Η προσέγγιση στο «φαινόμενο Χαλεπάς» έχει γίνει μέχρι σήμερα, ως επί
το πλείστον, μέσω κειμένων που εστιάζουν στα στοιχεία εκείνα που αφορούν
την ζωή του κυρίως και δευτερευόντως στο κατορθωμένο έργο του. Η
τραγικότητα του βίου του βάρυνε και επέβαλε μια ειδική συνθήκη μελέτης
και κατάταξης του έργου του στην ελληνική και ελάχιστα στην παγκόσμια
γλυπτική. Σήμερα με δεδομένη τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τον
θάνατό του μπορούμε να το επανεξετάσουμε προσεγγίζοντάς το από μιαν
άλλη πλευρά, ανιχνεύοντας τα στοιχεία της προέλευσής του, καθώς και τη
σημασία, αλλά και την διαχρονικότητά του, όχι ως απότοκο μιας τραγικής
ζωής, αλλά ως το έργο ενός γεννημένου γλύπτη.
Η γλυπτική
δημιουργία ήταν απότοκος της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, όπου η εικόνα
ανταποκρινόταν και εμπεριείχε σε μικροκλίμακα την αρμονία και τις
αναλογίες του κόσμου. Το παιγνίδι με το φως και το θεό του. Κάθε αιώνας
έχει έναν κατεξοχήν κομβικό καλλιτέχνη που γεφυρώνει το παρελθόν με την
εποχή του, π.χ ο Μιχαήλ Άγγελος την αρχαιότητα με την Αναγέννηση. Ο
Ροντέν την Αναγέννηση με τον 19ο αιώνα και τη μοντέρνα γλυπτική. Έτσι
και ο Χαλεπάς την αρχαιοελληνική τέχνη με την τέχνη της νέας Ελλάδας. Τα
πρώτα έργα του τον συνδέουν με την παράδοση της αρχαίας Ελλάδας,
ακολουθώντας την επιτακτική ανάγκη της εποχής να συνδεθεί το νεοσύστατο
κράτος μέσω της τέχνης με το ένδοξον παρελθόν του. Παράλληλα εισάγει
θέματα της καθημερινής ζωής όπου συνάδουν και με την ανάγκη της
συμπόρευσης που επιβάλλει η λαογραφία, περνώντας σταδιακά από την
μνημειακότητα στο καθημερινό. Ήταν αναγκαίο για τον καλλιτέχνη και
ειδικά για τον γλύπτη να ενταχθεί και να εντάξει το έργο του.
Ο
Χαλεπάς ξεκίνησε σε παιδική ηλικία τις σπουδές γλυπτικής ως ώριμος
καλλιτέχνης, διότι το ταλέντο και η εκ γενετής καθημερινή επαφή του με
την τέχνη των μαρμαρογλυπτών της οικογένειάς του, είχαν διαμορφώσει
κανόνες και του είχαν ασκήσει το βλέμμα.
Με τα πρώτα του έργα όπως
ανέφερα και πριν, γεφυρώνει την τέχνη του με αυτήν της αρχαίας Ελλάδας.
Το παρελθόν επανέρχεται μέσω των αισθητικά άρτιων συνθέσεών του με
προεξάρχουσες την «Κοιμωμένη» και τον «Σάτυρο». Αλλά και κατόπιν με ιστό
τα ενδιάμεσα σχέδιά του, κατά τα «σκοτεινά χρόνια», περνά στην μοντέρνα
γλυπτική με τα έργα της ωριμότητάς του.
Ο Χαλεπάς βιογραφείται θέλοντας να εκφράσει τη δύναμη της πράξης και
όχι την εικόνα της. Αν παρατηρήσουμε όλα τα έργα του, θα διαπιστώσουμε
την αρχή αυτής της κατεκτημένης δεξιότητας που τον οδηγεί να φτάσει έως
το έπακρον όριο την τεχνική του, η οποία κατέληξε σε προσωπική έκφραση,
καθώς και τις στάσεις όπου εμπρός στα αδιέξοδα της ίδιας του της τέχνης,
αναγκάζεται από την ίδια ανάγκη να τα υπερβεί, προσθέτοντας στην
γλυπτική του και την διάσταση του χρόνου, έχοντας όμως από πριν
κατακτήσει τον χώρο. Για να φτάσει έως εκεί και να τα αποδώσει ως
ξανακερδισμένο χρόνο, μας οδηγεί η υπόθεση ότι το ψυχολογικό αδιέξοδο,
το μέρος τουλάχιστον που αφορούσε την τέχνη του, είχε ως αιτία και
αφορμή, αυτήν την ίδια την αναζήτηση. Ίσως όμως από την άλλη πλευρά αυτή
η διαρκής αναζήτηση τον επανέφερε αλώβητο από τον περασμένο χαμένο
χρόνο στον ξανακερδισμένο τωρινό.
Οι αρχετυπικές μορφές προσφέρουν
πάντα σίγουρη βάση για συνομιλία μέσω ταύτισης σε ψυχολογικό επίπεδο. Η
οργανωμένη με επίκεντρο την τέχνη ζωή του, όπως και η ζωή στο
ψυχιατρείο, στη φύση, εντός και εκτός οικογενείας ανέδειξε τις αναγκαίες
λειτουργίες εξοβελίζοντας κάθε περιττό. Λειτούργησε ως μηχανισμός
αφαίρεσης όπου η πράξη κυριαρχεί της μορφής και αποκτά ιδιαίτερη
βαρύτητα.
Αλλά και η μορφή καθαρμένη από κάθε περιττό αποκτά μιαν
άλλη δυναμική και λειτουργία. Η σύνδεση του τραγικού ως στοιχείου
κυρίαρχου της καθημερινότητάς του σε αυτήν την περίοδο του δίνει τον
τρόπο για να επαναπροσδιορίσει την τέχνη του ιστάμενος όχι υπό, αλλά
έναντι αυτής. Ταυτόχρονα η ονοματοδοσία μέσω της τέχνης εξορκίζει τους
φόβους. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ ότι τα γλυπτά του Χαλεπά είναι τα
λειτουργικά σύνεργα της αυτοϊασής του. Ο Χαλεπάς διατήρησε τον εσωτερικό
του ρυθμό όσον αφορά την τέχνη και αυτό το καταμαρτυρά η πρακτική του
ενασχόληση με αυτήν αδιαλείπτως και με κάθε τρόπο. Ακολουθώντας την
πορεία των σχεδίων του θα παρατηρήσουμε τη διαδρομή που τον οδηγεί
ολοένα προς το ύστερον έργο του. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός η φλόγα της
δημιουργίας που διατήρησε του υπαγόρευσε τους κανόνες που οριοθετούν το
νέο του ύφος.
Μιαν απάντηση μας τη δίνουν πάλι τα σχέδιά του όπου βλέπουμε τη γραμμή να αποκτά αυτόνομη δυναμική μέσα από την αφαίρεση και την χαρακτηριστική απόδοση της κίνησης. Παρατηρούμε σε αυτά, συγκρίνοντάς τα, πρωτοποριακή δυναμικότητα. Αλλά στην τέχνη η λογική έχει πολλούς δρόμους και παράδρομους. Η τέχνη φτάνοντας στο αδιέξοδο ανάγεται στο επίπεδο της τρέλας. Γνωρίζουμε από πολλές περιπτώσεις ότι η καλλιτεχνική αναζήτηση συμβαδίζει πολλές φορές με την πνευματική αναστάτωση και πολλές φορές προκύπτουν νέες μορφές, τεχνοτροπίες και κινήματα τέχνης. Η χρονιά εκδήλωσης της αρρώστιας του γίνεται ορόσημο διότι αποτελεί ταυτόχρονα τέλος και αρχή.
Τα πρώτα έργα του έχουν την πληρότητα που του δίνει το έρεισμα για να αναζητήσει τις παραλλαγές τους. Το να απεικονίσει κάποιος τη νεότητα ως έχει, πρέπει να είναι ώριμος και να οδεύει προς το εσώτερον γήρας, έχοντας αποταμιεύσει όλον αυτόν τον αναγκαίο χρόνο που θα εμπλουτίσει το έργο του με τα χαρακτηριστικά της ζωής κατά τη νεότητα. Το δαιμονικό στοιχείο όπου η τραγικότητα και η τρέλα συμπλέουν τον απασχολεί όπως δείχνουν τα έργα του «Μήδεια» και «Σάτυρος». Εδώ εικονογραφούνται διαχρονικά οι ψυχικές του μεταπτώσεις κυριαρχούσες τώρα ως εμμονές και θα μπορούσαμε να προτείνουμε μια εναλλαγή των δύο θεμάτων βάζοντάς τα σε σειρά έτσι ώστε να αντιστοιχούν απεικονίζοντας τους προβληματισμούς και την ψυχική του κατάσταση, δηλαδή τις στιγμές παροξυσμού να διαδέχονται οι στιγμές ηρεμίας. Εν παραλλήλω αν παρατηρήσουμε την κίνηση των μορφών, θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με την κίνηση μιας σπείρας που εκτυλισσόμενη οδεύει προς μια σταδιακή απελευθέρωση, τόσο της Μήδειας όσο και του Σάτυρου και Έρωτα. Ίσως αυτή η εκτύλιξη να οδηγεί τον Σάτυρο να συνομιλήσει χιλιάδες χρόνια μετά με τον Ερμή του Πραξιτέλη. Όσο προχωρούν οι συνθέσεις «Σατύρου» - «Έρωτα» παρατηρούμε ότι οι μορφές αποκτούν εσωτερική γαλήνη που οδηγεί προς την απελευθέρωσή τους.