Steppe by steppe, 4

Προς ακρό­α­ση πριν, κα­τά ή με­τά την ανά­γνω­ση


Бишке́к - Ысык-Көл & Астана - Тараз

Τρία σι­δη­ρο­δρο­μι­κά τα­ξί­δια έκα­να το πε­ρα­σμέ­νο κα­λο­καί­ρι στο Κιρ­γι­στάν και το Κα­ζακ­στάν. Μι­κρής από­στα­σης το πρώ­το. Προ­ο­ρι­σμός τα θέ­ρε­τρα που βρί­σκο­νται στις ακτές της με­γά­λης λί­μνης του Κιρ­γι­στάν, της Ισ­σύκ Κουλ, της εσω­τε­ρι­κής υφάλ­μυ­ρης «θά­λασ­σας» της στέ­πας. Τέσ­σε­ρις με πέ­ντε πρω­ι­νές ώρες με το τρέ­νο από το Μπι­σκέκ, πρω­τεύ­ου­σα της χώ­ρας και αφε­τη­ρία. Με λε­ω­φο­ρείο θα ήταν το πο­λύ δύο. Το τρέ­νο, όμως, ήταν άλ­λο πράγ­μα (νο­μί­ζα­με, και δι­καί­ως.) Ει­δι­κά εκεί­νο το vintage σο­βιε­τι­κό τρέ­νο μι­κρών απο­στά­σε­ων ήταν υπέ­ρο­χο, έμοια­ζε με αυ­το­κι­νη­τά­μα­ξα που ερ­χό­ταν από τα πα­λιά. Κα­λο­στε­κού­με­νο πα­ρά τα χρο­νά­κια του, λει­τουρ­γι­κό και άνε­το. Τρο­φα­ντή η λα­μα­ρί­να του, ατσά­λι αβέρ­τα. Το υπέ­δα­φος των κε­ντρο­α­σια­τι­κών χω­ρών που «κυο­φο­ρή­θη­καν» στη με­γά­λη κοι­λιά της τέ­ως ΕΣΣΔ φη­μί­ζε­ται για την απλο­χε­ριά του σε ορυ­κτά και με­ταλ­λεύ­μα­τα. Γό­νι­μο υπέ­δα­φος κά­τω από άγο­νο έδα­φος. Μπαί­νο­ντας πρω­ι­νιά­τι­κα, από τους πρώ­τους-πρώ­τους, στον αι­σθη­τά αφρό­ντι­στο και επί­σης vintage βοκ­ζάλ, εί­χα την ευ­και­ρία να τον θαυ­μά­σω και να τον απο­λαύ­σω με την άνε­σή μου. Αί­σθη­ση ηρε­μί­ας σε έναν εξ ορι­σμού χώ­ρο με­τα­κί­νη­σης. Και η πο­λύ ευ­χά­ρι­στη, για μέ­να, αί­σθη­ση μιας γλυ­κιάς πα­ρακ­μής. Μιας πα­ρακ­μής που δεν κα­τά­φερ­νε –ή δεν ήθε­λε;– να κρύ­ψει αλ­λο­τι­νά με­γα­λεία. Γε­γο­νός πά­ντως ήταν πως, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, τα σι­δη­ρο­δρο­μι­κά «τε­λε­τουρ­γι­κά» ήταν πο­λύ αλ­λιώ­τι­κα. Ελά­χι­στη η σχέ­ση τους με τα γνω­στά μου από άλ­λο­τε σι­δη­ρο­δρο­μι­κά τα­ξί­δια με­γά­λων απο­στά­σε­ων στις χώ­ρες της πρώ­ην ΕΣΣΔ. Εύ­λο­γο, κα­θό­τι το τρέ­νο δεν ήταν νυ­χτε­ρι­νό. Οπό­τε, ού­τε πρα­βα­ντ­νίκ (υπεύ­θυ­νος βα­γο­νιού) εδώ ού­τε τί­πο­τα. Σύ­ντο­μα, πο­λύ­χρω­μα σμά­ρια τα­ξι­διω­τών ήρ­θαν και γέ­μι­σαν γορ­γά τον вокзал. Ου­ρά στα γκι­σέ για ει­σι­τή­ρια της τε­λευ­ταί­ας στιγ­μής, ου­ρά πριν τις απο­βά­θρες για έλεγ­χο του εντυ­πω­σια­κά φθη­νού ει­σι­τη­ρί­ου. Ου­ρές σχε­τι­κά συ­ντε­ταγ­μέ­νες, χω­ρίς την ανα­με­νό­με­νη, πι­θα­νόν, τρι­το­κο­σμι­κή αί­σθη­ση ατα­ξί­ας και ανα­μπου­μπού­λας. Στην Κε­ντρι­κή Ασία με το τρέ­νο, στις μι­κρές απο­στά­σεις τα­ξι­δεύ­ει η φτω­χο­λο­γιά – αυ­τοί που δεν έχουν, ακό­μα, ΙΧ. Θα πε­ρί­με­νε, ίσως, κά­ποιος, εκνευ­ρι­σμό, δια­γκω­νι­σμούς, δια­πλη­κτι­σμούς. Όμως όχι, οι κά­τοι­κοι έχουν θη­τεύ­σει επί δε­κα­ε­τί­ες στην πει­θαρ­χία και την ευ­τα­ξία, τις εμπε­δώ­σα­νε, δύ­σκο­λο να τις απε­μπο­λή­σουν. Οι τα­ξι­διώ­τες, λοι­πόν, εξ ορι­σμού ήσυ­χοι. Σχε­τι­κή ησυ­χία μέ­χρι να μπεις στο τρέ­νο. Στο τα­ξί­δι, όμως, βα­σί­λευε μια πο­λύ κα­θη­συ­χα­στι­κή και γλυ­κιά αί­σθη­ση ανα­με­νό­με­νης ανη­συ­χί­ας. Ή προσ­δο­κί­ας. Δεν εί­χες και­ρό να πλή­ξεις, εί­χες μο­νί­μως ποι­κί­λους πλα­νό­διους μι­κρο­πω­λη­τές να μπαι­νο­βγαί­νουν γρα­φι­κοί κά­θε τρεις και λί­γο στο βα­γό­νι σε κά­θε σταθ­μό. Η πο­λύ οι­κεία αί­σθη­ση ελ­λη­νι­κού κα­φε­νεί­ου την ημέ­ρα της εβδο­μά­δας που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η λαϊ­κή μπρο­στά του. Με ένα συν: στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, υπήρ­χε και το ξε­κού­ρα­στο σερ­γιά­νι στην κιρ­γι­σια­νή ύπαι­θρο! Ένα πο­λύ­βουο κα­φε­νείο, λοι­πόν. Και με πολ­λές γυ­ναί­κες, κά­θε λο­γής και ει­δής: από μα­ντη­λο­φο­ρού­σες έως και μι­νι­φο­ρού­σες. Και παι­διά μα­ζί με τους γο­νείς τους. Ήσυ­χα και κα­λο­α­να­θρεμ­μέ­να. Με σα­μπρέ­λες, σω­σί­βια και στρώ­μα­τα θα­λάσ­σης. Ετοι­μο­πό­λε­μα για τις ακρο­για­λιές. Ήταν κα­τα­κα­λό­και­ρο και έκαι­γε ο ήλιος ντά­λα. Οι γο­νείς προ­σπα­θού­σαν να επι­κοι­νω­νή­σουν με τους (μό­νους) ξέ­νους. Με εμάς. Που δια­σκε­δά­ζα­με και προ­σπα­θού­σα­με νε πιά­σου­με επα­φή με τα παι­διά τα οποία, υπο­τί­θε­ται, εί­ναι ίδια πα­ντού. Έλα, όμως, που δεν εί­ναι… Δεν το κα­τα­λα­βαί­νεις, για­τί δεν μπαί­νεις στον πει­ρα­σμό της λε­κτι­κής επι­κοι­νω­νί­ας, δε στη ζη­τούν επι­τα­κτι­κά, δε χρειά­ζε­ται να μά­θεις (ή να σπά­σεις) κώ­δι­κες. Απλά παί­ζεις και γε­λάς. (Ή βγά­ζεις μα­νιω­δώς φω­το­γρα­φί­ες, αν έχεις τη σχε­τι­κή πε­τριά.) Τα παι­διά γε­λούν και αυ­τά. Μό­νο η (ψευδ)αί­σθη­ση του παι­χνι­διού εί­ναι η ίδια πα­ντού.
Μια πρό­σφο­ρη αφορ­μή για να μας πιά­σουν κου­βέ­ντα σε ανύ­παρ­κτη γλώσ­σα οι γο­νείς ήταν να μας προ­σφέ­ρουν, κα­τά συρ­ροή και κα­τ’ εξα­κο­λού­θη­ση, κά­τι από τα φα­γώ­σι­μα που κου­βα­λού­σαν σε τσά­ντες και σα­κού­λες. Πα­ρα­σκευά­σμα­τα άγνω­στα, ενί­ο­τε δε και απροσ­διό­ρι­στα (ή ακα­θό­ρι­στα;). Για την ώρα του δε­κα­τια­νού; Όχι μό­νο. Ευ­και­ρία, λοι­πόν, να με­λε­τή­σει κα­νείς την οι­κια­κή γα­στρο­νο­μία. Με­τ’ εμπο­δί­ων η συ­ζή­τη­ση. Με λί­γη, όμως, επι­μο­νή και υπο­μο­νή όλο και κά­τι γι­νό­ταν… Ει­δι­κά άμα οι ντό­πιοι κα­τα­λά­βαι­ναν και πέ­ντε λέ­ξεις αγ­γλι­κά. Σπα­νιό­τα­το. Οι πα­ρα­νο­ή­σεις –γε­λοί­ες κα­μιά φο­ρά– ήταν συ­χνές. Γέ­λιο. Ευ­χά­ρι­στη αί­σθη­ση.

Εδώ και πολ­λή ώρα ατέ­νι­ζα το το­πίο έξω από το πα­ρά­θυ­ρο. Πλη­σιά­ζα­με πια στον προ­ο­ρι­σμό μας. Επέ­στρε­ψα, κά­πως αφη­ρη­μέ­νος και βα­ριε­στη­μέ­νος, στη βουή που βα­σί­λευε στο βα­γό­νι. Η μα­τιά μου πή­γε και στά­θη­κε στο γνω­στό μου πλέ­ον ιδιό­μορ­φο πα­ρα­δο­σια­κό κιρ­γι­σια­νό κα­πέ­λο, στο επι­βλη­τι­κό καλ­πά­κι ενός κα­λο­στε­κά­με­νου ντό­πιου κά­ποιας ηλι­κί­ας. Δεν εί­ναι λί­γοι οι ξέ­νοι που το θε­ω­ρούν must να αγο­ρά­σουν ένα. Με­τα­φέ­ρε­ται δύ­σκο­λα. Εκτός και αν το φο­ράς. Δεν αγό­ρα­σα. Πο­τέ μου δε θα φο­ρού­σα τέ­τοιο κα­πέ­λο. Ίσως να έπρε­πε να εί­χα αγο­ρά­σει. Νο­μί­ζω πως το σου­βε­νίρ οφεί­λει εξ ορι­σμού να εί­ναι κά­τι που δε θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις πο­τέ στην πα­τρί­δα. Για να μην έρ­θει πο­τέ η στιγ­μή που θα το νιώ­σεις οι­κείο και δε­δο­μέ­νο και θα αδια­φο­ρή­σεις γι’ αυ­τό. Οπό­τε θα πά­ψει να σου θυ­μί­ζει άλ­λους τό­πους, αλ­λιώ­τι­κους αν­θρώ­πους, άλ­λους και­ρούς. Θα πά­ψει να σε ξε­νί­ζει. Και θα το λη­σμο­νή­σεις, θα το απο­χω­ρι­στείς… Εί­χε έρ­θει η στιγ­μή να κοι­τά­ξω το πρό­σω­πο κά­τω από το κα­πέ­λο. «Έχει αγρο­τι­κή θω­ριά», σκέ­φτη­κα. (Ναι, θω­ριά, λέ­ξη δη­μώ­δης, εξο­χι­κή!) Συ­νέ­χι­σα να το(ν) κοι­τά­ζω απρο­κά­λυ­πτα. Ση­κώ­θη­κε ξαφ­νι­κά. Τα­ρά­χτη­κα. Μή­πως εί­χε ενο­χλη­θεί; «Ηλι­κιω­μέ­νος εί­ναι, με­τά από τό­σην ώρα τα­ξί­δι, θα έχει την ανά­γκη να ανα­κου­φι­στεί», σκέ­φτη­κα. Και ανα­κου­φί­στη­κα. Απο­μα­κρύν­θη­κε. (Για πού;) Εί­χε πα­ρα­τή­σει στο ανα­κλι­νό­με­νο τρα­πε­ζά­κι της θέ­σης του, δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο, ένα βι­βλίο που κρα­τού­σε στα χέ­ρια του δί­χως να το δια­βά­ζει. Ση­κώ­θη­κα αρ­γά και αδιά­φο­ρα για να πάω κο­ντά και να το δω. Τυ­χαία τά­χα. Πώς όμως; Η κυ­ρία που κα­θό­ταν στη δι­πλα­νή με τον κύ­ριο θέ­ση μου έγνε­ψε: ήθε­λε να μου προ­σφέ­ρει από τα κα­λού­δια της. Θε­ό­σταλ­το ξε­κάρ­φω­μα. «Σπα­σί­μπα», της εί­πα πλη­σιά­ζο­ντας. Με αρ­κε­τή αυ­το­συ­γκρά­τη­ση και πολ­λή σύ­νε­ση, πή­ρα μό­νο δυο βρα­στές πα­τά­τες. Πα­ράλ­λη­λα, κοί­τα­ξα λο­ξά για να απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω τον τί­τλο. Ήταν στα ρω­σι­κά. (Νο­μί­ζω πως) κα­τά­λα­βα ότι ήταν μια εκλαϊ­κευ­μέ­νη πα­ρου­σί­α­ση της «θε­ω­ρί­ας της σχε­τι­κό­τη­τας». Ένιω­σα απροσ­δό­κη­τα χα­ζός: σι­γά μην ήταν αγρό­της ο τύ­πος με το καλ­πά­κι!

Picture1000

Κά­θε πο­λι­τι­σμι­κό σύ­νο­λο ανα­πτύσ­σει τους δι­κούς κώ­δι­κες και κα­νό­νες ερ­μη­νεί­ας. Όπως και κά­θε επι­στη­μο­νι­κό πε­δίο. Το ξε­χνά συ­χνά αυ­τό ο ξέ­νος τα­ξι­διώ­της, ει­δι­κά άμα την έχει δει του­ρί­στας… Και βγά­ζει λά­θος συ­μπε­ρά­σμα­τα, μπρο­στά στα πρω­τό­γνω­ρα –εκ πρώ­της όψε­ως γρα­φι­κά, για τα μυα­λά που κου­βα­λά– πρά­μα­τα και θά­μα­τα άλ­λων τό­πων. Τα πρω­τό­γνω­ρα πράγ­μα­τα «γρά­φουν». Ο τα­ξι­διώ­της τεί­νει ατα­βι­στι­κά να στρα­φεί στα εντός του, αντί να προ­ση­λω­θεί στα έξω, να «δια­βά­σει». Κα­τα­νοη­τή η στά­ση αυ­τή και η συ­μπε­ρι­φο­ρά, νιώ­θε­ται. Παί­ζει ρό­λο και ο νό­στος,  λέ­νε, άμα κου­βα­λά κα­νείς πολ­λή πα­τρί­δα μέ­σα του. Η ρί­ζα των πα­ρα­νο­ή­σε­ων, πά­ντως, βρί­σκε­ται στο πε­ρι­λά­λη­το γνώ­θι σαυ­τόν που όλοι (έχουν μά­θει να) επι­ζη­τούν (;), να πρε­σβεύ­ουν και να δια­λα­λούν στην Δύ­ση, ακό­μη και στην κα­θ’ ημάς. Με­τ’ επι­τά­σε­ως και κα­τά κό­ρον. Ελ­λη­νι­κής κο­πής η εν λό­γω ρή­ση, λέ­νε. Εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, ο άσκε­φτος και άσχε­τος ξέ­νος, αρ­κε­τά συ­χνά, κα­τα­λή­γει, χω­ρίς πολ­λά-πολ­λά, αντί να κοι­τά­ζει έξω, να κοι­τά μέ­σα (του). Και να κρί­νει εξ ιδί­ων τα αλ­λό­τρια. Με απο­τέ­λε­σμα, τε­λι­κά, να θε­ω­ρεί τα έξω εί­τε ως οι­κεία εί­τε ως ξέ­να, εί­τε και ως οι­κεία και ξέ­να συ­νά­μα. Ενώ εί­ναι απλώς άλ­λα. Που μπο­ρούν με τον και­ρό να γί­νουν οι­κεία ή να πα­ρα­μεί­νουν ξέ­να. (Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λεί τη δια­δρο­μή άλ­λου τα­ξι­διού. Αλ­λιώ­τι­κου.) Επί του προ­κει­μέ­νου τώ­ρα: στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ήταν πο­λύ πι­θα­νόν όλες σχε­δόν οι φά­τσες στη χώ­ρα τού­τη να ήταν, σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, αγρο­τι­κές. Κιρ­γι­σια­νά αγρο­τι­κές. Και εγώ απλώς να εί­κα­ζα την ύπαρ­ξη κά­ποιου ει­δο­ποιού αγρο­τι­κού στοι­χεί­ου στον εν λό­γω κύ­ριο πα­ρα­συ­ρό­με­νος από το «πα­ρα­δο­σια­κό» κα­πέ­λο. Ήμου­να σε μια χώ­ρα με πό­λεις πο­λύ νε­α­ρές (πλην κά­ποιων λί­γων, στο Δρό­μο του Με­τα­ξιού, με πο­λυ­ε­θνι­κό πλη­θυ­σμό εμπο­ρευο­μέ­νων). Πό­λεις με αν­θρώ­πους που μέ­χρι πριν λί­γο ήταν αγρό­τες. Και λί­γο ακό­μη πιο πριν ού­τε καν αγρό­τες, νο­μά­δες! Με το αγρο­τι­κό στοι­χείο να πάλ­λε­ται ακό­μα ολο­ζώ­ντα­νο πα­ντού στη χώ­ρα. Χώ­ρια που δε θα ήταν διό­λου απί­θα­νο (κά­μπο­σοι) αγρό­τες να διά­βα­ζαν τέ­τοιου εί­δους βι­βλία στα χρό­νια της ΕΣΣΔ, τό­τε που η λα­τρεία της επι­στή­μης ήταν στο φόρ­τε της. Και να του εί­χε μεί­νει του κυ­ρί­ου η συ­νή­θεια. Από τό­τε. «Τα έχει τα χρο­νά­κια του, πα­ρό­τι κο­τσο­νά­τος», σκέ­φτη­κα.
Τε­λι­κά, ο «αγρό­της» επέ­στρε­ψε από την τουα­λέ­τα (;). Ανα­κου­φι­σμέ­νος; Με κοί­τα­ξε επί­μο­να. Στα μέ­ρη αυ­τά μάλ­λον δε θε­ω­ρεί­ται ενο­χλη­τι­κό και αγε­νές να κοι­τάς κά­ποιον στα μά­τια. Βάλ­θη­κα να με­λε­τώ διε­ξο­δι­κά την ηλι­κία του. Δύ­σκο­λο να την προσ­διο­ρί­σω. Τα άτο­μα της κί­τρι­νης φυ­λής εν γέ­νει μι­κρο­δεί­χνουν μέ­χρι πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νες ηλι­κί­ες. Από την άλ­λη, η στέ­πα σε «γερ­νά­ει» πρό­ω­ρα, στε­γνώ­νει το δέρ­μα, το κά­νει σαν περ­γα­μη­νή. Προ­σπά­θη­σα να δια­βά­σω τι εί­χε γρά­ψει η στέ­πα στην εν λό­γω περ­γα­μη­νή. Αδύ­να­τον. Δεν ήξε­ρα το αλ­φά­βη­το της γλώσ­σας της στέ­πας. «Η μα­γεία του τα­ξι­διού βρί­σκε­ται σε αυ­τά που μέ­νουν ανε­ξή­γη­τα», σκέ­φτη­κα. Όπως συμ­βαί­νει σε κά­θε βιω­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Σχε­δόν πά­ντα.
 Ήπια μια γου­λιά βότ­κα. Με τρό­πο. Θυ­μό­μουν πως στη Ρω­σι­κή Ομο­σπον­δία η κα­τα­νά­λω­ση βότ­κας απα­γο­ρεύ­ε­ται δια ρο­πά­λου στο τρέ­νο. Στο μπαρ-εστια­τό­ριο σερ­βί­ρουν μό­νο κρα­σί και μπύ­ρα, σε τσου­χτε­ρές τι­μές. Δεν ήξε­ρα αν ίσχυε κά­τι ανά­λο­γο στο κιρ­γι­σια­νό τρέ­νο. Και δε ρώ­τη­σα, ακο­λου­θώ­ντας το από­σταγ­μα της λαϊ­κής σο­φί­ας των σο­βιε­τι­κών χρό­νων: «Μη ρω­τάς πο­τέ αν υπάρ­χει η πι­θα­νό­τη­τα λά­βεις αρ­νη­τι­κή απά­ντη­ση». Κοί­τα­ξα πά­λι την ετι­κέ­τα του μπου­κα­λιού: MALEVICH. Από κά­τω, VODKA. Από πά­νω, το εμ­βλη­μα­τι­κό μαύ­ρο τε­τρά­γω­νο του ζω­γρά­φου. Το μπου­κά­λι εί­χε σχή­μα μπου­κα­λιού αρώ­μα­τος. Στα –σταν, όπως και τη Ρω­σία εξάλ­λου, ανά­με­σα στα ουκ ολί­γα μι­κρά μνη­μεία kitsch αι­σθη­τι­κής –ει­δι­κά στα μπου­κά­λια βότ­κας, όπως π.χ. η КРИСТАЛЛ…­– ξε­πε­τά­γο­νται ανα­πά­ντε­χα μπρο­στά σου και αντι­κεί­με­να που εκ­φρά­ζουν μια σο­φι­στι­κέ κα­λαι­σθη­σία. Αντι­κεί­με­να απροσ­δό­κη­τα και μο­ντερ­νι­στι­κά. Απροσ­δό­κη­τα μο­ντερ­νι­στι­κά.

Κοί­τα­ξα γύ­ρω μου: ολι­κή επα­να­φο­ρά, έλεγ­χος ει­σι­τη­ρί­ων στο βα­γό­νι. Τέ­λειω­σε γρή­γο­ρα. Χω­ρίς πα­ρα­τρά­γου­δα. Και, αμέ­σως με­τά, έπε­σε μάλ­λον σύρ­μα: μας κου­βα­λή­θη­κε ο να­τσάλ­νικ, ο υπεύ­θυ­νος του τρέ­νου, για αρ­μέ­νι­κη βί­ζι­τα, όπως απο­δεί­χθη­κε. Ερ­χό­ταν για να δει και αυ­τός τους ξέ­νους. Εμάς. Εγκάρ­διος καί­τοι υπη­ρε­σια­κός, προ­σπά­θη­σε αρ­χι­κά να μας ρω­τή­σει –σε κα­μία κοι­νή με­τα­ξύ μας γλώσ­σα– εάν όλα έβαι­ναν κα­λώς. (Αυ­τό ει­κά­σα­με). Έφυ­γε σύ­ντο­μα άπρα­κτος για να επι­στρέ­ψει σύ­ντο­μα. Ολο­τα­χώς και ολό­χα­ρος. Συ­νο­δευό­ταν από έναν νε­α­ρό­τα­το υφι­στά­με­νό του. Αγ­γλο­μα­θή. Ο υπεύ­θυ­νος θα μας ρω­τού­σε πλέ­ον μέ­σω του «διερ­μη­νέ­ως» του! Εμείς γνω­ρί­ζα­με ήδη την ύπαρ­ξη του διερ­μη­νέ­ως. Σε ένα πα­ρα­κεί­με­νο βα­γό­νι, μό­λις προ ολί­γου, εί­χε απο­πει­ρα­θεί να φλερ­τά­ρει με μια από τις γυ­ναί­κες της πα­ρέ­ας μας. Φλερτ δια­κρι­τι­κό, λι­τό, επί­μο­νο και άγο­νο. Σαν τη στέ­πα. Χά­ρη στο «διερ­μη­νέα» δια­πι­στώ­σα­με πως ο υπεύ­θυ­νος του συρ­μού ήταν επι­κοι­νω­νια­κός και λα­λί­στα­τος. Αί­σθη­ση οι­κειό­τη­τας. Όταν συ­νει­δη­το­ποί­η­σε πως ήμα­σταν Έλ­λη­νες, ανα­φέρ­θη­κε με κα­τα­νό­η­ση και αδιό­ρα­τη λύ­πη­ση (;) σε πολ­λά και διά­φο­ρα. (Πά­ντως όχι στο Με­γα­λέ­ξαν­δρο, πο­λύ του συρ­μού στα μέ­ρη εκεί­να). Ανα­φέρ­θη­κε, λό­γου χά­ριν, στην τω­ρι­νή «κρί­ση», ακό­μη και στον ελ­λη­νι­σμό της Μι­κρα­σί­ας. Και στη με­γά­λη ήτ­τα της χώ­ρας, τη Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή. (Όλα τού­τα αν βα­σι­στού­με σε όσα μας με­τέ­φε­ρε ο «διερ­μη­νέ­ας»). «Ήξε­ρε πολ­λά», ήξε­ρε μέ­χρι και τα οι­κεία δει­νά, τού­τος εδώ ο υπεύ­θυ­νος του συρ­μού! Αυ­τό σα να με χά­λα­σε, με κα­τέ­λα­βε πρό­σκαι­ρα μια ανε­παί­σθη­τη αί­σθη­ση δια­συρ­μού. Αί­σθη­ση ανη­συ­χί­ας. Δεν εί­ναι πά­ντα κα­λό να ξέ­ρουν οι ξέ­νοι πολ­λά για τα του οί­κου σου. Ιστο­ρι­κή μνή­μη εκτός συ­νό­ρων...! Οδη­γεί συ­χνά σε κα­τα­στά­σεις αμη­χα­νί­ας. Επί του προ­κει­μέ­νου δε και σε μια αί­σθη­ση ρε­ζι­λέ­μα­τος. Ρε­ζι­λί­κια στη στέ­πα. Ρε­ζι­λί­κια… άλ­λη μια λέ­ξη τουρ­κι­κής ετυ­μο­λο­γί­ας. Τουρ­κο­γε­νής λα­ός οι Κιρ­γί­σιοι, συγ­γε­νεύ­ει πο­λύ με τα τουρ­κι­κά η γλώσ­σα τους… Ο εν λό­γω εί­χε δου­λέ­ψει κά­ποια φεγ­γά­ρια στην Τουρ­κία, όπως πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με στη συ­νέ­χεια. Λέ­τε, όμως, να ήθε­λε να μας δου­λέ­ψει λι­γά­κι; Ήρε­μα! Ο άν­θρω­πος απλώς ήξε­ρε, εί­χε μά­θει. Πολ­λά.
Εμείς το χα­βά μας: ανη­συ­χού­σα­με δια­κα­ώς για το εγ­γύς μέλ­λον μας! Όλο για αυ­τό συ­ζη­τού­σα­με. Και αδρά­ξα­με την ευ­και­ρία να ρω­τή­σου­με τον πά­ντα πρό­θυ­μο και αγ­γλο­μα­θή νε­α­ρό πώς θα γι­νό­ταν να κα­τα­λή­ξου­με σε κά­να γρα­φι­κό χω­ριό πά­νω στην ακρο­λι­μνιά. Η οποία, τε­λι­κά, μας έπε­φτε αρ­κε­τά μα­κριά. Για­τί ο τε­λι­κός σταθ­μός της δια­δρο­μής του τρέ­νου βρι­σκό­ταν κά­που στα με­σό­γεια. (Με­τά λύ­πης μας δια­πι­στώ­να­με, κα­τό­πιν εορ­τής, πως το λε­ω­φο­ρείο ίσως και να βό­λευε πιο πο­λύ). Μας εί­πε να μην ανη­συ­χού­με.
Μό­λις φτά­σα­με στον έρη­μο σταθ­μό που γέ­μι­σε αμέ­σως, βγή­κε και αυ­τός έξω και μας βρή­κε αμέ­σως ένα τα­ξί με­γά­λων απο­στά­σε­ων και μι­κρών δια­στά­σε­ων. Εί­χαν πέ­σει και κά­ποια τη­λε­φω­νή­μα­τα πιο πριν από το κι­νη­τό του. Εξαι­ρε­τι­κά προ­σι­τή η τι­μή για το τα­ξί. Τι­μή που μό­νοι μας δύ­σκο­λα θα την πε­τυ­χαί­να­με. Το εόρ­τα­σα με άλ­λη μια γου­λιά βότ­κας. Εί­χε σώ­σει την τι­μή του τρέ­νου ο αγ­γλο­μα­θής. Μας έδω­σε και ένα σω­ρό άλ­λες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Κά­ποιες χρή­σι­μες. Με­γά­λο πρά­μα η αί­σθη­ση επι­κοι­νω­νί­ας με­τά από μα­κρά και επώ­δυ­νη αγλωσ­σία. Τον ευ­χα­ρι­στή­σα­με απλά και εγκάρ­δια. Και, με­τα­ξύ σο­βα­ρού και αστεί­ου, του προ­βλέ­ψα­με, πο­λύ­ξε­ροι τα­ξι­διώ­τες γαρ, πως θα (μπο­ρού­σε να) γί­νει κά­πο­τε υπουρ­γός του­ρι­σμού στον τό­πο του. Έτσι εξυ­πη­ρε­τι­κός που ήταν… Με τους ξέ­νους. Και αγ­γλο­μα­θής. Ίσως μά­λι­στα σε ένα όχι μα­κρι­νό μέλ­λον. Και ας ήταν τό­σο νέ­ος (αρ­κεί να ανα­πτυ­χθεί κά­πως ο του­ρι­σμός, πέ­ρα από τους λι­γο­στούς Γερ­μα­νούς φυ­σιο­λά­τρες, ορει­βά­τες, χορ­το­φά­γους, πρά­σι­νους εν γέ­νει, που αρέ­σκο­νται να ξε­τρυ­πώ­νουν πρά­σι­να μέ­ρη στην ξε­ραϊ­λα της στέ­πας.). Έδει­ξε πως του άρε­σε. Ο απο­χαι­ρε­τι­σμός ήταν θερ­μός μες στην υγρα­σία που έφερ­νε το αε­ρά­κι από τη λί­μνη.

Ξε­κι­νή­σα­με τη μο­νό­ω­ρη δια­δρο­μή με το τα­ξί από τον βοκ­ζάλ ενός αδιά­φο­ρου χω­ριού στο νό­το της λί­μνης, κι­νη­θή­κα­με προς τα δυ­τι­κά, πε­ρά­σα­με το δυ­τι­κό της άκρο και αρ­χί­σα­με να κι­νού­μα­στε προς τα ανα­το­λι­κά. Κο­ντά στη λί­μνη οι εκτά­σεις της στέ­πας πρα­σί­νι­ζαν απροσ­δό­κη­τα και όμορ­φα. Απροσ­δό­κη­τα όμορ­φα. Οπω­ρο­φό­ρα, αμπέ­λια ­–λες να έχει και ντό­πιο κρα­σί;–, πολ­λές και ποι­κί­λες καλ­λιέρ­γειες. Τις εντυ­πώ­σεις όμως τις κέρ­δι­ζαν τα με­γά­λα μαυ­σω­λεία στα νε­κρο­τα­φεία εκα­τέ­ρω­θεν του δρό­μου. Τα εί­χα­με ξα­να­δεί και αλ­λού στη χώ­ρα. Αρ­κε­τά συ­χνά ευ­φά­ντα­στα, μέ­χρι και χα­ρι­τω­μέ­να. Πά­ντα εντυ­πω­σια­κά και ελα­φρώς ευ­φρό­συ­να. Σή­μα πλέ­ον κα­τα­τε­θέν του τό­που στο μυα­λό μας. Κά­ποιες φο­ρές κιτς, πο­λύ συ­χνά «καλτ». Έδει­χναν σχε­τι­κά και­νούρ­για όλα τους. Πό­τε κα­τα­σκευά­στη­καν;

Η απά­ντη­ση ήταν απλή και δι­δα­κτι­κή. Πά­ντα νο­μα­δι­κός ή ημι­νο­μα­δι­κός λα­ός –μέ­χρι σχε­δόν τα μέ­σα του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να– οι Κιρ­γί­σιοι ήταν αρ­χι­κά σα­μα­νι­στές ή πο­λυ­θεϊ­στές. Συ­νή­θι­ζαν να θά­βουν τους νε­κρούς τους κά­τω από με­γά­λες πέ­τρες, δί­πλα συ­νή­θως σε πο­τά­μια, εί­τε μέ­σα σε σπη­λιές. Αλ­λά και με­τά τη σχε­τι­κά πρό­σφα­τη «εμπέ­δω­ση» του Ισλάμ από τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα, οι τά­φοι πα­ρέ­μει­ναν απλοί: συ­νή­θως ήταν σω­ροί ξε­ρα­μέ­νης λά­σπης με μια τα­φό­πλα­κα πά­νω. Ακό­μη και των με­γα­λό­σχη­μων ευ­γε­νών, των επι­φα­νών πο­λε­μάρ­χων και των αξιο­σέ­βα­στων αγί­ων ή/και σο­φών αν­θρώ­πων (σού­φη­δων). Επί σο­βιε­τι­κού όμως κα­θε­στώ­τος, που επέ­βα­λε τη μό­νι­μη εγκα­τά­στα­ση πλέ­ον του πλη­θυ­σμού σε χω­ριά και μι­κρές πό­λεις, ανέ­κυ­ψε η συ­να­κό­λου­θη ερ­γα­σια­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση και η κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση: κά­ποιοι τυ­χε­ροί «νε­ό­πλου­τοι» άρ­χι­σαν να θέ­λουν να ξε­χω­ρί­ζουν, ακό­μη και ως μα­κα­ρί­τες, από την μπα­σκλα­σα­ρία! Σε αυ­τούς οφεί­λο­νται οι εντυ­πω­σια­κές αυ­τές κα­τα­σκευ­ές από τού­βλο και τσι­μέ­ντο. Πολ­λές κο­σμού­νται από τη φω­το­γρα­φία του τε­θνε­ώ­τος. Ή από το σο­βιε­τι­κό αστέ­ρι, συ­χνά μα­ζί με το σταυ­ρό – οι Ρώ­σοι έποι­κοι εί­χαν χρι­στια­νι­κές κα­τα­βο­λές πα­ρό­τι, λό­γω των και­ρών, τύ­ποις ήταν άθε­οι. Ή από την ημι­σέ­λη­νο, η οποία ήταν και προϊ­σλα­μι­κό σύμ­βο­λο. Με την διά­λυ­ση της ΕΣΣΔ, την οι­κο­νο­μι­κή κα­τάρ­ρευ­ση και τη στε­νό­τη­τα που αντι­με­τώ­πι­ζε η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα του πλη­θυ­σμού, τα μαυ­σω­λεία και τα με­γα­λεία έδω­σαν τη θέ­ση τους σε ομοιώ­μα­τα –σε μι­κρό­τε­ρο μέ­γε­θος– του σκε­λε­τού μιας γιούρ­τας από λυ­γι­σμέ­νες σι­δε­ρό­βερ­γες. Σαν με­γά­λα κλου­βιά. Τα εί­δα­με συ­χνά στο­λι­σμέ­να με αγριο­λού­λου­δα. Κομ­ψό­τα­τα.

Steppe by steppe, 4

Ντά­λα κα­τα­με­σή­με­ρο φτά­σα­με στο πα­ρα­θε­ρι­στι­κό χω­ριό Τάμ­τσι, στην βό­ρεια όχθη της λί­μνης. Μεί­να­με σε ένα ευ­ρύ­χω­ρο και λι­τό υπο­στα­τι­κό που νοί­κια­ζε δω­μά­τια. Θύ­μι­ζε ελ­λη­νι­κό νη­σί. Εί­χε και πρω­ι­νό. Αί­σθη­ση οι­κειό­τη­τας. Το ωραίο περ­βό­λι ήταν γε­μά­το οπω­ρο­φό­ρα. («Μα πού ήρ­θα­με; Στο Πή­λιο;»). Σε μια γω­νιά του κή­που, απλω­μέ­να σε κά­τι ξε­χαρ­βα­λω­μέ­να τρα­πέ­ζια, ξε­ραί­νο­νταν πολ­λά μή­λα στον ήλιο. Πα­ρά­γουν μή­λα απλό­χε­ρα οι υπώ­ρειες των ψη­λών βου­νών που δια­κό­πτουν ανα­πά­ντε­χα τη στέ­πα. Και οι ντό­πιοι φαί­νε­ται πως δεν έχουν τι να τα κά­νουν. Τα ξε­ραί­νουν στον ήλιο και τα τρί­βουν για να φτιά­ξουν κά­τι σα χο­ντρό αλεύ­ρι. Το χρη­σι­μο­ποιούν στη ζα­χα­ρο­πλα­στι­κή, αν έχω κα­τα­λά­βει κα­λά. Που­λιέ­ται πα­ντού και, κά­ποια στιγ­μή, αγό­ρα­σα και εγώ. Το έφε­ρα στην κου­ζί­να της Με­σο­γεί­ου. Στην κου­ζί­να μου. Εί­μαι άσχε­τος από ζα­χα­ρο­πλα­στι­κή, το έβα­λα σε μπι­φτέ­κια. Τα νο­στί­μι­σε. Το μή­λο αφθο­νεί εν γέ­νει στην Κε­ντρι­κή Ασία. Η πα­λαιά πρω­τεύ­ου­σα του Κα­ζακ­στάν λέ­γε­ται Αλ­μά­τυ, που ση­μαί­νει «Πα­τέ­ρας των μή­λων». (Αφορ­μή για αντι­πα­ρα­βο­λές και συ­γκρί­σεις με το νε­ο­ϋρ­κέ­ζι­κο Big Apple, κα­θώς και για την πα­ρα­γω­γή των ανά­λο­γων και σχε­τι­κών με αυ­τά τα «αστι­κά» μή­λα t-shirts. Πο­λύ κα­λαί­σθη­των.)
Στο χω­ριό πα­ρα­θέ­ρι­ζαν κυ­ρί­ως Κιρ­γί­σιοι. Από λαϊ­κά και με­σαία, στρώ­μα­τα. Το σκη­νι­κό και η όλη ατμό­σφαι­ρα στις «εξω­τι­κές» πα­ρα­λί­ες της στέ­πας θύ­μι­ζαν νο­σταλ­γι­κά, γρα­φι­κά και εκνευ­ρι­στι­κά Λού­τσα και Ωρω­πό. Σε επο­χές αλ­λο­τι­νές, βέ­βαια. Το νε­ρό απροσ­δό­κη­τα ζε­στό και κά­πως λι­γό­τε­ρο αλ­μυ­ρό από το θα­λασ­σι­νό. Ο κυ­μα­τι­σμός απα­λός. Και παι­διά, άπει­ρα παι­διά και παι­δά­κια, πα­γω­τά, πολ­λά και ποι­κί­λα μου­σι­κά ακού­σμα­τα τουρ­λού, σα­μπρέ­λες, στρώ­μα­τα και ομπρέ­λες. Και ψα­ρο­τα­βέρ­νες. Πο­λύ κα­λές. Προ­σφέ­ρο­νταν για συ­νε­χή ψα­ρο­φα­γία με­τά από την κα­τ’ εξα­κο­λού­θη­ση κα­τα­νά­λω­ση μο­σχα­ριού, αρ­νιού και ολί­γου αλό­γου – εκλε­κτής ποιό­τη­τας όλα τους, δε λέω. Και εκεί που πή­γαι­νες να πεις «μα τι ήρ­θα μέ­χρι εδώ να δω;», εμ­φα­νι­ζό­ταν από το που­θε­νά μια βα­κτρια­νή κα­μή­λα ξέ­μπαρ­κη στην ακρο­λι­μνιά. Κά­ποια στιγ­μή, αρ­γά το απο­με­σή­με­ρο, λα­χτα­ρή­σα­με μια πιο ήσυ­χη γω­νιά. Βρή­κα­με μια κά­πως από­με­ρη ημι­υ­παί­θρια τα­πει­νή κα­φε­τέ­ρια πά­νω στην αμ­μου­διά. Απο­μεί­να­με για λί­γο να ρεμ­βά­ζου­με κοι­τώ­ντας τη λί­μνη και τα πα­νύ­ψη­λα χιο­νι­σμέ­να βου­νά πέ­ρα από το νε­ρά, που δέ­σπο­ζαν στη νό­τια όχθη. Ξαφ­νι­κή ερώ­τη­ση: «Για­τί τό­ση ησυ­χία και προς τι η γι­γα­ντο­ο­θό­νη, έχει μπά­λα το βρά­δυ;». Ίσως και να εί­χε άλ­λα βρά­δια, πά­ντως όχι σή­με­ρα. Σή­με­ρα, με το σού­ρου­πο, ξε­κί­νη­σε το κα­ρα­ό­κε, με αρ­κε­τά τρα­γού­δια από το youtube. Ήμα­σταν κο­ντά, πο­λύ κο­ντά, στην Άπω Ανα­το­λή. Τα νε­α­ρά γκαρ­σό­νια μας προ­σκά­λε­σαν να τρα­γου­δή­σου­με και εμείς. Πρό­θυ­μα να ψά­ξουν και για ελ­λη­νι­κά τρα­γού­δια, για να μας το κά­νουν πιο εύ­κο­λο. Μια κο­πέ­λα από την πα­ρέα φι­λο­τι­μή­θη­κε και τρα­γού­δη­σε κά­να δυο. Όχι ελ­λη­νι­κά. Από το διε­θνές ρε­περ­τό­ριο, το ευ­ρέ­ως γνω­στό (δι)αχρο­νι­κό και οι­κου­με­νι­κό: «Summertime», «Mille baci», «A casa d’ Irene«. «Oh non rien de rien, oh non je ne regrette rien...». Ευ­χά­ρι­στη τε­λι­κά η (παρ­θε­νι­κή) επί­σκε­ψή μου σε μπαρ κα­ρα­ό­κε, έστω και τυ­χαία. Όπως και στην Ισ­σύκ Κουλ. (Σε αυ­τήν όχι τυ­χαία.) Για όλα υπάρ­χει μια πρώ­τη φο­ρά. Συ­νή­θως τυ­χαία. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως δε μας χρέ­ω­σαν τα πο­τά αλ­λά τα τρα­γού­δια!

Νω­ρίς το απο­με­σή­με­ρο μιας από τις επό­με­νες μέ­ρες πή­γα­με στο Τσολ­πόν Ατά, κα­μιά τρια­ντα­ριά χι­λιό­με­τρα στα δυ­τι­κά. Πα­ρα­λί­μνια πο­λύ­βουη πο­λί­χνη και πο­λυ­ε­θνι­κό άκρως κυ­ρι­λέ πα­ρα­θε­ρι­στι­κό κέ­ντρο της στέ­πας. Ακραί­ες ει­κό­νες: ιστιο­πλοϊ­κά, με­γά­λα και πο­λυ­τε­λή του­ρι­στι­κά συ­γκρο­τή­μα­τα-χω­ριά, άπει­ρα μα­γα­ζιά με σου­βε­νίρ, υπαί­θριες αγο­ρές με κα­πνι­στά ψά­ρια, πλού­σιοι Ρώ­σοι, Κι­νέ­ζοι, Κο­ρε­ά­τες, Κα­ζά­χοι κ.ά. Και πολ­λά τζιπ με­γά­λου κυ­βι­σμού. Άντε πά­λι αυ­τή η αί­σθη­ση οι­κειό­τη­τας. (Ακό­μη και αν δεν πο­λυ­συ­χνά­ζεις στη Μύ­κο­νο ή την Αρά­χω­βα.) Στην έξο­δο της μι­κρής πο­λι­τεί­ας υπάρ­χει ένας αρ­χαιο­λο­γι­κός χώ­ρος: ένα απέ­ρα­ντο πε­τρο­γλυ­φι­κό πε­δίο δια­σχι­ζό­με­νο από ένα κε­λα­ρυ­στό ρυά­κι. Το κί­τρι­νο της στέ­πας δια­κο­πτό­ταν κα­τά τό­πους από το θε­ριε­μέ­νο πρά­σι­νο. Η βα­σι­κή δια­φο­ρά του χώ­ρου αυ­τού από έναν άλ­λο ανά­λο­γο που εί­χα­με επι­σκε­φθεί στο Τα­τζι­κι­στάν ήταν πως εδώ το highlight ήταν τα μπαλ­μπάλ. Δη­λα­δή οι εκ­φρα­στι­κό­τα­τες χα­μη­λές πέ­τρι­νες πα­λαιο­τουρ­κι­κές αν­θρω­πο­μορ­φι­κές στή­λες, κά­τι σαν αγάλ­μα­τα-με­νίρ, με ανά­γλυ­φα ή εγ­χά­ρα­κτα πρό­σω­πα. Σκόρ­πια ανά­με­σα στις πολ­λές με­γά­λες λεί­ες πέ­τρες με τις γρα­φές και τα σχέ­δια.

Steppe by steppe, 4

Υπάρ­χουν μπαλ­μπάλ χρο­νο­λο­γού­με­να από τον 8ο π.Χ μέ­χρι τον 5ο μ.Χ. αιώ­να. Έπαι­ζαν συ­χνά το ρό­λο επι­τύμ­βιας στή­λης και, συ­νή­θως, βρί­σκο­νται πά­νω, γύ­ρω ή και ακτι­νω­τά προς ένα κουρ­γκάν (τύμ­βο). Aπό τα άπει­ρα κουρ­γκάν που βρί­σκο­νται διά­σπαρ­τα σε όλη την Κ. Ασία μέ­χρι και την Κρι­μαία. Δη­μιουρ­γή­μα­τα τουρ­κι­κών και ιν­δο­ευ­ρω­παϊ­κών φύ­λων που αλώ­νι­ζαν άλ­λο­τε τις στέ­πες. Και συ­να­ντιό­νταν, συ­γκρού­ο­νταν, συμ­φύ­ρο­νταν. Μπαλ­μπάλ ση­μαί­νει πρό­γο­νος στα τουρ­κι­κά. Τα μπαλ­μπάλ γύ­ρω μας άρ­χι­σαν να γί­νο­νται κά­πως πα­ρά­ξε­να και από­μα­κρα το ηλιο­βα­σί­λε­μα. Μέ­χρι και από­κο­σμα. Το βλέμ­μα τους γι­νό­ταν απλα­νές, έπαυαν θαρ­ρείς να κοι­τά­ζουν τις εγ­χά­ρα­κτες και επι­ζω­γρα­φι­σμέ­νες πα­ρα­στά­σεις και γρα­φές στα βρά­χια γύ­ρω τους. Και σε κα­λού­σαν βου­βά και κά­πως θλιμ­μέ­να να απο­στρέ­ψεις το βλέμ­μα δια­κρι­τι­κά, για να μην ενο­χλή­σεις κά­ποια προ­σω­πι­κή τους νο­σταλ­γι­κή στιγ­μή ανα­πό­λη­σης. Και να ατε­νί­σεις, στο βά­θος του ορί­ζο­ντα, τα σκου­ρο­γά­λα­ζα νε­ρά της δεύ­τε­ρης με­γα­λύ­τε­ρης λί­μνης στον κό­σμο με υφάλ­μυ­ρα νε­ρά. Την ώρα ακρι­βώς που γί­νο­νται άλ­λο­τε αση­μό­γκρι­ζα και άλ­λο­τε χρυ­σό­γκρι­ζα, σαν πα­λαι­ι­νός κα­θρέ­φτης. Με­λαγ­χο­λι­κά μες στη λα­μπρό­τη­τά των στιγ­μών του δει­λι­νού. Και λα­μπε­ρά.

Το δεύ­τε­ρο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό τα­ξί­δι μου το κα­λο­καί­ρι που μας πέ­ρα­σε στα –σταν έγι­νε με­ρι­κές μέ­ρες με­τά. Νυ­χτε­ρι­νό τα­ξί­δι, από την πρω­τεύ­ου­σα του Κα­ζαχ­στάν, την Μπρα­ζί­λια της στέ­πας. Τη φου­του­ρι­στι­κή και νε­α­ρή πό­λη Αστα­νά –εί­κο­σι Μα­ΐ­ων–, στην πό­λη Τα­ράζ, την έκτη σε πλη­θυ­σμό πό­λη της χώ­ρας. Στον νε­ό­τευ­κτο, υπερ­σύγ­χρο­νο και πο­λυώ­ρο­φο βοκ­ζάλ της Αστα­νά, που εί­χε αρ­χί­σει (κιό­λας) να θυ­μί­ζει mall, εί­χα ένα φο­βε­ρό déjà vu («προ­μνη­σία» εί­ναι ο ελ­λη­νι­κός όρος): το τρέ­νο που κα­τέ­φτα­σε πα­νέ­τοι­μο να μας πα­ρα­λά­βει ήταν ένα ισπα­νι­κής κα­τα­σκευ­ής τρέ­νο υψη­λής τα­χύ­τη­τας, ένα από τα πε­ρί­φη­μα talgo! Το déjà vu ήταν κα­θη­λω­τι­κό για­τί ήταν δι­πλό. Το συ­νει­δη­το­ποί­η­σα με­τά από με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα σκέ­ψης. Πρώ­τον για­τί, έχο­ντας ζή­σει στη Μα­δρί­τη, τα talgo μού ήταν πο­λύ οι­κεία. Δεύ­τε­ρον, για­τί πριν λί­γα μό­λις χρό­νια εί­χα τα­ξι­δέ­ψει πά­λι με talgo στο γει­το­νι­κό Ουζ­μπε­κι­στάν, στη δια­δρο­μή Σα­μαρ­κάν­δης-Τα­σκέν­δης. Έδω­σα και μια ερ­μη­νεία για το πώς η Ισπα­νία κα­τά­φε­ρε να που­λή­σει τα τάλ­γκο στην Κ. Ασία, πε­ριο­χή ρω­σι­κής επιρ­ρο­ής με οι­κο­νο­μι­κή διείσ­δυ­ση κι­νε­ζι­κή, κο­ρε­α­τι­κή και, εν μέ­ρει, αμε­ρι­κα­νι­κή. Δεν εί­ναι όμως της πα­ρού­σης.

Steppe by steppe, 4

Φτά­σα­με στο Τα­ράζ πρωί, με­τά από έναν άνε­το ύπνο. Το Τα­ράζ εί­ναι μια σκο­νι­σμέ­νη και ήρε­μη επαρ­χια­κή πό­λη κο­ντά στα σύ­νο­ρα με το Κιρ­γι­στάν. Μια πό­λη με ιστο­ρία δυο χι­λιά­δων ετών. Κο­ντά στον τό­πο της ιστο­ρι­κής μά­χης του Τα­λάς, που το­πο­θε­τεί­ται σε κιρ­γι­σια­νό μάλ­λον έδα­φος. Της μά­χης κα­τά την οποία το Χα­λι­φά­το των Αβ­βα­σι­δών, το 751 μ.Χ. απώ­θη­σε προς τα ανα­το­λι­κά τους Κι­νέ­ζους, επί δυ­να­στεί­ας των Τανγκ. Το Τα­ράζ βρί­σκε­ται στην Υπε­ρω­ξια­νή, δη­λα­δή στην πε­ριο­χή ανα­το­λι­κά του πο­τα­μού Ώξου (πλέ­ον Αμού Ντά­ρια ή Τζεϊ­χούν), μια πε­ριο­χή συ­νε­χών τρι­βών και συ­γκρού­σε­ων με­τα­ξύ των Κι­νέ­ζων και των νο­μα­δι­κών λα­ών της στέ­πας από πο­λύ-πο­λύ πα­λιά. Οι Κι­νέ­ζοι τους κα­τα­τρό­πω­σαν τε­λι­κά στην πε­ριο­χή του Τα­ράζ το 36 π.Χ. Πά­ντα προ­σπα­θού­σαν να απω­θή­σουν τους νο­μα­δι­κούς λα­ούς της στέ­πας οι Κι­νέ­ζοι. Προς τα δυ­τι­κά. Μέ­χρι και Σι­νι­κό Τεί­χος έφτια­ξαν. Ωθώ­ντας τους προς την Ευ­ρώ­πη: Ούν­νους, Μογ­γό­λους, Τα­τά­ρους, Τούρ­κους… Τώ­ρα έχουν γί­νει πολ­λοί οι Κι­νέ­ζοι, συ­νω­θού­νται, Και προ­ω­θού­νται και οι ίδιοι. Προς τα δυ­τι­κά. Το Τα­ράζ αρ­γό­τε­ρα εξε­λί­χθη­κε σε στρα­τη­γι­κό εμπο­ρι­κό κόμ­βο στο Δρό­μο του Με­τα­ξιού. Ανή­κε στο «κρά­τος» της Σο­γδια­νής, ένα πο­λυ­ε­θνι­κό και πο­λυ­θρη­σκευ­τι­κό μόρ­φω­μα. Μια χα­λα­ρή ένω­ση πό­λε­ων στις οά­σεις της στέ­πας, από τις οποί­ες περ­νού­σε το κι­νέ­ζι­κο με­τά­ξι για το Βυ­ζά­ντιο και τη Δ. Ευ­ρώ­πη στην οποία ευ­η­με­ρού­σαν, συ­νυ­πάρ­χο­ντας ει­ρη­νι­κά, Νε­στο­ρια­νοί Χρι­στια­νοί, όψι­μοι Μι­θραϊ­στές, Ζω­ρο­α­στρι­στές, Βου­δι­στές, Μα­νι­χαϊ­στές. Και Τεν­γκρι­στές.
Τεν­γκρι­σμό ονο­μά­ζουν οι θρη­σκειο­λό­γοι τη θρη­σκεία των αρ­χαί­ων τουρ­κι­κών φύ­λων. Μίγ­μα ανι­μι­σμού, το­τε­μι­σμού, προ­γο­νο­λα­τρεί­ας, πο­λυ­θεϊ­σμού ή/και μο­νο­θεϊ­σμού πι­θα­νό­τα­τα, κα­τά ορι­σμέ­νους. Οι θρη­σκειο­λό­γοι, ως επι­στή­μο­νες, προ­βλη­μα­τί­ζο­νται πο­λύ επ’ αυ­τού του ζη­τή­μα­τος. Η δυ­τι­κή επι­στή­μη ρέ­πει στην πο­σο­τι­κο­ποί­η­ση· πά­ντα βα­σι­ζό­ταν στα μα­θη­μα­τι­κά και την κα­τά­τα­ξη. Θέ­λει να δια­χω­ρί­ζει σα­φώς το ένα από τα δύο, από τα πολ­λά. Μέ­χρι που φτά­σα­με στην ψη­φια­κή επο­χή με το δυα­δι­κό σύ­στη­μα να με­σου­ρα­νεί. Τεν­γκρι­σμός, λοι­πόν, από το θεό Τέν­γκρι. Άλ­λως Τέν­γκερ Ετσέγκ (Ου­ρά­νιο Πα­τέ­ρα), βα­σι­κή θε­ό­τη­τα, μα­ζί με την Γκα­ζάρ Εέτζ (Μά­να Γη). Στην πα­λαιο­τουρ­κι­κή γρα­φή το όνο­μά του απο­δί­δε­ται με τον τουρ­κι­κό ρού­νο:

Steppe by steppe, 4

(μου αρέ­σουν πο­λύ τα αλ­φά­βη­τα που δεν μπο­ρώ να δια­βά­σω)

Ναι, τα λέ­νε και ρού­νους τα γράμ­μα­τα των πα­λαιο­τουρ­κι­κών αλ­φα­βή­των. Ρού­νους, όπως τα γράμ­μα­τα των αλ­φα­βή­των των Βί­κινγκ και άλ­λων αρ­χαί­ων γερ­μα­νι­κών λα­ών. Και ναι, υπάρ­χει μία εκ πρώ­της όψε­ως ομοιό­τη­τα με­τα­ξύ τους. Βέ­βαια, η θε­ω­ρία ότι οι γερ­μα­νι­κοί ρού­νοι μπο­ρούν κά­πως να ανα­γνω­σθούν με βά­ση το πα­λαιο­τουρ­κι­κό αλ­φά­βη­το εί­ναι ένας ακό­μη μύ­θος που κα­λά κρα­τεί μέ­χρι σή­με­ρα, όπως και οι ποι­κι­λώ­νυ­μοι εθνι­κι­σμοί και φυ­λε­τι­σμοί με αφορ­μή κά­ποιους συ­ζη­τή­σι­μους συμ­βο­λι­σμούς των ρού­νων σε Ανα­το­λή και Δύ­ση. Εί­δα­με πολ­λές πα­λαιο­τουρ­κι­κές επι­γρα­φές στο μου­σείο του Αλ­μά­τι αλ­λά και στο πα­νέ­μορ­φο μου­σείο του Τα­ράζ σε ένα πα­λιό αρ­χο­ντι­κό με εσω­τε­ρι­κή αυ­λή. Η γρα­φή αυ­τή, πι­θα­νόν επη­ρε­α­σμέ­νη από την αρα­μαϊ­κή ή τη γρα­φή της Σο­γδια­νής, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε από πολ­λά τουρ­κι­κά χα­γα­νά­τα της Κ. Ασί­ας ήδη τον 8ο μ.Χ. αιώ­να, αλ­λά και από το βα­σί­λειο της Ουγ­γα­ρί­ας τον 10ο μ.Χ. αιώ­να.

Με­τά το μου­σείο του Τα­ράζ και την επί­σκε­ψη στο αχα­νές πα­ζά­ρι της πό­λης –εί­ναι must–, όπου τα βρί­σκεις όλα, για­τί όλο και κά­τι μέ­νει από τα πα­λαιά με­γα­λεία της εμπο­ρι­κής αυ­τής πό­λη, φύ­γα­με για το Σίμ­κεντ, 159 χι­λιό­με­τρα δυ­τι­κά, τρί­τη πό­λη του Κα­ζακ­στάν. Με ένα τα­ξί που μας… εντό­πι­σε και μας «τσί­μπη­σε» στην εί­σο­δο του πα­ζα­ριού. Ήταν αρ­κε­τά φτη­νή η τι­μή που πρό­σφε­ρε ο τα­ξι­τζής και ήμα­σταν τέσ­σε­ρεις, οπό­τε δεν μπή­κα­με στον κό­πο να κά­νου­με πολ­λά πα­ζά­ρια – ήταν απο­με­σή­με­ρο και έκαι­γε ο ήλιος ντά­λα.

Τα­ξι­δεύ­ο­ντας μέ­χρι και με 140 χλμ. στον αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο της απέ­ρα­ντης ισιά­δας της στέ­πας φτά­σα­με γρή­γο­ρα στο Σίμ­κεντ, μια ευ­χά­ρι­στη πό­λη του ενός εκα­τομ­μυ­ρί­ου σή­με­ρα, ξε­κί­νη­σε από ένα κα­ρα­βαν­σε­ράι του δω­δέ­κα­του αιώ­να. Πά­νω στο Δρό­μο του Με­τα­ξιού και αυ­τή, πού αλ­λού; Οι Ρώ­σοι την κα­τέ­λα­βαν το 1864 και την ονό­μα­σαν Τσεμ­γιά­εφ. Οι Σο­βιε­τι­κοί, το 1924, επα­νέ­φε­ραν το πα­λαιό της όνο­μα. Πνιγ­μέ­νη στις κα­στα­νιές, τα πεύ­κα, τα οπω­ρο­φό­ρα και τις ακα­κί­ες εί­ναι μια με­γά­λη και εντυ­πω­σια­κή κα­τοι­κη­μέ­νη όα­ση μέ­σα στη στέ­πα. Τα βου­νά εί­ναι κο­ντά. Ξαφ­νι­κή ερώ­τη­ση: «Μα για­τί στις γυ­ναί­κες εδώ σερ­βί­ρουν την μπύ­ρα ντραφτ με κα­λα­μά­κι;». Σε ένα με­γά­λο πα­ρα­δο­σια­κό κα­λό εστια­τό­ριο, που σέρ­βι­ρε μέ­χρι και πά­πια και άλο­γο, το εί­δα­με αυ­τό. Με­τά από κά­ποιες πο­νη­ρές σκέ­ψεις σχε­τι­κά με το συμ­βο­λι­σμό του πράγ­μα­τος, βρή­κα­με μια απλή και λο­γι­κή εξή­γη­ση: Ήταν ζή­τη­μα αβρο­φρο­σύ­νης προς το ωραίο φύ­λο, εί­ναι κου­ρα­στι­κό για μια κυ­ρία να ση­κώ­νει κά­θε τρεις και λί­γο το μι­σό­λι­τρο πο­τή­ρι για να πιει μια γου­λιά. (Δεν μπο­ρέ­σα­με να επα­λη­θεύ­σου­με την εξή­γη­σή μας αυ­τή. Κα­λύ­τε­ρα.)
Γε­νι­κά οι πα­ρα­τη­ρή­σεις στις πό­λεις του Κα­ζαχ­στάν σε αφή­νουν με πολ­λές άλυ­τες, ή μάλ­λον μι­σο­λυ­μέ­νες, ή και κα­κο­λυ­μέ­νες, απο­ρί­ες: Η αβρο­φρο­σύ­νη προς στις κυ­ρί­ες εί­ναι κα­τά­λοι­πο πα­ρα­δό­σε­ων της αλ­λο­τι­νής νο­μα­δι­κής ζω­ής ή προ­σπά­θεια γορ­γής και υπό πί­ε­ση προ­σαρ­μο­γής σε κά­ποιες (πα­λιο­μο­δί­τι­κες πλέ­ον στα κα­θ’ ημάς) αστι­κές συ­νή­θειες, προ­ϊ­όν γρή­γο­ρου και βί­αιου εξα­στι­σμού;
Δύ­σκο­λο να βρεις τα­ξί στις με­γά­λες πό­λεις του Κα­ζακ­στάν έξω από τις δυ­σεύ­ρε­τες πιά­τσες. Δεν επαρ­κούν λό­γω του συ­νε­χι­ζό­με­νου γρή­γο­ρου και μα­ζι­κού εξα­στι­σμού (και αστυ­φι­λί­ας) ή τα βρί­σκεις εν γέ­νει μέ­σω τη­λε­φώ­νου ή δια­δι­κτύ­ου; (Ναι υπήρ­χε μια εφαρ­μο­γή, που δεν την εί­χα­με κα­τε­βά­σει.) Γε­νι­κά, οι απα­ντή­σεις σε ανά­λο­γες απο­ρί­ες εί­ναι πως ισχύ­ει και το ένα και το άλ­λο και, κυ­ρί­ως, κά­τι τρί­το. Ήταν πρωί προς το με­ση­μέ­ρι και βολ­τά­ρα­με στην πό­λη όταν μας ήρ­θε να πά­με και εμείς για «προ­σκύ­νη­μα» στο Τουρ­κι­στάν, μια πό­λη εκα­τό χι­λιά­δων, 169 χι­λιό­με­τρα δυ­τι­κά του Σίμ­κεντ. Τη δεύ­τε­ρη Μέκ­κα της Ανα­το­λής, όπως τη λέ­νε. (Τρία προ­σκυ­νή­μα­τα στο Τουρ­κι­στάν ισο­δυ­να­μούν με ένα στη Μέκ­κα, κα­τά τη πα­ρά­δο­ση του τό­που.) Να δού­με και εμείς τι εστί Τουρ­κι­στάν και για­τί εί­ναι τό­πος προ­σκυ­νή­μα­τος. Αλ­λά πώς να πά­με; Mα με τα­ξί! Λί­γα, όμως, και μάλ­λον ακρι­βά τα αραιά τα­ξί που ρω­τή­σα­με. (Ή έτσι τα βρί­σκα­με εμείς – εί­χα­με κα­λο­μά­θει!) Άρ­χι­σα να ση­κώ­νω το χέ­ρι μου κά­θε που έβλε­πα ΙΧ με μό­νο τον οδη­γό μέ­σα. Εί­χα δει με­ρι­κές μέ­ρες πριν να το κά­νουν αυ­τό πολ­λοί και πολ­λές στο Αλ­μά­τι, την ώρα που έκλει­ναν τα μα­γα­ζιά. Και κά­ποια ΙΧ να στα­μα­τούν και να τους παίρ­νουν. Ο οδη­γός του πρώ­του ΙΧ που στα­μά­τη­σε μας εί­πε μια τι­μή που κρί­θη­κε κά­πως υψη­λή, συ­γκρι­νό­με­νη με την τι­μή του τα­ξί για τη δια­δρο­μή Τα­ράζ-Σίμ­κεντ. (Άσε που στην προ­κει­μέ­νη δεν επρό­κει­το για τα­ξί αλ­λά για ΙΧ!) Το ίδιο συ­νέ­βη και με τον δεύ­τε­ρο. Όλες οι συ­νεν­νο­ή­σεις σε αγ­γλι­κά της πλά­κας ή ρώ­σι­κα του χα­βα­λέ. Όμως το πρώ­το τα­ξί επα­νέ­καμ­ψε με­τά από λί­γο και ο νε­α­ρός και γιορ­τι­νά ντυ­μέ­νος οδη­γός του πρό­τει­νε μια πο­λύ πιο χα­μη­λή τι­μή, γύ­ρω στα εξή­ντα ευ­ρώ. Για να πά­με, να γυ­ρί­σου­με και να δού­με με άνε­ση το μαυ­σω­λείο του Χό­τζα Αχ­μέντ Γε­σε­βί! Μας εξή­γη­σε πως ήταν αρ­γία, ημέ­ρα γιορ­τής, και ήταν ευ­και­ρία γι’ αυ­τόν να κά­νει ένα προ­σκύ­νη­μα και να βγά­λει πα­ράλ­λη­λα και τη δό­ση που πλή­ρω­νε για το ολο­και­νούρ­γιο αυ­το­κί­νη­το με­γά­λου κυ­βι­σμού στο οποίο θα μπαί­να­με. Εγώ συ­μπέ­ρα­να –κα­θό­τι εί­χα­με την ευ­και­ρία να με­τα­κι­νη­θού­με και άλ­λες φο­ρές με ανά­λο­γο τρό­πο– πως όλα τα ΙΧ εί­ναι δυ­νά­μει τα­ξί. Υπό συν­θή­κας. Ποιες ακρι­βώς; Δεν το έμα­θα πο­τέ.

Μπή­κα­με στο «τα­ξί» και φτά­σα­με σφαί­ρα στο Τουρ­κι­στάν. Γραμ­μή για το μαυ­σω­λείο του Χό­τζα Αχ­μέντ Γε­σε­βί. Ο Χό­τζα Αχ­μέντ Γε­σε­βί (1093-1166), γεν­νη­μέ­νος στην πό­λη Σαϊ­ράμ, δέ­κα χι­λιό­με­τρα από το Σίμ­κεντ, ποι­η­τής και μυ­στι­κός φι­λό­σο­φος, εί­ναι από τους πα­τριάρ­χες του τουρ­κό­φω­νου κε­ντρο­α­σια­τι­κού σου­φι­σμού. Ήταν 63 ετών όταν απο­σύρ­θη­κε από τα εγκό­σμια για να ζή­σει σε ένα υπό­γειο τζα­μί, μέ­χρι το θά­να­τό του. Δί­πλα στο υπό­γειο λι­τό, υπο­βλη­τι­κό και… δρο­σε­ρό –το θυ­μά­μαι αυ­τό ακό­μα!– τζα­μί εκεί­νο βρί­σκε­ται το πα­νέ­μορ­φο μαυ­σω­λείο του, χτι­σμέ­νο το 1390, κα­τ’ εντο­λήν του Τα­μερ­λά­νου, με σα­φείς επι­δρά­σεις από την περ­σι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο μνη­μείο της χώ­ρας, πα­ρά τις τρο­πο­ποι­ή­σεις και τις ανα­και­νί­σεις που έχει γνω­ρί­σει. Η συλ­λο­γή ποι­η­μά­των του Αχ­μέντ Γε­σε­βί με τον τί­τλο Ντι­βαν-ί Χικ­μέτ (Βι­βλίο της Σο­φί­ας) εί­ναι από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα της αρ­χαί­ας τουρ­κι­κής γραμ­μα­τεί­ας. Το «προ­σκύ­νη­μα» λοι­πόν στο μαυ­σω­λείο έχει και εθνι­κό/προ­γο­νο­λα­τρι­κό/πο­λι­τι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Εί­ναι προ­σκύ­νη­μα σε έναν «άγιο» του Ισλάμ, στην τουρ­κι­κή εκ­δο­χή της θρη­σκεί­ας. Πολ­λοί από τους ντό­πιους επι­σκέ­πτες δεν έμοια­ζαν και ιδιαί­τε­ρα θρη­σκευά­με­νοι: Ζευ­γα­ρά­κια, ζω­η­ρές γυ­ναι­κο­πα­ρέ­ες, νε­α­ροί και νε­α­ρές ντυ­μέ­νοι πο­λύ μο­δά­τα… Πο­λύ επι­κοι­νω­νια­κοί και ανοι­χτοί με τους ελά­χι­στους ξέ­νους. Πα­ρέα με το οδη­γό μας, επι­σκε­φθή­κα­με το μαυ­σω­λείο, το τζα­μί και τους πα­νέ­μορ­φους κή­πους του –με άρω­μα Περ­σί­ας πα­ρα­κα­λώ– με το κα­φέ-εστια­τό­ριο και τα σου­βλά­κια του (κα­λα­μά­κια αρ­νί­σια, πο­λύ νό­στι­μα). Επι­στρέ­ψα­με το από­γευ­μα κά­νο­ντας και μια στά­ση κα­θ’ οδόν για τσάι.

Μπο­ρεί η λέ­ξη βοκ­ζάλ να εί­ναι εκ των ων ουκ άνευ στις χώ­ρες αυ­τές αλ­λά, ει­δι­κά στο Κα­ζαχ­στάν, τα­ξί ση­μαί­νει τα­ξί­δι, άνε­το και φτη­νό. Ει­δι­κά αν χρη­σι­μο­ποιείς ΙΧ που επι­τε­λεί χρέη τα­ξί. Στα υπό­ψιν.

ΥΓ. Για το τρί­το σι­δη­ρο­δρο­μι­κό τα­ξί­δι στην πε­ριο­χή μπο­ρεί­τε να ανα­τρέ­ξε­τε στην προη­γού­με­νη συ­νέ­χεια του Steppe by steppe.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: