Ο Ορφέας εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του στην Ελένη. Κι επειδή αυτό ακούγεται κάπως διφορούμενο ή και παραπλανητικό, να διευκρινιστεί εξαρχής ότι η Ελένη ήταν το αντικείμενο της εκμυστήρευσης και όχι του έρωτα.
– Και ποια είναι η τυχερή, Όρφι;
– Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια δεν ξέρει τίποτα. Είναι τελείως δική μου υπόθεση αυτός ο έρωτας.
– Καλά, άσε με να μαντέψω. Κάποια συμφοιτήτρια στη Σάμο;
– Καμία σχέση.
– Κάποια άλλη εκεί, απ’ το νησί;
– Ούτε.
– Αθηναία τότε.
– Όχι, ρε Λένα. Σου είπα, δεν έχει σημασία το ποια είναι, αλλά το πόσο ηδονικά και οδυνηρά κουβαλάω μέσα μου την εικόνα της.
Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει αν έχει μπλέξει με καμιά παντρεμένη, και σε περίπτωση που η απάντηση ήταν καταφατική, «χαχα, μαλάκα Όρφι, την πάτησες», μάλλον κάπως έτσι θα αντιδρούσε και θα τον πείραζε μέχρι να του σπάσει τα νεύρα, όπως συνειδητά αλλά καλοπροαίρετα συνήθιζε, μέχρι να τον δει να κοκκινίζει και να κάνει αυτήν τη χαρακτηριστική κίνηση με τις σφιγμένες του γροθιές, σαν να στύβει ένα αόρατο ρούχο, που σήμαινε «θα σε καρυδώσω», αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη, ανά τρεις οι εννέα τελευταίες λέξεις της τελευταίας απάντησης του Ορφέα θαρρείς και κλείδωσαν το σώμα της Ελένης, σβέρκο, ώμους, χέρια, πόδια, χείλη, έμεινε ωστόσο ξεμαντάλωτο το βλέμμα, μπορούσε πάντα να κοιτάζει τον Ορφέα να στρίβει με τις ώρες ένα τσιγάρο ή μάλλον να απασχολεί τα δάχτυλά του, και μέσα από τα δάχτυλά του να απασχολεί το μυαλό του, γιατί μόνο έτσι μπορούσε να εξηγηθεί η φαινομενική του αδεξιότητα στο στρίψιμο του τσιγάρου, έτσι που έστρωνε το χαρτί, έβαζε καπνό, του φαινόταν πολύς και αφαιρούσε, του φαινόταν λίγος και πρόσθετε, ποιος, ο Ορφέας, που είχε περάσει σε άλλο επίπεδο, ταχυδακτυλουργικό, αυτή τη διαδικασία, «σε λίγο απλώς θα το κοιτάς και θα στρίβεται μόνο του», του είχε πει κάποτε η Ελένη βλέποντάς τον να παίζει στα δυο του δάχτυλα, κυριολεκτικά, το χαρτί και τον καπνό, αλλά τώρα τίποτα, χρονοτριβή κι εκνευρισμός, κι εντέλει αποτυχία, μάλλον σάλιωσε υπερβολικά το χαρτί, κι αυτό, την ώρα που διπλωνόταν, σκίστηκε, «το ξεσταύρι μου μέσα», μουρμούρισε ο Ορφέας και τράβηξε καινούργιο χαρτάκι για να φτιάξει καινούργιο τσιγάρο, «για να σκηνοθετήσει καινούργιο περισπασμό απ’ το ηδονικό κι οδυνηρό του κουβάλημα», σκέφτηκε η Ελένη, μια μάλλον εύλογη και αναμενόμενη σκέψη, που θα την έκανε ακόμα κι αν δεν σπούδαζε Ψυχολογία στην Κρήτη, που έρμες σπουδές δηλαδή, τα μαθήματα που είχε περάσει ήταν λίγο περισσότερα από τα έτη της αναγκαστικής της παρακολούθησης, τα οποία αισίως θα γίνονταν επτά από τον φετινό Σεπτέμβριο, γιατί Νομική και Αθήνα ήθελε, Ψυχολογία και Κρήτη κατάφερε, κι από τον μπρος γκρεμό, που ήταν να ξαναδώσει Πανελλήνιες, προτίμησε το πίσω ρέμα, την παρακολούθηση σε σχολή της απαρεσκείας της, και ιδού τα αποτελέσματα, να τη στραβοκοιτάζουν ακόμη και οι ίδιοι της οι γονείς, «ή φέτος φέρνεις το χαρτί ή τέρμα τα δίφραγκα» η μάνα της, «βρήκες κι εσύ εποχή για ντόλτσε βίτα, ρε Ελένη μου» ο πατέρας της, «νισάφι πια» εν χορώ, «γιατί, μήπως ο Ορφέας ήθελε το Μαθηματικό στη Σάμο; Πολυτεχνείο στην Αθήνα ήθελε, ε, σαν παιδί, το τρέναρε, λιγάκι, αλλά πάει πια, ξεμπέρδεψε – όχι σαν και σένα», της είχε πει η μάνα της μόλις την προηγουμένη, ωστόσο ήρεμα, πολύ ήρεμα της το είχε πει, δεν κατέληξε σε καβγά η κουβέντα για τις παρατεταμένες της σπουδές, διότι απλούστατα δεν βρίσκονταν στο κανονικό τους σπίτι της Αθήνας ώστε να καβγαδίζουν, αλλά στον Πέλανο της Αρκαδίας, εκεί βρίσκονταν τώρα, όπως κάθε Ιούλιο από τότε που η Ελένη θυμόταν τον εαυτό της, στο μικρό πέτρινο σπίτι αυτού του απίθανου χωριού, που ούτε καν χωριό δεν ήταν, αετοφωλιά το έλεγες μάλλον, έτσι που έστεκε σκαρφαλωμένο στα χίλια διακόσια μέτρα του Θαλυκρού, του πιο ψηλού βουνού απ’ όλα τα γειτονικά του, πλαϊνά κι αντικρινά του, του Όβριμου, του Ύβου, του Ράμνου, που το λέγανε και Πάλιουρο, του Βέλεμνου, του Λύθρου, μια ζαλάδα τα ονόματα, τρόμαξε να τα μάθει η Ελένη, σε αντίθεση με τον Ορφέα, που τα ήξερε απέξω κι ανακατωτά από πέντε χρονών, αλλά έτσι είναι τα αγόρια, καλά στη Γεωγραφία, και πολύ ανθεκτικά, ή και αναίσθητα, αν κρίνει κανείς από τον Ορφέα, που σε όλη τη διαδρομή από το Ναύπλιο μέχρι τον Πέλανο, ακόμα και στο σημείο με τις αμέτρητες στροφές, είτε κοιμόταν είτε χάζευε γαλήνιος τα τοπία με το ξανθό του κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι του αυτοκινήτου που πάντα έφτανε κατευθείαν στον προορισμό του, γιατί δεν έκανε πεντακόσιες στάσεις, να ξεκουραστεί η Ελένη, να πάρει τον αέρα της, να ξεράσει μία, τσάμπα οι δραμαμίνες, να ξεράσει δύο, ούτε το λεμονάκι που μύριζε την έπιανε, να κάτι-σαν-ξεράσει τρεις, αφού πλέον μόνο βήχα είχε, έναν βήχα που θύμιζε κρωγμούς ετοιμοθάνατου πουλιού, καημένο κορίτσι, βρισκόταν πια σε ημιλιπόθυμη κατάσταση όταν, επιτέλους, ο πατέρας της τράβαγε χειρόφρενο μπροστά απ’ το σπίτι τους στο χωριό, και θα ακουγόταν μάλλον εύλογη η υπόθεση πως η Ελένη, ασχέτως αν δεν το είχε συνειδητοποιήσει, προκάλεσε με κάποιον τρόπο την εισαγωγή της σε νησιωτικό πανεπιστήμιο, για να είναι ζωσμένη από νερό κι όχι από πέτρα, αλλά μπα, ανόητοι ψυχολογισμοί είναι κάτι τέτοια, εξάλλου ήδη από τα δώδεκα-δεκατρία χρόνια της δεν υπέφερε τόσο πηγαίνοντας στο χωριό, είχε μάλλον συνηθίσει ο οργανισμός της, χώρια που και ο Ορφέας σε νησί πέρασε, αλλά αυτός τον λάτρευε τον Πέλανο, μάλιστα φέτος, πρώτη φορά, τον επισκέφτηκε και Πάσχα, «πασχαλιάτικα» σκέφτηκε η Ελένη, μόνος του, τελείως μόνος του, «γιατί μόνος του; γιατί εδώ; γιατί πασχαλιάτικα;» αναρωτήθηκε η Ελένη, και θα ζητούσε απαντήσεις αμέσως από τον Ορφέα, αν δεν την καθυστερούσε το φεγγάρι, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανέτειλε πίσω από το Βέλεμνο, σχεδόν ολόκληρο, για να φωτίσει τα βουνά, τις πέτρες τους, τα λιγοστά τους δέντρα και, πράγμα παράξενο, πρωτόγνωρο, η Ελένη έβλεπε το φεγγάρι να μεγαλώνει και τα βουνά να μικραίνουν και να κατρακυλάνε μέσα της, αυτό ήθελε τώρα να ρωτήσει τον Ορφέα, «Έχεις αισθανθεί ποτέ να κατρακυλάνε μέσα σου βουνά;» μα ούτε που θα την άκουγε, θα συνέχιζε να κοιτάζει με αφοσιωμένη απόγνωση το τραπέζι, φιλτράκια σκορπισμένα, χαρτάκια σκισμένα, ο καπνός ποτέ δεν έγινε τσιγάρο, «τι έχεις πάθει, Ορφέα μου;» μήπως καλύτερα αυτό να τον ρωτούσε, μα πρώτα θα έπρεπε να μάθει η ίδια τι έχει πάθει αυτή, και γιατί, ενώ αισθάνεται όλα της τα αισθητήρια όργανα κλειδωμένα, οι αισθήσεις της λειτουργούν πιο ελεύθερες από ποτέ, ανώμαλα, αφύσικα ελεύθερες, νιώθει τα τρίμματα καπνού στα καθαρά της δάχτυλα, εισπνέει την αλκαλική οσμή των άστρων, διακρίνει τον πυρήνα της σελήνης, ένα ολοστρόγγυλο γυαλιστερό παγάκι, τρέχουν από μέσα του κατακίτρινες υγρές κλωστές, λιώνει ο πυρήνας χωρίς να μικραίνει, στο στόμα της έχει τη γεύση κόκκινου κρασιού, μα απ’ το δικό της το ποτήρι δυο τρεις γουλιές πράσινο τσάι λείπουν, στ’ αφτιά της φτάνουν οι ανάσες κρυμμένων ζώων αλλά και οι αδιάφορες κουβέντες των γονιών τους, κάμποσα μέτρα μακριά, στην αυλή του σπιτιού της αυτοί, παίζουν χαρτιά, «ποιος μοιράζει;» αυτός είναι ο πατέρας της, «όποιος ρωτάει», κι αυτός είναι ο πατέρας του Ορφέα, «πολύ ήσυχα δεν είναι τα παιδιά;» η μάνα της, «και δεν το χαίρεσαι;» η μάνα του, η Ελένη μπορεί και τους ακούει, μέχρι που άρχισε να κουράζεται, ήταν θαρρείς και είχε αποσπαστεί από το σώμα της και τώρα λαχταρούσε να επιστρέψει σ’ αυτό, στο απλό της σώμα, στον συνήθη τρόπο λειτουργίας του, να επανακτήσει την οικειότητά της με το ίδιο της το βλέμμα, να θυμηθεί πως βρίσκεται στο σπίτι του Ορφέα, στην αυλή αυτού του σπιτιού που έχει τρέξει, παίξει και χτυπήσει, πάντα παρέα με τον καλοκαιρινό της φίλο, που ήταν μαζί και ο μοναδικός της λόγος να υφίσταται όλα αυτά τα χρόνια μαρτυρικά μα αδιαμαρτύρητα τις άπειρες στροφές μέχρι να φτάσει στον Πέλανο, σ’ αυτόν τον απόκοσμο τόπο, ένα αίνιγμα από μόνος του, μάλλον αυτός θα φταίει που η Ελένη πίνει πράσινο τσάι και νιώθει ότι καταπίνει κόκκινο κρασί, δεν πάει άλλο αυτή η τρέλα, δεν πάει άλλο, «ΣΥΝΕΛΘΕ» φωνάζει στον εαυτό της, και την ακούει όχι μόνο ο εαυτός της αλλά και ο Ορφέας, που νομίζει πως γι’ αυτόν προοριζόταν η διαταγή, «Ναι, συγγνώμη, αφαιρέθηκα» μουρμουρίζει, «Στον εαυτό μου μιλούσα» πήγε να πει η Ελένη, αλλά κάτι θα χάλαγε, ο Ορφέας μάλλον θα ξαφνιαζόταν, ίσως τη ρωτούσε «Κι από πότε διατάζεις φωναχτά τον εαυτό σου;» και θα ξεμάκραιναν καθόλου ηδονικά και πολύ οδυνηρά, κι η Ελένη ήθελε να παραμείνουν εκεί, πάνω από τα απομεινάρια ενός τσιγάρου που ποτέ δεν φτιάχτηκε, περικυκλωμένοι απ’ τα βουνά με τα ακατανόητα και ογκώδη ονόματά τους, καρφωμένοι απ’ το πανσέληνο φως, άσχετα αν το φεγγάρι ήθελε ακόμα τρεις μέρες μέχρι να γεμίσει, ναι, είχε ακούσει τη μάνα της να το λέει «της Αγια-Παρασκευής θα έχουμε πανσέληνο», σε τρεις μέρες δηλαδή, ήρθε νωρίτερα το φως της πανσελήνου τρεις ολόκληρες μέρες, χώρεσε στη λειψή επιφάνεια μόνο και μόνο για να μπορεί να βλέπει πεντακάθαρα η Ελένη τον Ορφέα, να τον βλέπει να χαμογελά ακούγοντας την τελευταία της ερώτηση, «Τη γνωρίζεις καιρό;» να τον βλέπει να προσπαθεί να θυμηθεί, και να θυμάται και να της απαντά: «Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη… Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω / καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο / κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου / καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου», να τον βλέπει να την κοιτάζει συνωμοτικά, και να συνεχίζει να την κοιτάζει ακόμα κι όταν ήρθαν οι γονείς του, «τι κάνετε βρε μες στη μούγκα;» ο πατέρας του, «Λενάκι, μας μαδήσανε οι γονείς σου» η μάνα του, το Λενάκι ακούει και δεν ακούει, χαμογελάει πάντως, όχι από ευγένεια, χαμογελάει από χαρά, από ξέφρενη χαρά για τον παλιό της φίλο, που κι αυτή τον είχε δει πολύν καιρόν οπίσω, από τότε που ούτε το όνομά του δεν μπορούσε να πει και τον φώναζε Φέα, μα κι αυτός δυσκολευόταν και τη φώναζε Ένη, όχι όμως τώρα, μπορούσαν πλέον να προφέρουν πεντακάθαρα τα ονόματά τους και μπορούσαν να κοιτάζονται συνωμοτικά και να κρύβονται, όπως έκρυψε ο Ορφέας απ’ τους γονείς του, κι ας τους είχαν μες στα πόδια τους, έκρυψε μες στ’ αφτί της Ελένης την πιο επιθυμητή και απρόσμενη υπόσχεση, «Σε τρεις μέρες, Ελένη, ακριβώς σε τρεις μέρες από τώρα», κι όπως η Ελένη έκρυψε απ’ όλους, ακόμα κι από τον Ορφέα, την αληθινή αιτία του ντροπαλού της γέλιου.
*
Στις τρεις μέρες που απέμεναν, ο Ορφέας όλο κάτι έγραφε, η Ελένη όλο κάτι διάβαζε κι όλο διαπίστωνε πως πρώτη φορά τη ζάλιζαν οι ευθείες, κάτι ολόισιες χρονικές γραμμές στο τέρμα των οποίων την περίμενε η πάντα εξαχνωμένη της φιγούρα, μια στήλη αραιού καπνού που αδύνατον να θυμηθεί ή να φανταστεί το αρχικό του σχήμα, πολύ περισσότερο τώρα που κράταγε στα χέρια της τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Ενιαίου Λυκείου, ξεμεινεμένη στον Πέλανο από το τελευταίο καλοκαίρι πριν τις Πανελλήνιες, η Ελένη ξεφύλλιζε το βιβλίο, στεκόταν για ώρες στον Σολωμό, αναγνώριζε τον γραφικό της χαρακτήρα στις παρασελίδιες σημειώσεις, κι όμως αδυνατούσε να θυμηθεί τι λογής άνθρωπος μπορεί να ήταν αυτός που είχε γράψει “fuck off” και “bullshit” πλάι στους σεπτούς στίχους του «Κρητικού», αλλά και “sos”, “SOSάρα” δίπλα απ’ τους άλλους στίχους, τους πλέον ιερούς, γιατί ήταν αυτοί που της είχε απαγγείλει μόλις προχθές ο Ορφέας, κι όμως η Ελένη θυμάται καλά πως δεν είχε πέσει ο «Κρητικός» στις Πανελλήνιες αλλά το «Όνειρο στο κύμα», αυτό το καταραμένο κείμενο στο οποίο είχε γράψει 11, τον βαθμό που την εξόρισε στην Κρήτη, σε τόπο και σπουδές που για πλάκα είχε δηλώσει και, τι ειρωνεία, ενώ τον «Κρητικό» του έρωτά της τον είχε πνίξει στις μουντζαλιές και στα βρισίδια, στο «Όνειρο» είχε μεν φερθεί ευγενέστερα, ωστόσο αναρωτιόταν γιατί κάτω απ’ τον τίτλο είχε γράψει Θα πάρω έναν σκύλο / και θα τον λέω Μότσαρτ, αλλά και μέσα στο κείμενο, αν δεν αναγνώριζε τον γραφικό της χαρακτήρα, δεν θα πίστευε πως ήταν αυτή που ακριβώς κάτω απ’ το «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια» είχε γράψει Θα πάρω και μια γάτα / και θα τη λέω Σκύλλα, αλλά και μετά από το «Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία», Θα πάρω κι έναν Μότσαρτ / και θα τον λέω Χάρυ Βδη –χαχα χα, δεν μπορούσε ν’ ακούσει αυτά τα γέλια, κι όμως την ξεκούφαιναν, ανατρίχιαζε στην ιδέα ότι γελούσε από τότε για κάτι που κυοφορούνταν τώρα, και δεν έβρισκε ούτε μία σημείωση ευοίωνη, ένα παρήγορο και αίσιο νεύμα που φυτεύτηκε εν αγνοία της στο παρελθόν για να φυτρώσει στο παρόν, μια εφηβική παραδοξότητα που δεν θα θύμιζε αντήχηση σκοτεινής προφητείας δεν έβρισκε, γι’ αυτό κι έφτασε να γυρίζει τις σελίδες έντρομη όχι τόσο από το ίδιο το κείμενο αλλά για το είδος της κακοποίησης που του είχε κάποτε επιφυλάξει, κι ο ίδιος τρόμος εξαπλωνόταν και σ’ αυτό που ήταν να γίνει με τον Ορφέα σε τρεις μέρες, απ’ τις οποίες κιόλας είχαν περάσει οι δύο, άρα αύριο, τι θα γινόταν αύριο, το ήξερε με την ίδια ακριβώς διαύγεια που το αγνοούσε, ο Επτανήσιος κόντες ήταν ολοφάνερος, αλλά αυτός ο γερο-Σκιαθίτης αισθανόταν να της θολώνει τα νερά, για δεύτερη φορά θα αποτύχαινε εξαιτίας του, το ένιωθε και έτρεχε πανικόβλητη στον Σολωμό, «Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη» την παρηγορούσε αυτός, «Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία» την απέλπιζε ο άλλος, και η Ελένη δεν ήξερε ποιον να πρωτοπιστέψει, έβρισκε να συμφωνούν τα αντίθετα και να συμμαχούν τα αντίπαλα, και το έβρισκε άδικο, γιατί αυτή είχε διαλέξει στρατόπεδο, και πριν από λίγη ώρα το είχε ομολογήσει κιόλας, «Αύριο το πρωί, κατά τις οχτώ, να είσαι έτοιμη», της είχε πει ο Ορφέας, «Από οχτώ χρονών είμαι έτοιμη», του είχε απαντήσει, είναι σίγουρη ότι έτσι ακριβώς του είχε απαντήσει, δεν θα βγάλει τον εαυτό της τρελό, το είχε πει, άσχετα αν ο Ορφέας αντέδρασε σαν να μην ειπώθηκε ή, για την ακρίβεια, σαν να του είχε πει «έγινε, φίλε» ή «οκέι, αρχηγέ», και η πλάτη του ήταν ίδια με του Παπαδιαμάντη καθώς πήγαινε προς την πόρτα για να φύγει, μα ήταν φτυστός ο Σολωμός στο πρόσωπο, όταν στράφηκε λίγο πριν βγει για να της πει «Ελένη, είναι σπουδαίο, είναι πολύ σπουδαίο που σ’ έχω μαζί μου», κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που στο πρόσωπο της Ελένης θα διαγραφόταν χαμόγελο αρκαδικό, χαμόγελο που συγκέντρωνε μέσα του αθροισμένο όλο το φως από όλα τα βλέμματα όλων των ανθρώπων που έστω για λίγο είδαν σε διάφανα νερά ν’ αντανακλάται ο ουρανός που ονειρεύτηκαν, γεμάτος στάρια, κριθάρια, παπαρούνες ανάκατες μ’ αστέρια, κρατήρες ηφαιστειακούς με λάβα πόσιμη και κρατήρες καλυκόσχημους με κρασί κόκκινο, το ελιξίριο της ευπιστίας, όλο γι’ αυτούς που άκουσαν καρδιά να παφλάζει μέσα σε σπασμένο άγαλμα κι είδαν αίμα να τρέχει από μαρμάρινα νύχια κι από μπρούντζινα ρουθούνια, κι ένιωσαν όλη τους η ζωή να επαληθεύεται τη μία και μοναδική φορά που άνοιξε το στέρνο τους στα δύο και είδαν με τα ίδια τους τα μάτια την ίδια τους την καρδιά να σταματάει…
– Γαμώ την παναφούρκα μου, σήκω!
– Συγγνώμη, δεν το είδα…
Το άλλο πρωί, πριν καν να ξεκινήσουν, δεν είχε καλά καλά πάρει τη θέση της η Ελένη στην πλευρά του συνοδηγού και πετάχτηκε αλαφιασμένη απ’ τις φωνές αυτού που θα ’πρεπε να τον λένε Οργέα με τόση οργή που είχε ή Ορμέα με τόση ορμή που την έσπρωξε απ’ τη θέση της, όχι πάντως Ορφέα, όχι, όχι, δεν θα ’πρεπε αυτός να έχει το όνομα αρχαίου μουσικού που εξημέρωνε ως και τα άγρια ζώα με την τέχνη του, το κατάλαβε μάλλον και ο ίδιος, γι’ αυτό και «Εμένα να με συγχωρείς, δεν έπρεπε να το έχω βάλει εδώ» της είπε, σηκώνοντας απ’ το κάθισμα έναν λευκό ταχυδρομικό φάκελο, που άθελά της είχε τσαλακώσει λιγάκι η Ελένη, η οποία πρόλαβε να δει, πριν ο Ορφέας τον τοποθετήσει κάθετα στο ράφι της πόρτας του, ότι ήταν άγραφος, δεν είχε πάνω του σημειωμένο τίποτα, ούτε αποστολέα ούτε παραλήπτη, ωστόσο άδειος πιθανότατα δεν ήταν, κάτι θα είχε μέσα, δεν μπορεί, αλλιώς γιατί να κάνει ο Ορφέας σαν τρελός μην τυχόν και του πάθει τίποτα, ωστόσο ας είχε ό,τι διάολο ήθελε μέσα αυτός ο φάκελος, γράμμα, χρήμα, χρυσόσκονη, αστρόσκονη, κοκαΐνη ή ηρωίνη, όλα πέρασαν απ’ το μυαλό της Ελένης, μα τέτοια έναρξη όμως μιας τέτοιας μέρας ούτε που την είχε φανταστεί, κι αν δεν ήταν πάλι το φεγγάρι να της αποσπάσει την προσοχή, ίσως ακόμα και να επέστρεφε στο σπίτι της, όμως είδε εμβρόντητη φεγγάρι στον ουρανό αντί για ήλιο, και όχι πως δεν το είχε ξαναδεί, δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο αυτό το φαινόμενο, μα πρώτη φορά το αντιλαμβανόταν ως τέτοιο, δηλαδή φαινόμενο, φαίνον φαινόμενο, αποκαλύπτον και αποκαλυπτόμενο, όχι κομμένο στα δύο, όπως η Ελένη, που είχε κρεμάσει το κεφάλι της έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου για να βλέπει καλύτερα εκτός και να ακούει χειρότερα εντός, αλλά απλωμένο και στα δύο, και στη μέρα και στη νύχτα, παντού και πάντα φεγγάρι, σελήνη, σελάνα, λούνα, η Ελένη το κοιτάζει και το ικετεύει, Αν μ’ αγαπάς, τραγούδα, κι ας ξέρει ότι δεν γίνεται το φεγγάρι να τραγουδάει στους ανθρώπους, οι άνθρωποι είναι προορισμένοι να τραγουδάνε στο φεγγάρι, όλοι το ξέρουν αυτό, και η Ελένη το ξέρει, απλώς πρέπει κάποιος να σκεπάσει τον θόρυβο που βασανίζει τ’ αφτιά της, «Μαλάκα, ξέρω πως θα σε κουφάνω», και το να έχει το κεφάλι της έξω από το παράθυρο δεν φτάνει, γιατί ο Ορφέας οδηγεί πολύ αργά, και καλά κάνει, ο δρόμος είναι στενός και επικίνδυνος, κατσικόδρομος κανονικός, έτσι όμως δεν προκαλείται αυτό το σφύριγμα που κάνει ο αέρας όταν τον σκίζουν με ταχύτητα, είναι όλα απελπιστικά ήσυχα, «έχω φάει σκάλωμα τρελό, τέτοιο μαρτύριο ούτε στον εχθρό σου», ο αέρας δεν φυσάει, το φεγγάρι δεν τραγουδάει, λύκος καλός τριγύρω εκεί δεν είναι ν’ αλυχτάει, «κι είπα, τέρμα, ή όλα ή τίποτα», μονάχα ένα φεγγάρι, που τα έχει όμως όλα κι ας δείχνει να μην έχει τίποτα, «ή σήμερα παίρνω αυτό που θέλω ή δεν ξαναπατάω σε τούτες τις ερημιές», το φεγγάρι έχει θάλασσες κι έχει λίμνες, έχει όρη και βάλτους, κόλπους και κρατήρες, «γιατί εγώ, Ελένη, εδώ έζησα τον παράδεισο, κι ακόμα, λέω, δεν τον έχω χάσει», το φεγγάρι έχει μαγικά ονόματα και μυστική ζωή, «δεν το ’χω όμως και δεμένο και, ξέρεις, ο παράδεισος είναι από τα πράγματα που αν τα χάσεις μια φορά, τα χάνεις για πάντα», και γλώσσα έχει να μιλούν όσοι φωνή δεν έχουν, να πουν τη λύπη δεν μπορούν και στη χαρά κιοτεύουν, «αλλά όχι, ρε πούστη μου, δεν θα πέσω εγώ αμαχητί επειδή ο κόσμος έχει σαλτάρει», και στο τρελό ξελόγιασμα τραυλίζουνε και σπάνε, και παίρνουνε τη γλώσσα τους και στο φεγγάρι πάνε, «λοιπόν, άκου σκηνικό», πάνε στη Λίμνη της Λύπης και του Φόβου, «πέρυσι τέτοια μέρα πήγα στην Αγια-Παρασκευή, στο μοναστήρι που ’ναι πίσω απ’ την Ατράτη», στον Βάλτο του Ύπνου και στον Βάλτο των Επιδημιών, «τυχαία βρέθηκα, γιόρταζε η μονή, είχε κάποιο κόσμο – όχι και πολύ, εκεί που ’ναι σκαρφαλωμένο αυτό το πράμα», στη Θάλασσα των Κρίσεων, «εννοείται ότι δεν είχα σκοπό να καθίσω πολύ, λίγο νερό να πιω ήθελα κι άντε κανένα απ’ αυτά τα ωραία λικεράκια που προσφέρουνε, όμως όχι μόνο κάθισα περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζα, αλλά είναι σαν να μην έφυγα ποτέ», στον Κόλπο της Δροσιάς, «κι ο λόγος είναι ένα κορίτσι – όχι απ’ τις επισκέπτριες, Λένα, ένα κορίτσι από τις μοναχές», στη Λίμνη της Απαλότητας, «δεν έχει νόημα να σου πω τι έπαθα όταν την είδα, γιατί δεν θα καταλάβεις, ήτανε, ρε παιδί μου, σαν αυτό που είχε γράψει εκείνος ο παπάρας», στον Κόλπο της Βαναυσότητας, «αυτό που σου απήγγειλα τις προάλλες, ρε», στη Λίμνη της Λησμοσύνης, «ε, αυτό ακριβώς έπαθα όταν την είδα, την αναγνώρισα, μα στον ύπνο, μα στον ξύπνιο, εγώ την είχα δει αυτή την κοπέλα, κι αυτή όμως με είχε δει, Λένα, και με είδε απ’ την καλή μια βδομάδα μετά, τόσο μου πήρε να την ξεμοναχιάσω επιτέλους», Θάλασσα της Υγρασίας, «δηλαδή, δεν είναι μόνο δική μου υπόθεση αυτός ο έρωτας, όπως σου είχα πει, είναι και δικός της», Λίμνη της Ερημιάς, «κι αυτό είναι που τώρα δεν δέχεται, κλαίει και δέρνεται και μετανιώνει», Κόλπος της Τιμής, «μου ’χει βγει η Παναγία να προσπαθώ να τη συμμορφώσω, κάθε τρεις και λίγο εδώ βρίσκομαι, μόνο τα Χριστούγεννα δεν ήρθα, γιατί είχε αποκλειστεί το μέρος», Λίμνη της Εμμονής, «και να την έχω να μου λέει για τον αληθινό Πατέρα, που είναι και ο αληθινός Εραστής, ο Θεός της αγάπης και δεν συμμαζεύεται – ρε κορίτσι μου, είκοσι δύο χρονών είσαι, της λέω, αν ο θεός σου υπάρχει κι έχει μυαλό στο κεφάλι του, μυαλό που να μοιάζει λίγο με το δικό μας, αυτό που κάνεις δεν θα του αρέσει καθόλου», Θάλασσα του Ψύχους, «ω θεέ μου, φτάνουμε, άκου, Ελένη, έχουνε γίνει κι άλλα, δεν προλαβαίνω να στα πω όλα – μ’ ακούς, ρε παιδάκι μου;», Άγνωστη Θάλασσα, «λοιπόν, άκου, έχουν ζορίσει τα πράγματα για μένα, πρέπει να έχει μιλήσει και στις άλλες, το μόνο που απέμεινε είναι αυτό που σκέφτηκα, τρεις μήνες τώρα της γράφω αυτό το γράμμα, αποκλείεται να μην την πείσω, της εξηγώ και το σχέδιο – όπα, φτάσαμε», Θάλασσα του Άκρου, «θα την περιμένουμε εδώ, θα βρει τρόπο να βγει έξω και θα την πάρουμε μαζί μας, η δική σου δουλειά θα είναι να πας εσύ το γράμμα, αν δεν καταφέρω να τη συναντήσω, που δεν νομίζω, θα τη συναντήσω, είναι πιο χαλαρά λόγω της γιορτής, γι’ αυτό διάλεξα τη σημερινή μέρα, οπότε απλώς θα της μιλάς και θα την ηρεμείς όταν θα έρθει να μας βρει, γιατί θα έρθει», Λίμνη των Ονείρων, «μάλλον τα είπα μπερδεμένα, άκου πάλι: πάω πρώτος εγώ να της δώσω το γράμμα, ας πούμε ότι δεν τα καταφέρνω, τότε πας εσύ, τα καταφέρνεις, το διαβάζει, πείθεται, έρχεται εδώ, την παίρνουμε και φεύγουμε – συνεννοηθήκαμε;» Θάλασσα του Αφρού, «πες μου καλή τύχη, Ελένη», ΓΚΑΠ, η πόρτα του αυτοκινήτου που έκλεισε πίσω του ο Ορφέας, την ίδια στιγμή που η Ελένη άνοιξε τη δική της πόρτα, να προλάβει να βγει έξω για να ξεράσει μία, ανυπόφορες στροφές, να ξεράσει δύο, ποτέ δεν τις συνήθισε, να κάτι-σαν-ξεράσει τρεις, αφού πλέον μόνο βήχα είχε, έναν βήχα που θύμιζε κρωγμούς ετοιμοθάνατου πουλιού, καημένο κορίτσι, τουλάχιστον δεν θα είχε να βασανίζεται άλλο, ήταν πια σε ίσωμα, η ανυπόφορη περιοχή είχε τελειώσει, τώρα κάτω απ’ τον ήλιο μπορούσε η Ελένη, άδεια και καθαρή, να επιστρέψει στην τοπογραφία του γήινου φλοιού, εκεί όπου ανήκε, στη Θάλασσα της Ματαίωσης και στον Ωκεανό της Ματαιότητας, στον Κήπο της Αποπλάνησης και στον Λειμώνα του Ξεγελάσματος, στον Κόλπο της Παραφροσύνης και στο Λιβάδι της Βεβήλωσης, όμως ακόμα κι εκεί έβρισκε λίγα σημεία της μυστικής επικράτειας που επιβίωναν στη γλώσσα, στα εκστατικά ονόματα, στον ήχο αυτών των ονομάτων, ήχο που χάιδευε το ανόσιο νόημά τους, ένιωθε ακόμα επισφαλής, χρειαζόταν να στερεωθεί στην επιφάνεια μ’ έναν τρόπο πιο σίγουρο, να ασφαλίσει την ύπαρξή της στο Έλος της Βλέννας, στον Βούρκο της Μύξας, στο Όρος του Σκατού, κι ίσως ακόμα πιο πάνω, ακόμα πιο μακριά, μαζί με τον παλιό της φίλο, τον επιδέξιο οδηγό της, που επέστρεψε με μάτι κόκκινο και σάλιο αφρισμένο, «ούτε που το πήρε η σκρόφα, ούτε που το πήρε» λέει και σκίζει το γράμμα του, στα δύο, στα τρία, στα όσα γίνεται ένα γράμμα να σκιστεί, η Ελένη τον νιώθει, τον συμπονά, κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση, σχεδόν με ευγνωμοσύνη, όταν ο φίλος της, ο αρχαίος της φίλος, καταφέρνει το τελικό της σκίσιμο: «Χαράμι, ρε φίλε, τα καλύτερα μουνάκια χαράμι».