Κάθε πρωί, μαύρες γάτες γεμάτες ψύλλους, κουτσά σκυλιά, μια χελώνα με ένα σφυροδρέπανο βαμμένο στο καύκαλο, όρνιθες με βγαλμένα μάτια και κάθε λογής κατατρεγμένο ζωντανό μαζεύονται στο ρημαγμένο αρχοντικό της προκυμαίας κάνοντας τους λίγους ντόπιους να απορούν πώς γίνεται και δίπλα στους αθάνατους, στη σκιά του ξεραμένου σιντριβανιού, στα δροσερά μάρμαρα της σκάλας, ο σκύλος να μην τρώγεται με τη γάτα, τα περιστέρια να μην κουτσουλάνε τα πρόβατα, η μικρή αγελάδα να μην ποδοπατάει την αριστερή χελώνα, οι αράχνες να μην παγιδεύουν μυγάκια και ούτω καθεξής, προσδίδοντας έτσι στο ρημαγμένο αρχοντικό μία μεταφυσική διάσταση, μία ενέργεια σχεδόν ιερή, ικανή να κατευνάζει τα αρχέγονα ένστικτα. Πολύ περίεργο, λένε τρίβοντας σκεπτικοί το πηγούνι τους όμως ο –όπως τον λένε− λοξός του χωριού είπε μια μέρα δείχνοντας στο βάθος του ορίζοντα, Είναι όμως φως, και οι λίγοι ντόπιοι κούνησαν περιφρονητικά το κεφάλι διότι λοξός είναι αυτός, λοξά θα μιλάει, αλλά αν δεν είχαν σπεύσει να απορρίψουν έτσι απερίσκεπτα τα λεγόμενά του, ίσως να παρατηρούσαν πως ήταν κάθε πρωί στις 5:02 ώρα θερινή και 6:27 ώρα χειμερινή, που από κάθε λιθόστρωτο δρομάκι όδευε όλη αυτή η παροικία προς την κιβωτό της επιλογής της. Μάλιστα, ο –όπως τον λένε− λοξός του χωριού φοβάται πως αν γίνει αυτό που λέγεται, τα ζώα θα αποπροσανατολιστούν με ολέθριες συνέπειες για τον τόπο, θα είναι μια μικρή συντέλεια του κόσμου, ψελλίζει, γι’ αυτό έχει αρχίσει να μαζεύει υπογραφές για να μην καταργηθεί η αλλαγή της ώρας, αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά.
Μαρία Φακίνου