλα της, η καμπαρντίνα της ανοιχτή, το φόρεμά της διαυγές, το εσώρουχό της δεν διέλαθε της προσοχής μου. «Κατοικημένο το σώμα της», είπα μέσα μου. Και ο μηρός μου άγγιξε τον μηρό της. «Εδώ κατεβαίνετε;» με ρώτησε. «Ναι», απάντησα, σκύβοντας το κεφάλι. Εκεί κοίταξε. Και είδε. «Ναι», ψιθύρισε και τα χείλη της γυάλισαν. Κατοίκησα το σώμα της, αυτό το ησυχαστήριο μετάνοιας, ψαλμών και λιβανωτού. Εισήλθα στη χορεία των προσκυνητών της Πανσέπτου. «Je jouis», μου εξομολογήθηκε κατ᾽ εξακολούθησιν. Απαλά, με το ξεσκονόπανο, μάζεψα τη γύρη της κατοικίας της. Με το εσώρουχό της, θέλω να πω.
Έλαβε άφεση των αμαρτιών της και κοσμεί τις δέλτους των Αγίων, αφού πέταξε, ακριβώς πριν, το κλειδί του κατοικημένου σώματός της από το παράθυρο της κατοικίας της στον στεγνό δρόμο, δεν είχε ανάγκη άλλων στροφών κλειδιού στην κλειδαριά της εξώθυρας, ξεκλείδωτες είχε αφήσει όλες τις εσώθυρες ως ακριβώς πριν. Ήταν πάμπλουτη. Είχαν εξάλλου παρέλθει οι ενιαυτοί και είχε αποφασίσει να αποφύγει να σκουριάσει το κλειδί στο χέρι της. Το πέταξε στον στεγνό δρόμο για να σκουριάσει εκεί, ώστε στο όργανο της Αγίας Κλοτίλδης να υψωθεί ο Ακάθιστος Ύμνος Magnificat, anima mea. Κληρονομούσε το κλειδί της στο επόμενο προς κατοίκηση σώμα. Δεν θα πείραζε αν σκούριαζε. Αναζητάει τις σκουριές ο χρόνος για να τρίψει το κλειδί, να το κάνει καινούριο.