Στο θεατρικό έργο 3-0-1 Μεταφορές της Έλενας Πέγκα οι άνθρωποι, οι τόποι, ο χρόνος και η ιστορία τους είναι ανοιχτές οντότητες και μεγέθη μιας εξίσου ανοιχτής ζωής. Μέσα στις ανοιχτωσιές αυτές δραματικά γεγονότα και εμπειρίες του παρελθόντος και του παρόντος δημιουργούν μια τραγική συνείδηση, η οποία έχει τη λεπτή, διακριτική ιδιοτυπία να μετατρέπεται σε ευφορία, καθώς οι άνθρωποι στο έργο της Πέγκα είτε συναντιόνται για να αποχωριστούν και να συνεχίσουν προς ένα απροσδιόριστο άπειρο, είτε διασταυρώνουν σκέψεις και αισθήματα την ίδια στιγμή που αφήνονται σε ανέγγυες αποκλίσεις και ανεξέλεγκτες εκβάσεις. Είναι η ευφορία της εκ νέου ανακάλυψης της γλώσσας, των φυσικών αντικειμένων, της ανθρώπινης παρουσίας και των ανθρώπινων σωμάτων, της ροής του χρόνου, της προσωρινότητας του περάσματος, της συγκυριακής μεταφοράς εν μέσω άπειρων άλλων και διαφορετικών. Στο 3-0-2 Μεταφορές διαδραματίζεται ένα φιλικό, ζεστό πέρασμα γεμάτο από μια αγάπη απρομελέτητα φευγαλέα και απερίσκεπτα επινοητική, και για τον λόγο αυτό γενναία, λυτρώσιμη και λυτρωτική. Τα πρόσωπα του δράματος φέρουν μέσα τους και μεταφέρουν την ιστορία τους δίχως να την περιφέρουν, δίχως να τους διαφεύγουν ίχνη φόρτου μεταφυσικού, δίχως να νουθετούν και να αποφαίνονται. Ο Σούι θα ήθελε «κάτι καλό». Ο Φεγκ ρωτά «Δηλαδή. Και τι είναι καλό;», αλλά απάντηση ούτε παίρνει, ούτε, το πιο σημαντικό στο έργο, απαιτεί. Ακόμη και ένα αποφατικό πρόσωπο, ο Χρήστος, γεμάτος οργή, θλίψη και μνησικακία, ξεπερνά με αναπάντεχη άνεση τον εαυτό του, μεταμφιέζεται και στα μάτια της Θυρωρού μεταμορφώνεται καταφατικά («έτσι θέλω να είμαι») σε ένα «παιχνίδι». Ο Χρήστος φεύγει διονυσιακός να ανακαλύψει και πάλι τη ζωή, σε αντίθεση με τον Πενθέα που οδηγείται στην καταστροφή από τον Διόνυσο, ο οποίος τον μεταμφιέζει, τον κοσμεί, τον κάνει ένα παιχνίδι, επιβάλλοντας βίαια την καταφατική του δύναμη. Αυτή την αίσθηση του περάσματος, του να είσαι κάπου αλλά την ίδια στιγμή να φέρεις και να διαμορφώνεσαι όχι μόνο από το αλλού, αλλά και από το επέκεινα μέσα σου, να βρίσκεσαι σε έναν χώρο και έναν χρόνο μεταβατικό, διακομιστικό και συγχρόνως δίχως στόχο υπερβατικό, μας τη δίνουν οι δύο μεταφορείς, ο Φεγκ και ο Σούι, οι οποίοι μου θυμίζουν τη Μπρίτζετ στο Moonlight και τον σερβιτόρο στο Celebration του Χάρολντ Πίντερ. Και οι δύο βρίσκονται στον δικό τους κόσμο και επικοινωνούν με τον περίγυρό τους μέσω ονειρικών συνειρμών και διαδοχικών παρεμβολών. Η διαφορά είναι ότι ο Φεγκ και ο Σούι δεν διακόπτουν κάποια συνοχή, δεν αποστασιοποιούν και δεν ενοχλούν, καθώς συμμετέχουν σε μια συμβολή απροσχεδίαστων συμβάντων, σε έναν ασυνεχή κόσμο που μοιάζει σαν ελεύθερη και εντελώς προσωπική εξέλιξη του ύστερου δραματικού κόσμου του Πίντερ. Και μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, που συγχρόνως είναι και έξω σ’ έναν τέτοιο κόσμο, ο Ίλι, «γιος Ρωσίδας μετανάστριας», και η Θυρωρός, που ονομάζεται και που έως ένα σημείο ακόμη είναι Ξένη, προσπαθούν ψηλαφιστά να έρθουν σ’ επαφή με τη γυμνή, στοιχειώδη πραγματικότητά του:
Θυρωρός: Γιατί πίνουν;
Ίλι: Γιατί διψάνε.
Θυρωρός: Γιατί διψάνε;
Ίλι: Γιατί είναι άνθρωποι.
Η Θυρωρός σημειώνει λέξεις για να τις μάθει, αναβαίνει στο ρετιρέ και βλέπει τον κόσμο από «μακριά, από ψηλά», θέλει να τον γνωρίσει και από κοντά και από μακριά, τον διευρύνει με απρόσμενες ερωτήσεις, δίχως να αντιλαμβάνεται ότι είναι παράτολμες και άκοσμες: «Κυρία Νίκη, έχετε κάνει μοιχεία;» Και η Έλλη, η νέα κάτοικος της πολυκατοικίας, θέλει τα λουλούδια να είναι «το πρώτο πράγμα» που θα «μπει στο καινούριο σπίτι», σαν να θέλει να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε ατμόσφαιρα ανθεστηρίων, διονυσιακή, μια ζωή δίχως αιωνιότητα: «Η αθανασία του ανθρώπου έχει όρια», λέει στη Θυρωρό που είχε αναρωτηθεί για τη ροή και την ύπαρξη του χρόνου:
Θυρωρός: Γιατί δεν κάνουμε κάτι για να επηρεάσουμε τον χρόνο; Να τον σταματήσουμε για να μην πονάμε; Να τον πάμε πίσω ή μπροστά;
Νίκη: Πώς, κυρία Ξένη; Ο χρόνος τρέχει. Φανταστείτε τον χρόνο του χειρουργείου, τον χρόνο του σχολείου, τον χρόνο των ερωτευμένων...
Θυρωρός: Μέσα μας υπάρχει ο χρόνος;
Νίκη: Ο χρόνος είναι η βάση της ύπαρξής μας. Εγώ για παράδειγμα: ώσπου να τελειώσω αυτή τη φράση δεν είμαι η ίδια. Μερικά κύτταρά μου πεθαίνουν, άλλα γεννιούνται. Ωραία φιλοσοφούμε –
Ναι, η αθανασία είναι και αυτή μέρος της ροής του χρόνου, και ναι, ωραία, δεν είναι να τα παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά όλα αυτά περί χρόνου, και πράγματι ακόμη και ο χρόνος αποτελείται από όρια, άπειρα, αλλά και πεπερασμένα, από στιγμές που έχουν ένα τέλος πριν απορροφηθούν από τις επόμενες στιγμές. έτσι στο τέλος του έργου η Θυρωρός μένει μόνη στη σκηνή με τους θεατές πίσω της, η σύντομη στιγμή της πάνω στη γη έχει τελειώσει και αυτή, η ξένη, μετατρέπει το κτίριο σε ένα είδος σκάφους που εκτοξεύεται στο «άπειρο» παίρνοντας και το κοινό μαζί του. Πίσω μένουν οι άνθρωποι σε μια πραγματικότητα που είναι και ανελέητη και θαυμάσια έτσι όπως περιγράφεται στα βίντεο που «παρεμβάλλονται στη δράση του έργου». Και το έργο, ενώ παρουσιάστηκε το 2000, είναι αναπάντεχα και ευπρόσδεκτα επίκαιρο, καθώς δείχνει, χωρίς να καταδείχνει, τα ευαίσθητα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν τη ζωή στην Ελλάδα της σημερινής κρίσης.