Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

VΙΙ. Οι ξυπόλητες των δίσκων, 2

Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών συ­νε­χί­ζει την μα­θη­τεία του στις γυ­ναί­κες, ανα­ζη­τώ­ντας τις ξυ­πό­λη­τες στα εξώ­φυλ­λα τον δί­σκων.

Συ­νέ­χι­σα να πε­ρι­πλα­νιέ­μαι στον θαυ­μα­στό κό­σμο των δί­σκων, ανα­ζη­τώ­ντας  τις ξυ­πό­λη­τες γυ­ναί­κες στα εξώ­φυλ­λα, έτοι­μος να αντα­πο­κρι­θώ σε κά­θε τους κά­λε­σμα, βέ­βαιος με την ιδέα ότι πέ­ρα από την πο­λυαι­σθη­τι­κή μου ευ­χα­ρί­στη­ση, μού γνώ­ρι­ζαν νέ­ες ιδιό­τη­τες γυ­ναι­κών στις οποί­ες σα­φώς θα υπήρ­χαν όμοιές τους, εξί­σου εκ­φρα­στι­κές μέ­σω των γυ­μνών τους πο­διών. Έπρε­πε πρώ­τα να δω τι άλ­λο εί­χε να μου πει η Carly Simon που με εί­χε απο­πλα­νή­σει μ’ εκεί­νες τις δυο εμ­φα­νί­σεις (δεί­τε προη­γού­με­νο τεύ­χος) αλ­λά και με την φω­το­γρα­φία της στον δί­σκο Another Passenger (1976), όπου τυ­λι­γό­ταν με μια θα­μπή, σοφτ φό­κους αύ­ρα, που την κά­λυ­πτε από το πρό­σω­πό της μέ­χρι τα μα­κριά δά­χτυ­λα των πο­διών της, έτσι όπως απο­κα­λύ­πτο­νταν από τα πέ­δι­λά της, κι ας ήταν κι αυ­τά θα­μπά από το καλ­σόν· η κλα­σι­κό­τη­τά του νάι­λον θα έχει ως επι­χεί­ρη­μα και αυ­τές τις εμ­φα­νί­σεις.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Ένας ολό­κλη­ρος πα­ράλ­λη­λος κό­σμος σπαρ­τα­ρού­σε στα μου­σι­κά πε­ριο­δι­κά που μο­σχο­μύ­ρι­ζαν στα πε­ρί­πτε­ρα και κοι­νω­νού­σαν πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για γυ­ναί­κες που ψα­λί­δι­ζα προ­σε­κτι­κά για να τις αιχ­μα­λω­τί­σω ορι­στι­κά στο δι­κό μου λεύ­κω­μα, ένα με­γά­λο λο­γι­στι­κό τε­τρά­διο όπου μπο­ρού­σα να κα­τα­γρά­φω κά­θε δε­δο­μέ­νο απα­ραί­τη­το για την πλή­ρη μας γνω­ρι­μία. Σ’ ένα τεύ­χος του Rolling Stone διά­βα­σα για τις φω­το­γρα­φί­ες του δί­σκου Playing Possum, όπου η Simon συν­δύ­α­ζε το πλημ­μυ­ρι­στό της χα­μό­γε­λο με το τέ­ντω­μα του με­γά­λου της δά­χτυ­λου. Εί­χα εξαρ­χής την αί­σθη­ση πως υπήρ­χε κά­τι το αυ­θόρ­μη­το σ’ εκεί­νες τις φω­το­γρα­φί­ες, πως κά­ποιες δο­κι­μα­στι­κές πό­ζες υπε­ξαί­ρε­σαν μια πη­γαία διά­θε­ση της στιγ­μής. Και πράγ­μα­τι έτσι ήταν! Ο φω­το­γρά­φος Norman Seeff έλε­γε πως εκεί­νη εί­χε σχε­δόν τρο­μο­κρα­τη­θεί πριν την δια­δι­κα­σία αλ­λά με τα πρώ­τα κλικ αφέ­θη­κε χω­ρίς ανα­στο­λές στον φα­κό. Χό­ρε­ψε, δο­κί­μα­σε στά­σεις δια­λο­γι­σμού και στο τέ­λος κρά­τη­σε για το εξώ­φυλ­λο ακρι­βώς την στιγ­μή που το κε­φά­λι της έφευ­γε από το κά­δρο. Ιδού λοι­πόν το πρώ­το μυ­στι­κό που μου κοι­νο­ποί­η­σε η Καρ­λο­μά­γνα του φολκ ροκ βα­σι­λεί­ου: μην κα­θο­δη­γή­σεις τις φω­το­γρα­φού­με­νές σου σε στά­σεις που επι­θυ­μείς, μό­νο άσε τις ελεύ­θε­ρες μπρο­στά στο φα­κό, να λύ­σουν τα άκρα τους και να λυ­θούν ολό­κλη­ρες.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Το εξώ­φυλ­λο θε­ω­ρή­θη­κε από τα πλέ­ον αι­σθη­σια­κά της δι­σκο­γρα­φί­ας, σε ση­μείο να αρ­νη­θούν να το δια­νεί­μουν ή να το που­λή­σουν. Εί­χε όμως φτά­σει, εις πεί­σμα των αναί­σθη­των, σ’ ένα τα­πει­νό συ­νοι­κια­κό κα­τά­στη­μα και στα τρε­μά­με­να χέ­ρια μου. Τα άλ­λα κα­ρέ, που τώ­ρα έβλε­πα αρα­δια­σμέ­να στο τρι­σέ­λι­δο, με μυ­ρω­διά εφη­με­ρί­δας άρ­θρο, ήταν πο­λύ ωραιό­τε­ρα. Πό­σες ακό­μα ει­κό­νες μέ­νουν στα κό­ντακτ και τα αρ­νη­τι­κά των φιλ­μο­γρά­φων; Σκέ­φτο­μαι το ευ­φρό­συ­νο υλι­κό που θα υπάρ­χει στα αρ­χεία τους – όλες τις φω­το­γρα­φί­ες που απορ­ρί­φθη­καν για να προ­κρι­θεί η μία. Πού βρί­σκο­νται λοι­πόν; Ξε­κί­νη­σαν από έναν σκο­τει­νό θά­λα­μο κι επέ­στρε­ψαν σ’ έναν άλ­λο; Μή­πως οι φω­το­γρα­φί­ες που ανα­ζη­τώ, άσε­μνες δε­κα­δά­κτυ­λες πα­τού­σες, βρί­σκο­νται ατύ­πω­τες ή κα­τα­χω­νια­σμέ­νες σε ιδιω­τι­κούς φα­κέ­λους και ψά­χνω μά­ταια στους φω­τει­νούς θα­λά­μους των πε­ριο­δι­κών και των δια­δι­κτύ­ων;

Και ποια εί­ναι η τύ­χη των κι­τρι­νι­σμέ­νων σε­λί­δων των μου­σι­κών και των άλ­λων πε­ριο­δι­κών όταν τε­λεί­ω­νε ο μή­νας τους, έστω ο χρό­νος τους; Πα­τά­ρια, απο­θή­κες, υπό­γεια, πλημ­μύ­ρες, υγρα­σί­ες, σκου­πί­δια, πα­λαιο­πω­λεία κι ίσως ξα­νά πί­σω στον ήλιο. Τό­τε τα ξε­φύλ­λι­ζα με βου­λι­μία πε­ρι­μέ­νο­ντας την έκ­πλη­ξη ή ένα νεύ­μα κι ύστε­ρα ξα­νά και ξα­νά, τε­λε­τουρ­γι­κά, για να την συ­να­ντή­σω σε φω­το­γρα­φί­ες όπως εκεί­νη από το φε­στι­βάλ No Nukes του 1979, όπου δε­κά­δες καλ­λι­τέ­χνες συ­γκε­ντρώ­θη­καν στη Νέα Υόρ­κη για ένα μέλ­λον χω­ρίς πυ­ρη­νι­κά όπλα κι εκεί­νη ορ­γί­α­ζε στη σκη­νή με μια ολό­σω­μη φόρ­μα με κά­θε­τες ρί­γες, από­λυ­τα ξυ­πό­λη­τη και εκ­θαμ­βω­τι­κά χα­μο­γε­λα­στή, βε­βαιώ­νο­ντάς με πως οι αξιό­ψα­χτες γυ­ναί­κες μά­χο­νταν σε κά­ποιο πο­λι­τι­κό αγώ­νι­σμα, κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κές όπως κι εκεί­νη για το μέλ­λον που βρι­σκό­ταν στα χέ­ρια μας.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Μπο­ρεί η κά­πως μα­λα­κή ποπ τζαζ φολκ ροκ της να υπήρ­ξε αρ­κε­τά ενή­λι­κη για μέ­να, χω­ρίς εξάρ­σεις και ορ­μές, μα η Κάρ­λυ, συ­χνά με σαν­δά­λια δε­τά (πώς θα ήταν το άγ­γιγ­μα στο αυ­λά­κι από τα κορ­δό­νια στις γά­μπες της;), τό­σο ασυ­νή­θι­στα στις ξέ­νες ρό­κισ­σες, μου γνώ­ρι­σε την θε­ρα­πεία της μου­σι­κής που στον κα­θέ­να λει­τουρ­γεί με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο (όταν στα οκτώ της άρ­χι­ζε να τραυ­λί­ζει έντο­να και κα­μία ψυ­χοϊ­α­τρι­κή δεν κα­τά­φε­ρε να το στα­μα­τή­σει, δο­κί­μα­σε να τρα­γου­δά­ει και να γρά­φει τρα­γού­δια και ως δια μα­γεί­ας το τραύ­λι­σμα εξα­νε­μί­στη­κε), πως ακό­μα κι ένα μι­κρό πο­σό χα­μέ­νου χρό­νου μπο­ρεί να αντι­στρα­φεί κι ότι η έμπνευ­ση βρί­σκε­ται πα­ντού (έγρα­ψε το κομ­μά­τι «Anticipation» μέ­σα στα δε­κα­πέ­ντε λε­πτά που πε­ρί­με­νε τον Cat Stevens στο πρώ­το ρο­μα­ντι­κό τους ρα­ντε­βού) και πως η αφαί­ρε­ση ενός στή­θους όχι μό­νο δεν στε­ρεί κά­τι από την θη­λυ­κό­τη­τα μα την δια­τρα­νώ­νει, όπως επέ­με­νε ο Χουάν Κάρ­λος Ονέ­τι, στην Σύ­ντο­μη ζωή, όπου ο ήρω­άς του πο­θεί ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την Γερ­τρού­δη και επι­θυ­μεί «να βυ­θι­στεί στο ολο­φώ­τι­στο δω­μά­τιο, με το ξα­να­νιω­μέ­νο πρό­σω­πό του από την λα­γνεία στο ακρω­τη­ρια­σμέ­νο στή­θος, να το φι­λή­σει και να χά­σει εκεί πά­νω το μυα­λό του».

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Η όρε­ξή μου γι­νό­ταν όλο και πιο με­γά­λη· ήταν μια όρε­ξη βου­λι­μι­κή για γυ­ναί­κες εξώ­φυλ­λες και δι­σκο­γρα­φη­μέ­νες, ώστε να μπο­ρώ να τις χαϊ­δεύω ανά πά­σα στιγ­μή, έχο­ντας το προ­νό­μιο να ακούω την φω­νή τους και να με­λε­τώ την ποί­η­σή τους. Κά­θε φο­ρά ήθε­λα και κά­τι νέο, που να πλη­σιά­ζει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο στο γού­στο μου. [Έτσι] με­τά την καλ­σο­ντυ­μέ­νη Κάρ­λυ με το αι­σθη­σια­κό βλέμ­μα ήθε­λα μια αλη­θώς ξυ­πό­λη­τη γυ­ναί­κα να με κοι­τά­ζει ευ­θεία στα μά­τια, ήρε­μη και νοη­μα­τι­κή.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Με πε­ρί­με­νε ένα κυ­ρια­κά­τι­κο με­ση­μέ­ρι μέ­σα από την βι­τρί­να του μο­να­δι­κού δι­σκο­πω­λεί­ου της Φω­κί­ω­νος Νέ­γρη, σ’ ένα συ­να­πά­ντη­μα που εί­ναι αδύ­να­το να ξε­χά­σω: όσο πλη­σί­α­ζα τό­σο διέ­κρι­να κα­θα­ρό­τε­ρα την λευ­κό­τη­τα του πο­διού της στην άκρη του τζην (και σε αντί­θε­ση με τα σκου­ρό­τε­ρα εν­δύ­μα­τά της), το χα­μο­γε­λα­στό της πρό­σω­πο, τα μα­κριά με­λιά μαλ­λιά. Ελα­φρώς συ­νο­νό­μα­τη της πρώ­της δι­δά­ξα­σας, μια Carole King κρα­τού­σε στα χέ­ρια της ένα ερ­γό­χει­ρο κι ονό­μα­ζε τον δί­σκο της Tapestry (1971). Κα­θι­σμέ­νη σε πε­ζού­λι μπρο­στά στο πα­ρά­θυ­ρο, με το εξώ­τε­ρο φως να την αγ­γί­ζει δια­κρι­τι­κά, σε μια ανε­παί­σθη­τα θα­μπή λή­ψη, ήταν η πρώ­τη γυ­μνό­πο­δη με­λουρ­γός αυ­το­προ­σώ­πως σε εξώ­φυλ­λο· [μέ­χρι τό­τε ξυ­πό­λη­τα κο­ρί­τσια κά­θε τό­σο πό­ζα­ραν ως μο­ντέ­λα σε συλ­λο­γές τρα­γου­διών, χω­ρίς να ανή­κουν στους καλ­λι­τέ­χνες]. 

Κα­θώς δεν εί­χα χρή­μα­τα να την κά­νω δι­κή μου, πή­γαι­να και ξα­να­πή­γαι­να για να κοι­τα­ζό­μα­στε, μέ­χρι που μια μέ­ρα εξα­φα­νί­στη­κε από την βι­τρί­να. Την θέ­ση της πή­ρε, σχε­δόν ζη­λό­τυ­πα, μια ηδυ­πα­θής Debbie Harry που με πε­ρι­γε­λού­σε με τον τί­τλο του δι­κού της δί­σκου: Koo Koo. Δεν εί­χα πα­ρά να ζη­τή­σω το πρώ­το δά­νειο της ζω­ής μου, σπα­σμέ­νο σε πολ­λά μέ­ρη, εκα­τό δραχ­μές από δέ­κα φί­λους και γνω­στούς, και η ερ­γο­χει­ρί­στρια έγι­νε δι­κή μου. Και μπο­ρεί να μην ευ­τύ­χη­σα να δω τα πέλ­μα­τά της, μα έμα­θα τι συμ­βαί­νει κά­τω από αυ­τά: στο πρώ­το τρα­γού­δι, «I feel the earth move», με πλη­ρο­φο­ρού­σε πως αι­σθά­νε­ται τη γη να σεί­ε­ται κά­τω από τα πό­δια της και τον ου­ρα­νό να ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει όταν κά­ποιος συ­γκε­κρι­μέ­νος εί­ναι τρι­γύ­ρω. Ιδού λοι­πόν, μια από­λυ­τη απο­κά­λυ­ψη των γυ­ναι­κεί­ων πο­διών: η αί­σθη­ση του έρω­τα εκ­δη­λώ­νε­ται πρω­τί­στως σε αυ­τά!

Την έψα­ξα μα­νιω­δώς στα τεύ­χη των πε­ριο­δι­κών και την βρή­κα ως καλ­λι­τέ­χνι­δα που έπλα­θε τα δι­κά της τρα­γου­δο­ποι­ή­μα­τα ενώ εί­χε ήδη χα­ρί­σει συν­θέ­σεις της εδώ κι εκεί, όπως το «(You Make Me Feel Like) A Natural Woman» που τρα­γού­δη­σε η Aretha Franklin. Πώς συμ­βάλ­λει λοι­πόν κα­νείς ώστε να αι­σθά­νε­ται μια γυ­ναί­κα φυ­σι­κή; Η αφη­γή­τρια πά­ντως δή­λω­νε πως κά­ποιος βρή­κε το κλει­δί στην ει­ρή­νη του μυα­λού της και ότι δεν γνώ­ρι­ζε τι πή­γαι­νε λά­θος μα­ζί της μέ­χρι που το φι­λί του την βο­ή­θη­σε να το ονο­μα­τί­σει. Η δε Κά­ρολ, πή­ρε τις συν­θέ­σεις στην φω­νή της κι άρ­χι­σε να βγά­ζει ολό­δι­κούς της δί­σκους· κι όταν κά­ποιος Neil Sedaka, αλ­λο­τι­νός της συ­νο­δός στις εξό­δους των Σαβ­βα­τό­βρα­δων, ανα­στέ­να­ξε δη­μό­σια «Oh Carol!», εκεί­νη του αντέ­τει­νε εξί­σου τρα­γου­δι­στά το ει­ρω­νι­κό της «Oh Neil!» Τα στοι­χεία της πρό­τυ­πης ξυ­πό­λυ­της γυ­ναί­κας συ­μπλη­ρώ­νο­νταν σι­γά σι­γά: οι­κεία και οι­κια­κή, θαρ­ρα­λέα στον αντί­λο­γο, ακτι­βί­στρια της οι­κο­λο­γί­ας (έστω και στο Αϊ­ντά­χο, όπου εκ­δή­λω­νε τις πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές της ανη­συ­χί­ες). Μέ­χρι σή­με­ρα κοι­τά­ζω συ­χνά το εξώ­φυλ­λο και πά­ντα μου αντι­τεί­νει το βλέμ­μα μα­ζί με τον γά­το της Τη­λέ­μα­χο, που εί­χε τι­μη­τι­κή θέ­ση στο κα­ρέ. Τυ­χε­ρέ Τη­λέ­μα­χε, εσύ τρι­βό­σουν ανεν­δοί­α­στα στα πό­δια της, ενώ εμείς τα έλ­λο­γα αρ­σε­νι­κά μό­νο τη­λε­πα­θη­τι­κά παίρ­νου­με την θέ­ση σου.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Όμως το αί­μα μου έβρα­ζε και προ­τι­μού­σα άλ­λα πιο ανα­στα­τω­τι­κά εί­δη μου­σι­κής συ­νε­πώς ανα­ζη­τού­σα τις πιο πα­θια­σμέ­νες μου­σι­κούς. Αλ­λά οι γυ­ναί­κες του ροκ έκρυ­βαν τα πό­δια τους σε μπό­τες και μπο­τί­νια! Για ποιο λό­γο; Δεν μου φαί­νο­νταν ιδιαί­τε­ρα ντρο­πα­λές· ίσως υπε­ρί­σχυε ο κώ­δι­κας της ροκ εμ­φά­νι­σης που θε­ω­ρού­σε τα πα­πού­τσια αδιά­σπα­στο στοι­χείο του. Έπρε­πε να πε­ρά­σουν πολ­λά χρό­νια μέ­χρι να τολ­μή­σει η Chrissie Hynde των Pretenders να εκ­θέ­σει το πέλ­μα της «κα­τά πρό­σω­πον», στο εξώ­φυλ­λο του δί­σκου Loose Screw (2002), επι­βε­βαιώ­νο­ντας πως μια ροκ ψυ­χή οπωσ­δή­πο­τε θα έχει ενί­ο­τε γκρι­ζό­μαυ­ρες πα­τού­σες και δεν θα δι­στά­ζει να τε­τρα­γω­νί­σει τα πό­δια της σε στά­ση βο­λι­κή και για πολ­λούς πι­στούς στα στε­ρε­ό­τυ­πα «αναι­δή».

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Αλ­λά το 1979 υπήρ­ξε ένα ιδιαί­τε­ρο εξώ­φυλ­λο που με χα­μή­λω­σε σε από­στα­ση ανα­πνο­ής προς κά­ποια ροκ εντ ρολ δά­χτυ­λα. Οι Kinks στο Low Budget ζού­μα­ραν σε δυο πό­δια με ψη­λά κόκ­κι­να τσό­κα­ρα και κα­τα­πόρ­φυ­ρα νύ­χια. Δεν ήταν οι πορ­φύ­ρες που με εξέ­πλη­ξαν, ού­τε η επι­μο­νή των πο­διών να ση­κώ­νο­νται στο υψό­με­τρο των τα­κου­νιών. Εί­χα ήδη πα­ρα­τη­ρή­σει ανά­λο­γους συν­δυα­σμούς στις ώρι­μες κα­λο­ντυ­μέ­νες κυ­ρί­ες που σύ­χνα­ζαν στο Select της Φω­κί­ω­νος και στο Savoy της Πλα­τεί­ας Βι­κτω­ρί­ας, όπου περ­νού­σα ακα­τά­παυ­στα δή­θεν ανα­ζη­τώ­ντας τους φί­λους μου, μό­νο και μό­νο για να τις δω στα ερω­τι­κά τους ρα­ντε­βού ή τις μο­να­χι­κές τους πά­στες· τα ίδια προ­τι­μού­σαν και οι ρο­μα­ντι­κές εξο­δού­χοι στο Green Park της Μαυ­ρομ­μα­ταί­ων που λι­κνί­ζο­νταν στις δι­θέ­σιες ζευ­γα­ρί­σιες κού­νιες. Όλες εκεί­νες οι κο­κέ­τες των απο­γευ­μά­των συ­νή­θι­ζαν να κοκ­κι­νί­ζουν τα νύ­χια τους, σε αγα­στή δι­χρω­μία με τα λευ­κά ή μαύ­ρα πέ­δι­λα της επο­χής, μα­ζί με τα­κου­νά­κια, λου­ριά και άλ­λα δε­σμευ­τι­κά. Αλ­λά τώ­ρα ήταν πρω­το­φα­νής η επι­λο­γή του πο­διού ως κυ­ρί­αρ­χου και απο­κλει­στι­κά εστια­σμέ­νου ει­δώ­λου. Φυ­σι­κά η απο­στο­λή δυ­σκό­λευε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τα πό­δια γυ­μνώ­νο­νταν μό­νο σε ιδιω­τι­κούς χώ­ρους ή σε σκο­τει­νούς δρό­μους; Δεν έβγαι­ναν στο φυ­σι­κό φως;


[Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται]

Οι με­τα­γραμ­μέ­νες φρά­σεις του Χουάν Κάρ­λος Ονέ­τι προ­έρ­χο­νται από το μυ­θι­στό­ρη­μα Σύ­ντο­μη ζωή, [Juan Carlos Onetti, La vide breve, 1950], ,σ. 30, μτφ. Αγ­γε­λι­κής Αλε­ξο­πού­λου, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη, 2003

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: