Ανάβυσσος… η ψυχή του ανθρώπου

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά


Σχό­λια στα σχό­λια του Στέ­φα­νου Κου­μα­νού­δη (8)

Ρώμη. Η Fontana di Trevi
Ρώμη. Η Fontana di Trevi

«Ανά­βη­σος [Ανά­βησ­σος], όχι Ανά­βυσ­σος, γρα­πτέα η εν Ατ­τι­κή θέ­σις, ως από του αρ­χαί­ου δή­μου Άνω Βή­σης». Α. Μη­λια­ρά­κης εν Εστία 1890, αρ. 5, σελ. 75. – Ο Λό­λιγγ [H. G. Lolling] δε γρά­ψας με­τά τα 1886 την εν τω συγ­γράμ­μα­τι Handbuch der Altertumswissenschaft το­πο­γρα­φί­αν του, πε­ρί μεν Βή­σης ου­δέν έχει, ταυ­τί­ζει δε την νυν Anavyso με­τά του της Ελ­λά­δος αρ­χαί­ου δή­μου Ἀνα­φλύ­στου. Ού­τω και άλ­λοι προ αυ­τού».

Ο Κου­μα­νού­δης προ­κρί­νει ασφα­λώς τη γρα­φή Ανά­βησ­σος η οποία απο­τυ­πώ­νει την πει­στι­κό­τε­ρη ετυ­μο­λο­γία. Η Ανά­βυσ­σος, η οποία ανή­κει τώ­ρα στο νέο Δή­μο Σα­ρω­νι­κού, δεν έχει κα­μιά σχέ­ση με την άβυσ­σο, αλ­λά με την αρ­χαία βσσα (χια­κό βέσ­σα) «κοι­λά­δα, φα­ράγ­γι», δεν δι­καιο­λο­γεί­ται, επο­μέ­νως, η γρα­φή με υ. Η σύν­δε­ση με τον αρ­χαίο Δή­μο της Ατ­τι­κής νά­φλυ­στος,[1] απ’ όπου με πα­ρα­φθο­ρά προ­ήλ­θαν οι τύ­ποι Ανά­βλυ­στος, Ανά­βυσ­σος εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κή. Οι φω­νο­λο­γι­κές δυ­σκο­λί­ες με­τά­βα­σης από τη μια μορ­φή στην άλ­λη εί­ναι αξε­πέ­ρα­στες. Την ετυ­μο­λο­γία του Αντω­νί­ου Μη­λια­ρά­κη (1841-1905), δια­πρε­πούς νο­μι­κού, γε­ω­γρά­φου και το­πω­νυ­μιο­λό­γου,[2] έχουν απο­δε­χτεί τρεις έγκρι­τοι ετυ­μο­λό­γοι, ο ακα­δη­μαϊ­κός Κων­στα­ντί­νος Άμα­ντος,[3] ο Δη­μή­τριο Γε­ωρ­γα­κάς[4] και ο Χα­ρά­λα­μπος Συ­με­ω­νί­δης.[5]

 Η Ανά­βυσ­σος δεν έχει πια νό­η­μα να απο­κα­τα­στα­θεί ορ­θο­γρα­φι­κά, με βά­ση την ασφα­λέ­στε­ρη ετυ­μο­λο­γία. Όπως όλες οι συ­νή­θειες, έτσι και οι ορ­θο­γρα­φι­κές, δεν αλ­λά­ζουν εύ­κο­λα.

Το σι­ντρι­βά­νι δεν έγι­νε ού­τε ανα­βρυ­τή­ριο ού­τε νε­ρο­πή­δη­μα!

ανα­βρυ­τή­ριον, το. (Τουρκ. σια­ντηρ­βάν, ην λέ­ξιν κα­κώς τι­νες ως δή­θεν Ελ­λη­νι­κήν γρά­φου­σι συ­ντρι­βά­νι, κα­θώς και το Τουρκ. εσ­νάφ (την συ­ντε­χνί­αν) προ­φέ­ρου­σι και γρά­φου­σι συ­νά­φι, παί­ζο­ντες εν ου παι­κτοίς ή και σπου­δά­ζο­ντες με­τ’ αμα­θεί­ας). Σκαρ­λά­τος λεξ. 1856. - Σπ. Τρι­κού­πης - Αν. Σού­λης.
συ­ντρι­βά­νι, το. Τουρ­κι­στί σια­ντρη­βάν έγρα­ψάν τι­νες ού­τω, παί­ζο­ντες ή σπου­δά­ζο­ντες ως ελ­λη­νι­κήν δή­θεν λέ­ξιν και την γρά­φου­σιν έτι, οί­ον Πα­λιγ­γε­νε­σία 2 Ιουν. 1893. – Ρω­μηός 14 Αυγ. 1893. – Άλ­λοι γρά­φου­σι σι­ντρι­βά­νι.

Τα δύο αυ­τά λήμ­μα­τα κα­τα­γρά­φο­νται χω­ρίς εσω­τε­ρι­κή πα­ρα­πο­μπή, μια γε­νι­κό­τε­ρη αδυ­να­μία της Συ­να­γω­γής νέ­ων λέ­ξε­ων, από­λυ­τα συγ­γνω­στή, αφού δεν μπο­ρού­σε ο συ­ντά­κτης της να έχει πλή­ρη επο­πτεία του χα­ο­τι­κού υλι­κού που συ­γκέ­ντρω­νε σε χει­ρό­γρα­φα μι­κρά δελ­τία. Ο Κου­μα­νού­δης κα­τα­δι­κά­ζει δι­καί­ως τις ελ­λη­νο­ποι­η­μέ­νες ορ­θο­γρα­φή­σεις των δύο τουρ­κι­κών λέ­ξε­ων. To υ ως σή­μα κα­τα­τε­θέν της «ελ­λη­νι­κό­τη­τας» κο­σμού­σε πα­λιό­τε­ρα τη γρα­φη­μα­τι­κή από­δο­ση πολ­λών ξέ­νων λέ­ξε­ων σαν να ήταν αυ­τό από μό­νο του ικα­νό να απο­κρύ­ψει την «ξε­νι­κό­τη­τα»: πο­λυ­θρό­να, πυ­λω­τή, συ­νά­φι, φλυ­τζά­νι. Όπως εί­ναι γνω­στό το σι­ντρι­βά­νι ανά­γε­ται στο τουρ­κι­κό şadι­rvan, επο­μέ­νως η ορ­θο­γρά­φη­ση με -υ- εί­ναι αυ­θαί­ρε­τη. Σε πα­λαιό­τε­ρα λε­ξι­κο­γρα­φι­κά έρ­γα απο­δό­θη­κε ακρι­βέ­στε­ρα ως σα­διρ­βά­νι.[6]
Οι οπα­δοί της λό­γιας γλώσ­σας ένιω­θαν γε­νι­κά απέ­χθεια προς τις ξέ­νες λέ­ξεις και προ­σπα­θού­σαν με κά­θε τρό­πο να βρουν ελ­λη­νι­κές αντι­στοι­χί­ες. Ο Κο­ρα­ής ερ­μη­νεύ­ει το ανά­βρυ­σμα (jet d'eau, eaux jaillissantes) ως «νε­ρο­πή­δη­μα, σα­ντρι­βά­νι» με τη ση­μεί­ω­ση: «Το ανά­βρυ­σμα μας ελευ­θε­ρό­νει (sic) από την τουρ­κι­κήν λέ­ξιν σα­ντρι­βά­νι».[7] Το σι­ντρι­βά­νι πρό­τει­ναν να λέ­γε­ται ανα­βρυ­τή­ριον, πα­ρά­γω­γο του ρή­μα­τος ανα­βρύω «ανα­βλύ­ζω», «δι’ ου ανα­βρύ­ει, εκ­πη­γά­ζει ύδωρ» (κα­τά το λε­ξι­κό Δη­μη­τρά­κου) ή πί­δαξ. Ο πί­δα­κας με τη ση­μα­σία «στή­λη νε­ρού που εξα­κο­ντί­ζε­ται ψη­λά με ει­δι­κό μη­χα­νι­σμό» απο­τε­λεί γνώ­ρι­σμα ορι­σμέ­νων σι­ντρι­βα­νιών, δεν ταυ­τί­ζε­ται όμως με την έν­νοια «σι­ντρι­βά­νι». Το πα­ρα­δο­σια­κό σι­ντρι­βά­νι απο­τε­λεί «δια­κο­σμη­τι­κή κα­τα­σκευή που συ­χνά έχει τη μορ­φή αγάλ­μα­τος και πε­ρι­λαμ­βά­νει τε­χνη­τό πί­δα­κα νε­ρού».[8]

Η ιτα­λι­κή λέ­ξη fontana ση­μαί­νει «σι­ντρι­βά­νι, κρή­νη, βρύ­ση, πη­γή».[9] Το μυα­λό μας πη­γαί­νει αμέ­σως στην ονο­μα­στή Φο­ντά­να ή Κρή­νη ντι Τρέ­βι (Fontana di Trevi), το σι­ντρι­βά­νι στην ομώ­νυ­μη πε­ριο­χή της Ρώ­μης, η κα­τα­σκευή του οποί­ου άρ­χι­σε 1732. Οι Ενε­τοί εί­χαν μα­κρά πα­ρά­δο­ση στα σι­ντρι­βά­νια.

Ανάβυσσος… η ψυχή του ανθρώπου

Η Κρή­νη Μο­ρο­ζί­νι (Fontana Morosini), στη πλα­τεία Λιο­ντα­ριών (Ελευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου) του Ηρα­κλεί­ου, απέ­να­ντι από τη Βα­σι­λι­κή του Αγί­ου Μάρ­κου, κα­τα­σκευά­στη­κε το 1628. Η πε­ριο­χή Σα­ντρι­βά­νι, η ση­με­ρι­νή Πλα­τεία Ελευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου στην πα­λιά πό­λη των Χα­νί­ων, οφεί­λει την ονο­μα­σία της στην κρή­νη-σι­ντρι­βά­νι που έκτι­σαν εκεί οι Τούρ­κοι. Ανα­βρυ­τή­ριο κο­σμού­σε και την πλα­τεία Τί­του Πε­τυ­χά­κη στην πα­λιά πό­λη του Ρε­θύ­μνου.[10] Άγαλ­μα-ανα­βρυ­τή­ριο εί­χε το­πο­θε­τη­θεί στην πλα­τεία Εθνι­κής Αντί­στα­σης (Όλ­γας) στην Πά­τρα από το 1874. Τα τρία σι­ντρι­βά­νια των Πα­τρών και τα δύο των Φι­λια­τρών, απτά δείγ­μα­τα ευ­μά­ρειας, φαί­νε­ται ότι προ­έρ­χο­νται από το ιδιο ερ­γο­στά­σιο.[11]
Στην Αθή­να υπήρ­χε η πλα­τεία Αγ. Πα­ντε­λε­ή­μο­νος ή Ανα­βρυ­τη­ρί­ου στο Μο­να­στη­ρά­κι, με­τα­ξύ των οδών Μη­τρο­πό­λε­ως, Αιό­λου και Κη­ρυ­κεί­ου, η οποία με­το­νο­μά­στη­κε σε πλα­τεία Δη­μο­πρα­τη­ρί­ου. Πλα­τεί­ες Ανα­βρυ­τη­ρί­ου εί­ναι γνω­στές και από άλ­λες πό­λεις, όπως το Αγρί­νιο και το Ναύ­πλιο.
Πε­ρί­φη­μη εί­ναι η πλα­τεία Συ­ντρι­βα­νί­ου (σι­ντρι­βα­νιού, για τον απλό κό­σμο) στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Το Σιντριβάνι χτίστηκε το 1889. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ το πρόσφερε ως δώρο στους Θεσσαλονικείς.
Το Σιντριβάνι χτίστηκε το 1889. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ το πρόσφερε ως δώρο στους Θεσσαλονικείς.
Ανάβυσσος… η ψυχή του ανθρώπου

Εντυ­πω­σια­κό εί­ναι το σι­ντρι­βά­νι των Φι­λια­τρών. Πα­ραγ­γέλ­θη­κε το 1871 στη Φλω­ρε­ντία.

Η φωτογραφία χρονολογείται στη δεκαετία του 1930.
Η φωτογραφία χρονολογείται στη δεκαετία του 1930.

Το σι­ντρι­βά­νι στους Στύ­λους του Ολυ­μπί­ου Διός

Άγνω­στα στο ευ­ρύ κοι­νό στοι­χεία έφε­ραν στην επι­φά­νεια οι έρευ­νες του Χε­κί­μο­γλου.[12] Στη σε­λί­δα 231 του εξαί­ρε­του βι­βλί­ου του δια­βά­ζου­με: «Τα εγκαί­νια του νέ­ου συ­στή­μα­τος ύδρευ­σης έγι­ναν την Πα­ρα­σκευή 3 Ιου­νί­ου 1931 στον υπαί­θριο χώ­ρο δί­πλα στους Στύ­λους του Ολυ­μπί­ου Διός.[...] Σε μι­κρή από­στα­ση από τους στύ­λους κα­τα­σκευά­στη­κε κυ­κλι­κή δε­ξα­με­νή από μπε­τόν αρ­μέ και στη μέ­ση της ένας με­γά­λος πί­δα­κας, κυ­κλω­μέ­νος από μι­κρό­τε­ρους. Ήταν δώ­ρο της Ulen στο λαό της Αθή­νας. Οι πί­δα­κες του νε­ρού εκ­σφεν­δο­νί­ζο­νταν με διά­φο­ρους συν­δυα­σμούς και το βρά­δυ φω­τί­ζο­νταν με λα­μπε­ρά χρώ­μα­τα. Επει­δή οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Αθη­ναί­οι εί­χαν δει σι­ντρι­βά­νι μό­νον σε ει­κό­νες, η Ulen εκτι­μού­σε ότι οι πί­δα­κες στους Στύ­λους του Ολυ­μπί­ου Διός θα έκα­ναν ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση». Ο πρω­θυ­πουρ­γός Ελευ­θέ­ριος Βε­νι­ζέ­λος «γύ­ρι­σε τη βαλ­βί­δα, και ο κε­ντρι­κός πί­δα­κας εξα­πέ­λυ­σε νε­ρό σε ύψος 40 μέ­τρων, ανώ­τε­ρο των Στύ­λων του Ολυ­μπί­ου Διός. «Ο Ολύ­μπιος Ζευς θα δια­τε­λή εν αφθό­νω ορ­γή εξ αφορ­μής της τα­πει­νώ­σε­ως ταύ­της», ση­μεί­ω­σε ένας αρ­θρο­γρά­φος. [...] «Η ση­με­ρι­νή ημέ­ρα θα μεί­νει ιστο­ρι­κή, διό­τι από του Αδρια­νού μό­λις σή­με­ρον λύ­ε­ται το πρό­βλη­μα της υδρεύ­σε­ως των δύο πό­λε­ων», δή­λω­σε ο πρω­θυ­πουρ­γός∙ επι­σή­μα­νε την αντι­στοι­χία Αδρια­νεί­ου και Μα­ρα­θώ­να, όχι όμως και τη σύμ­πτω­ση των χρο­νο­λο­γιών, 131 π.Χ. και 1931, αντί­στοι­χα». Στο ίδιο βι­βλίο (βλ. Εικ. 98) πα­ρου­σιά­ζο­νται τα «ανα­βρυ­τή­ρια» που το­πο­θέ­τη­σε η Εται­ρεία Υδά­των στο Ζά­πειο για να πί­νουν νε­ρό οι πε­ρα­στι­κοί.
Το σι­ντρι­βά­νι στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος χα­ρα­κτη­ρί­ζει δι­καί­ως ο Νί­κος Βα­τό­που­λος (βλ. υπο­ση­μεί­ω­ση 14) ως μια «από τις πιο όμορ­φες, μαρ­μά­ρι­νες γούρ­νες στην Ελ­λά­δα, ένα μι­κρό θαύ­μα τε­χνι­κής του 19ου αιώ­να».

Ανάβυσσος… η ψυχή του ανθρώπου

Ο σχε­δια­σμός και η κα­τα­σκευή σι­ντρι­βα­νιών γνώ­ρι­σε τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες αλ­μα­τώ­δη εξέ­λι­ξη. Σε με­γά­λες πό­λεις σε διά­φο­ρα μέ­ρη του κό­σμου βλέ­που­με θε­α­μα­τι­κά σι­ντρι­βά­νια με χι­λιά­δες φώ­τα LED και εκα­το­ντά­δες πί­δα­κες που εκτο­ξεύ­ουν το νε­ρό σε πολ­λά μέ­τρα ύψος. Στο πλαί­σιο των βιο­κλι­μα­τι­κών ανα­πλά­σε­ων άρ­χι­σαν να κά­νουν την εμ­φά­νι­σή τους και στην Ελ­λά­δα οι νε­ρο­κουρ­τί­νες.


Σι­ντρι­βά­νια χω­ρίς νε­ρό: Από τα σι­ντρι­βά­νια σο­κο­λά­τας στα σι­ντρι­βά­νια γά­μου

Το σι­ντρι­βά­νι δεν πα­γιώ­θη­κε απλώς ως λέ­ξη της κοι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής, αλ­λά απέ­κτη­σε τα τε­λευ­ταία χρό­νια νέ­ες ση­μα­σί­ες οι οποί­ες δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε κα­νέ­να νε­ο­ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό. Στην επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία χρη­σι­μο­ποιεί­ται ο όρος «φαι­νό­με­νο συ­ντρι­βα­νιού» (Fountain effect) στη θερ­μο­μη­χα­νι­κή.[13]
Μέ­χρι και κο­σμι­κά «σι­ντρι­βά­νια» (κο­σμι­κοί πί­δα­κες) μιας μαύ­ρης τρύ­πας εντο­πί­στη­καν στον γα­λα­ξία Κέ­νταυ­ρο Α, ο οποί­ος βρί­σκε­ται στον αστε­ρι­σμό του Κε­νταύ­ρου, σε από­στα­ση πε­ρί­που 12 εκα­τομ­μυ­ρί­ων ετών φω­τός από τον πλα­νή­τη μας.

Untitled 3 1

Το σι­ντρι­βά­νι σο­κο­λά­τας (chocolate fountain), από ανο­ξεί­δω­το ατσά­λι σε διά­φο­ρες μορ­φές, απλό ή αυ­τό­μα­το, δη­μουρ­γεί ένα εντυ­πω­σια­κό «κα­ταρ­ρά­κτη» ζε­στής σο­κο­λά­τας στον οποίο βου­τά αυ­τός που συμ­με­τέ­χει στην κοι­νω­νι­κή ή εορ­τα­στι­κή εκ­δή­λω­ση κά­θε εί­δους φρού­του και μπι­σκό­του, ενώ πα­ράλ­λη­λα μπο­ρεί να πα­ρα­σκευα­στεί φρέ­σκο προ­φι­τε­ρόλ.[14]

Υπάρ­χει ακό­μα ταΐστρα-σι­ντρι­βά­νι (και πο­τί­στρα-σι­ντρι­βά­νι) για μι­κρα ζώα.

Τα σι­ντρι­βά­νια γά­μου, εσω­τε­ρι­κού & εξω­τε­ρι­κού χώ­ρου, εί­ναι πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα «ψυ­χρής φλό­γας» σε με­γά­λη ποι­κι­λία και διά­φο­ρα με­γέ­θη που θυ­μί­ζουν σι­ντρι­βά­νι. Χρη­σι­μο­ποιού­νται, επί­σης, για εφέ σε βα­φτί­σεις και άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις.

Στη ση­με­ρι­νή γλώσ­σα έχει κα­θιε­ρω­θεί το σι­ντρι­βά­νι με ελα­φά υπε­ρο­χή της ορ­θο­γρά­φη­σης συ­ντρι­βά­νι, η τά­ση όμως που υπάρ­χει εί­ναι η επι­κρά­τη­ση της απλού­στε­ρης γρα­φής με -ι-. Οι πλη­σιέ­στε­ροι προς το τουρ­κι­κό δά­νειο τύ­ποι σα­διρ­βά­νι και σα­ντρι­βά­νι, όπως και ο δια­λε­κτι­κός τύ­πος χια­ντρι­βά­νι, γνω­στός από την Κρή­τη, πε­ρι­θω­ριο­ποι­ή­θη­καν αρ­κε­τά νω­ρίς. Ο πί­δα­κας δεν ταυ­τί­ζε­ται με το σι­ντρι­βά­νι, όπως δη­λώ­νουν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά. Αν υπήρ­χε από­λυ­τη συ­νω­νυ­μία, τό­τε η πρό­τα­ση «Σι­ντρι­βά­νι με πέ­ντε πί­δα­κες» θα με­τα­φρα­ζό­ταν με το πα­ρα­λο­γι­κό «Σι­ντρι­βά­νι με πέ­ντε σι­ντρι­βά­νια», εκτός αν υπήρ­χαν «πο­λυ­σι­ντρι­βά­νια», «υπερ­σι­ντρι­βά­νια» ή «σού­περ σι­ντρι­βά­νια». Το ανα­βρυ­τή­ριο χρη­σι­μο­ποιεί­ται σή­με­ρα σε επι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να, όπως, λ.χ., για την πε­ρι­γρα­φή της μο­να­στη­ρια­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής: «Η φιά­λη του αγια­σμού των υδά­των εί­ναι ένα κομ­ψό κυ­κλο­τε­ρές, θο­λο­σκέ­πα­στο πε­ρι­στύ­λιο που πε­ρι­βάλ­λει πε­ρί­τε­χνο ανα­βρυ­τή­ριο».[15] Η λέ­ξη κι­νεί­ται σε ανώ­τε­ρο υφο­λο­γι­κό επί­πε­δο, όπως στο ποί­η­μα του Κώ­στα Ου­ρά­νη «Φθι­νο­πω­ρι­νό πάρ­κο»: του ανα­βρυ­τη­ρί­ου το μου­σι­κό το κλά­μα.
Η γλώσ­σα πα­ρα­κο­λου­θεί τις σύγ­χρο­νες εξε­λί­ξεις και έτσι εμ­φα­νί­ζο­νται νε­ο­λο­γι­σμοί για να δη­λώ­σουν τα νέα επι­στη­μο­νι­κά και τε­χνο­λο­γι­κά επι­τεύγ­μα­τα, οι οποί­οι δεν μπο­ρούν να κα­τα­γρα­φούν όλοι σε ένα γε­νι­κό λε­ξι­κό. Με επί­κε­ντρο το σι­ντρι­βά­νι αρ­χί­ζουν να εμ­φα­νί­ζο­νται ποι­κί­λες «υδρο­δη­μιουρ­γί­ες» και «υδρο­δια­κο­σμή­σεις». Υπάρ­χουν εκα­το­ντά­δες εί­δη σι­ντρι­βα­νιών εσω­τε­ρι­κού και εξω­τε­ρι­κού χώ­ρου, εντυ­πω­σια­κά πλω­τά σι­ντρι­βά­νια με αφρώ­δεις πί­δα­κες, σι­ντρι­βά­νια ομί­χλης, επι­τρα­πέ­ζια σι­ντρι­βά­νια σφαί­ρας, σι­ντρι­βά­νια τοί­χου, εντυ­πω­σια­κά φω­τι­ζό­με­νοι υδα­το­πί­δα­κες ή νε­ρο­πί­δα­κες, σι­ντρι­βά­νια-βρα­χο­συν­θέ­σεις, κο­λο­νά­τα, πο­λυ­ε­στε­ρι­κά υδα­το­πέ­δια και υπο­δα­πέ­δια σι­ντρι­βά­νια, όπως και νε­ρο­κουρ­τί­νες που σου κό­βουν την ανά­σα.
Η διά­δο­ση της κι­νε­ζι­κής φι­λο­σο­φί­ας φενγκ σούι (που ση­μαί­νει «ζω­τι­κή ενέρ­γεια», γαλλ. feng shui, πρώ­τη μαρ­τυ­ρία μό­λις το 1988), εί­ναι εμ­φα­νής και στην προ­τί­μη­ση που δεί­χνουν πολ­λοί σε μι­κρά δια­κο­σμη­τι­κά σι­ντρι­βά­νια κή­που, βε­ρά­ντας ή εσω­τε­ρι­κού χώ­ρου.
Το σι­ντρι­βά­νι ανα­δει­κνύ­ει τη μα­γεία του νε­ρού, τη γλυ­κό­η­χη ροή και τη χα­λα­ρω­τι­κή του δύ­να­μη και γι’ αυ­τό απο­τε­λεί στα­θε­ρή πη­γή έμπνευ­σης για λο­γο­τέ­χνες και ιδί­ως ποι­η­τές. Ο Νί­κος Βα­τό­που­λος επι­ση­μαί­νει ποι­η­τι­κό­τα­τα: «Ακό­μη και ένα τα­πει­νό σι­ντρι­βά­νι στην καρ­διά μιας μι­κρής πλα­τεί­ας, μι­σο­φω­τι­σμέ­νης το βρά­δυ και ερη­μι­κής, έχει δύ­να­μη, πα­ρά­γει ποί­η­ση, απε­λευ­θε­ρώ­νει το πώ­μα της συ­μπί­ε­σης. Το νε­ρό εί­ναι ία­μα».[16]

Untitled 4 1
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: