Ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης στο βιβλίο του, «Πέρα από τον κινηματογράφο», διαπιστώνει ότι το Cape Fear είναι μια ταινία που πραγματεύεται το ηθικό πρόβλημα με νιτσεϊκό τρόπο. Αναμφίβολα, αυτό το ζήτημα τίθεται στο φιλμ του Σκορσέζε και τίθεται, πράγματι, μ’ αυτούς τους όρους αλλά προσωπικά πιστεύω ότι δεν είναι το μείζον εδώ. Έχουμε όντως να κάνουμε με τη σύγκρουση δύο ηθικών στάσεων ή, μάλλον, με την αντιπαραβολή μιας μικροαστικής, στενόμυαλης ηθικής, ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένης (αυτής του δικηγόρου) με την Ηθική ως υπερβατολογική έννοια, ανιστορική και ανεξάρτητη από όρους, την οποία ενσαρκώνει φορώντας ένα προσωπείο «κακού» ο αποφυλακισμένος βιαστής. Το θέμα, όμως, δεν είναι ούτε τόσο απλό, ούτε εκφράζει τόσο ξεκάθαρα την σκορσεζική θέση, όπως το ήθελε ο Ραφαηλίδης. Αρκεί να ξαναδεί κανείς το Cape Fear για να αντιληφθεί ότι ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης, τρέφει συναισθήματα συμπάθειας για τον χαρακτήρα του Νικ Νόλτε. Στο κάτω κάτω, υπάρχει κάτι το νιτσεϊκά περήφανο και στη δική του στάση. Αντί να κάνει απλώς τη δουλειά του, όπως θα έπραττε στη θέση του ο οποιοσδήποτε κυνικός δικηγόρος, παραμένοντας νομότυπος καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εξασφαλίζοντας εύκολα τα χρήματα που του αναλογούν, βάζει το αυστηρά προσωπικό ηθικό του κριτήριο πάνω απ’ όλα τα ωφελιμιστικά κίνητρα και αποφασίζει, μόνος του, ότι ένα τέτοιο κάθαρμα δεν αξίζει να τη γλιτώσει, πως πρέπει να τιμωρηθεί για την αποτρόπαια πράξη του. Η πράξη του δικηγόρου είναι «ηθικά αμφισβητήσιμη» και υπό αυτή την έννοια, αρκούντως νιτσεϊκή.
Περισσότερο απ’ το να βάλλει εναντίον της μικροαστικής υποκρισίας, να αποδομεί τις αξίες της Αλήθειας και της Αρετής ή να εμπαίζει τη συνειδησιακή ακεραιότητα των λειτουργών του Νόμου, το φιλμ του Σκορσέζε αναδεικνύει μια άλλη, εξίσου κρίσιμη πτυχή του έργου του Νίτσε: την οδύνη ως γενεσιουργό δύναμη. Ο βιαστής του Ντε Νίρο, «white trash» (όπως τον χαρακτηρίζει κάποια στιγμή ο ντετέκτιβ), άξεστος βουνήσιος σε ημιζωώδη κατάσταση, αγράμματος και φύσει κακός πριν μπει στη φυλακή, περνώντας 14 χρόνια της ζωής του εκεί μέσα, εξελίσσεται με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ξεκινάει μαθαίνοντας γραφή και ανάγνωση κι ύστερα ξεκοκαλίζει τον έναν μετά τον άλλο, τόμους δικαίου, φιλοσοφίας, ποίησης, ιστορίας, μεταφυσικής κτλ. Μπαίνει στη φυλακή ζώο και βγαίνει άνθρωπος – και μάλιστα ανώτερος άνθρωπος. Πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Ναι, ο δικηγόρος τον καταστρέφει σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο αλλά λίγο βαθύτερα αν κοιτάξουμε θα δούμε ότι, ουσιαστικά, τον δημιουργεί. Πριν την τιμωρία δεν ήταν τίποτα, δεν είχε ούτε σκοπό ούτε νόημα η ζωή του. Μετά, όμως, τα πάντα αλλάζουν. Αρκεί να έχει κανείς έναν εχθρό, έναν σημαντικό εχθρό για να θελήσει να δυναμώσει. Αρκεί να βρεθεί στον πάτο της ανθρώπινης συνθήκης για να ποθήσει να την υπερβεί συνολικά. Ηθικό «τέρας» δεν είναι ο Ντε Νίρο πριν τη φυλακή, είναι απλά ένα αγνό ζώο, υπακούει στη φύση και η φύση είναι βίαιη και κακιά, καμία έκπληξη λοιπόν που κάνει ό,τι κάνει. Ο πολιτισμός τον μετατρέπει σε ηθικό τέρας γιατί τον εξευγενίζει αφήνοντας ανέπαφο τον σκληρό πυρήνα του που τον σπρώχνει να κάνει το Κακό. Κακός (όχι όμως με την τρέχουσα έννοια, την αστική και ιουδαιοχριστιανική αλλά με το νόημα που δίνει στη λέξη ο Γουίλιαμ Μπλέηκ), αυθεντικά κακός, είναι εκείνος που επιλέγει την παράβαση του ηθικού νόμου, έχοντας επίγνωση της ισχύος του. Ο άνθρωπος που φτιάχνει μόνος του τον Νόμο, αψηφώντας τους κανόνες που βρήκε έτοιμους και επιλέγοντας να κινηθεί μακριά απ’ το κοπάδι. Μονάχα κάποιος που έχει διαποτιστεί απ’ τον πολιτισμό ως το τελευταίο του κύτταρο, είναι ικανός να πράξει κάτι τέτοιο.
Βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο είναι νιτσεϊκή η ταινία του Σκορσέζε, μ’ έναν σαρδόνιο και κριτικό τρόπο, πολύπλοκο και σύνθετο. Σκιαγραφεί ένα πορτραίτο του «υπερανθρώπου» αλλά δεν πείθει ούτε για μια στιγμή ότι τάσσεται υπέρ του. Διατηρεί μια απόσταση. Άλλωστε το αξιακό σύστημα του Σκορσέζε, συνεπούς καθολικού, είναι σαφώς χριστιανικό. Ο αναγεννημένος Κέηντυ-Ντε Νίρο βρίσκεται «πέρα απ’ το Καλό και το Κακό» αλλά πόσο «καλό γούστο» υπάρχει στις πράξεις του; Αρχικά, ο καθένας μπορεί να δει ότι είναι γεμάτος μνησικακία. Δεν είναι κύριος αλλά δούλος. Πρωτίστως δούλος του αντίζηλού του. Ο Κέηντυ φθονεί τη ζωή του δικηγόρου του, αυτή η ζήλια τον κινητοποιεί περισσότερο κι όχι το αίσθημα ότι αδικήθηκε. Θα ήθελε να έχει τη ζωή του. Υπάρχει περισσότερος Ζιράρ στο φιλμ παρά Νίτσε. Ο δικηγόρος του Νικ Νόλτε είναι ο «διαμεσολαβητής της επιθυμίας» του βιαστή. Χρησιμεύει ως πρότυπο, υποδεικνύει τα επιθυμητά αντικείμενα (την καλή ζωή, την όμορφη, αριστοκρατική σύζυγο, την νεαρή κόρη, την σημαντική κοινωνική θέση) και, παράλληλα, στέκεται εμπόδιο στην απόκτησή τους. Πριν (δια)μορφωθεί, ο Κέηντυ δεν είχε άλλες επιθυμίες από εκείνες που του υπαγόρευαν τα φυσικά του ένστικτα. Αποκτώντας πρόσβαση στη γνώση, στο πνεύμα, μυείται στη μνησικακία και τη ματαιοδοξία, στα θεμέλια του μοντέρνου πολιτισμού. Μιμείται και ταυτόχρονα μισεί τον Άλλο. Αυτό είναι το τίμημα του περάσματός του απ' το συμβολικό δίκτυο της γλώσσας: από ζώο γίνεται υποκείμενο και σ' αυτή του την υποκειμενοποίηση, ο Άλλος παίζει καθοριστικό ρόλο. Καθρεφτιζόμενος πάνω του για να αναγνωρίσει τον αναγεννημένο εαυτό του, είναι ήδη αλλοτριωμένος τη στιγμή που συγκροτεί το εγώ του. Ως προς αυτό, η σκηνή που σπάει στο ξύλο τους μπράβους που έχει πληρώσει ο δικηγόρος για να τον χτυπήσουν, είναι ενδεικτική. Αφού τους έχει τρέψει σε άτακτη φυγή, ξεσπάει σ’ έναν μονόλογο τρομακτικής αλαζονείας. «Είμαι καλύτερός σας σε όλα», φωνάζει. Στην πηγή αυτής της υπέρβασης, αυτής της εξομοίωσης του υποκειμένου με τον Θεό, στην ίδια τη διαδικασία μετατροπής σε «υπεράνθρωπο» βρίσκεται η μνησικακία και ο φθόνος. Και πάλι ο Ζιράρ: αντί για τον Ζαρατούστρα, ο ανώνυμος αφηγητής του ντοστογιεφσκικού Υπογείου. Ο Κέηντυ μακράν από το να αποτελεί απλώς μια καρικατούρα του υπερανθρώπου, δείχνει τα όρια των διανοητικών προσπαθειών του ατόμου, την αποτυχία του να γίνει «ανώτερο ον» μέσω του Λόγου. Είμαστε πάντα, κυρίως και πριν απ' όλα ζώα, και το πολύ που μπορούμε να καταφέρουμε είναι να γίνουμε ματαιόδοξα, μνησίκακα ζώα με επίσημα πνευματικά ενδύματα και ψευδαισθήσεις μεγαλείου.
Τελικά το «Cape Fear (μια απ' τις πιο αδύναμες ταινίες της σκορσεζικής φιλμογραφίας, παρά την υποβλητική ατμόσφαιρα, τον απολαυστικό χιτσκοκισμό και την ανεπιτήδευτα «pulp» αισθητική), καταλήγει να κοιτά αμήχανο τον αντιήρωά του να βυθίζεται στα ταραγμένα νερά του υπερβολικού –στα όρια του camp– φινάλε, αδυνατώντας να αποφασίσει αν το ατενές τελευταίο βλέμμα του μέμφεται ή θαυμάζει τον υποκριτικό πολιτισμό μας. Σημειολογικά, πρόκειται για ένα αρκετά προβληματικό έργο (ειδικά οι σημερινές φεμινίστριες θα εξοργίζονταν, μάλλον δίκαια, με τον απροκάλυπτο μισογυνισμό του) που εύκολα μπορεί να μας προκαλέσει σύγχυση σχετικά με την ηθική του. Εκτός κι αν επιλέξουμε να τα δούμε όλα σαν ένα μακάβριο αστείο.