ΑΦΗΓΗΤΗΣ
(Μαζί με τη μουσική)
Στο χορτάρι σαν ξαπλώνεις – τέτοια γαλήνη άλλη δε νιώθεις
oμορφιά για όλο τον κόσμο – δωρεάν και με το νόμο
για τους άλλους μα όχι εμένα – τέλος βδομάδας, Σάββατο βράδι
ποτίζει ο κόσμος τα παρτέρια, πετούν ψηλά τα περιστέρια
μικρά κορίτσια τρέχουν στους κήπους, μπάλες, κορδέλες κρατούν στα χέρια
κοιτάς κρυφά πίσω απ’ τον τοίχο, ξαπλώνεις πάνω στο γρασίδι
έρχεται η όμορφη η κόρη και σου γεμίζει το ποτήρι
αυτά ’ναι μόνο που ’χεις ανάγκη, όλα τ’ άλλα είναι σπατάλη.
(Τέλος της μουσικής)
Αυτοί δεν έχουν τίποτα και όμως τα ‘χουν όλα.
Κι εγώ έχω γίνει πάμφτωχος παρά τα πλούτη κι όλα
μου τα καλά. Άδειος, πεντάρφανος, δεν το αντέχω άλλο
αυτό που μού ’πες για καλό ήταν κακό μεγάλο.
Αχ, κλέφτη τι μου σκάρωσες, ύπουλε Σατανά.
Τώρα τι κάνουνε; Μπας και τα λέει το βιβλίο αυτά;
(Πάει και τ’ ανοίγει άλλη μια φορά)
Πςς μου βιβλίο, απάντησε, της συμφοράς τεφτέρι
Έτσι που μου τα μπέρδεψες, τ’ αντίθετα έχεις φέρει !
Εσύ βιβλίο του πλουτισμού, της πλεονεξίας φόλα
Πες τώρα τι να κάνω εγώ, για να τα χάσω όλα;
Χτυπάει τηλέφωνο. Εμπρός; «Κύριε, είναι για τα κέρδη»
«Άλλη ώρα, αργότερα». Ξαναχτυπάει. «Πότε να σας τα φέρει;»
«Άλλη ώρα είπα, αφήστε με». Μ’ ακούς βιβλίο; Σε ρωτώ ξανά.
Πως θα ξαναγίνω όπως ήμουνα παλιά;
(Η αυλαία σηκώνεται. Βλέπουμε το στρατιώτη καθισμένο στο γραφείο του να φυλλομετρά το βιβλίο. Κοιτάζει γύρω του)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Με ζηλεύουν, με ζηλεύουνε όπως άνθρωπος δεν έχει ζηλευτεί
Κι εγώ είμαι νεκρός, είμαι έξω απ’ τη ζωή.
(Ο Διάβολος ντυμένος σαν γριά γυρολόγα, προβάλλει το κεφάλι πίσω από τον αριστερό παραστάτη χωρίς να τον δει ο στρατιώτης)
Εγώ είμαι ο πιο πλούσιος από τους ζωντανούς
Μα διαφορά δεν έχω απ’ τους νεκρούς.
(Ο Διάβολος προβάλλει το κεφάλι πίσω από το δεξιό παραστάτη. Ο στρατιώτης, χωρίς να τον έχει δει ακόμα, παίρνει το βιβλίο και το πετάει στο πάτωμα).
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
(Χτυπώντας την πόρτα. Με ψιλή γυναικεία φωνή)
Καλέ μου αφέντη, μπορώ να μπω;
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Τι θές;
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Έχω κάτι να σου πω.
(Προχωρώντας με μικρά βηματάκια)
Αλλά με την άδειά σου…
(Μαζεύει το βιβλίο απ’ το πάτωμα και το δίνει στο στρατιώτη)
Κάτι σου ΄χει πέσει, αφέντη μου, αν αγαπάς.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
(Παίρνοντας το βιβλίο)
Και λοιπόν; Από μένα τι ζητάς;
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αφέντη μου θα σου εξηγήσω, δωσ’ μου μια στιγμή,
έχω ακουμπήσει το σακί μου στο σκαλί
κι είναι γεμάτο τεφαρίκια απ’ την Ανατολή.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Άστο καλύτερα, να ’σαι καλά.
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αφέντη μου, έτσι για την ψυχή σου μοναχά.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
(Βγάζει το πουγγί του)
Άντε, πάρε αυτά.
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αφέντη μου, για μια αξιοπρέπεια ζούμε.
Κι ό,τι δεν το κερδίζουμε, πώς να το δεχτούμε;
Μια δουλίτσα κάνουμε, κι ας είναι ταπεινή.
Όπως, σου είπα, έχω αφήσει το σακί μου στο σκαλί
Το φέρνω αμέσως, στο ‘χω εδώ στο πι και φι.
(Πετάγεται έξω. Ξαναγυρίζει με τον σάκο του στρατιώτη και τον ακουμπάει κάτω)
Κοίτα αφέντη μου, εδώ να δεις χλιδή.
(όλο και πιο γρήγορα)
Περιδέραια, ρολόγια, δαχτυλίδια;
(ο στρατιώτης γνέφει όχι)
Δαντέλες; Πες μου όχι αφέντη μου χωρίς ντροπή.
Αλλοίμονο, τι λέω, αφού δεν έχεις παντρευτεί,
τη δουλίτσα μας κάνουμε αφέντη μου, την δουλίτσα μας την ταπεινή,
σχώρα με, για δες τώρα εδώ, θέλεις ένα φυλαχτό από σφυρήλατο χαλκό;
(Ο στρατιώτης γνέφει όχι. Ο Διάβολος σαν να παραξενεύεται)
Όχι, πάλι όχι; Κι ένα καθρέφτη; Όχι; Μα το βρήκα !
Ένα ωραίο πορτρέτο σε κορνίζα.
(Ο στρατιώτης γυρίζει προς το μέρος του)
Α! ορίστε, να και κάτι που σου τράβηξε την προσοχή.
Αλλά πάλι όχι; Πάντα όχι; Έχεις μια επιμονή…
(Βγάζει το βιολί του στρατιώτη και το δείχνει στο κοινό.)
Ε, τότε, ένα μικρό βιολί;
(Ο στρατιώτης πετάγεται πάνω. Ο Διάβολος είναι γυρισμένος προς το ακροατήριο και του μιλάει πάνω από τον ώμο του καθώς απομακρύνεται
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Πόσο;
(Ο στρατιώτης αρχίζει να τον ακολουθεί)
Ποια είναι η τιμή;
(Ο στρατιώτης τον πλησιάζει να του το πάρει. Ο Διάβολος το κρύβει πίσω από την πλάτη του)
ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αλίμονο, θα τα βρούμε, θα ‘ναι φιλική…
(του προτείνει το βιολί)
Δοκίμασέ το πρώτα το βιολί
Τα λέμε ύστερα για την τιμή.
(Ο στρατιώτης αρπάζει το βιολί. Δοκιμάζει να παίξει αλλά το βιολί μένει βουβό.)
Μουσική: Επανάληψη του «Petits Airs au Bord du Ruisseau»
Ο στρατιώτης γυρίζει. Ο διάβολος έχει εξαφανιστεί.
Ο στρατιώτης πετάει μ’ όλη του τη δύναμη το βιολί στο παρασκήνιο.
Ξαναγυρίζει στο γραφείο του. Επιστρέφει στο γραφείο του. Παίρνει το βιβλίο και το κάνει χίλια κομμάτια.
Πέφτει η αυλαία.
Τέλος μουσικής.