Προς ακρόαση πριν, κατά ή μετά την ανάγνωση
Steppe by steppe, 4
Бишке́к - Ысык-Көл & Астана - Тараз
Τρία σιδηροδρομικά ταξίδια έκανα το περασμένο καλοκαίρι στο Κιργιστάν και το Καζακστάν. Μικρής απόστασης το πρώτο. Προορισμός τα θέρετρα που βρίσκονται στις ακτές της μεγάλης λίμνης του Κιργιστάν, της Ισσύκ Κουλ, της εσωτερικής υφάλμυρης «θάλασσας» της στέπας. Τέσσερις με πέντε πρωινές ώρες με το τρένο από το Μπισκέκ, πρωτεύουσα της χώρας και αφετηρία. Με λεωφορείο θα ήταν το πολύ δύο. Το τρένο, όμως, ήταν άλλο πράγμα (νομίζαμε, και δικαίως.) Ειδικά εκείνο το vintage σοβιετικό τρένο μικρών αποστάσεων ήταν υπέροχο, έμοιαζε με αυτοκινητάμαξα που ερχόταν από τα παλιά. Καλοστεκούμενο παρά τα χρονάκια του, λειτουργικό και άνετο. Τροφαντή η λαμαρίνα του, ατσάλι αβέρτα. Το υπέδαφος των κεντροασιατικών χωρών που «κυοφορήθηκαν» στη μεγάλη κοιλιά της τέως ΕΣΣΔ φημίζεται για την απλοχεριά του σε ορυκτά και μεταλλεύματα. Γόνιμο υπέδαφος κάτω από άγονο έδαφος. Μπαίνοντας πρωινιάτικα, από τους πρώτους-πρώτους, στον αισθητά αφρόντιστο και επίσης vintage βοκζάλ, είχα την ευκαιρία να τον θαυμάσω και να τον απολαύσω με την άνεσή μου. Αίσθηση ηρεμίας σε έναν εξ ορισμού χώρο μετακίνησης. Και η πολύ ευχάριστη, για μένα, αίσθηση μιας γλυκιάς παρακμής. Μιας παρακμής που δεν κατάφερνε –ή δεν ήθελε;– να κρύψει αλλοτινά μεγαλεία. Γεγονός πάντως ήταν πως, στην προκειμένη περίπτωση, τα σιδηροδρομικά «τελετουργικά» ήταν πολύ αλλιώτικα. Ελάχιστη η σχέση τους με τα γνωστά μου από άλλοτε σιδηροδρομικά ταξίδια μεγάλων αποστάσεων στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Εύλογο, καθότι το τρένο δεν ήταν νυχτερινό. Οπότε, ούτε πραβαντνίκ (υπεύθυνος βαγονιού) εδώ ούτε τίποτα. Σύντομα, πολύχρωμα σμάρια ταξιδιωτών ήρθαν και γέμισαν γοργά τον вокзал. Ουρά στα γκισέ για εισιτήρια της τελευταίας στιγμής, ουρά πριν τις αποβάθρες για έλεγχο του εντυπωσιακά φθηνού εισιτηρίου. Ουρές σχετικά συντεταγμένες, χωρίς την αναμενόμενη, πιθανόν, τριτοκοσμική αίσθηση αταξίας και αναμπουμπούλας. Στην Κεντρική Ασία με το τρένο, στις μικρές αποστάσεις ταξιδεύει η φτωχολογιά – αυτοί που δεν έχουν, ακόμα, ΙΧ. Θα περίμενε, ίσως, κάποιος, εκνευρισμό, διαγκωνισμούς, διαπληκτισμούς. Όμως όχι, οι κάτοικοι έχουν θητεύσει επί δεκαετίες στην πειθαρχία και την ευταξία, τις εμπεδώσανε, δύσκολο να τις απεμπολήσουν. Οι ταξιδιώτες, λοιπόν, εξ ορισμού ήσυχοι. Σχετική ησυχία μέχρι να μπεις στο τρένο. Στο ταξίδι, όμως, βασίλευε μια πολύ καθησυχαστική και γλυκιά αίσθηση αναμενόμενης ανησυχίας. Ή προσδοκίας. Δεν είχες καιρό να πλήξεις, είχες μονίμως ποικίλους πλανόδιους μικροπωλητές να μπαινοβγαίνουν γραφικοί κάθε τρεις και λίγο στο βαγόνι σε κάθε σταθμό. Η πολύ οικεία αίσθηση ελληνικού καφενείου την ημέρα της εβδομάδας που διαδραματίζεται η λαϊκή μπροστά του. Με ένα συν: στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχε και το ξεκούραστο σεργιάνι στην κιργισιανή ύπαιθρο! Ένα πολύβουο καφενείο, λοιπόν. Και με πολλές γυναίκες, κάθε λογής και ειδής: από μαντηλοφορούσες έως και μινιφορούσες. Και παιδιά μαζί με τους γονείς τους. Ήσυχα και καλοαναθρεμμένα. Με σαμπρέλες, σωσίβια και στρώματα θαλάσσης. Ετοιμοπόλεμα για τις ακρογιαλιές. Ήταν κατακαλόκαιρο και έκαιγε ο ήλιος ντάλα. Οι γονείς προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τους (μόνους) ξένους. Με εμάς. Που διασκεδάζαμε και προσπαθούσαμε νε πιάσουμε επαφή με τα παιδιά τα οποία, υποτίθεται, είναι ίδια παντού. Έλα, όμως, που δεν είναι… Δεν το καταλαβαίνεις, γιατί δεν μπαίνεις στον πειρασμό της λεκτικής επικοινωνίας, δε στη ζητούν επιτακτικά, δε χρειάζεται να μάθεις (ή να σπάσεις) κώδικες. Απλά παίζεις και γελάς. (Ή βγάζεις μανιωδώς φωτογραφίες, αν έχεις τη σχετική πετριά.) Τα παιδιά γελούν και αυτά. Μόνο η (ψευδ)αίσθηση του παιχνιδιού είναι η ίδια παντού.
Μια πρόσφορη αφορμή για να μας πιάσουν κουβέντα σε ανύπαρκτη γλώσσα οι γονείς ήταν να μας προσφέρουν, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, κάτι από τα φαγώσιμα που κουβαλούσαν σε τσάντες και σακούλες. Παρασκευάσματα άγνωστα, ενίοτε δε και απροσδιόριστα (ή ακαθόριστα;). Για την ώρα του δεκατιανού; Όχι μόνο. Ευκαιρία, λοιπόν, να μελετήσει κανείς την οικιακή γαστρονομία. Μετ’ εμποδίων η συζήτηση. Με λίγη, όμως, επιμονή και υπομονή όλο και κάτι γινόταν… Ειδικά άμα οι ντόπιοι καταλάβαιναν και πέντε λέξεις αγγλικά. Σπανιότατο. Οι παρανοήσεις –γελοίες καμιά φορά– ήταν συχνές. Γέλιο. Ευχάριστη αίσθηση.
Εδώ και πολλή ώρα ατένιζα το τοπίο έξω από το παράθυρο. Πλησιάζαμε πια στον προορισμό μας. Επέστρεψα, κάπως αφηρημένος και βαριεστημένος, στη βουή που βασίλευε στο βαγόνι. Η ματιά μου πήγε και στάθηκε στο γνωστό μου πλέον ιδιόμορφο παραδοσιακό κιργισιανό καπέλο, στο επιβλητικό καλπάκι ενός καλοστεκάμενου ντόπιου κάποιας ηλικίας. Δεν είναι λίγοι οι ξένοι που το θεωρούν must να αγοράσουν ένα. Μεταφέρεται δύσκολα. Εκτός και αν το φοράς. Δεν αγόρασα. Ποτέ μου δε θα φορούσα τέτοιο καπέλο. Ίσως να έπρεπε να είχα αγοράσει. Νομίζω πως το σουβενίρ οφείλει εξ ορισμού να είναι κάτι που δε θα χρησιμοποιήσεις ποτέ στην πατρίδα. Για να μην έρθει ποτέ η στιγμή που θα το νιώσεις οικείο και δεδομένο και θα αδιαφορήσεις γι’ αυτό. Οπότε θα πάψει να σου θυμίζει άλλους τόπους, αλλιώτικους ανθρώπους, άλλους καιρούς. Θα πάψει να σε ξενίζει. Και θα το λησμονήσεις, θα το αποχωριστείς… Είχε έρθει η στιγμή να κοιτάξω το πρόσωπο κάτω από το καπέλο. «Έχει αγροτική θωριά», σκέφτηκα. (Ναι, θωριά, λέξη δημώδης, εξοχική!) Συνέχισα να το(ν) κοιτάζω απροκάλυπτα. Σηκώθηκε ξαφνικά. Ταράχτηκα. Μήπως είχε ενοχληθεί; «Ηλικιωμένος είναι, μετά από τόσην ώρα ταξίδι, θα έχει την ανάγκη να ανακουφιστεί», σκέφτηκα. Και ανακουφίστηκα. Απομακρύνθηκε. (Για πού;) Είχε παρατήσει στο ανακλινόμενο τραπεζάκι της θέσης του, δίπλα στο παράθυρο, ένα βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του δίχως να το διαβάζει. Σηκώθηκα αργά και αδιάφορα για να πάω κοντά και να το δω. Τυχαία τάχα. Πώς όμως; Η κυρία που καθόταν στη διπλανή με τον κύριο θέση μου έγνεψε: ήθελε να μου προσφέρει από τα καλούδια της. Θεόσταλτο ξεκάρφωμα. «Σπασίμπα», της είπα πλησιάζοντας. Με αρκετή αυτοσυγκράτηση και πολλή σύνεση, πήρα μόνο δυο βραστές πατάτες. Παράλληλα, κοίταξα λοξά για να αποκρυπτογραφήσω τον τίτλο. Ήταν στα ρωσικά. (Νομίζω πως) κατάλαβα ότι ήταν μια εκλαϊκευμένη παρουσίαση της «θεωρίας της σχετικότητας». Ένιωσα απροσδόκητα χαζός: σιγά μην ήταν αγρότης ο τύπος με το καλπάκι!
Κάθε πολιτισμικό σύνολο αναπτύσσει τους δικούς κώδικες και κανόνες ερμηνείας. Όπως και κάθε επιστημονικό πεδίο. Το ξεχνά συχνά αυτό ο ξένος ταξιδιώτης, ειδικά άμα την έχει δει τουρίστας… Και βγάζει λάθος συμπεράσματα, μπροστά στα πρωτόγνωρα –εκ πρώτης όψεως γραφικά, για τα μυαλά που κουβαλά– πράματα και θάματα άλλων τόπων. Τα πρωτόγνωρα πράγματα «γράφουν». Ο ταξιδιώτης τείνει αταβιστικά να στραφεί στα εντός του, αντί να προσηλωθεί στα έξω, να «διαβάσει». Κατανοητή η στάση αυτή και η συμπεριφορά, νιώθεται. Παίζει ρόλο και ο νόστος, λένε, άμα κουβαλά κανείς πολλή πατρίδα μέσα του. Η ρίζα των παρανοήσεων, πάντως, βρίσκεται στο περιλάλητο γνώθι σαυτόν που όλοι (έχουν μάθει να) επιζητούν (;), να πρεσβεύουν και να διαλαλούν στην Δύση, ακόμη και στην καθ’ ημάς. Μετ’ επιτάσεως και κατά κόρον. Ελληνικής κοπής η εν λόγω ρήση, λένε. Εν πάση περιπτώσει, ο άσκεφτος και άσχετος ξένος, αρκετά συχνά, καταλήγει, χωρίς πολλά-πολλά, αντί να κοιτάζει έξω, να κοιτά μέσα (του). Και να κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Με αποτέλεσμα, τελικά, να θεωρεί τα έξω είτε ως οικεία είτε ως ξένα, είτε και ως οικεία και ξένα συνάμα. Ενώ είναι απλώς άλλα. Που μπορούν με τον καιρό να γίνουν οικεία ή να παραμείνουν ξένα. (Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί τη διαδρομή άλλου ταξιδιού. Αλλιώτικου.) Επί του προκειμένου τώρα: στην πραγματικότητα, ήταν πολύ πιθανόν όλες σχεδόν οι φάτσες στη χώρα τούτη να ήταν, σε τελική ανάλυση, αγροτικές. Κιργισιανά αγροτικές. Και εγώ απλώς να είκαζα την ύπαρξη κάποιου ειδοποιού αγροτικού στοιχείου στον εν λόγω κύριο παρασυρόμενος από το «παραδοσιακό» καπέλο. Ήμουνα σε μια χώρα με πόλεις πολύ νεαρές (πλην κάποιων λίγων, στο Δρόμο του Μεταξιού, με πολυεθνικό πληθυσμό εμπορευομένων). Πόλεις με ανθρώπους που μέχρι πριν λίγο ήταν αγρότες. Και λίγο ακόμη πιο πριν ούτε καν αγρότες, νομάδες! Με το αγροτικό στοιχείο να πάλλεται ακόμα ολοζώντανο παντού στη χώρα. Χώρια που δε θα ήταν διόλου απίθανο (κάμποσοι) αγρότες να διάβαζαν τέτοιου είδους βιβλία στα χρόνια της ΕΣΣΔ, τότε που η λατρεία της επιστήμης ήταν στο φόρτε της. Και να του είχε μείνει του κυρίου η συνήθεια. Από τότε. «Τα έχει τα χρονάκια του, παρότι κοτσονάτος», σκέφτηκα.
Τελικά, ο «αγρότης» επέστρεψε από την τουαλέτα (;). Ανακουφισμένος; Με κοίταξε επίμονα. Στα μέρη αυτά μάλλον δε θεωρείται ενοχλητικό και αγενές να κοιτάς κάποιον στα μάτια. Βάλθηκα να μελετώ διεξοδικά την ηλικία του. Δύσκολο να την προσδιορίσω. Τα άτομα της κίτρινης φυλής εν γένει μικροδείχνουν μέχρι πολύ προχωρημένες ηλικίες. Από την άλλη, η στέπα σε «γερνάει» πρόωρα, στεγνώνει το δέρμα, το κάνει σαν περγαμηνή. Προσπάθησα να διαβάσω τι είχε γράψει η στέπα στην εν λόγω περγαμηνή. Αδύνατον. Δεν ήξερα το αλφάβητο της γλώσσας της στέπας. «Η μαγεία του ταξιδιού βρίσκεται σε αυτά που μένουν ανεξήγητα», σκέφτηκα. Όπως συμβαίνει σε κάθε βιωματική κατάσταση. Σχεδόν πάντα.
Ήπια μια γουλιά βότκα. Με τρόπο. Θυμόμουν πως στη Ρωσική Ομοσπονδία η κατανάλωση βότκας απαγορεύεται δια ροπάλου στο τρένο. Στο μπαρ-εστιατόριο σερβίρουν μόνο κρασί και μπύρα, σε τσουχτερές τιμές. Δεν ήξερα αν ίσχυε κάτι ανάλογο στο κιργισιανό τρένο. Και δε ρώτησα, ακολουθώντας το απόσταγμα της λαϊκής σοφίας των σοβιετικών χρόνων: «Μη ρωτάς ποτέ αν υπάρχει η πιθανότητα λάβεις αρνητική απάντηση». Κοίταξα πάλι την ετικέτα του μπουκαλιού: MALEVICH. Από κάτω, VODKA. Από πάνω, το εμβληματικό μαύρο τετράγωνο του ζωγράφου. Το μπουκάλι είχε σχήμα μπουκαλιού αρώματος. Στα –σταν, όπως και τη Ρωσία εξάλλου, ανάμεσα στα ουκ ολίγα μικρά μνημεία kitsch αισθητικής –ειδικά στα μπουκάλια βότκας, όπως π.χ. η КРИСТАЛЛ…– ξεπετάγονται αναπάντεχα μπροστά σου και αντικείμενα που εκφράζουν μια σοφιστικέ καλαισθησία. Αντικείμενα απροσδόκητα και μοντερνιστικά. Απροσδόκητα μοντερνιστικά.
Κοίταξα γύρω μου: ολική επαναφορά, έλεγχος εισιτηρίων στο βαγόνι. Τέλειωσε γρήγορα. Χωρίς παρατράγουδα. Και, αμέσως μετά, έπεσε μάλλον σύρμα: μας κουβαλήθηκε ο νατσάλνικ, ο υπεύθυνος του τρένου, για αρμένικη βίζιτα, όπως αποδείχθηκε. Ερχόταν για να δει και αυτός τους ξένους. Εμάς. Εγκάρδιος καίτοι υπηρεσιακός, προσπάθησε αρχικά να μας ρωτήσει –σε καμία κοινή μεταξύ μας γλώσσα– εάν όλα έβαιναν καλώς. (Αυτό εικάσαμε). Έφυγε σύντομα άπρακτος για να επιστρέψει σύντομα. Ολοταχώς και ολόχαρος. Συνοδευόταν από έναν νεαρότατο υφιστάμενό του. Αγγλομαθή. Ο υπεύθυνος θα μας ρωτούσε πλέον μέσω του «διερμηνέως» του! Εμείς γνωρίζαμε ήδη την ύπαρξη του διερμηνέως. Σε ένα παρακείμενο βαγόνι, μόλις προ ολίγου, είχε αποπειραθεί να φλερτάρει με μια από τις γυναίκες της παρέας μας. Φλερτ διακριτικό, λιτό, επίμονο και άγονο. Σαν τη στέπα. Χάρη στο «διερμηνέα» διαπιστώσαμε πως ο υπεύθυνος του συρμού ήταν επικοινωνιακός και λαλίστατος. Αίσθηση οικειότητας. Όταν συνειδητοποίησε πως ήμασταν Έλληνες, αναφέρθηκε με κατανόηση και αδιόρατη λύπηση (;) σε πολλά και διάφορα. (Πάντως όχι στο Μεγαλέξανδρο, πολύ του συρμού στα μέρη εκείνα). Αναφέρθηκε, λόγου χάριν, στην τωρινή «κρίση», ακόμη και στον ελληνισμό της Μικρασίας. Και στη μεγάλη ήττα της χώρας, τη Μικρασιατική Καταστροφή. (Όλα τούτα αν βασιστούμε σε όσα μας μετέφερε ο «διερμηνέας»). «Ήξερε πολλά», ήξερε μέχρι και τα οικεία δεινά, τούτος εδώ ο υπεύθυνος του συρμού! Αυτό σα να με χάλασε, με κατέλαβε πρόσκαιρα μια ανεπαίσθητη αίσθηση διασυρμού. Αίσθηση ανησυχίας. Δεν είναι πάντα καλό να ξέρουν οι ξένοι πολλά για τα του οίκου σου. Ιστορική μνήμη εκτός συνόρων...! Οδηγεί συχνά σε καταστάσεις αμηχανίας. Επί του προκειμένου δε και σε μια αίσθηση ρεζιλέματος. Ρεζιλίκια στη στέπα. Ρεζιλίκια… άλλη μια λέξη τουρκικής ετυμολογίας. Τουρκογενής λαός οι Κιργίσιοι, συγγενεύει πολύ με τα τουρκικά η γλώσσα τους… Ο εν λόγω είχε δουλέψει κάποια φεγγάρια στην Τουρκία, όπως πληροφορηθήκαμε στη συνέχεια. Λέτε, όμως, να ήθελε να μας δουλέψει λιγάκι; Ήρεμα! Ο άνθρωπος απλώς ήξερε, είχε μάθει. Πολλά.
Εμείς το χαβά μας: ανησυχούσαμε διακαώς για το εγγύς μέλλον μας! Όλο για αυτό συζητούσαμε. Και αδράξαμε την ευκαιρία να ρωτήσουμε τον πάντα πρόθυμο και αγγλομαθή νεαρό πώς θα γινόταν να καταλήξουμε σε κάνα γραφικό χωριό πάνω στην ακρολιμνιά. Η οποία, τελικά, μας έπεφτε αρκετά μακριά. Γιατί ο τελικός σταθμός της διαδρομής του τρένου βρισκόταν κάπου στα μεσόγεια. (Μετά λύπης μας διαπιστώναμε, κατόπιν εορτής, πως το λεωφορείο ίσως και να βόλευε πιο πολύ). Μας είπε να μην ανησυχούμε.
Μόλις φτάσαμε στον έρημο σταθμό που γέμισε αμέσως, βγήκε και αυτός έξω και μας βρήκε αμέσως ένα ταξί μεγάλων αποστάσεων και μικρών διαστάσεων. Είχαν πέσει και κάποια τηλεφωνήματα πιο πριν από το κινητό του. Εξαιρετικά προσιτή η τιμή για το ταξί. Τιμή που μόνοι μας δύσκολα θα την πετυχαίναμε. Το εόρτασα με άλλη μια γουλιά βότκας. Είχε σώσει την τιμή του τρένου ο αγγλομαθής. Μας έδωσε και ένα σωρό άλλες πληροφορίες. Κάποιες χρήσιμες. Μεγάλο πράμα η αίσθηση επικοινωνίας μετά από μακρά και επώδυνη αγλωσσία. Τον ευχαριστήσαμε απλά και εγκάρδια. Και, μεταξύ σοβαρού και αστείου, του προβλέψαμε, πολύξεροι ταξιδιώτες γαρ, πως θα (μπορούσε να) γίνει κάποτε υπουργός τουρισμού στον τόπο του. Έτσι εξυπηρετικός που ήταν… Με τους ξένους. Και αγγλομαθής. Ίσως μάλιστα σε ένα όχι μακρινό μέλλον. Και ας ήταν τόσο νέος (αρκεί να αναπτυχθεί κάπως ο τουρισμός, πέρα από τους λιγοστούς Γερμανούς φυσιολάτρες, ορειβάτες, χορτοφάγους, πράσινους εν γένει, που αρέσκονται να ξετρυπώνουν πράσινα μέρη στην ξεραϊλα της στέπας.). Έδειξε πως του άρεσε. Ο αποχαιρετισμός ήταν θερμός μες στην υγρασία που έφερνε το αεράκι από τη λίμνη.
Ξεκινήσαμε τη μονόωρη διαδρομή με το ταξί από τον βοκζάλ ενός αδιάφορου χωριού στο νότο της λίμνης, κινηθήκαμε προς τα δυτικά, περάσαμε το δυτικό της άκρο και αρχίσαμε να κινούμαστε προς τα ανατολικά. Κοντά στη λίμνη οι εκτάσεις της στέπας πρασίνιζαν απροσδόκητα και όμορφα. Απροσδόκητα όμορφα. Οπωροφόρα, αμπέλια –λες να έχει και ντόπιο κρασί;–, πολλές και ποικίλες καλλιέργειες. Τις εντυπώσεις όμως τις κέρδιζαν τα μεγάλα μαυσωλεία στα νεκροταφεία εκατέρωθεν του δρόμου. Τα είχαμε ξαναδεί και αλλού στη χώρα. Αρκετά συχνά ευφάνταστα, μέχρι και χαριτωμένα. Πάντα εντυπωσιακά και ελαφρώς ευφρόσυνα. Σήμα πλέον κατατεθέν του τόπου στο μυαλό μας. Κάποιες φορές κιτς, πολύ συχνά «καλτ». Έδειχναν σχετικά καινούργια όλα τους. Πότε κατασκευάστηκαν;
Η απάντηση ήταν απλή και διδακτική. Πάντα νομαδικός ή ημινομαδικός λαός –μέχρι σχεδόν τα μέσα του περασμένου αιώνα– οι Κιργίσιοι ήταν αρχικά σαμανιστές ή πολυθεϊστές. Συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους κάτω από μεγάλες πέτρες, δίπλα συνήθως σε ποτάμια, είτε μέσα σε σπηλιές. Αλλά και μετά τη σχετικά πρόσφατη «εμπέδωση» του Ισλάμ από τα λαϊκά στρώματα, οι τάφοι παρέμειναν απλοί: συνήθως ήταν σωροί ξεραμένης λάσπης με μια ταφόπλακα πάνω. Ακόμη και των μεγαλόσχημων ευγενών, των επιφανών πολεμάρχων και των αξιοσέβαστων αγίων ή/και σοφών ανθρώπων (σούφηδων). Επί σοβιετικού όμως καθεστώτος, που επέβαλε τη μόνιμη εγκατάσταση πλέον του πληθυσμού σε χωριά και μικρές πόλεις, ανέκυψε η συνακόλουθη εργασιακή διαφοροποίηση και η κοινωνική διαστρωμάτωση: κάποιοι τυχεροί «νεόπλουτοι» άρχισαν να θέλουν να ξεχωρίζουν, ακόμη και ως μακαρίτες, από την μπασκλασαρία! Σε αυτούς οφείλονται οι εντυπωσιακές αυτές κατασκευές από τούβλο και τσιμέντο. Πολλές κοσμούνται από τη φωτογραφία του τεθνεώτος. Ή από το σοβιετικό αστέρι, συχνά μαζί με το σταυρό – οι Ρώσοι έποικοι είχαν χριστιανικές καταβολές παρότι, λόγω των καιρών, τύποις ήταν άθεοι. Ή από την ημισέληνο, η οποία ήταν και προϊσλαμικό σύμβολο. Με την διάλυση της ΕΣΣΔ, την οικονομική κατάρρευση και τη στενότητα που αντιμετώπιζε η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, τα μαυσωλεία και τα μεγαλεία έδωσαν τη θέση τους σε ομοιώματα –σε μικρότερο μέγεθος– του σκελετού μιας γιούρτας από λυγισμένες σιδερόβεργες. Σαν μεγάλα κλουβιά. Τα είδαμε συχνά στολισμένα με αγριολούλουδα. Κομψότατα.
Ντάλα καταμεσήμερο φτάσαμε στο παραθεριστικό χωριό Τάμτσι, στην βόρεια όχθη της λίμνης. Μείναμε σε ένα ευρύχωρο και λιτό υποστατικό που νοίκιαζε δωμάτια. Θύμιζε ελληνικό νησί. Είχε και πρωινό. Αίσθηση οικειότητας. Το ωραίο περβόλι ήταν γεμάτο οπωροφόρα. («Μα πού ήρθαμε; Στο Πήλιο;»). Σε μια γωνιά του κήπου, απλωμένα σε κάτι ξεχαρβαλωμένα τραπέζια, ξεραίνονταν πολλά μήλα στον ήλιο. Παράγουν μήλα απλόχερα οι υπώρειες των ψηλών βουνών που διακόπτουν αναπάντεχα τη στέπα. Και οι ντόπιοι φαίνεται πως δεν έχουν τι να τα κάνουν. Τα ξεραίνουν στον ήλιο και τα τρίβουν για να φτιάξουν κάτι σα χοντρό αλεύρι. Το χρησιμοποιούν στη ζαχαροπλαστική, αν έχω καταλάβει καλά. Πουλιέται παντού και, κάποια στιγμή, αγόρασα και εγώ. Το έφερα στην κουζίνα της Μεσογείου. Στην κουζίνα μου. Είμαι άσχετος από ζαχαροπλαστική, το έβαλα σε μπιφτέκια. Τα νοστίμισε. Το μήλο αφθονεί εν γένει στην Κεντρική Ασία. Η παλαιά πρωτεύουσα του Καζακστάν λέγεται Αλμάτυ, που σημαίνει «Πατέρας των μήλων». (Αφορμή για αντιπαραβολές και συγκρίσεις με το νεοϋρκέζικο Big Apple, καθώς και για την παραγωγή των ανάλογων και σχετικών με αυτά τα «αστικά» μήλα t-shirts. Πολύ καλαίσθητων.)
Στο χωριό παραθέριζαν κυρίως Κιργίσιοι. Από λαϊκά και μεσαία, στρώματα. Το σκηνικό και η όλη ατμόσφαιρα στις «εξωτικές» παραλίες της στέπας θύμιζαν νοσταλγικά, γραφικά και εκνευριστικά Λούτσα και Ωρωπό. Σε εποχές αλλοτινές, βέβαια. Το νερό απροσδόκητα ζεστό και κάπως λιγότερο αλμυρό από το θαλασσινό. Ο κυματισμός απαλός. Και παιδιά, άπειρα παιδιά και παιδάκια, παγωτά, πολλά και ποικίλα μουσικά ακούσματα τουρλού, σαμπρέλες, στρώματα και ομπρέλες. Και ψαροταβέρνες. Πολύ καλές. Προσφέρονταν για συνεχή ψαροφαγία μετά από την κατ’ εξακολούθηση κατανάλωση μοσχαριού, αρνιού και ολίγου αλόγου – εκλεκτής ποιότητας όλα τους, δε λέω. Και εκεί που πήγαινες να πεις «μα τι ήρθα μέχρι εδώ να δω;», εμφανιζόταν από το πουθενά μια βακτριανή καμήλα ξέμπαρκη στην ακρολιμνιά. Κάποια στιγμή, αργά το απομεσήμερο, λαχταρήσαμε μια πιο ήσυχη γωνιά. Βρήκαμε μια κάπως απόμερη ημιυπαίθρια ταπεινή καφετέρια πάνω στην αμμουδιά. Απομείναμε για λίγο να ρεμβάζουμε κοιτώντας τη λίμνη και τα πανύψηλα χιονισμένα βουνά πέρα από το νερά, που δέσποζαν στη νότια όχθη. Ξαφνική ερώτηση: «Γιατί τόση ησυχία και προς τι η γιγαντοοθόνη, έχει μπάλα το βράδυ;». Ίσως και να είχε άλλα βράδια, πάντως όχι σήμερα. Σήμερα, με το σούρουπο, ξεκίνησε το καραόκε, με αρκετά τραγούδια από το youtube. Ήμασταν κοντά, πολύ κοντά, στην Άπω Ανατολή. Τα νεαρά γκαρσόνια μας προσκάλεσαν να τραγουδήσουμε και εμείς. Πρόθυμα να ψάξουν και για ελληνικά τραγούδια, για να μας το κάνουν πιο εύκολο. Μια κοπέλα από την παρέα φιλοτιμήθηκε και τραγούδησε κάνα δυο. Όχι ελληνικά. Από το διεθνές ρεπερτόριο, το ευρέως γνωστό (δι)αχρονικό και οικουμενικό: «Summertime», «Mille baci», «A casa d’ Irene«. «Oh non rien de rien, oh non je ne regrette rien...». Ευχάριστη τελικά η (παρθενική) επίσκεψή μου σε μπαρ καραόκε, έστω και τυχαία. Όπως και στην Ισσύκ Κουλ. (Σε αυτήν όχι τυχαία.) Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά. Συνήθως τυχαία. Παρεμπιπτόντως δε μας χρέωσαν τα ποτά αλλά τα τραγούδια!
Νωρίς το απομεσήμερο μιας από τις επόμενες μέρες πήγαμε στο Τσολπόν Ατά, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα στα δυτικά. Παραλίμνια πολύβουη πολίχνη και πολυεθνικό άκρως κυριλέ παραθεριστικό κέντρο της στέπας. Ακραίες εικόνες: ιστιοπλοϊκά, μεγάλα και πολυτελή τουριστικά συγκροτήματα-χωριά, άπειρα μαγαζιά με σουβενίρ, υπαίθριες αγορές με καπνιστά ψάρια, πλούσιοι Ρώσοι, Κινέζοι, Κορεάτες, Καζάχοι κ.ά. Και πολλά τζιπ μεγάλου κυβισμού. Άντε πάλι αυτή η αίσθηση οικειότητας. (Ακόμη και αν δεν πολυσυχνάζεις στη Μύκονο ή την Αράχωβα.) Στην έξοδο της μικρής πολιτείας υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος: ένα απέραντο πετρογλυφικό πεδίο διασχιζόμενο από ένα κελαρυστό ρυάκι. Το κίτρινο της στέπας διακοπτόταν κατά τόπους από το θεριεμένο πράσινο. Η βασική διαφορά του χώρου αυτού από έναν άλλο ανάλογο που είχαμε επισκεφθεί στο Τατζικιστάν ήταν πως εδώ το highlight ήταν τα μπαλμπάλ. Δηλαδή οι εκφραστικότατες χαμηλές πέτρινες παλαιοτουρκικές ανθρωπομορφικές στήλες, κάτι σαν αγάλματα-μενίρ, με ανάγλυφα ή εγχάρακτα πρόσωπα. Σκόρπια ανάμεσα στις πολλές μεγάλες λείες πέτρες με τις γραφές και τα σχέδια.
Υπάρχουν μπαλμπάλ χρονολογούμενα από τον 8ο π.Χ μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Έπαιζαν συχνά το ρόλο επιτύμβιας στήλης και, συνήθως, βρίσκονται πάνω, γύρω ή και ακτινωτά προς ένα κουργκάν (τύμβο). Aπό τα άπειρα κουργκάν που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Κ. Ασία μέχρι και την Κριμαία. Δημιουργήματα τουρκικών και ινδοευρωπαϊκών φύλων που αλώνιζαν άλλοτε τις στέπες. Και συναντιόνταν, συγκρούονταν, συμφύρονταν. Μπαλμπάλ σημαίνει πρόγονος στα τουρκικά. Τα μπαλμπάλ γύρω μας άρχισαν να γίνονται κάπως παράξενα και απόμακρα το ηλιοβασίλεμα. Μέχρι και απόκοσμα. Το βλέμμα τους γινόταν απλανές, έπαυαν θαρρείς να κοιτάζουν τις εγχάρακτες και επιζωγραφισμένες παραστάσεις και γραφές στα βράχια γύρω τους. Και σε καλούσαν βουβά και κάπως θλιμμένα να αποστρέψεις το βλέμμα διακριτικά, για να μην ενοχλήσεις κάποια προσωπική τους νοσταλγική στιγμή αναπόλησης. Και να ατενίσεις, στο βάθος του ορίζοντα, τα σκουρογάλαζα νερά της δεύτερης μεγαλύτερης λίμνης στον κόσμο με υφάλμυρα νερά. Την ώρα ακριβώς που γίνονται άλλοτε ασημόγκριζα και άλλοτε χρυσόγκριζα, σαν παλαιινός καθρέφτης. Μελαγχολικά μες στη λαμπρότητά των στιγμών του δειλινού. Και λαμπερά.
Το δεύτερο σιδηροδρομικό ταξίδι μου το καλοκαίρι που μας πέρασε στα –σταν έγινε μερικές μέρες μετά. Νυχτερινό ταξίδι, από την πρωτεύουσα του Καζαχστάν, την Μπραζίλια της στέπας. Τη φουτουριστική και νεαρή πόλη Αστανά –είκοσι Μαΐων–, στην πόλη Ταράζ, την έκτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας. Στον νεότευκτο, υπερσύγχρονο και πολυώροφο βοκζάλ της Αστανά, που είχε αρχίσει (κιόλας) να θυμίζει mall, είχα ένα φοβερό déjà vu («προμνησία» είναι ο ελληνικός όρος): το τρένο που κατέφτασε πανέτοιμο να μας παραλάβει ήταν ένα ισπανικής κατασκευής τρένο υψηλής ταχύτητας, ένα από τα περίφημα talgo! Το déjà vu ήταν καθηλωτικό γιατί ήταν διπλό. Το συνειδητοποίησα μετά από μερικά δευτερόλεπτα σκέψης. Πρώτον γιατί, έχοντας ζήσει στη Μαδρίτη, τα talgo μού ήταν πολύ οικεία. Δεύτερον, γιατί πριν λίγα μόλις χρόνια είχα ταξιδέψει πάλι με talgo στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν, στη διαδρομή Σαμαρκάνδης-Τασκένδης. Έδωσα και μια ερμηνεία για το πώς η Ισπανία κατάφερε να πουλήσει τα τάλγκο στην Κ. Ασία, περιοχή ρωσικής επιρροής με οικονομική διείσδυση κινεζική, κορεατική και, εν μέρει, αμερικανική. Δεν είναι όμως της παρούσης.
Φτάσαμε στο Ταράζ πρωί, μετά από έναν άνετο ύπνο. Το Ταράζ είναι μια σκονισμένη και ήρεμη επαρχιακή πόλη κοντά στα σύνορα με το Κιργιστάν. Μια πόλη με ιστορία δυο χιλιάδων ετών. Κοντά στον τόπο της ιστορικής μάχης του Ταλάς, που τοποθετείται σε κιργισιανό μάλλον έδαφος. Της μάχης κατά την οποία το Χαλιφάτο των Αββασιδών, το 751 μ.Χ. απώθησε προς τα ανατολικά τους Κινέζους, επί δυναστείας των Τανγκ. Το Ταράζ βρίσκεται στην Υπερωξιανή, δηλαδή στην περιοχή ανατολικά του ποταμού Ώξου (πλέον Αμού Ντάρια ή Τζεϊχούν), μια περιοχή συνεχών τριβών και συγκρούσεων μεταξύ των Κινέζων και των νομαδικών λαών της στέπας από πολύ-πολύ παλιά. Οι Κινέζοι τους κατατρόπωσαν τελικά στην περιοχή του Ταράζ το 36 π.Χ. Πάντα προσπαθούσαν να απωθήσουν τους νομαδικούς λαούς της στέπας οι Κινέζοι. Προς τα δυτικά. Μέχρι και Σινικό Τείχος έφτιαξαν. Ωθώντας τους προς την Ευρώπη: Ούννους, Μογγόλους, Τατάρους, Τούρκους… Τώρα έχουν γίνει πολλοί οι Κινέζοι, συνωθούνται, Και προωθούνται και οι ίδιοι. Προς τα δυτικά. Το Ταράζ αργότερα εξελίχθηκε σε στρατηγικό εμπορικό κόμβο στο Δρόμο του Μεταξιού. Ανήκε στο «κράτος» της Σογδιανής, ένα πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό μόρφωμα. Μια χαλαρή ένωση πόλεων στις οάσεις της στέπας, από τις οποίες περνούσε το κινέζικο μετάξι για το Βυζάντιο και τη Δ. Ευρώπη στην οποία ευημερούσαν, συνυπάρχοντας ειρηνικά, Νεστοριανοί Χριστιανοί, όψιμοι Μιθραϊστές, Ζωροαστριστές, Βουδιστές, Μανιχαϊστές. Και Τενγκριστές.
Τενγκρισμό ονομάζουν οι θρησκειολόγοι τη θρησκεία των αρχαίων τουρκικών φύλων. Μίγμα ανιμισμού, τοτεμισμού, προγονολατρείας, πολυθεϊσμού ή/και μονοθεϊσμού πιθανότατα, κατά ορισμένους. Οι θρησκειολόγοι, ως επιστήμονες, προβληματίζονται πολύ επ’ αυτού του ζητήματος. Η δυτική επιστήμη ρέπει στην ποσοτικοποίηση· πάντα βασιζόταν στα μαθηματικά και την κατάταξη. Θέλει να διαχωρίζει σαφώς το ένα από τα δύο, από τα πολλά. Μέχρι που φτάσαμε στην ψηφιακή εποχή με το δυαδικό σύστημα να μεσουρανεί. Τενγκρισμός, λοιπόν, από το θεό Τένγκρι. Άλλως Τένγκερ Ετσέγκ (Ουράνιο Πατέρα), βασική θεότητα, μαζί με την Γκαζάρ Εέτζ (Μάνα Γη). Στην παλαιοτουρκική γραφή το όνομά του αποδίδεται με τον τουρκικό ρούνο:
(μου αρέσουν πολύ τα αλφάβητα που δεν μπορώ να διαβάσω)
Ναι, τα λένε και ρούνους τα γράμματα των παλαιοτουρκικών αλφαβήτων. Ρούνους, όπως τα γράμματα των αλφαβήτων των Βίκινγκ και άλλων αρχαίων γερμανικών λαών. Και ναι, υπάρχει μία εκ πρώτης όψεως ομοιότητα μεταξύ τους. Βέβαια, η θεωρία ότι οι γερμανικοί ρούνοι μπορούν κάπως να αναγνωσθούν με βάση το παλαιοτουρκικό αλφάβητο είναι ένας ακόμη μύθος που καλά κρατεί μέχρι σήμερα, όπως και οι ποικιλώνυμοι εθνικισμοί και φυλετισμοί με αφορμή κάποιους συζητήσιμους συμβολισμούς των ρούνων σε Ανατολή και Δύση. Είδαμε πολλές παλαιοτουρκικές επιγραφές στο μουσείο του Αλμάτι αλλά και στο πανέμορφο μουσείο του Ταράζ σε ένα παλιό αρχοντικό με εσωτερική αυλή. Η γραφή αυτή, πιθανόν επηρεασμένη από την αραμαϊκή ή τη γραφή της Σογδιανής, χρησιμοποιήθηκε από πολλά τουρκικά χαγανάτα της Κ. Ασίας ήδη τον 8ο μ.Χ. αιώνα, αλλά και από το βασίλειο της Ουγγαρίας τον 10ο μ.Χ. αιώνα.
Μετά το μουσείο του Ταράζ και την επίσκεψη στο αχανές παζάρι της πόλης –είναι must–, όπου τα βρίσκεις όλα, γιατί όλο και κάτι μένει από τα παλαιά μεγαλεία της εμπορικής αυτής πόλη, φύγαμε για το Σίμκεντ, 159 χιλιόμετρα δυτικά, τρίτη πόλη του Καζακστάν. Με ένα ταξί που μας… εντόπισε και μας «τσίμπησε» στην είσοδο του παζαριού. Ήταν αρκετά φτηνή η τιμή που πρόσφερε ο ταξιτζής και ήμασταν τέσσερεις, οπότε δεν μπήκαμε στον κόπο να κάνουμε πολλά παζάρια – ήταν απομεσήμερο και έκαιγε ο ήλιος ντάλα.
Ταξιδεύοντας μέχρι και με 140 χλμ. στον αυτοκινητόδρομο της απέραντης ισιάδας της στέπας φτάσαμε γρήγορα στο Σίμκεντ, μια ευχάριστη πόλη του ενός εκατομμυρίου σήμερα, ξεκίνησε από ένα καραβανσεράι του δωδέκατου αιώνα. Πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού και αυτή, πού αλλού; Οι Ρώσοι την κατέλαβαν το 1864 και την ονόμασαν Τσεμγιάεφ. Οι Σοβιετικοί, το 1924, επανέφεραν το παλαιό της όνομα. Πνιγμένη στις καστανιές, τα πεύκα, τα οπωροφόρα και τις ακακίες είναι μια μεγάλη και εντυπωσιακή κατοικημένη όαση μέσα στη στέπα. Τα βουνά είναι κοντά. Ξαφνική ερώτηση: «Μα γιατί στις γυναίκες εδώ σερβίρουν την μπύρα ντραφτ με καλαμάκι;». Σε ένα μεγάλο παραδοσιακό καλό εστιατόριο, που σέρβιρε μέχρι και πάπια και άλογο, το είδαμε αυτό. Μετά από κάποιες πονηρές σκέψεις σχετικά με το συμβολισμό του πράγματος, βρήκαμε μια απλή και λογική εξήγηση: Ήταν ζήτημα αβροφροσύνης προς το ωραίο φύλο, είναι κουραστικό για μια κυρία να σηκώνει κάθε τρεις και λίγο το μισόλιτρο ποτήρι για να πιει μια γουλιά. (Δεν μπορέσαμε να επαληθεύσουμε την εξήγησή μας αυτή. Καλύτερα.)
Γενικά οι παρατηρήσεις στις πόλεις του Καζαχστάν σε αφήνουν με πολλές άλυτες, ή μάλλον μισολυμένες, ή και κακολυμένες, απορίες: Η αβροφροσύνη προς στις κυρίες είναι κατάλοιπο παραδόσεων της αλλοτινής νομαδικής ζωής ή προσπάθεια γοργής και υπό πίεση προσαρμογής σε κάποιες (παλιομοδίτικες πλέον στα καθ’ ημάς) αστικές συνήθειες, προϊόν γρήγορου και βίαιου εξαστισμού;
Δύσκολο να βρεις ταξί στις μεγάλες πόλεις του Καζακστάν έξω από τις δυσεύρετες πιάτσες. Δεν επαρκούν λόγω του συνεχιζόμενου γρήγορου και μαζικού εξαστισμού (και αστυφιλίας) ή τα βρίσκεις εν γένει μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου; (Ναι υπήρχε μια εφαρμογή, που δεν την είχαμε κατεβάσει.) Γενικά, οι απαντήσεις σε ανάλογες απορίες είναι πως ισχύει και το ένα και το άλλο και, κυρίως, κάτι τρίτο. Ήταν πρωί προς το μεσημέρι και βολτάραμε στην πόλη όταν μας ήρθε να πάμε και εμείς για «προσκύνημα» στο Τουρκιστάν, μια πόλη εκατό χιλιάδων, 169 χιλιόμετρα δυτικά του Σίμκεντ. Τη δεύτερη Μέκκα της Ανατολής, όπως τη λένε. (Τρία προσκυνήματα στο Τουρκιστάν ισοδυναμούν με ένα στη Μέκκα, κατά τη παράδοση του τόπου.) Να δούμε και εμείς τι εστί Τουρκιστάν και γιατί είναι τόπος προσκυνήματος. Αλλά πώς να πάμε; Mα με ταξί! Λίγα, όμως, και μάλλον ακριβά τα αραιά ταξί που ρωτήσαμε. (Ή έτσι τα βρίσκαμε εμείς – είχαμε καλομάθει!) Άρχισα να σηκώνω το χέρι μου κάθε που έβλεπα ΙΧ με μόνο τον οδηγό μέσα. Είχα δει μερικές μέρες πριν να το κάνουν αυτό πολλοί και πολλές στο Αλμάτι, την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά. Και κάποια ΙΧ να σταματούν και να τους παίρνουν. Ο οδηγός του πρώτου ΙΧ που σταμάτησε μας είπε μια τιμή που κρίθηκε κάπως υψηλή, συγκρινόμενη με την τιμή του ταξί για τη διαδρομή Ταράζ-Σίμκεντ. (Άσε που στην προκειμένη δεν επρόκειτο για ταξί αλλά για ΙΧ!) Το ίδιο συνέβη και με τον δεύτερο. Όλες οι συνεννοήσεις σε αγγλικά της πλάκας ή ρώσικα του χαβαλέ. Όμως το πρώτο ταξί επανέκαμψε μετά από λίγο και ο νεαρός και γιορτινά ντυμένος οδηγός του πρότεινε μια πολύ πιο χαμηλή τιμή, γύρω στα εξήντα ευρώ. Για να πάμε, να γυρίσουμε και να δούμε με άνεση το μαυσωλείο του Χότζα Αχμέντ Γεσεβί! Μας εξήγησε πως ήταν αργία, ημέρα γιορτής, και ήταν ευκαιρία γι’ αυτόν να κάνει ένα προσκύνημα και να βγάλει παράλληλα και τη δόση που πλήρωνε για το ολοκαινούργιο αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού στο οποίο θα μπαίναμε. Εγώ συμπέρανα –καθότι είχαμε την ευκαιρία να μετακινηθούμε και άλλες φορές με ανάλογο τρόπο– πως όλα τα ΙΧ είναι δυνάμει ταξί. Υπό συνθήκας. Ποιες ακριβώς; Δεν το έμαθα ποτέ.
Μπήκαμε στο «ταξί» και φτάσαμε σφαίρα στο Τουρκιστάν. Γραμμή για το μαυσωλείο του Χότζα Αχμέντ Γεσεβί. Ο Χότζα Αχμέντ Γεσεβί (1093-1166), γεννημένος στην πόλη Σαϊράμ, δέκα χιλιόμετρα από το Σίμκεντ, ποιητής και μυστικός φιλόσοφος, είναι από τους πατριάρχες του τουρκόφωνου κεντροασιατικού σουφισμού. Ήταν 63 ετών όταν αποσύρθηκε από τα εγκόσμια για να ζήσει σε ένα υπόγειο τζαμί, μέχρι το θάνατό του. Δίπλα στο υπόγειο λιτό, υποβλητικό και… δροσερό –το θυμάμαι αυτό ακόμα!– τζαμί εκείνο βρίσκεται το πανέμορφο μαυσωλείο του, χτισμένο το 1390, κατ’ εντολήν του Ταμερλάνου, με σαφείς επιδράσεις από την περσική αρχιτεκτονική. Το σημαντικότερο μνημείο της χώρας, παρά τις τροποποιήσεις και τις ανακαινίσεις που έχει γνωρίσει. Η συλλογή ποιημάτων του Αχμέντ Γεσεβί με τον τίτλο Ντιβαν-ί Χικμέτ (Βιβλίο της Σοφίας) είναι από τα σημαντικότερα έργα της αρχαίας τουρκικής γραμματείας. Το «προσκύνημα» λοιπόν στο μαυσωλείο έχει και εθνικό/προγονολατρικό/πολιτιστικό χαρακτήρα. Είναι προσκύνημα σε έναν «άγιο» του Ισλάμ, στην τουρκική εκδοχή της θρησκείας. Πολλοί από τους ντόπιους επισκέπτες δεν έμοιαζαν και ιδιαίτερα θρησκευάμενοι: Ζευγαράκια, ζωηρές γυναικοπαρέες, νεαροί και νεαρές ντυμένοι πολύ μοδάτα… Πολύ επικοινωνιακοί και ανοιχτοί με τους ελάχιστους ξένους. Παρέα με το οδηγό μας, επισκεφθήκαμε το μαυσωλείο, το τζαμί και τους πανέμορφους κήπους του –με άρωμα Περσίας παρακαλώ– με το καφέ-εστιατόριο και τα σουβλάκια του (καλαμάκια αρνίσια, πολύ νόστιμα). Επιστρέψαμε το απόγευμα κάνοντας και μια στάση καθ’ οδόν για τσάι.
Μπορεί η λέξη βοκζάλ να είναι εκ των ων ουκ άνευ στις χώρες αυτές αλλά, ειδικά στο Καζαχστάν, ταξί σημαίνει ταξίδι, άνετο και φτηνό. Ειδικά αν χρησιμοποιείς ΙΧ που επιτελεί χρέη ταξί. Στα υπόψιν.
ΥΓ. Για το τρίτο σιδηροδρομικό ταξίδι στην περιοχή μπορείτε να ανατρέξετε στην προηγούμενη συνέχεια του Steppe by steppe.