ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Στα πλούσια εδάφη έχεις έρθει
του πιο ωραίου τοπίου αυτής της χώρας
Είσαι στον ήπιο Κολωνό, στο χώμα
των πιο περήφανων αλόγων.
Πουθενά αλλού δε θ᾽ ακούσεις
τέτοιο γλυκό κελάηδισμα αηδόνας
βαθιά κρυμμένης στα φαράγγια, ξένε,
ανάμεσα στους σκοτεινούς κισσούς [που τρεμοπαίζουν]
και στις απάτητες φυλλωσιές
με τα σκιερά, πάντα ανθισμένα, καρποφόρα
που δεν τα πιάνει ο χειμωνιάτικος αέρας.
Εδώ ο Διόνυσος τριγυρνάει νύχτα-μέρα
με τις θεϊκές μαινάδες του
που τον λατρεύουν φρενιασμένες.
Μόλις φανεί η ουράνια δροσιά
εδώ κάθε πρωί ανοίγει
ο κρόκος χρυσοκίτρινος
κι αιώνες τώρα
ο ανθισμένος νάρκισσος στεφανώνει
πότε τη Δήμητρα, πότε την Περσεφόνη.
Αιώνια ξάγρυπνες, ποτέ δε σταματάνε
τα πεντακάθαρα νερά τους να αναβλύζουν
οι πηγές που τρέφουν του Κηφισού το ρέμα
την εύφορη για να ποτίσουν γη της.
Κι εδώ ξαποσταίνουν τα χρυσά περιστέρια
που σέρνουν το άρμα της Αφροδίτης
κι οι Μούσες στήνουν τους χορούς τους.
Εδώ φυτρώνει, επίσης, ένα δέντρο
που όμοιο του δεν έχω ακούσει να βλασταίνει
ούτε στα εδάφη της Ασίας
ούτε και στη μεγάλη Πελοπόννησο των Δωριαίων,
ένα φυτό αυτοφυές, που μεγαλώνει μόνο του,
κι ευδοκιμεί εδώ, όσο πουθενά αλλού:
είναι η ελιά με τ᾽ ασημένια φύλλα
η ελιά που στεφανώνει τα παιδιά μας
και που κανένας δεν τολμά να ξεριζώσει
γιατί απάνω της είναι στραμμένο
το βλέμμα του ιερού προστάτη της, του Δία,
και η αστραφτερή ματιά της Αθηνάς.
Μένει ακόμα κάτι να υμνήσω
κάτι μοναδικό της μητρικής μας γης
που κάνει τον τόπο μας περήφανο,
δώρο ενός θεού μεγάλου, που μας δίνει
τα καλογυμνασμένα άλογα και τη δύναμη στη θάλασσα:
Μεγάλε Ποσειδώνα, γιε του Κρόνου,
εσύ έκανες ένδοξη την πόλη μας
πρώτος αρμόζοντας στο στόμα του αλόγου χαλινάρι
σ᾽ αυτούς εδώ τους δρόμους για να το δαμάσεις,
κι έμαθες του θαλασσινού το χέρι
με το κουπί σφιχτοδεμένο στο σκαρμό
να προσπερνάει τα κύματα ακολουθώντας
τις Νηρηίδες που παιχνιδίζουν στον αφρό τους.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Αν έχω το δικαίωμα να στραφώ
στην αθέατη [Περσεφόνη]
και, ταπεινά, στον βασιλιά των σκοταδιών, τον Αϊδωνέα,
[του Άδη τ᾽ αηδόνια] θα παρακαλούσα
να κατέβει ο Οιδίποδας
δίχως πόνο και βαρύ ψυχορράγημα
απ᾽ την κοιλάδα του θανάτου
που αγκαλιάζει τα πάντα
στης Στυγός τον υδάτινο οίκο.
Τώρα που τυραννίστηκε από τόσα,
χωρίς να φταίει,
ο δίκαιος θεός ας τον εξυψώσει και πάλι.
Του κάτω κόσμου οι θεές
και το ανίκητο θηρίο
που πάντα, όπως λένε, απ᾽ τη σπηλιά του
φυλάει γρυλίζοντας κουλουριασμένο
τις πολυσύχναστες πύλες του Άδη,
μα και το γέννημα του Τάρταρου, της Γης ο γόνος
εύχομαι να βοηθήσουν
ο δρόμος που θα πάρει
πίσω απ’ τις πύλες του θανάτου.
να ᾽ναι μακάριος.
Κι εσένα επικαλούμαι, τελικά,
Αιώνιε Ύπνε.