Επιτέλους κάθομαι μόνος στο τραπεζάκι, στην ισόγεια βεράντα – 27 Ιουνίου 2019. Ώρα 11 και 20 το πρωί. Μπροστά μου ακριβώς ο χωματόδρομος και μετά άμμος και η απέραντη θάλασσα. Το εξοχικό είναι του φίλου μου του Ηλία – μου έδωσε τα κλειδιά να ’ρθω δυο μέρες μοναχός μου να ξεκουραστώ. Ήθελα να γλιτώσω απ’ τη φασαρία της προεκλογικής περιόδου. Να φύγω για λίγο μακριά απ’ την Ιστορία.
Σε λίγο εμφανίζεται μια γηραιά κυρία απ’ το διπλανό εξοχικό, με ένα καλάθι – πού είναι ο Ηλίας, με ρωτάει, του έφερα απ’ τον κήπο λίγες φρεσκοκομμένες πιπεριές.
– Ελάτε, της, λέω, καθίστε, να σας βγάλω ένα νεράκι.
– Μπα, μου απαντάει, ευχαριστώ. Με λένε Μαίρη. Έχετε ξανάρθει σε αυτό το σπίτι;
Κι ενώ κάθεται:
– Εμείς είμαστε, με τον άντρα μου, δέκα πέντε χρόνια εδώ στα Καλύβια, στο διπλανό κτήμα. Στη Θεσσαλονίκη έχουμε, αν ξέρετε, το φαρμακείο, γωνία Βασιλίσσης Όλγας και Αναλήψεως.
– Ναι, το έχω δει, της απαντώ.
Εκείνη τη στιγμή σταματάει ένα Πεζό στον δρόμο, κατεβαίνει ένας εξηντάρης με ξυρισμένο κρανίο και ρωτάει με κάπως ξενική προφορά:
– Ο Ηλίας;
– Δεν είναι εδώ.
– Καλά, πέστε του ότι πέρασε ο Μπελογιάννης ο Νικολαΐδης, με το ακορντεόν.
Ρωτάω:
– Το «Μπελογιάννης» είναι το μικρό σας όνομα;
– Ναι. Ο Μπελογιάννης, πείτε του, από την Τσεχοσλοβακία.
Και μπαίνει στο Πεζό και φεύγει.
Η κυρία Μαίρη από δίπλα ακούει και κουνάει το κεφάλι της ταραγμένη.
– Αν ξέρατε τι μου θύμισε, λέει.
Δεν απαντώ, δεν θέλω να την παροτρύνω, μιας και ήρθα εδώ για να ηρεμήσω, να ξεφύγω λίγο απ’ την Ιστορία που δεν μ’ αφήνει ήσυχο.
Εκείνη όμως, γύρω στα ογδόντα, με τα ίχνη ακόμα κάποιας παλιάς ομορφιάς, βγάζει τα τσιγάρα απ’ την τσέπη της κλαδωτής ρόμπας της, ανάβει επιδέξια ένα και συνεχίζει μόνη της κοιτάζοντας απέναντι τη θάλασσα:
«Ο πατέρας μου, ο συχωρεμένος, συνταξιοδοτήθηκε ως σωφρονιστικός υπάλληλος. Το ’52 ήταν υπαρχιφύλακας και υπηρετούσε ως Γραμματέας Φυλακών στις φυλακές Καλλιθέας όπου έφεραν, τότε, τον Μπελογιάννη και τους λοιπούς. Καταδικασμένοι όλοι σε θάνατο. Το σπίτι μας όμως ήτανε στο προαύλιο των φυλακών Συγγρού, γιατί εκεί υπηρέτησε προηγουμένως ο πατέρας μου, όπου είχε και πολιτικούς και ποινικούς – στη Συγγρού, επί εμφυλίου, γινότανε και πολλές εκτελέσεις, εκεί, μπροστά στη στέρνα.
»Με τον Μπελογιάννη είχανε θερμή σχέση, ενόσω ήτανε εκείνος στο κελί – αν και οι άλλοι, οι δεσμοφύλακες, λέγανε στον πατέρα μου (που ήτανε μετριοπαθής άνθρωπος) πως αυτός είναι αρχικομουνιστής, υπεύθυνος για την σφαγή στον Μελιγαλά. Και στο Βουκουρέστι έχει φτιάξει σχολή κατασκοπείας με το όνομά του: “Νίκος Μπελογιάννης”. Και γι’ αυτό τον είχανε συλλάβει τότε, στην Αθήνα για κατασκοπεία – λέγανε, μάλιστα, πως επίτηδες τον έστειλε στην Ελλάδα ο Ζαχαριάδης, για να σκοτωθεί.
»Εγώ τότε ήμουνα δέκα τέσσερα χρονώ, και πήγαινα στην Καλλιθέα να δω τον πατέρα μου – μια μέρα γνώρισα και τον Μπελογιάννη, που τον είχανε φέρει στο γραφείο του με τις χειροπέδες, για κάτι χαρτιά. Μου φάνηκε τότε γλυκός άνθρωπος. Το ίδιο μου έλεγε κι ο πατέρας μου, ενώ για τη σύντροφο του Μπελογιάννη, την Έλλη Παππά, που την είχανε και αυτή εκεί, στις φυλακές, μου ανέφερε πως ήταν πολύ αυταρχική και πως έβαζε τις άλλες φυλακισμένες, τις νεαρές κομουνίστριες, να γονατίζουνε και να της φιλούν το χέρι πριν της μιλήσουν.
»Πάντως με τον Μπελογιάννη που ήτανε θανατοποινίτης είχανε πολύ καλή σχέση, μιλούσαν – αν και υπήρχε τρόμος, τότε. Ήταν μόνο τρία χρόνια μετά τον εμφύλιο και κάθε σπίτι είχε και κάποιον σκοτωμένο, ή ανάπηρο. Το αίμα ήταν ακόμα ζωντανό, έσκουζε. Το Σάββατο το βράδυ, πριν την εκτέλεση, φωνάζει τον πατέρα μου ο Μπελογιάννης στο κελί και του λέει ότι αύριο το πρωί θα με τουφεκίσουν – ο πατέρας μου δεν το πίστευε, γιατί γινόντουσαν πολλές διαμαρτυρίες σε όλη την Ευρώπη. Και, εξάλλου, λέει στον Μπελογιάννη, ποτέ δεν έχουν κάνει εκτέλεση μέρα Κυριακή.
»Αργά τη νύχτα του Σαββάτου, ξημέρωμα Κυριακής, στις 30 Μαρτίου 1952 (σαν τώρα το θυμάμαι), γύρω στις δύο, κοιμόμασταν στο σπίτι, στο προαύλιο των φυλακών Συγγρού. Και φτάνουνε δυο Τζέιμς με στρατιώτες, με τον υπεύθυνο φυλακών και έναν εισαγγελέα, ξυπνάνε τον πατέρα μου και τον παίρνουν να πάνε στις φυλακές Καλλιθέας να υπογράψει την εκτέλεση. Αυτός αρνείται στην αρχή αλλά μετά τον πιέζουν και υπογράφει αναγκαστικά. Και, πριν πάρουνε τον Μπελογιάννη, πάει να τον δει στο κελί, να τον αποχαιρετήσει – εκείνος ήταν έτοιμος, ντυμένος, και χάρισε, κρυφά, βέβαια, στον πατέρα μου τις πιτζάμες του. Για να με θυμάσαι, του λέει. Ο πατέρας μου τις παίρνει, αλλά προσέχοντας πολύ, λαθραία, μέσα στον φόβο, και πάει και τις καταχωνιάζει, τις κρύβει κάπου στο γραφείο του μην τυχόν και τις δει κανένα μάτι.
»Τον Μπελογιάννη και τους άλλους τούς παίρνουνε σε λίγο, στις τέσσερις το πρωί της Κυριακής, και τους τουφεκίζουνε στο προαύλιο της φυλακής.
»Ο πατέρας μου την επόμενη μέρα φέρνει, κρυφά, με χίλιες προφυλάξεις, τις πιτζάμες στο σπίτι – ήτανε κάτι γαλάζιες με μια ψιλή λευκή ρίγα. Η μάνα μου ξηλώνει δυο σανίδια στη σκεπή, τις τρυπώνει εκεί μέσα, και τα ξανακαρφώνει καλά, μήπως τυχόν τους κάνουνε καμιά έρευνα στο σπίτι και τις βρούνε. Υπήρχε φόβος πολύς, παντού.
»Σε μια βδομάδα έρχεται στον πατέρα μου δυσμενής μετάθεση, να υπηρετήσει έξι μήνες στην Γυάρο, διότι καταρχήν είχε αρνηθεί να υπογράψει την εκτέλεση. Δυο μέρες πριν φύγει βγάζουνε με τη μάνα μου, αργά τη νύχτα και με κλειστά παντζούρια, τις πιτζάμες. Τις ξεδιπλώνουνε με φόβο και βλέπουνε, ξαφνικά, στο πάνω μέρος, στο σακάκι, ας πούμε, από τη μέσα δεξιά πλευρά, να υπάρχει κεντημένος ένας μικρός χάρτης που έδειχνε ένα σημείο. Τρομοκρατούνται ακόμα περισσότερο. Δεν καταλαβαίνουνε τι δείχνει ο χάρτης. Κρυμμένα χρήματα; Όπλα; Ασύρματο;
»Δεν ξέρουνε τι να κάνουν – δεν κλείσανε μάτι όλη νύχτα.
»Την επόμενη το πρωί, χαράματα, η μάνα μου βάζει να πλύνει - ανάβει φωτιά για να ζεστάνει νερό στο καζάνι και να ζεματίσει τα ασπρόρουχα. Και πριν ακόμα ξημερώσει κανονικά, παίρνει τις πιτζάμες του Μπελογιάννη, όπως τις είχε ξαναδιπλώσει προσεκτικά, και τις καίει εκεί, τις μπουρλοτιάζει μαζί με τα ξύλα, μέχρι που έγιναν εντελώς στάχτη».
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Σκαμπαρδώνη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.