Τα παιδιά παίζουν με τα βότσαλα στην παραλία. Τα παιδιά είναι τέσσερα, τα βότσαλα πολλά. Τα παιδιά αρκετούς τόνους πιο σκούρα απ’ όταν ξεκίνησε το καλοκαίρι, τα βότσαλα, σταθερά, άσπρα και γκρι. Τα παιδιά, από τριών μέχρι εφτά χρονών, σηκώνουν στα χέρια τους τα βότσαλα, ηλικίας άγνωστης, και τα πετάνε στη θάλασσα. Όσο πιο μακριά μπορούν, αλλά τα βότσαλα δεν συνεργάζονται. Φεύγοντας από τα μικρά χέρια κάνουν ένα φλουπ και βυθίζονται ένα με δύο μέτρα πιο πέρα. Ευτυχώς δεν απειλούν κανέναν από τους λουόμενους. Ούτε και τον πατέρα που βουτάει με τη μάσκα στα άπατα.
Είναι, άλλωστε, όλα υπολογισμένα. Τα παιδιά δεν επιτρέπεται να ξεμακρύνουν από την ασφαλή ζώνη, που το συνολικό ασυνείδητο ορίζει ως τα πρώτα πέντε μέτρα θάλασσας, ξεκινώντας το μέτρημα από την παραλία. Εκεί υπάρχει ασφάλεια, γονείς, περιθώριο αντίδρασης, ενώ δεν υπάρχουν κήτη και πάσης φύσεως θαλάσσια τέρατα. Ο μόνος πιθανός κίνδυνος προέρχεται από την παραλία, όπου μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικοι επιδίδονται σε τουρνουά ρακέτας. Αλλά κανείς ποτέ δεν πέθανε από αδέσποτο μπαλάκι, οπότε το γενικό αίσθημα ασφάλειας δεν πλήττεται.
Πιο μέσα, οι μεγάλοι κολυμπάνε, κάνουν θαλάσσια σπορ, ρίχνουν ψαροντούφεκο. Ως προς τη χάρη και τις επιδόσεις, οι διαβαθμίσεις μεγάλες. Ως προς τις αντιδράσεις στα καλέσματα από την ασφαλή ζώνη, μικρότερες. Όλη η χώρα αυτή την εποχή ένας κινηματογράφος που παίζει το ίδιο έργο.
Κατά καιρούς η εικόνα σκοτεινιάζει. Η βλάβη δεν είναι τεχνική, αλλά ανθρώπινη. Κάποιος λουόμενος, συχνότεραa ίσως γένους θηλυκού και ηλικίας ύποπτης, έχει πιάσει καβγά στην ασφαλή ζώνη. Τα παιδιά κάποιου τον έχουν καταβρέξει. Ή σπρώξει. Ή γενικά ενοχλήσει, γιατί φωνάζουν πολύ. Τα πυρά, ανώνυμες και γενικόλογες κραυγές στην αρχή, στρέφονται στη συνέχεια προς το παιδί-δράστη. Η περαιτέρω κλιμάκωση ανάμεσα στον ενοχλημένο ή την ενοχλημένη και τον λουόμενο γονέα είναι προαιρετική. Εφόσον, όμως, τα πράγματα φτάσουν μέχρι εκεί, τότε το σενάριο προβλέπει δύο πιθανές καταληκτικές ατάκες. Είτε το: «η παραλία είναι για όλους κι αν δε σ’ αρέσει να φύγεις», ειπωμένη από τον γονέα˙ είτε, εναλλακτικά, στο γνωστό: «τα παιδιά σήμερα έχουν χάσει κάθε σεβασμό», ειπωμένο από τον ενοχλημένο ή την ενοχλημένη που παραπέμπει, σοφά, το όλο ζήτημα στο χάσμα των γενεών και έτσι μεταθέτει στο κοινωνικό σύνολο ό,τι δεν καταφέρνουν να επιλύσουν οι μεμονωμένοι πολίτες.
Στη σημερινή προβολή, όμως, δεν υπάρχει τίποτε από όλα αυτά. Η εικόνα παραμένει φωτεινή και χαρούμενη, με την εξαίρεση κάποιων περιστασιακών φωνών που ανήκουν σε γονείς ή παιδιά που δεν θέλουν να φύγουν ή να μείνουν. Οι τέσσερις νεαροί λουόμενοι που άλλαξαν χρώμα εξακολουθούν να παίζουν με τα βότσαλα που δεν άλλαξαν, ενώ ο πατέρας βουτάει με τη μάσκα μόλις στο όριο ασφαλούς ζώνης και ανοιχτής θάλασσας. Τη στιγμή που το θαλάσσιο τέρας κάνει την εμφάνισή του μπροστά στη μάσκα του, όλα και στην παραλία είναι ήσυχα. Οι άνθρωποι ανυποψίαστοι, τα βότσαλα γκρι και άσπρα. Ο πατέρας βγαίνει στην επιφάνεια για να σκεφτεί. Για καλό και για κακό, το ένα του μάτι παραμένει καρφωμένο στο τέρας. Με το άλλο διακρίνει τον φίλο του, επίσης πατέρα λουόμενου, που επιστρέφει θριαμβευτής από το θαλάσσιο σπορ του. Εκείνος που ανακάλυψε το τέρας φωνάζει στον θριαμβευτή να πλησιάσει γρήγορα, αλλά ήσυχα. Το κάλεσμα πραγματοποιείται με χειρονομίες φαινομενικά αντίθετες μεταξύ τους. Το υψωμένο χέρι με την παλάμη στραμμένη προς το πρόσωπο και τα δάχτυλα που κινούνται ρυθμικά εκπέμποντας το σήμα «έλα» διαδέχεται μία παλάμη στραμμένη λοξά προς τον φίλο-θριαμβευτή που πραγματοποιεί μία επίσης ρυθμική, αν και μεγαλύτερη, κίνηση εκπέμποντας το σήμα «αργά». Ο θριαμβευτής με κάποιον τρόπο καταφέρνει να υπακούσει και στις δύο εντολές. Όταν πια βρίσκεται κοντά στον φίλο του, εκείνος τού εξηγεί την κατάσταση. Για λίγο μένουν και οι δύο σιωπηλοί και σκέφτονται.
Μία ιδέα είναι να φωνάξουν τον ψαροντουφεκά που μόλις κατέπλευσε στην παραλία. Σε αντίθεση με εκείνους διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό και σίγουρα μεγαλύτερη εμπειρία. Όμως, αν το έκαναν αυτό, ζώο και εύσημα θα πήγαιναν σε άλλον. Χωρίς να μιλήσει κανένας από τους δύο, συμφωνήθηκε πως το να εντυπωσιάσουν τα λουόμενα γυναικόπαιδα, ή, καλύτερα, να τους δώσουν την ευκαιρία να αισθανθούν περήφανοι και περήφανες για τον άντρα ή πατέρα τους, ήταν σημαντικότερο από το να εξασφαλίσουν ότι η διαδικασία θα διεκπεραιωθεί με τρόπο τεχνικά άρτιο. Έτσι, ο ψαροντουφεκάς αποκλείστηκε και οι δύο φίλοι, ασυναίσθητα μεν, αισθητά δε, πλησίασαν τα βρεγμένα κεφάλια τους και άρχισαν να τα στύβουν για να βρουν έναν τρόπο να βγάλουνε το χταπόδι στη στεριά.
Σε ένα άλλο σημείο της ασφαλούς ζώνης, ένα άλλο παιδάκι πλατσουρίζει με τον μπαμπά του και ένα φουσκωτό δελφίνι. Το δελφίνι είναι ροζ, τα βότσαλα, όπως πάντα, άσπρα και γκρι. Το παιδί, επίσης άσπρο, κρύβεται πίσω από πολλαπλές στρώσεις αντιηλιακού, καθώς κι ένα καπέλο με κάτι σαν πέπλο από ύφασμα που του φτάνει μέχρι τους ώμους. Εδώ και δέκα λεπτά, ο πατέρας προσπαθεί να πείσει το παιδί να χρησιμοποιήσει το ροζ δελφίνι για δόλωμα προκειμένου να πλησιάσει τους τέσσερις που ρίχνουν βότσαλα. Το παιδί εξακολουθεί να διστάζει. Όση ώρα διαρκεί η συζήτηση, χωρίς να το αντιληφθεί ο γιος, ο πατέρας έχει αρχίσει να μετακινεί και τους δύο προς το μέρος των παιδιών. Μόνον όταν έχουν φτάσει αρκετά κοντά ώστε ο πατέρας να πετάξει το δελφίνι-δόλωμα στους στοχευμένους φίλους, καταλαβαίνει ο γιος το στρατήγημα του γονέα.
Είναι ήδη πολύ αργά για οπισθοχώρηση. Οι τέσσερις νεαροί λουόμενοι έχουν αρχίσει να διεκδικούν το δελφίνι αγνοώντας τον κτήτορά του. Ο πατέρας, σαστισμένος από το απρόβλεπτο αποτέλεσμα, αλλά εμμένοντας στην προσπάθεια να βρει καινούργιους φίλους για τον γιο του, ζυγίζει τις επιλογές του και αποφασίσει να σπρώξει το επίσης σαστισμένο παιδί στη μάχη της διεκδίκησης. Έτσι, τα χέρια που προσπαθούν να γαντζωθούν από το γλιστερό δελφίνι, το οποίο έχει εντωμεταξύ καβαλήσει ο μοναδικός εφτάχρονος της παρέας, ξαναγίνονται οχτώ. Ακούγονται φωνές, πλατσουρίσματα και σύντομα ένα κλάμα. Ένα τετράχρονο χτύπησε το κεφάλι του πάνω σε έναν αγκώνα που προεξείχε. Το κλάμα επιδεινώνεται, ο πατέρας του ιδιοκτήτη του δελφινιού τρέχει να δει τι έγινε, το κλάμα συνεχίζεται, μέχρι που μία μητέρα καταφτάνει τρέχοντας και παίρνει το χτυπημένο τετράχρονο στην αγκαλιά της. Μαζί με τον δελφινοπατέρα αποφασίζουν ότι δεν είναι τίποτα. Το τετράχρονο, με τα πολλά, πείθεται. Το κλάμα σταματάει.
Ο δελφινοπατέρας αντιλαμβάνεται την ευκαιρία που η παρουσία της μητέρας του προσφέρει, κι αμέσως ρωτάει τα άλλα παιδιά τα ονόματά τους. Η μητέρα, με το τετράχρονο ακόμα στην αγκαλιά, κάνει το ίδιο με τον κτήτορα του δελφινιού, και στο επόμενο καρέ οι μεγάλοι επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες που έμαθαν στους νεαρούς λουόμενους. Η μητέρα αφήνει και πάλι στο νερό το τετράχρονο, που εντωμεταξύ έχει σταματήσει να κλαίει. Το τσούρμο των τεσσάρων κοιτάζει επιφυλακτικά τον νεοφερμένο, που κοιτάζει μόνο το νερό, αλλά οι γονείς είναι ήσυχοι πως η δουλειά έχει γίνει σωστά. Όπου να ’ναι το πράγμα θα προχωρήσει. Συμβουλεύουν τα παιδιά πως, αντί να τσακώνονται, μπορούν να παίξουν όλοι μαζί με το δελφίνι και στρέφουν το ενδιαφέρον τους ο ένας στον άλλον.
Η σκηνή δεν μένει απαρατήρητη από τους δύο επίδοξους ψαράδες, ένας εκ των οποίων είναι ο άντρας της γυναίκας που μιλάει με το δελφινοπατέρα. Ωστόσο, η επίτευξη του στόχου κρίνεται σημαντικότερη. Άλλωστε, αν καταφέρουν να βγάλουν το χταπόδι, η γυναίκα θα χάσει αμέσως το ενδιαφέρον της για τον ανταγωνιστή. Υπάρχει, σίγουρα, ιεραρχία στα κήτη της θάλασσας, και το να είναι το θήραμά σου πλαστικό οπωσδήποτε σε ρίχνει πολλές θέσεις.
Οι δύο άντρες, που καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας τους έχουν καταφέρει να κρατήσουν το ζώο εντός οπτικού πεδίου, έχουν πλέον διαμορφώσει ένα σχέδιο δράσης. Χρησιμοποιώντας τη σανίδα και το κουπί του θριαμβευτή, θα οδηγήσουν το χταπόδι στα ρηχά. Ταυτόχρονα, τα σώματά τους θα λειτουργήσουν ως παραπανίσιο προστατευτικό δίχτυ. Και πάλι δεν ομολογείται, αλλά η ιδέα της άμεσης επαφής με το τέρας δεν χαροποιεί κανέναν από τους δυο. Θυμούνται, όμως, το επιχείρημα που φέρνουν πάντα στις γυναίκες και στα παιδιά τους όταν μια κατσαρίδα εμφανίζεται στο σπίτι, σκορπώντας πανικό. «Πώς είναι δυνατόν ένα ζώο τόσο μεγάλο όσο εσύ να φοβάται ένα πραγματάκι μια σταλιά;» Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με το χταπόδι, λένε από μέσα τους. Μπορεί να είμαστε στην έδρα του, αλλά αυτό είναι σίγουρα πολύ πιο φοβισμένο από εμάς. Δεν καταφέρνουν να πείσουν τον φόβο τους να εξαφανιστεί, αλλά αναγνωρίζουν το συγκριτικό πλεονέκτημα που τους προσδίδει το μέγεθος. Εξάλλου, εκείνοι είναι άνθρωποι. Έχουν μυαλό, κουπί, σανίδα και εργαλεία.
Στην ασφαλή ζώνη το προξενιό πηγαίνει καλά. Το στρατήγημα του δελφινοπατέρα δείχνει να πετυχαίνει. Μετά τις αρχικές ντροπές, η ομάδα των τεσσάρων μετεξελίσσεται γρήγορα σε ομάδα των πέντε, λες κι αυτό ήταν από πάντα το πεπρωμένο της. Το ροζ δελφίνι παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όμως το παιχνίδι έχει πλέον αλλάξει. Αφού βαρέθηκαν να βαράνε το ένα το άλλο, προκειμένου να αποκτήσουν την αποκλειστική κατοχή του πλαστικού κήτους, οι νεαροί λουόμενοι ακολουθούν τη συμβουλή των μεγάλων και παίζουν όλοι μαζί. Τα παιδιά κάνουν έναν κύκλο, και το δελφίνι, εκτελώντας χρέη μπάλας, αρχίζει να πετιέται από εδώ κι από εκεί. Όταν βαριούνται και αυτό το παιχνίδι, ο εφτάχρονος σκαρφίζεται μία άλλη ασχολία. Το δελφίνι σταματάει να είναι απλά ένα ζωόσχημο υποκατάστατο στρώματος θαλάσσης και καλείται να εκπροσωπήσει τη ράτσα του.
Ο εφτάχρονος εξηγεί στους υπόλοιπους τους κανόνες. Εκείνος, ως μεγαλύτερος και δεινότερος κολυμβητής, θα κολυμπήσει μαζί με το δελφίνι λίγο πιο βαθιά, ενώ εκείνοι θα παραμείνουν στις θέσεις που βρίσκονται και θα παριστάνουν τους ανήξερους. Έπειτα ο εφτάχρονος θα βγάλει το δελφίνι σιγά σιγά προς τα έξω, έτσι ώστε να φαίνεται πως το ψάρι κολυμπάει μόνο του, ενώ οι υπόλοιποι θα κάνουν πως δεν βλέπουν τα πόδια του που χτυπάνε στο νερό, ούτε το χέρι του που κρατάει το χερούλι, ούτε και το κεφάλι του όταν θα χρειαστεί να πάρει αναπνοή· όταν εφτάχρονος και δελφίνι θα βρίσκονται πολύ κοντά στους υπόλοιπους, ο πρώτος θα σπρώξει με δύναμη το δεύτερο πάνω τους και πολύ γρήγορα θα γυρίσει να πάρει και εκείνος θέση ανάμεσά τους. Τότε ακριβώς θα ξεκινήσει η επίθεση. Τα πέντε παιδιά θα πρέπει να αμυνθούν με ό,τι μέσα έχουν για να νικήσουν το πλαστικό κήτος.
Πράγματι, ο αγώνας είναι εντυπωσιακός. Με μανία, οι πέντε επιτίθενται στο πτερύγιο, στην ουρά, στα σαγόνια, στη σάρκα, ακόμα και στα χερούλια όταν αυτά τυχαίνει να βρεθούν στο δρόμο τους. Μπροστά σε τόση ορμητικότητα, το ζώο τα χάνει εντελώς. Ούτε στιγμή δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρά την αδράνεια του υποτιθέμενου εχθρού, η άλλη πλευρά δείχνει απρόθυμη να μειώσει την ένταση της υποτιθέμενης άμυνας. Έτσι, η μάχη στην κατά τα άλλα ασφαλή ζώνη συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που κάποιος από τους μαχητές, δεν είναι σίγουρο αν κατά λάθος ή επίτηδες, επιτίθεται στη βαλβίδα ασφαλείας. Τότε το δελφίνι αφηνιάζει. Τα παιδιά το παρακολουθούν να φέρνει μερικές βόλτες στον αέρα, πραγματοποιώντας, θα έλεγε κανείς, μία τελευταία απόπειρα διαφυγής, κι αμέσως μετά να παραδέχεται ότι δεν μπορεί, τελικά, να πετάξει, και να πέφτει εξουθενωμένο και οριστικά νικημένο στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο δελφινοπατέρας και η μητέρα του τετράχρονου τα παρακολουθούν όλα αυτά με την άκρη του ματιού τους, ανίκανοι να αποφασίσουν κατά πόσον η εξόντωση ενός πλαστικού δελφινιού είναι επαρκής λόγος για να διακοπεί μία ενήλικη συζήτηση.
Οι επίδοξοι ψαράδες έχουν αφήσει την αβεβαιότητα της ανοιχτής θάλασσας και καταφθάνουν στην ασφαλή ζώνη. Μεταξύ κουπιού και σανίδας ρυμουλκούν την εν δυνάμει λεία τους που για κάποιον λόγο πείστηκε να διανύσει αυτά τα μερικά μέτρα μαζί τους. Οι άντρες πατάνε τα πόδια τους σταθερά στον βυθό και ανασκουμπώνονται. Είναι πλέον πολύ κοντά στη στεριά. Τώρα παίζουν στο δικό τους γήπεδο. Για πρώτη φορά πιστεύουν πως το σχέδιό τους έχει ελπίδες να πετύχει. Πραγματοποιώντας κινήσεις πανάλαφρες, και με συγχρονισμό που θα τον ζήλευε ακόμα και η Ολυμπιακή ομάδα του ανσάμπλ, ο ένας φίλος κρατάει τη σανίδα ακίνητη, ενώ ο άλλος, χρησιμοποιώντας το κουπί, σπρώχνει το χταπόδι προσπαθώντας να το ανεβάσει πάνω της.
Όμως, παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες, η γλιτσερή υφή του χταποδιού καθιστά το έργο των δύο φίλων ακατόρθωτο. Στην πέμπτη προσπάθεια, το ζώο βρίσκεται ακόμα στο κουπί και εκτός σανίδας, αν και με περισσότερα μάτια να το περιεργάζονται. Το τσούρμο των τεσσάρων, βλέποντας τους δύο πατεράδες να πλησιάζουν προς την ακτή, χωρίς να πραγματοποιούν τη συνήθη ανάδυση του ανθρώπινου είδους, εγκατέλειψαν το ξεφουσκωμένο δελφίνι δίπλα στον κτήτορά του που έκλαιγε γοερά και κατευθύνθηκαν προς το μέρος των αντρών για να δούνε τι τρέχει.
«Μπαμπά, τι είναι αυτό;» ρώτησε ένα τρίχρονο κορίτσι έναν από τους επίδοξους ψαράδες.
«Χταπόδι», απάντησε υποτιμητικά ο εφτάχρονος αδερφός της.
«Να το πιάσω;»
Η ερώτηση της μικρής αιφνιδίασε όλους τους παρευρισκόμενους, με εξαίρεση ίσως το ίδιο το χταπόδι. Τριών χρονών παιδί, μικρότερη από όλους, κανονικά θα έπρεπε να φοβάται τον τερατόμορφο άγνωστο.
«Καλύτερα όχι. Με τις βεντούζες του μπορεί να δεθεί γύρω από το χέρι σου και να σε πονέσει», απαντάει ο ερωτηθείς μπαμπάς.
«Μπορεί να με σκοτώσει;»
«Όχι, βέβαια».
Σαν τα λόγια του φίλου του να ανέσυραν μία μνήμη ή ίσως ένα ένστικτο προαιώνιο, ο δεύτερος πατέρας και επίδοξος ψαράς θυμάται πως, πριν φύγουν από το σπίτι, είχαν πάρει μαζί τους κολατσιό σε ένα ψυγειάκι. Τυρί, ζαμπόν, φρούτα, κρύο νερό και ένα καρβέλι ψωμί σε μια σακούλα. Επειδή της γυναίκας του δεν της αρέσει να κόβουν το ψωμί με τα χέρια τους, τελευταία στιγμή είχαν βάλει στην τσάντα και ένα μαχαίρι. Το χταπόδι μπορεί να είναι έξυπνο, γρήγορο, μπορεί να αποδείκνυε ορθή τη φήμη του καταφέρνοντας να τους ξεγλιστράει συνέχεια, όμως το όπλο παραμένει αποκλειστικό προνόμιο του δικού του είδους. Των φέροντων όπλα και εργαλεία ανθρώπων.
«Πήγαινε και ζήτα από τη μαμά να σου δώσει το μαχαίρι», προστάζει ο πατέρας το εφτάχρονο, που μπαίνει αμέσως στο νόημα και εκσφενδονίζεται προς την παραλία. Λιγότερο από ένα λεπτό αργότερα, το αγόρι γυρίζει με το μαχαίρι, στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο το ίδιο θριαμβευτικό ύφος που παίρνει ο πατέρας του όταν γυρίζει από το θαλάσσιο σπορ.
Οι δύο άντρες πρέπει τώρα να λάβουν μία απόφαση. Ή μάλλον δύο, που είναι αλληλένδετες. Πρώτον, ποιος από τους δύο θα σκοτώσει το χταπόδι; Δεύτερον, θα το κάνουν μπροστά στα παιδιά ή θα τους πουν να φύγουν; Το θέμα συζητιέται στα γρήγορα και ψιθυριστά. Αποφασίζεται αφενός πως ο ιδιοκτήτης του όπλου είναι ο πλέον κατάλληλος για να το χειριστεί και αφετέρου πως δεν υπήρχε λόγος να διώξουν τα παιδιά. Ήταν όλα ήδη σε ηλικία που οι γονείς και οι δάσκαλοι τους είχαν εξηγήσει πώς λειτουργεί η τροφική αλυσίδα στο οικοσύστημα. Κι αν όχι όλα, τότε τα περισσότερα. Κι αν όχι ακριβώς στην ηλικία, τότε κοντά σε αυτήν. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν οι ατομικές μερίδες και οι λέξεις μοσχάρι, χοιρινό, βοδινό, κ.λπ., κάπως τα κουτσοκατάφερναν να αλλάξουν το θέμα της συζήτησης, όταν τα παιδιά πήγαιναν στην ταβέρνα, έβλεπαν τους γονείς να παραγγέλνουν ψάρια, χταπόδια και καλαμάρια που εν συνεχεία έφταναν στο τραπέζι σε μορφή πολύ αντίστοιχη με αυτήν που τα έβλεπαν τα παιδιά να κολυμπάνε στη θάλασσα. Και σε κάθε περίπτωση κατέληξαν σιωπηλά οι πατεράδες ότι οι υπερβολικές ευαισθησίες ποτέ δεν έκαναν καλό σε κανέναν.
Ο σκοτωμός του ζώου αποδεικνύεται δυσκολότερος απ’ ό,τι αναμενόταν. Το χταπόδι, υποψιασμένο πια ότι το πλήθος που είχε μαζευτεί από πάνω του δεν θα σταματούσε, κουνούσε διαρκώς τα πλοκάμια του. Κάποιο από τα τρία μυαλά του θα πρέπει να σκέφτηκε πως ο τοπικός διαμελισμός είναι στο κάτω κάτω προτιμότερος από το να επιτρέψει στο ζώο που το καρφώνει διαρκώς με αυτό το κοφτερό πλοκάμι, πτερύγιο, σαγόνι, ό,τι κι αν ήταν, τελοσπάντων, να πλησιάσει το κεφάλι του. Αυτό θα σήμαινε το τέλος του παιχνιδιού και γι’ αυτό έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. Τόσο πολύ αντιστάθηκε το χταπόδι, που την ώρα που κατάφεραν να βρουν το κεφάλι μέσα στα μπλε αίματα και να το χτυπήσουν, εκτός από ικανοποίηση διέκρινε κανείς και σεβασμό στα μάτια των δύο αντρών και του κοινού τους.
Σε αυτό είχε τώρα προστεθεί και η μητέρα του τετράχρονου, η οποία έληξε βιαστικά την κουβέντα της με τον δελφινοπατέρα, με πρόσχημα το κλάμα του μικρού δελφινοκτήτορα, αν και στην πραγματικότητα θέλησε απλά να δει κι εκείνη ποιο ήταν αυτό το τόσο συγκλονιστικό δρώμενο που παρακολουθούσαν όλοι με τόση αφοσίωση λίγα μέτρα πιο πέρα. Όταν πλησίασε τους άντρες και τα παιδιά, και είδε το χταπόδι να μάχεται για τη ζωή του μέσα στα μπλε αίματα, είπε στους επίδοξους ψαράδες, και κυρίως σε εκείνον που είχε παντρευτεί μερικά χρόνια νωρίτερα, πως δεν είναι θέαμα αυτό για παιδιά και πως αν ήθελαν να ψαρέψουν έπρεπε να το κάνουν με βάρκα ή ψαροντούφεκο, όπως όλος ο κόσμος. Τι τους έπιασε ξαφνικά τους δύο άσχετους και βγήκαν παγανιά με το κουπί και το κουζινομάχαιρο να βασανίσουν τα ζώα της θάλασσας; Σε αυτό ο άντρας της απάντησε πως τα λέει τώρα όλα αυτά, αλλά μια χαρά θα το φάει το χταποδάκι το βράδυ. Εκτός αν έγινε χορτοφάγος ξαφνικά και ξέχασε να τον ειδοποιήσει. Η γυναίκα τότε τού απάντησε πως δεν είναι ανάγκη να είσαι χορτοφάγος για να μη σου αρέσει να βλέπεις ένα ζώο να υποφέρει μπροστά στα μάτια σου και πως σε κάθε περίπτωση εκείνη κανέναν σκοπό δεν είχε να μαγειρέψει το καημένο πλάσμα.
«Καλά. Θα το μαγειρέψουμε εμείς με τα παιδιά», είπε ο άντρας και βγήκε από το νερό, κρατώντας με τα δύο χέρια ένα φρίσμπι που, ελλείψει διχτυών, κάποιο από τα παιδιά είχε φέρει από την παραλία για να μεταφέρουν το ηττημένο μαλάκιο.
Το επόμενο πλάνο διαδραματίζεται και πάλι στην ασφαλή ζώνη, όπου το αγόρι με το δελφίνι ακόμα δεν έχει σταματήσει να κλαίει. Ο πατέρας του, όχι λιγότερο ενοχλημένος από την αγενή αποχώρηση της γυναίκας, κοιτάει διακριτικά προς την παραλία, προσπαθώντας να μάθει ποια ήταν η αιτία που ο γιος του κι αυτός παρατήθηκαν έτσι σύξυλοι. Η εικόνα του τσούρμου που ακολουθεί ένα φρίσμπι που κρατάει ένας άντρας με πολύχρωμο μαγιό είναι ενδιαφέρουσα, αλλά όχι επαρκής για να λύσει το μυστήριο. Μόνο όταν είδε τον δεύτερο άντρα που αντί για φρίσμπι σέρνει ένα κουπί και μια σανίδα και αντί για πολύχρωμο φοράει ένα μαύρο κολλητό μαγιό με μία μπλε ρίγα, να υψώνει κάτι ψηλά και να το χτυπάει με δύναμη στις πέτρες επαναλαμβανόμενα, μόνο τότε καταλαβαίνει τι κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον των παιδιών και της γυναίκας. Για κάποιο περίεργο λόγο η διαπίστωση πως ο αντίζηλός του δεν ήταν ο νόμιμος άντρας της γυναίκας όπως είχε πιστέψει, αλλά ανήκε σε κάποιο άλλο είδος του ζωικού βασιλείου, τον κάνει να νιώσει ανακούφιση.
Ο γιος, από την άλλη, δεν ακολούθησε τη συναισθηματική κατεύθυνση του πατέρα του. Αν και οι φωνές και ο ενθουσιασμός του τσούρμου σταμάτησαν προσωρινά τα δάκρυά του, όταν τους βλέπει να χτυπάνε το άτυχο πλάσμα ο ένας μετά τον άλλον, πρώτα οι δύο άντρες, μετά το κοριτσάκι που δεν έλεγε το «ρ», μετά ο αδερφός της, ο αρχηγός και, τέλος, τα άλλα δύο χαζά παιδιά που πριν από λίγο είχαν καταστρέψει το δελφίνι του, ένιωσε να το πνίγει η αδικία.
«Μπαμπά, κοίτα. Το χταπόδι.... Όπως το δελφίνι, μπαμπά... Πες τους κάτι», λέει, και ξεσπάει και πάλι σε λυγμούς.
«Σταμάτα τους, μπαμπά, πες τους κάτι», επιμένει ο μικρός.
«Μπαμπά... Μπαμπά...»
«Σταμάτα να κλαις».
«Θα το σκοτώσουν κι αυτό, όπως το δελφίνι μου».
«Κι εγώ τι θες να κάνω; Δεν είναι δικό μας το χταπόδι. Δικαίωμά τους είναι να το κάνουν ό,τι θέλουν».
Μετά από λίγο, τα τέσσερα παιδιά βαριούνται να χτυπάνε το χταπόδι και ξαναμπαίνουν στο νερό να παίξουν με τα βότσαλα. Το ίδιο και οι πατεράδες τους, οι οποίοι, εξουθενωμένοι από την υπερπροσπάθεια, γυρνάνε στις πετσέτες τους και ξαπλώνουν ανάσκελα. Με την εξαίρεση του δελφινοκτήτορα, που έχει πλέον βγει από τη θάλασσα αλλά συνεχίζει να κλαίει γοερά, η παραλία είναι ήρεμη. Αν κάποιος ξεκινούσε να βλέπει την ταινία μόλις τώρα, αποκλείεται να υποπτευόταν πως, μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα, δύο επικές μάχες έλαβαν χώρα σε αυτό ακριβώς το σημείο. Ευτυχώς που το ξεφουσκωμένο δελφίνι και το διαλυμένο από το πολύ χτύπημα χταπόδι βρίσκονται ακόμα απλωμένα στην παραλία. Για λίγο ακόμα θα θυμίζουν τον θρίαμβο του ανθρώπου πάνω στο ζώο.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Νατάσας Σίδερη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.