Ξύπνησα κάθιδρος.
Είχα μόλις δει έναν εφιάλτη,
αλλά δεν θυμόμουν πολλές λεπτομέρειες.
Μόνο ότι βρισκόμουν νύχτα έξω από το σπίτι μου
και δεν μπορούσα να βρω τα κλειδιά να μπω.
Ένιωσα ξαφνικά ένα τρομερό κενό μέσα μου,
—αυτό που οι υπαρξιστές φιλόσοφοι μελέτησαν σε βάθος,
κάνοντας πολύωρους περιπάτους σε γερμανικά δάση,
ή καπνίζοντας πούρα μπροστά στο πορτραίτο του μεγάλου Γεωργιανού.
Αποφάσισα να μείνω στο κρεβάτι και να εντρυφήσω πάλι στις σχετικές πραγματείες.
Έπιασα το Είναι και Χρόνος, αλλά μετά από τις πρώτες σελίδες,
τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν πάλι.
Το ίδιο συνέβη με το Είναι και το Τίποτα.
Όσο και να διάβαζα το οντολογικό ζήτημα παρέμενε άλυτο.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και σκέφτηκα να κάνω μερικές ασκήσεις.
Λίγες κάμψεις και επικύψεις, τίποτα το δύσκολο.
Τη στιγμή που βρισκόμουν μπρούμυτα στο πάτωμα
μπήκε στο δωμάτιο η Μαργαρίτα
και με ρώτησε αν θέλω να πιώ έναν χυμό πορτοκάλι.
«Ναι», της είπα. «Είσαι ένας άγγελος!
Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι τώρα.
Ουσία! Ουσία γεμάτη βιταμίνες!
Κάτι να κρατηθώ στα πόδια μου επιτέλους.
Δεν αντέχω αυτή την αγωνία.
Να σκέφτομαι διαρκώς τον επικείμενο αφανισμό μου:
Το σκυλί του γείτονα να με κατασπαράζει,
επειδή ψαχουλεύω νευρικά τις τσέπες του παλτού μου!»
«Φτιάξε τον μόνος σου», είπε.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χάρη Βλαβιανού ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.