Η ιστορία του στρατιώτη

Η ιστορία του στρατιώτη

(Ολόκληρο το λιμπρέτο του C.F. Ramuz για την μουσική του Igor Stravisky)

Η Ιστορία του στρατιώτη (L’ Histoire du Soldat) είναι μια παραβολή για τον πειρασμό και πώς μπορεί να κάνει τον άνθρωπο παιχνίδι στα χέρια της εξουσίας. Βασίζεται στο παραδοσιακό ρωσικό παραμύθι «Ο στρατιώτης και ο Θάνατος» (γνωστό και ως «Ο λιποτάκτης και ο Διάβολος») που περιγράφει την ιστορία ενός φαντάρου που υπηρέτησε πιστά για 25 χρόνια τον Τσάρο και μην έχοντας αποκομίσει παρά τρία παξιμάδια για περιουσία αποφασίζει να λιποτακτήσει. Στην φυγή του συναντάει τον Διάβολο / Θάνατο (στα ρωσικά ο θάνατος είναι θηλυκού γένους) που παίζει με την ανάγκη του και την στέρησή του και τον οδηγεί στην καταστροφή. Το γαλλικό λιμπρέτο έγραψε ο Ελβετός συγγραφέας Charles Ferdinand Ramuz στην κορύφωση του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και μας παρουσιάζει τον στρατιώτη να δίνει το αγαπημένο βιολί του στον διάβολο με αντάλλαγμα την υπόσχεση για πλούτη. Την μουσική συνέθεσε ο Igor Stravisnsky το 1918, για ένα σεπτέτο με βιολί, κοντραμπάσο, κλαρινέτο, φαγκότο, κορνέτα (ή τρομπέτα), τρομπόνι και κρουστά (γκραν-κάσα, ταμπούρλο, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο). Την ιστορία αφηγούνται τρείς ηθοποιοί: ο στρατιώτης, ο διάβολος και ο αφηγητής. Μια χορεύτρια παίζει τον ( βουβό) ρόλο της πριγκήπισσας και μπορεί να υπάρχουν και άλλοι χορευτές. Λόγω των ποικίλων συγχρονισμών που χρειάζεται οι μουσικοί συνήθως διευθύνονται από μαέστρο. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στη Λωζάννη στις 28/9/1918 με την χορηγία του Ελβετού φιλάνθρωπου Werner Reinhart, στον οποίο έχει αφιερώσει το έργο ο Stravinsky.
Η παράσταση διαρκεί περίπου μία ώρα.
(https://www.youtube.com/watch?v=aZrPO-1WcgQ)

Ο Στραβίνσκυ και ο Ραμύς
Ο Στραβίνσκυ και ο Ραμύς

H ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
(1918)

Στον Werner Rheinhart

Για να διαβαστεί, να παιχτεί και να χορευτεί

Λιμπρέτο: C.F. Ramuz

Ορχήστρα
βιολί, κοντραμπάσο, κλαρινέτο, φαγκότο, κορνέτα, τρομπόνι, σειρά κρουστών (γκραν-κάσα, ταμπούρλο, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο)
Χαρακτήρες
ο Αφηγητής, ο Στρατιώτης, ο Διάβολος
Βουβά πρόσωπα
Η Πριγκήπισσα, δύο Χορεύτριες

Μια μικρή κινητή σκηνή σε πλατφόρμα. Σε κάθε πλευρά ένα κυκλικό βάθρο. Στο ένα βάθρο κάθεται ο αφηγητής μπροστά σ’ ένα μικρό τραπεζάκι με μια κανάτα λευκό κρασί. Η ορχήστρα είναι τοποθετημένη στο άλλο.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Marche du soldat

Μες στη σκόνη περπατάει
Ο στρατιώτης σπίτι πάει

Δέκα μέρες άδεια έχει
Και στο δρόμο τώρα τρέχει

Προχωράει, προχωράει και πάει

Ανυπομονεί να φτάσει
Σπίτι του να ξαποστάσει

Η αυλαία σηκώνεται. Η μουσική (κρουστά) συνεχίζει. Η σκηνή στην όχθη ενός ρυακιού. Ο στρατιώτης μπαίνει. Σταματάει (μαζί με την μουσική).



ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ό,τι και να πεις, δεν είναι άσχημα εδώ
  (Ο στρατιώτης κάθεται στη όχθη του ρυακιού)
όμως τι επάγγελμα κι αυτό !
      (Ο στρατιώτης ανοίγει το σάκο του)
πάντα στο πόδι κι ούτε δεκάρα τσακιστή…
εδώ μέσα όλα έχουν μπερδευτεί
πάει και το τυχερό του φυλαχτό
(με τον προστάτη άγιό του, τον Ιωσήφ, από σφυρήλατο χαλκό )
Ά όχι, να ’το!… κι άλλο ψάχνει
και μέσα απ’ το γυλιό του πιάνει
χαρτιά, φυσίγγια, ένα καθρέφτη
(τίποτα μέσα του δε βλέπει)
μα πού έχει πάει η ζωγραφιά της
(ένα πορτρέτο της καλής του, δώρο μέσα από την καρδιά της)
νάτη κι αυτή. Καθώς σκαλίζει πιο πολύ
βγάζει κι ένα μικρό βιολί.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
  (κουρδίζοντας το βιολί)
Ετούτο δω είναι ολοένα
ξεκούρδιστο και φάλτσο σαν κι εμένα

Ο στρατιώτης αρχίζει να παίζει.

Μουσική: Petits airs au bord du ruisseau

(Μπαίνει ο διάβολος. Είναι ένας μικρόσωμος γέρος που κρατάει στο χέρι μιαν απόχη για πεταλούδες. Απότομα, σταματά κι ακούει. Ο στρατιώτης δεν τον έχει δεί. Ο διάβολος κρύβεται. Πριν το τέλος της μουσικής πλησιάζει το στρατιώτη από πίσω κι ακουμπάει το χέρι του στον ώμο του.)

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Να μου το δώσεις το βιολί.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Γιατί;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Να τ’ αγοράσω, εννοώ.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Μα εγώ δεν το πουλώ!

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
(ακουμπώντας κάτω την απόχη για τις πεταλούδες και προτείνοντάς του με το δεξί χέρι ένα βιβλίο που κρατούσε στην αριστερή του μασχάλη)
Τότε, με το βιβλίο αυτό αντάλλαξέ το…

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Δεν ξέρω να διαβάζω, ξέχασέ το…

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Μα δεν χρειάζεται να ξέρεις.
Με το βιβλίο αυτό θα καταφέρεις...
Άλλα πολλά… είναι ένας θησαυρός...
Είναι ένας κόσμος μαγικός.
Προνομιούχες,
    τίτλοι, αμοιβαία.
Είναι Χρυσός

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Πρέπει όμως να μου δείξεις πώς ...

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Μα φυσικά… καταλεπτώς !

Δίνει το βιβλίο στον στρατιώτη που αρχίζει να διαβάζει κουνώντας  τα χείλη του και δείχνοντας τις γραμμές με το δάχτυλο.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Εμπρόθεσμα, όψεως, ανταλλακτήριο
Βιβλίο είναι τούτο ή μαρτύριο;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Μη βιάζεσαι, θα το καταλάβεις λίγο-λίγο

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Μα Κύριε, αν είναι πολύτιμο το βιβλίο αυτό
εμένα το βιολί μου είναι φθαρμένο και παλιό.

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Ένας λόγος παραπάνω!…

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Καλώς λοιπόν, αφού δε χάνω!

Δίνει το βιολί στο διάβολο και ξαναρχίζει να διαβάζει.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Επι τη εμφανίσει, εγγύηση, ζημία, μα…
Εδώ λέει αγορά στις 31 !
Σήμερα δεν είναι
Τρίτη 28;
Παράξενο βιβλίο ετούτο δώ,
προφητικό !
Πολύ περίεργο μου φαίνεται αυτό.

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
(Απότομα, αφού έχει προσπαθήσει να παίξει χωρίς αποτέλεσμα)
Λοιπόν, θα ’ρθεις μαζί μου.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Να κάνω τι;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Δεν παίζει το βιολί μου.
Πρέπει να ’ρθεις να μου το δείξεις σπίτι

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Μα έχω άδεια ως την Τρίτη,
δέκα μέρες μόνο.

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Την άμαξά μου θα σου δώσω να μη χάσεις χρόνο

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Κι η μάνα μου, που περιμένει;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Ε, πρώτη φορά σε περιμένει;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Κι η αρραβωνιαστικιά μου που με λαχταράει;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Σε λίγες μέρες, πλούσια, μαζί σου θα γλεντάει.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Πού μένετε ακριβώς;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Οι υπηρέτες μου σαν βασιλιά θα σε φροντίσουν,
θα σε πλύνουν, θα σε τρίψουν, θα σε ντύσουν
ρούχα λαμπρά. Της κούρασης τους κόμπους θα στους λύσουν.
Και σε τρεις μέρες, πλούσιο θα σε ξεπροβοδίσουν

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Και τι θα τρώμε;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Κρέας, τρεις φορές τη μέρα

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Κι από πιοτό;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Κρασί γλυκό…

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Και θα ’χουμε και κάτι να καπνίζουμε;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Πούρα Αβάνας τυλιγμένα σε χρυσό


Η αυλαία κατεβαίνει

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ορίστε, όλα πάνε κατ’ ευχή
σας λεω, όλα πάνε κατ’ ευχή,
τον γέρο τον παράξενο στο σπίτι ακολουθεί
και βρήκε όσα είχε ονειρευτεί
φροντίδες, όπως του είχε υποσχεθεί
τέτοιο γλυκό κρασί δεν είχε πιει
ούτε και τέτοιο φαγητό γευτεί
βασιλικό, τέτοια ζωή μες στη χλιδή.
Κι έμαθε στον οικοδεσπότη πώς να παίζει το βιολί
και του ’δειξε ο άλλος του βιβλίου το κλειδί.
Ύστερα, σαν ήρθε η Τρίτη μέρα το πρωί
ο γέρος είπε «Ήρθ’ η ώρα, έχεις ετοιμαστεί;
μα πες μου πρώτα, έχεις ξεκουραστεί;»
Και είπε κείνος «Νιώθω φρέσκος σαν παιδί»
«Βρήκες λοιπόν ό,τι σου είχα υποσχεθεί;»
Κι ο Ιωσήφ για την φροντίδα ευχαριστεί.
«Ωραία τότε, έχεις ικανοποιηθεί…
Καιρός για την επιστροφή!»
Ανέβηκαν στ’ αμάξι, τα μαστίγια πλαταγίσαν
κι από έξι στόματα λευκοί αφροί αναβλύσαν
ο Ιωσήφ ξαφνιάστηκε απ’ το τράνταγμα
σχεδόν τινάχτηκε απ’ το κάθισμα
μόλις τα ζώα ξεκινήσαν
φωνάζει ο γέρος «τα χερούλια να κρατάς γερά
τ’ άλογα αυτά είν’ άγρια, δυνατά»
μα η τρεμούλα τίποτε δεν τον αφήνει να κρατήσει
μήτε απ´ τα’ αμάξι αυτό τολμάει να πηδήσει
τον ουρανό τα άλογα διασχίζουν
των σύννεφων το γκρίζο σκίζουν
«Είσ’ ευχαριστημένος;» φωνάζει ο γέρος
«Είσαι ακόμα ικανοποιημένος;»
Στου ανέμου την πλάτη ταξιδεύουν
σπίτια και κάμπους αγναντεύουν
γλιστρούν πάνω απ’ τη χώρα, σε πόση ώρα;
Σε πόση ώρα;
Μα, δεν υπάρχει ώρα
κι όλα είναι πάλι τώρα
όπως και πριν.

(Επανάληψη: Marche du soldat)

Μες στη σκόνη περπατάει
Ο στρατιώτης σπίτι πάει.

Προχωράει, προχωράει και πάει

Χαίρεται που έχει φτάσει
Σπίτι του θα ξαποστάσει.

Ζήτω, να, φτάσαμε σπίτι. Καλημέρα κυρά Αφροδίτη
μες στην αυλή κάνει δουλειές, γεια και χαρά
εκείνη δεν του απαντά, μα να κι ο Λουκάς
φίλος καλός, από παιδί, Λουκά, ε, Λουκά
το χέρι του κουνάει καθώς ο φίλος του με τ’ άροτρο περνάει
εκείνος τον κοιτάει μα δεν τον χαιρετάει
Δε με γνωρίζεις πια, εγώ είμαι, ο Ιωσήφ,
ο Ιωσήφ, ο παιδικός σου φίλος, ο φαντάρος
ο Λουκά τον προσπερνάει, φεύγει κι ο Ιωσήφ και πάει
Να το σχολείο, η καμπάνα, τα παιδιά
ο Ιωσήφ, ο Ιωσήφ, δε με θυμάστε πια;
Το χάνι, ο μύλος, χωρικοί τον συναντούν
άντρες, γυναίκες και παιδιά…δεν του μιλούν.
Κάθεστε ακίνητοι και με κοιτάτε
μα με φοβάστε; Γιατί δε μιλάτε;
Πως γίνεται να μη θυμάστε;

Την πρώτη πόρτα κατάμουτρα του κλείνουν
στη δεύτερη τον διώχνουν και τον βρίζουν
στη τρίτη και στις άλλες τα ίδια, τι κατάσταση είν’ αυτή
και σ’ όλες τους έχουν σκουριάσει οι αρμοί
Μα, να, ευτυχώς βλέπει τη μάνα του να φτάνει
Ο γιός σου μάνα, ο Ιωσήφ ! Αυτή τα χάνει
σαν ξένο πάνω κάτω τον κοιτάει
σταυροκοπιέται και περνάει
αυτός να τρελαθεί κοντεύει, σκέφτεται «έχω τη μνηστή μου
αυτή θ’αναγνωρίσει τη μορφή μου
Και ξάφνου: «Παντρεμένη !!! Με δυο παιδιά !!!»

(Μεγάλη σιωπή. Μετά υπόκωφα)

Α !… Ληστή, απατεώνα τρομερέ
Τώρα σε κατάλαβα αγύρτη βρωμερέ
Το χρόνο μού κλεψες λες κι ήτανε παιχνίδι
(δυνατά)
Δεν ήτανε τρεις μέρες, τρία χρόνια ήταν ! Φίδι
φαρμακερό!
(εξασθενημένα)
Με παίρνουν φαίνεται για ξωτικό
μέσα στους ζωντανούς μ’ έχουν νεκρό
(Μικρή παύση. Ύστερα δυνατά)
Ληστή, ληστή, απατεώνα. Κάθησα να τον ακούσω σα χαζός!
Κι αν ήμουν κουρασμένος, πεινασμένος, λόγος ήτανε αυτός;
Κάθεστε εσείς ποτέ ν’ αφήσετε τους ξένους να σας πείσουν;
Τους λετε δεν σας ξέρω και τους ζητάτε ήσυχους να σας αφήσουν.
Εγώ όμως τι έκανα; Φέρθηκα σαν ανόητος
και άφησα τα μάγια του να με ζαλίσουν !

Σηκώνεται η αυλαία. Το σκηνικό δείχνει το καμπαναριό του χωριού από μιαν απόσταση. Βλέπουμε το διάβολο ντυμένο σαν έμπορο ζώων. Ακουμπισμένος στο ραβδί του, στη μέση της σκηνής, περιμένει.


Έπρεπε να τον μυριστώ, κι εγώ αφελής, τον πίστεψα
Και σαν ηλίθιος από πάνω, έκατσα και τον φίλεψα
ένα βιολί. Τι δυστυχία θε μου τώρα,

άγνωστος στην ίδια μου τη χώρα
Τι θα κάνω τώρα;
Τι θα κάνω τώρα;
Τι θα κάνω;

Μουσική: Pastorale

Η ιστορία του στρατιώτη

Στη μέση του κομματιού κατεβαίνει η αυλαία. Στο τέλος ξανανεβαίνει. Ίδιο σκηνικό. Ο διάβολος είναι πάντα εκεί, στην ίδια θέση.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (από το παρασκήνιο)
Α, αγύρτη, απατεώνα

(Εμφανίζεται με το σπαθί τραβηγμένο απ’ τη θήκη και χυμάει στο διάβολο)

ΔΙΑΒΟΛΟΣ (ασάλευτος)
Λοιπόν, τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
(Τραβιέται πίσω, φοβερίζοντάς τον ακόμα)
Λήσταρχε, σκουλήκι του αιώνα !

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Τέτοια οικειότητα δεν έχουμε ακόμα…
Ήσυχα, έτσι; Ορίστε μας… Μ’ ακούς καλά;
Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις πια.

(Ο στρατιώτης σκύβει το κεφάλι. Σιωπή)

Έλα τώρα, όλα τα ’χεις λησμονήσει;
Και το βιβλίο που ’χες κερδίσει;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Μες στο σάκο το ’χω κρύψει.

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Τότε η τύχη σου έχει ανοίξει
πρόβλημα δεν έχεις πια
κι είσαι και στρατιώτης… Μα…
Επιτέλους λοχία, δείξτε σ’ αυτούς τους χωρικούς ποιος είστε
(φωνάζει)
Μην κουνηθεί κανείς!… Φυλαχτείτε !…
Άντε, εγώ θα στα λέω; ορίστε!…
(Του δείχνει το ξίφος)
Πάρ’το από δω αυτό!
(Ο στρατιώτης ξαναβάζει το σπαθί στη θήκη)
Φέρ’ το γυλιό, βάλτον εκεί
(Του δείχνει το βάθος της σκηνής, ο στρατιώτης υπακούει)
Έτσι μπράβο, βήμα ταχύ
Έλα πίσω, Προοοσ-χή!
Ανάπαυση, βγάλ’το το σκουφί
φόρεσε αυτό
      (Του πετάει ένα κασκέτο)
βγάλε τη χλαίνη, θα βρεις παλτό
θα τον ξεχάσεις το στρατό
         (Ο στρατιώτης βγάζει τη χλαίνη)
Αλλά όχι ακόμα… Προοοσ-χή
μη βγαίνεις από τη γραμμή
Πού είν’ το βιβλίο;
         (Ο στρατιώτης του δείχνει το σάκο)
Α, ναι μου το ’χεις πει.
Πήγαινε φέρ’το

(Ο στρατιώτης πηγαίνει στο σάκο του. Ο διάβολος τον παρατηρεί. Ο στρατιώτης ψαχουλεύει στο σάκο και βγάζει διάφορα αντικείμενα, τον καθρέφτη, ένα μετάλιο)

Το βιβλίο μόνο, τίποτε άλλο. Έλα εδώ.
Άφησε κάτω το γυλιό.
         (Ο στρατιώτης επιστρέφει με το βιβλίο στο χέρι)
Μη το κρατάς έτσι στο χέρι, θα σου πέσει.
Βάλ’το στη μασχάλη, ή δέσ’ το στη μέση.
         (Παίρνει το βιβλίο και το βάζει κάτω από τη μασχάλη του στρατιώτη)

Κακομοίρη μου, αν το χάσεις
εκατομμύρια θα πετάξεις…

          (Βγάζει το βιολί απ’ την τσέπη του)
Αυτό δικό μου, αυτό δικό σου
Μην το ξεχνάς, για το καλό σου.

(Συνοδεύει το στρατιώτη και φεύγουν. Η σκηνή μένει άδεια για λίγο. Μουσική η ίδια που άρχισε η σκηνή. Πέφτει η αυλαία. Τέλος μουσικής)

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη, κι οι λέξεις
έφερναν λεφτά… λεφτά, λεφτά, κι άλλα λεφτά
από το διάβασμα τα μάτια του δακρύζαν
μα μες στις τσέπες του οι λίρες κουδουνίζαν
αγόραζε μ’ αυτές ό,τι ποθούσε
σ’όλη τη χώρα την πραμάτεια του πουλούσε
(Κροτάλισμα ταμπούρλου)
Κυράδες μου, κυράδες μου διαλέξτε
φουστάνια, ζακέτες, κορδέλες
κασμήρια, λαχούρια, δαντέλες,
πετσέτες, σεντόνια, χασέδες,
σερβίτσια, κεντίδια, τσεβρέδες
τούλια και τουλπάνια
ολομέταξα τουρμπάνια
κεντητά περιτραχήλια
και χρωματιστά μαντήλια
κρέπια, στόφες, μουσελίνες
κι απαλές ξανθές ερμίνες
καπαρντίνες, καπελίνες
και καλές φτηνές κουρτίνες
ποικιλίες μοναδικές
τιμές προπολεμικές...
Διαλέξτε κυράδες μου, διαλέξτε
(Κροτάλισμα ταμπούρλου)
Γυρολόγος δηλαδή, στην αρχή
αλλά μετά, τι να τα κάνει αυτά;
Τα ’μαθε όλα τα κόλπα στη δουλειά
καθέναν πια τον κοροϊδεύει
τα ξέρει όλα δίχως να μαντεύει

Ένα βιβλίο θησαυρός,
μόλις τ’ ανοίγει θαύματα
βγαίνουν εμπρός
στα μάτια του τα ορθάνοιχτα

Δεν προλαβαίνει να ποθήσει,
έχει από πριν ό,τι ζητήσει.
Αφού κι αυτός όπως οι άλλοι
θα ’ρθει μια μέρα να πεθάνει.
Και θέλει πριν τη μέρα εκείνη
όλα να τα ’χει μάνι-μάνι.
Και μήπως ψέματα το λέει;
Ο θάνατος τον περιμένει.

Θέλει εκείνο, ύστερα αυτό
δεν έχει παρά να ζητήσει
πληρώνει ό,τι επιθυμήσει
κι όλα στα πόδια του σωρό.

Όλα;… λέει και σταματά. Όλα; Όλα αδειανά.
Όλα σαν τίποτα. Όλα κενά.
Μα τι ’ναι αυτά; Ειν’ κάτι αυτά;
Πράγματα ψεύτικα, νεκρά
Έν’ άδειο κέλυφος, απέξω μοναχά.
Πλούτη μαζεύει, πράγματα, λεφτά
κι όλο φτωχότερος ξεμένει τελικά.
Άχ, οι παλιές χαρές, τόσο μικρές!
Απλές, κοινές, αληθινές.
Μες τους ανθρώπους τριγυρνούσε
και η ψυχή του σπαρταρούσε
από χαρά. Χαρά
Που δεν τη νιώθει πιά.

Μουσική: επανάληψη του «Petits Airs au Bord du Ruisseau»

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
(Μαζί με τη μουσική)
Στο χορτάρι σαν ξαπλώνεις – τέτοια γαλήνη άλλη δε νιώθεις
oμορφιά για όλο τον κόσμο – δωρεάν και με το νόμο
για τους άλλους μα όχι εμένα – τέλος βδομάδας, Σάββατο βράδι
ποτίζει ο κόσμος τα παρτέρια, πετούν ψηλά τα περιστέρια
μικρά κορίτσια τρέχουν στους κήπους, μπάλες, κορδέλες κρατούν στα χέρια
κοιτάς κρυφά πίσω απ’ τον τοίχο, ξαπλώνεις πάνω στο γρασίδι
έρχεται η όμορφη η κόρη και σου γεμίζει το ποτήρι
αυτά ’ναι μόνο που ’χεις ανάγκη, όλα τ’ άλλα είναι σπατάλη.
(Τέλος της μουσικής)

Αυτοί δεν έχουν τίποτα και όμως τα ‘χουν όλα.
Κι εγώ έχω γίνει πάμφτωχος παρά τα πλούτη κι όλα

μου τα καλά. Άδειος, πεντάρφανος, δεν το αντέχω άλλο
αυτό που μού ’πες για καλό ήταν κακό μεγάλο.
Αχ, κλέφτη τι μου σκάρωσες, ύπουλε Σατανά.
Τώρα τι κάνουνε; Μπας και τα λέει το βιβλίο αυτά;
(Πάει και τ’ ανοίγει άλλη μια φορά)
Πςς μου βιβλίο, απάντησε, της συμφοράς τεφτέρι
Έτσι που μου τα μπέρδεψες, τ’ αντίθετα έχεις φέρει !
Εσύ βιβλίο του πλουτισμού, της πλεονεξίας φόλα
Πες τώρα τι να κάνω εγώ, για να τα χάσω όλα;
Χτυπάει τηλέφωνο. Εμπρός; «Κύριε, είναι για τα κέρδη»
«Άλλη ώρα, αργότερα». Ξαναχτυπάει. «Πότε να σας τα φέρει;»
«Άλλη ώρα είπα, αφήστε με». Μ’ ακούς βιβλίο; Σε ρωτώ ξανά.
Πως θα ξαναγίνω όπως ήμουνα παλιά;

(Η αυλαία σηκώνεται. Βλέπουμε το στρατιώτη καθισμένο στο γραφείο του να φυλλομετρά το βιβλίο. Κοιτάζει γύρω του)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Με ζηλεύουν, με ζηλεύουνε όπως άνθρωπος δεν έχει ζηλευτεί
Κι εγώ είμαι νεκρός, είμαι έξω απ’ τη ζωή.

(Ο Διάβολος ντυμένος σαν γριά γυρολόγα, προβάλλει το κεφάλι πίσω από τον αριστερό παραστάτη χωρίς να τον δει ο στρατιώτης)

Εγώ είμαι ο πιο πλούσιος από τους ζωντανούς
Μα διαφορά δεν έχω απ’ τους νεκρούς.

(Ο Διάβολος προβάλλει το κεφάλι πίσω από το δεξιό παραστάτη. Ο στρατιώτης, χωρίς να τον έχει δει ακόμα, παίρνει το βιβλίο και το πετάει στο πάτωμα).

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
(Χτυπώντας την πόρτα. Με ψιλή γυναικεία φωνή)
Καλέ μου αφέντη, μπορώ να μπω;

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Τι θές;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Έχω κάτι να σου πω.
     (Προχωρώντας με μικρά βηματάκια)
Αλλά με την άδειά σου…
         (Μαζεύει το βιβλίο απ’ το πάτωμα και το δίνει στο στρατιώτη)
Κάτι σου ΄χει πέσει, αφέντη μου, αν αγαπάς.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
         (Παίρνοντας το βιβλίο)

Και λοιπόν; Από μένα τι ζητάς;

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αφέντη μου θα σου εξηγήσω, δωσ’ μου μια στιγμή,
έχω ακουμπήσει το σακί μου στο σκαλί
κι είναι γεμάτο τεφαρίκια απ’ την Ανατολή.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Άστο καλύτερα, να ’σαι καλά.

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αφέντη μου, έτσι για την ψυχή σου μοναχά.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
         (Βγάζει το πουγγί του)
Άντε, πάρε αυτά.

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αφέντη μου, για μια αξιοπρέπεια ζούμε.
Κι ό,τι δεν το κερδίζουμε, πώς να το δεχτούμε;
Μια δουλίτσα κάνουμε, κι ας είναι ταπεινή.
Όπως, σου είπα, έχω αφήσει το σακί μου στο σκαλί
Το φέρνω αμέσως, στο ‘χω εδώ στο πι και φι.
         (Πετάγεται έξω. Ξαναγυρίζει με τον σάκο του στρατιώτη και τον ακουμπάει κάτω)
Κοίτα αφέντη μου, εδώ να δεις χλιδή.
         (όλο και πιο γρήγορα)
Περιδέραια, ρολόγια, δαχτυλίδια;
         (ο στρατιώτης γνέφει όχι)
Δαντέλες; Πες μου όχι αφέντη μου χωρίς ντροπή.
Αλλοίμονο, τι λέω, αφού δεν έχεις παντρευτεί,
τη δουλίτσα μας κάνουμε αφέντη μου, την δουλίτσα μας την ταπεινή,
σχώρα με, για δες τώρα εδώ, θέλεις ένα φυλαχτό από σφυρήλατο χαλκό;
         (Ο στρατιώτης γνέφει όχι. Ο Διάβολος σαν να παραξενεύεται)
Όχι, πάλι όχι; Κι ένα καθρέφτη; Όχι; Μα το βρήκα !
Ένα ωραίο πορτρέτο σε κορνίζα.
         (Ο στρατιώτης γυρίζει προς το μέρος του)
Α! ορίστε, να και κάτι που σου τράβηξε την προσοχή.
Αλλά πάλι όχι; Πάντα όχι; Έχεις μια επιμονή…
         (Βγάζει το βιολί του στρατιώτη και το δείχνει στο κοινό.)
Ε, τότε, ένα μικρό βιολί;
         (Ο στρατιώτης πετάγεται πάνω. Ο Διάβολος είναι γυρισμένος προς το ακροατήριο και του μιλάει πάνω από τον ώμο του καθώς απομακρύνεται

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Πόσο;
         (Ο στρατιώτης αρχίζει να τον ακολουθεί)
Ποια είναι η τιμή;
         (Ο στρατιώτης τον πλησιάζει να του το πάρει. Ο Διάβολος το κρύβει πίσω από την πλάτη του)

ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Αλίμονο, θα τα βρούμε, θα ‘ναι φιλική…
         (του προτείνει το βιολί)
Δοκίμασέ το πρώτα το βιολί
Τα λέμε ύστερα για την τιμή.

(Ο στρατιώτης αρπάζει το βιολί. Δοκιμάζει να παίξει αλλά το βιολί μένει βουβό.)

Μουσική: Επανάληψη του «Petits Airs au Bord du Ruisseau»

Ο στρατιώτης γυρίζει. Ο διάβολος έχει εξαφανιστεί.
Ο στρατιώτης πετάει μ’ όλη του τη δύναμη το βιολί στο παρασκήνιο.
Ξαναγυρίζει στο γραφείο του. Επιστρέφει στο γραφείο του. Παίρνει το βιβλίο και το κάνει χίλια κομμάτια.
Πέφτει η αυλαία.

Τέλος μουσικής.

Η ιστορία του στρατιώτη

[Στο επόμενο το Δεύτερο και τελευταίο μέρος]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: