Η ιστορία του στρατιώτη

Η ιστορία του στρατιώτη

(Ολό­κλη­ρο το λι­μπρέ­το του C.F. Ramuz για την μου­σι­κή του Igor Stravisky)

Η Ιστο­ρία του στρα­τιώ­τη (L’ Histoire du Soldat) εί­ναι μια πα­ρα­βο­λή για τον πει­ρα­σμό και πώς μπο­ρεί να κά­νει τον άν­θρω­πο παι­χνί­δι στα χέ­ρια της εξου­σί­ας. Βα­σί­ζε­ται στο πα­ρα­δο­σια­κό ρω­σι­κό πα­ρα­μύ­θι «Ο στρα­τιώ­της και ο Θά­να­τος» (γνω­στό και ως «Ο λι­πο­τά­κτης και ο Διά­βο­λος») που πε­ρι­γρά­φει την ιστο­ρία ενός φα­ντά­ρου που υπη­ρέ­τη­σε πι­στά για 25 χρό­νια τον Τσά­ρο και μην έχο­ντας απο­κο­μί­σει πα­ρά τρία πα­ξι­μά­δια για πε­ριου­σία απο­φα­σί­ζει να λι­πο­τα­κτή­σει. Στην φυ­γή του συ­να­ντά­ει τον Διά­βο­λο / Θά­να­το (στα ρω­σι­κά ο θά­να­τος εί­ναι θη­λυ­κού γέ­νους) που παί­ζει με την ανά­γκη του και την στέ­ρη­σή του και τον οδη­γεί στην κα­τα­στρο­φή. Το γαλ­λι­κό λι­μπρέ­το έγρα­ψε ο Ελ­βε­τός συγ­γρα­φέ­ας Charles Ferdinand Ramuz στην κο­ρύ­φω­ση του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου και μας πα­ρου­σιά­ζει τον στρα­τιώ­τη να δί­νει το αγα­πη­μέ­νο βιο­λί του στον διά­βο­λο με αντάλ­λαγ­μα την υπό­σχε­ση για πλού­τη. Την μου­σι­κή συ­νέ­θε­σε ο Igor Stravisnsky το 1918, για ένα σε­πτέ­το με βιο­λί, κο­ντρα­μπά­σο, κλα­ρι­νέ­το, φα­γκό­το, κορ­νέ­τα (ή τρο­μπέ­τα), τρο­μπό­νι και κρου­στά (γκραν-κά­σα, τα­μπούρ­λο, τύ­μπα­να, κύμ­βα­λα, τρί­γω­νο). Την ιστο­ρία αφη­γού­νται τρείς ηθο­ποιοί: ο στρα­τιώ­της, ο διά­βο­λος και ο αφη­γη­τής. Μια χο­ρεύ­τρια παί­ζει τον ( βου­βό) ρό­λο της πρι­γκή­πισ­σας και μπο­ρεί να υπάρ­χουν και άλ­λοι χο­ρευ­τές. Λό­γω των ποι­κί­λων συγ­χρο­νι­σμών που χρειά­ζε­ται οι μου­σι­κοί συ­νή­θως διευ­θύ­νο­νται από μα­έ­στρο. Η πρε­μιέ­ρα του έρ­γου έγι­νε στη Λω­ζάν­νη στις 28/9/1918 με την χο­ρη­γία του Ελ­βε­τού φι­λάν­θρω­που Werner Reinhart, στον οποίο έχει αφιε­ρώ­σει το έρ­γο ο Stravinsky.
Η πα­ρά­στα­ση διαρ­κεί πε­ρί­που μία ώρα.
(https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=aZrPO-​1WcgQ)

Ο Στραβίνσκυ και ο Ραμύς
Ο Στραβίνσκυ και ο Ραμύς

H ΙΣΤΟ­ΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗ
(1918)

Στον Werner Rheinhart

Για να δια­βα­στεί, να παι­χτεί και να χο­ρευ­τεί

Λι­μπρέ­το: C.F. Ramuz

Ορ­χή­στρα
βιο­λί, κο­ντρα­μπά­σο, κλα­ρι­νέ­το, φα­γκό­το, κορ­νέ­τα, τρο­μπό­νι, σει­ρά κρου­στών (γκραν-κά­σα, τα­μπούρ­λο, τύ­μπα­να, κύμ­βα­λα, τρί­γω­νο)
Χα­ρα­κτή­ρες
ο Αφη­γη­τής, ο Στρα­τιώ­της, ο Διά­βο­λος
Βου­βά πρό­σω­πα
Η Πρι­γκή­πισ­σα, δύο Χο­ρεύ­τριες

Μια μι­κρή κι­νη­τή σκη­νή σε πλατ­φόρ­μα. Σε κά­θε πλευ­ρά ένα κυ­κλι­κό βά­θρο. Στο ένα βά­θρο κά­θε­ται ο αφη­γη­τής μπρο­στά σ’ ένα μι­κρό τρα­πε­ζά­κι με μια κα­νά­τα λευ­κό κρα­σί. Η ορ­χή­στρα εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νη στο άλ­λο.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Marche du soldat

Μες στη σκόνη περπατάει
Ο στρατιώτης σπίτι πάει

Δέκα μέρες άδεια έχει
Και στο δρόμο τώρα τρέχει

Προχωράει, προχωράει και πάει

Ανυπομονεί να φτάσει
Σπίτι του να ξαποστάσει

Η αυ­λαία ση­κώ­νε­ται. Η μου­σι­κή (κρου­στά) συ­νε­χί­ζει. Η σκη­νή στην όχθη ενός ρυα­κιού. Ο στρα­τιώ­της μπαί­νει. Στα­μα­τά­ει (μα­ζί με την μου­σι­κή).



ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
Ό,τι και να πεις, δεν εί­ναι άσχη­μα εδώ
  (Ο στρα­τιώ­της κά­θε­ται στη όχθη του ρυα­κιού)
όμως τι επάγ­γελ­μα κι αυ­τό !
      (Ο στρα­τιώ­της ανοί­γει το σά­κο του)
πά­ντα στο πό­δι κι ού­τε δε­κά­ρα τσα­κι­στή…
εδώ μέ­σα όλα έχουν μπερ­δευ­τεί
πά­ει και το τυ­χε­ρό του φυ­λα­χτό
(με τον προ­στά­τη άγιό του, τον Ιω­σήφ, από σφυ­ρή­λα­το χαλ­κό )
Ά όχι, να ’το!… κι άλ­λο ψά­χνει
και μέ­σα απ’ το γυ­λιό του πιά­νει
χαρ­τιά, φυ­σίγ­για, ένα κα­θρέ­φτη
(τί­πο­τα μέ­σα του δε βλέ­πει)
μα πού έχει πά­ει η ζω­γρα­φιά της
(ένα πορ­τρέ­το της κα­λής του, δώ­ρο μέ­σα από την καρ­διά της)
νά­τη κι αυ­τή. Κα­θώς σκα­λί­ζει πιο πο­λύ
βγά­ζει κι ένα μι­κρό βιο­λί.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
  (κουρ­δί­ζο­ντας το βιο­λί)
Ετού­το δω εί­ναι ολο­έ­να
ξε­κούρ­δι­στο και φάλ­τσο σαν κι εμέ­να

Ο στρα­τιώ­της αρ­χί­ζει να παί­ζει.

Μου­σι­κή: Petits airs au bord du ruisseau

(Μπαί­νει ο διά­βο­λος. Εί­ναι ένας μι­κρό­σω­μος γέ­ρος που κρα­τά­ει στο χέ­ρι μιαν από­χη για πε­τα­λού­δες. Από­το­μα, στα­μα­τά κι ακού­ει. Ο στρα­τιώ­της δεν τον έχει δεί. Ο διά­βο­λος κρύ­βε­ται. Πριν το τέ­λος της μου­σι­κής πλη­σιά­ζει το στρα­τιώ­τη από πί­σω κι ακου­μπά­ει το χέ­ρι του στον ώμο του.)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Να μου το δώ­σεις το βιο­λί.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Για­τί;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Να τ’ αγο­ρά­σω, εν­νοώ.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Μα εγώ δεν το που­λώ!

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
(ακου­μπώ­ντας κά­τω την από­χη για τις πε­τα­λού­δες και προ­τεί­νο­ντάς του με το δε­ξί χέ­ρι ένα βι­βλίο που κρα­τού­σε στην αρι­στε­ρή του μα­σχά­λη)
Τό­τε, με το βι­βλίο αυ­τό αντάλ­λα­ξέ το…

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Δεν ξέ­ρω να δια­βά­ζω, ξέ­χα­σέ το…

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Μα δεν χρειά­ζε­ται να ξέ­ρεις.
Με το βι­βλίο αυ­τό θα κα­τα­φέ­ρεις...
Άλ­λα πολ­λά… εί­ναι ένας θη­σαυ­ρός...
Εί­ναι ένας κό­σμος μα­γι­κός.
Προ­νο­μιού­χες,
    τί­τλοι, αμοι­βαία.
Εί­ναι Χρυ­σός

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Πρέ­πει όμως να μου δεί­ξεις πώς ...

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Μα φυ­σι­κά… κα­τα­λε­πτώς !

Δί­νει το βι­βλίο στον στρα­τιώ­τη που αρ­χί­ζει να δια­βά­ζει κου­νώ­ντας  τα χεί­λη του και δεί­χνο­ντας τις γραμ­μές με το δά­χτυ­λο.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Εμπρό­θε­σμα, όψε­ως, ανταλ­λα­κτή­ριο
Βι­βλίο εί­ναι τού­το ή μαρ­τύ­ριο;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Μη βιά­ζε­σαι, θα το κα­τα­λά­βεις λί­γο-λί­γο

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Μα Κύ­ριε, αν εί­ναι πο­λύ­τι­μο το βι­βλίο αυ­τό
εμέ­να το βιο­λί μου εί­ναι φθαρ­μέ­νο και πα­λιό.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Ένας λό­γος πα­ρα­πά­νω!…

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Κα­λώς λοι­πόν, αφού δε χά­νω!

Δί­νει το βιο­λί στο διά­βο­λο και ξα­ναρ­χί­ζει να δια­βά­ζει.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
Επι τη εμ­φα­νί­σει, εγ­γύ­η­ση, ζη­μία, μα…
Εδώ λέ­ει αγο­ρά στις 31 !
Σή­με­ρα δεν εί­ναι
Τρί­τη 28;
Πα­ρά­ξε­νο βι­βλίο ετού­το δώ,
προ­φη­τι­κό !
Πο­λύ πε­ρί­ερ­γο μου φαί­νε­ται αυ­τό.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
(Από­το­μα, αφού έχει προ­σπα­θή­σει να παί­ξει χω­ρίς απο­τέ­λε­σμα)
Λοι­πόν, θα ’ρ­θεις μα­ζί μου.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Να κά­νω τι;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Δεν παί­ζει το βιο­λί μου.
Πρέ­πει να ’ρ­θεις να μου το δεί­ξεις σπί­τι

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Μα έχω άδεια ως την Τρί­τη,
δέ­κα μέ­ρες μό­νο.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Την άμα­ξά μου θα σου δώ­σω να μη χά­σεις χρό­νο

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Κι η μά­να μου, που πε­ρι­μέ­νει;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Ε, πρώ­τη φο­ρά σε πε­ρι­μέ­νει;

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Κι η αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά μου που με λα­χτα­ρά­ει;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Σε λί­γες μέ­ρες, πλού­σια, μα­ζί σου θα γλε­ντά­ει.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Πού μέ­νε­τε ακρι­βώς;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Οι υπη­ρέ­τες μου σαν βα­σι­λιά θα σε φρο­ντί­σουν,
θα σε πλύ­νουν, θα σε τρί­ψουν, θα σε ντύ­σουν
ρού­χα λα­μπρά. Της κού­ρα­σης τους κό­μπους θα στους λύ­σουν.
Και σε τρεις μέ­ρες, πλού­σιο θα σε ξε­προ­βο­δί­σουν

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Και τι θα τρώ­με;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Κρέ­ας, τρεις φο­ρές τη μέ­ρα

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Κι από πιο­τό;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Κρα­σί γλυ­κό…

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Και θα ’χου­με και κά­τι να κα­πνί­ζου­με;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Πού­ρα Αβά­νας τυ­λιγ­μέ­να σε χρυ­σό


Η αυ­λαία κα­τε­βαί­νει

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
Ορί­στε, όλα πά­νε κα­τ’ ευ­χή
σας λεω, όλα πά­νε κα­τ’ ευ­χή,
τον γέ­ρο τον πα­ρά­ξε­νο στο σπί­τι ακο­λου­θεί
και βρή­κε όσα εί­χε ονει­ρευ­τεί
φρο­ντί­δες, όπως του εί­χε υπο­σχε­θεί
τέ­τοιο γλυ­κό κρα­σί δεν εί­χε πιει
ού­τε και τέ­τοιο φα­γη­τό γευ­τεί
βα­σι­λι­κό, τέ­τοια ζωή μες στη χλι­δή.
Κι έμα­θε στον οι­κο­δε­σπό­τη πώς να παί­ζει το βιο­λί
και του ’δει­ξε ο άλ­λος του βι­βλί­ου το κλει­δί.
Ύστε­ρα, σαν ήρ­θε η Τρί­τη μέ­ρα το πρωί
ο γέ­ρος εί­πε «Ήρ­θ’ η ώρα, έχεις ετοι­μα­στεί;
μα πες μου πρώ­τα, έχεις ξε­κου­ρα­στεί;»
Και εί­πε κεί­νος «Νιώ­θω φρέ­σκος σαν παι­δί»
«Βρή­κες λοι­πόν ό,τι σου εί­χα υπο­σχε­θεί;»
Κι ο Ιω­σήφ για την φρο­ντί­δα ευ­χα­ρι­στεί.
«Ωραία τό­τε, έχεις ικα­νο­ποι­η­θεί…
Και­ρός για την επι­στρο­φή!»
Ανέ­βη­καν στ’ αμά­ξι, τα μα­στί­για πλα­τα­γί­σαν
κι από έξι στό­μα­τα λευ­κοί αφροί ανα­βλύ­σαν
ο Ιω­σήφ ξαφ­νιά­στη­κε απ’ το τρά­νταγ­μα
σχε­δόν τι­νά­χτη­κε απ’ το κά­θι­σμα
μό­λις τα ζώα ξε­κι­νή­σαν
φω­νά­ζει ο γέ­ρος «τα χε­ρού­λια να κρα­τάς γε­ρά
τ’ άλο­γα αυ­τά εί­ν’ άγρια, δυ­να­τά»
μα η τρε­μού­λα τί­πο­τε δεν τον αφή­νει να κρα­τή­σει
μή­τε απ´ τα’ αμά­ξι αυ­τό τολ­μά­ει να πη­δή­σει
τον ου­ρα­νό τα άλο­γα δια­σχί­ζουν
των σύν­νε­φων το γκρί­ζο σκί­ζουν
«Εί­σ’ ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος;» φω­νά­ζει ο γέ­ρος
«Εί­σαι ακό­μα ικα­νο­ποι­η­μέ­νος;»
Στου ανέ­μου την πλά­τη τα­ξι­δεύ­ουν
σπί­τια και κά­μπους αγνα­ντεύ­ουν
γλι­στρούν πά­νω απ’ τη χώ­ρα, σε πό­ση ώρα;
Σε πό­ση ώρα;
Μα, δεν υπάρ­χει ώρα
κι όλα εί­ναι πά­λι τώ­ρα
όπως και πριν.

(Επα­νά­λη­ψη: Marche du soldat)

Μες στη σκό­νη περ­πα­τά­ει
Ο στρα­τιώ­της σπί­τι πά­ει.

Προ­χω­ρά­ει, προ­χω­ρά­ει και πά­ει

Χαί­ρε­ται που έχει φτά­σει
Σπί­τι του θα ξα­πο­στά­σει.

Ζή­τω, να, φτά­σα­με σπί­τι. Κα­λη­μέ­ρα κυ­ρά Αφρο­δί­τη
μες στην αυ­λή κά­νει δου­λειές, γεια και χα­ρά
εκεί­νη δεν του απα­ντά, μα να κι ο Λου­κάς
φί­λος κα­λός, από παι­δί, Λου­κά, ε, Λου­κά
το χέ­ρι του κου­νά­ει κα­θώς ο φί­λος του με τ’ άρο­τρο περ­νά­ει
εκεί­νος τον κοι­τά­ει μα δεν τον χαι­ρε­τά­ει
Δε με γνω­ρί­ζεις πια, εγώ εί­μαι, ο Ιω­σήφ,
ο Ιω­σήφ, ο παι­δι­κός σου φί­λος, ο φα­ντά­ρος
ο Λου­κά τον προ­σπερ­νά­ει, φεύ­γει κι ο Ιω­σήφ και πά­ει
Να το σχο­λείο, η κα­μπά­να, τα παι­διά
ο Ιω­σήφ, ο Ιω­σήφ, δε με θυ­μά­στε πια;
Το χά­νι, ο μύ­λος, χω­ρι­κοί τον συ­να­ντούν
άντρες, γυ­ναί­κες και παι­διά…δεν του μι­λούν.
Κά­θε­στε ακί­νη­τοι και με κοι­τά­τε
μα με φο­βά­στε; Για­τί δε μι­λά­τε;
Πως γί­νε­ται να μη θυ­μά­στε;

Την πρώ­τη πόρ­τα κα­τά­μου­τρα του κλεί­νουν
στη δεύ­τε­ρη τον διώ­χνουν και τον βρί­ζουν
στη τρί­τη και στις άλ­λες τα ίδια, τι κα­τά­στα­ση εί­ν’ αυ­τή
και σ’ όλες τους έχουν σκου­ριά­σει οι αρ­μοί
Μα, να, ευ­τυ­χώς βλέ­πει τη μά­να του να φτά­νει
Ο γιός σου μά­να, ο Ιω­σήφ ! Αυ­τή τα χά­νει
σαν ξέ­νο πά­νω κά­τω τον κοι­τά­ει
σταυ­ρο­κο­πιέ­ται και περ­νά­ει
αυ­τός να τρε­λα­θεί κο­ντεύ­ει, σκέ­φτε­ται «έχω τη μνη­στή μου
αυ­τή θ’α­να­γνω­ρί­σει τη μορ­φή μου
Και ξάφ­νου: «Πα­ντρε­μέ­νη !!! Με δυο παι­διά !!!»

(Με­γά­λη σιω­πή. Με­τά υπό­κω­φα)

Α !… Λη­στή, απα­τε­ώ­να τρο­με­ρέ
Τώ­ρα σε κα­τά­λα­βα αγύρ­τη βρω­με­ρέ
Το χρό­νο μού κλε­ψες λες κι ήτα­νε παι­χνί­δι
(δυ­να­τά)
Δεν ήτα­νε τρεις μέ­ρες, τρία χρό­νια ήταν ! Φί­δι
φαρ­μα­κε­ρό!
(εξα­σθε­νη­μέ­να)
Με παίρ­νουν φαί­νε­ται για ξω­τι­κό
μέ­σα στους ζω­ντα­νούς μ’ έχουν νε­κρό
(Μι­κρή παύ­ση. Ύστε­ρα δυ­να­τά)
Λη­στή, λη­στή, απα­τε­ώ­να. Κά­θη­σα να τον ακού­σω σα χα­ζός!
Κι αν ήμουν κου­ρα­σμέ­νος, πει­να­σμέ­νος, λό­γος ήτα­νε αυ­τός;
Κά­θε­στε εσείς πο­τέ ν’ αφή­σε­τε τους ξέ­νους να σας πεί­σουν;
Τους λε­τε δεν σας ξέ­ρω και τους ζη­τά­τε ήσυ­χους να σας αφή­σουν.
Εγώ όμως τι έκα­να; Φέρ­θη­κα σαν ανό­η­τος
και άφη­σα τα μά­για του να με ζα­λί­σουν !

Ση­κώ­νε­ται η αυ­λαία. Το σκη­νι­κό δεί­χνει το κα­μπα­να­ριό του χω­ριού από μιαν από­στα­ση. Βλέ­που­με το διά­βο­λο ντυ­μέ­νο σαν έμπο­ρο ζώ­ων. Ακου­μπι­σμέ­νος στο ρα­βδί του, στη μέ­ση της σκη­νής, πε­ρι­μέ­νει.


Έπρε­πε να τον μυ­ρι­στώ, κι εγώ αφε­λής, τον πί­στε­ψα
Και σαν ηλί­θιος από πά­νω, έκα­τσα και τον φί­λε­ψα
ένα βιο­λί. Τι δυ­στυ­χία θε μου τώ­ρα,

άγνω­στος στην ίδια μου τη χώ­ρα
Τι θα κά­νω τώ­ρα;
Τι θα κά­νω τώ­ρα;
Τι θα κά­νω;

Μου­σι­κή: Pastorale

Η ιστορία του στρατιώτη

Στη μέ­ση του κομ­μα­τιού κα­τε­βαί­νει η αυ­λαία. Στο τέ­λος ξα­να­νε­βαί­νει. Ίδιο σκη­νι­κό. Ο διά­βο­λος εί­ναι πά­ντα εκεί, στην ίδια θέ­ση.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ (από το πα­ρα­σκή­νιο)
Α, αγύρ­τη, απα­τε­ώ­να

(Εμ­φα­νί­ζε­ται με το σπα­θί τρα­βηγ­μέ­νο απ’ τη θή­κη και χυ­μά­ει στο διά­βο­λο)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ (ασά­λευ­τος)
Λοι­πόν, τι σκέ­φτε­σαι να κά­νεις τώ­ρα;

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
(Τρα­βιέ­ται πί­σω, φο­βε­ρί­ζο­ντάς τον ακό­μα)
Λή­σταρ­χε, σκου­λή­κι του αιώ­να !

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Τέ­τοια οι­κειό­τη­τα δεν έχου­με ακό­μα…
Ήσυ­χα, έτσι; Ορί­στε μας… Μ’ ακούς κα­λά;
Τί­πο­τα δεν μπο­ρείς να κά­νεις πια.

(Ο στρα­τιώ­της σκύ­βει το κε­φά­λι. Σιω­πή)

Έλα τώ­ρα, όλα τα ’χεις λη­σμο­νή­σει;
Και το βι­βλίο που ’χες κερ­δί­σει;

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Μες στο σά­κο το ’χω κρύ­ψει.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Τό­τε η τύ­χη σου έχει ανοί­ξει
πρό­βλη­μα δεν έχεις πια
κι εί­σαι και στρα­τιώ­της… Μα…
Επι­τέ­λους λο­χία, δείξ­τε σ’ αυ­τούς τους χω­ρι­κούς ποιος εί­στε
(φω­νά­ζει)
Μην κου­νη­θεί κα­νείς!… Φυ­λα­χτεί­τε !…
Άντε, εγώ θα στα λέω; ορί­στε!…
(Του δεί­χνει το ξί­φος)
Πά­ρ’το από δω αυ­τό!
(Ο στρα­τιώ­της ξα­να­βά­ζει το σπα­θί στη θή­κη)
Φέ­ρ’ το γυ­λιό, βάλ­τον εκεί
(Του δεί­χνει το βά­θος της σκη­νής, ο στρα­τιώ­της υπα­κού­ει)
Έτσι μπρά­βο, βή­μα τα­χύ
Έλα πί­σω, Προ­ο­οσ-χή!
Ανά­παυ­ση, βγά­λ’το το σκου­φί
φό­ρε­σε αυ­τό
      (Του πε­τά­ει ένα κα­σκέ­το)
βγά­λε τη χλαί­νη, θα βρεις παλ­τό
θα τον ξε­χά­σεις το στρα­τό
         (Ο στρα­τιώ­της βγά­ζει τη χλαί­νη)
Αλ­λά όχι ακό­μα… Προ­ο­οσ-χή
μη βγαί­νεις από τη γραμ­μή
Πού εί­ν’ το βι­βλίο;
         (Ο στρα­τιώ­της του δεί­χνει το σά­κο)
Α, ναι μου το ’χεις πει.
Πή­γαι­νε φέ­ρ’το

(Ο στρα­τιώ­της πη­γαί­νει στο σά­κο του. Ο διά­βο­λος τον πα­ρα­τη­ρεί. Ο στρα­τιώ­της ψα­χου­λεύ­ει στο σά­κο και βγά­ζει διά­φο­ρα αντι­κεί­με­να, τον κα­θρέ­φτη, ένα με­τά­λιο)

Το βι­βλίο μό­νο, τί­πο­τε άλ­λο. Έλα εδώ.
Άφη­σε κά­τω το γυ­λιό.
         (Ο στρα­τιώ­της επι­στρέ­φει με το βι­βλίο στο χέ­ρι)
Μη το κρα­τάς έτσι στο χέ­ρι, θα σου πέ­σει.
Βά­λ’το στη μα­σχά­λη, ή δέ­σ’ το στη μέ­ση.
         (Παίρ­νει το βι­βλίο και το βά­ζει κά­τω από τη μα­σχά­λη του στρα­τιώ­τη)

Κα­κο­μοί­ρη μου, αν το χά­σεις
εκα­τομ­μύ­ρια θα πε­τά­ξεις…

          (Βγά­ζει το βιο­λί απ’ την τσέ­πη του)
Αυ­τό δι­κό μου, αυ­τό δι­κό σου
Μην το ξε­χνάς, για το κα­λό σου.

(Συ­νο­δεύ­ει το στρα­τιώ­τη και φεύ­γουν. Η σκη­νή μέ­νει άδεια για λί­γο. Μου­σι­κή η ίδια που άρ­χι­σε η σκη­νή. Πέ­φτει η αυ­λαία. Τέ­λος μου­σι­κής)

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
Έπε­σε με τα μού­τρα στη με­λέ­τη, κι οι λέ­ξεις
έφερ­ναν λε­φτά… λε­φτά, λε­φτά, κι άλ­λα λε­φτά
από το διά­βα­σμα τα μά­τια του δα­κρύ­ζαν
μα μες στις τσέ­πες του οι λί­ρες κου­δου­νί­ζαν
αγό­ρα­ζε μ’ αυ­τές ό,τι πο­θού­σε
σ’ό­λη τη χώ­ρα την πρα­μά­τεια του που­λού­σε
(Κρο­τά­λι­σμα τα­μπούρ­λου)
Κυ­ρά­δες μου, κυ­ρά­δες μου δια­λέξ­τε
φου­στά­νια, ζα­κέ­τες, κορ­δέ­λες
κα­σμή­ρια, λα­χού­ρια, δα­ντέ­λες,
πε­τσέ­τες, σε­ντό­νια, χα­σέ­δες,
σερ­βί­τσια, κε­ντί­δια, τσε­βρέ­δες
τού­λια και τουλ­πά­νια
ολο­μέ­τα­ξα τουρ­μπά­νια
κε­ντη­τά πε­ρι­τρα­χή­λια
και χρω­μα­τι­στά μα­ντή­λια
κρέ­πια, στό­φες, μου­σε­λί­νες
κι απα­λές ξαν­θές ερ­μί­νες
κα­παρ­ντί­νες, κα­πε­λί­νες
και κα­λές φτη­νές κουρ­τί­νες
ποι­κι­λί­ες μο­να­δι­κές
τι­μές προ­πο­λε­μι­κές...
Δια­λέξ­τε κυ­ρά­δες μου, δια­λέξ­τε
(Κρο­τά­λι­σμα τα­μπούρ­λου)
Γυ­ρο­λό­γος δη­λα­δή, στην αρ­χή
αλ­λά με­τά, τι να τα κά­νει αυ­τά;
Τα ’μα­θε όλα τα κόλ­πα στη δου­λειά
κα­θέ­ναν πια τον κο­ροϊ­δεύ­ει
τα ξέ­ρει όλα δί­χως να μα­ντεύ­ει

Ένα βι­βλίο θη­σαυ­ρός,
μό­λις τ’ ανοί­γει θαύ­μα­τα
βγαί­νουν εμπρός
στα μά­τια του τα ορ­θά­νοι­χτα

Δεν προ­λα­βαί­νει να πο­θή­σει,
έχει από πριν ό,τι ζη­τή­σει.
Αφού κι αυ­τός όπως οι άλ­λοι
θα ’ρ­θει μια μέ­ρα να πε­θά­νει.
Και θέ­λει πριν τη μέ­ρα εκεί­νη
όλα να τα ’χει μά­νι-μά­νι.
Και μή­πως ψέ­μα­τα το λέ­ει;
Ο θά­να­τος τον πε­ρι­μέ­νει.

Θέ­λει εκεί­νο, ύστε­ρα αυ­τό
δεν έχει πα­ρά να ζη­τή­σει
πλη­ρώ­νει ό,τι επι­θυ­μή­σει
κι όλα στα πό­δια του σω­ρό.

Όλα;… λέ­ει και στα­μα­τά. Όλα; Όλα αδεια­νά.
Όλα σαν τί­πο­τα. Όλα κε­νά.
Μα τι ’ναι αυ­τά; Ει­ν’ κά­τι αυ­τά;
Πράγ­μα­τα ψεύ­τι­κα, νε­κρά
Έν’ άδειο κέ­λυ­φος, απέ­ξω μο­να­χά.
Πλού­τη μα­ζεύ­ει, πράγ­μα­τα, λε­φτά
κι όλο φτω­χό­τε­ρος ξε­μέ­νει τε­λι­κά.
Άχ, οι πα­λιές χα­ρές, τό­σο μι­κρές!
Απλές, κοι­νές, αλη­θι­νές.
Μες τους αν­θρώ­πους τρι­γυρ­νού­σε
και η ψυ­χή του σπαρ­τα­ρού­σε
από χα­ρά. Χα­ρά
Που δεν τη νιώ­θει πιά.

Μου­σι­κή: επα­νά­λη­ψη του «Petits Airs au Bord du Ruisseau»

Η ιστορία του στρατιώτη

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ
(Μα­ζί με τη μου­σι­κή)
Στο χορ­τά­ρι σαν ξα­πλώ­νεις – τέ­τοια γα­λή­νη άλ­λη δε νιώ­θεις
oμορ­φιά για όλο τον κό­σμο – δω­ρε­άν και με το νό­μο
για τους άλ­λους μα όχι εμέ­να – τέ­λος βδο­μά­δας, Σάβ­βα­το βρά­δι
πο­τί­ζει ο κό­σμος τα παρ­τέ­ρια, πε­τούν ψη­λά τα πε­ρι­στέ­ρια
μι­κρά κο­ρί­τσια τρέ­χουν στους κή­πους, μπά­λες, κορ­δέ­λες κρα­τούν στα χέ­ρια
κοι­τάς κρυ­φά πί­σω απ’ τον τοί­χο, ξα­πλώ­νεις πά­νω στο γρα­σί­δι
έρ­χε­ται η όμορ­φη η κό­ρη και σου γε­μί­ζει το πο­τή­ρι
αυ­τά ’ναι μό­νο που ’χεις ανά­γκη, όλα τ’ άλ­λα εί­ναι σπα­τά­λη.
(Τέ­λος της μου­σι­κής)

Αυ­τοί δεν έχουν τί­πο­τα και όμως τα ‘χουν όλα.
Κι εγώ έχω γί­νει πάμ­φτω­χος πα­ρά τα πλού­τη κι όλα

μου τα κα­λά. Άδειος, πε­ντάρ­φα­νος, δεν το αντέ­χω άλ­λο
αυ­τό που μού ’πες για κα­λό ήταν κα­κό με­γά­λο.
Αχ, κλέ­φτη τι μου σκά­ρω­σες, ύπου­λε Σα­τα­νά.
Τώ­ρα τι κά­νου­νε; Μπας και τα λέ­ει το βι­βλίο αυ­τά;
(Πά­ει και τ’ ανοί­γει άλ­λη μια φο­ρά)
Πςς μου βι­βλίο, απά­ντη­σε, της συμ­φο­ράς τε­φτέ­ρι
Έτσι που μου τα μπέρ­δε­ψες, τ’ αντί­θε­τα έχεις φέ­ρει !
Εσύ βι­βλίο του πλου­τι­σμού, της πλε­ο­νε­ξί­ας φό­λα
Πες τώ­ρα τι να κά­νω εγώ, για να τα χά­σω όλα;
Χτυ­πά­ει τη­λέ­φω­νο. Εμπρός; «Κύ­ριε, εί­ναι για τα κέρ­δη»
«Άλ­λη ώρα, αρ­γό­τε­ρα». Ξα­να­χτυ­πά­ει. «Πό­τε να σας τα φέ­ρει;»
«Άλ­λη ώρα εί­πα, αφή­στε με». Μ’ ακούς βι­βλίο; Σε ρω­τώ ξα­νά.
Πως θα ξα­να­γί­νω όπως ήμου­να πα­λιά;

(Η αυ­λαία ση­κώ­νε­ται. Βλέ­που­με το στρα­τιώ­τη κα­θι­σμέ­νο στο γρα­φείο του να φυλ­λο­με­τρά το βι­βλίο. Κοι­τά­ζει γύ­ρω του)

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Με ζη­λεύ­ουν, με ζη­λεύ­ου­νε όπως άν­θρω­πος δεν έχει ζη­λευ­τεί
Κι εγώ εί­μαι νε­κρός, εί­μαι έξω απ’ τη ζωή.

(Ο Διά­βο­λος ντυ­μέ­νος σαν γριά γυ­ρο­λό­γα, προ­βάλ­λει το κε­φά­λι πί­σω από τον αρι­στε­ρό πα­ρα­στά­τη χω­ρίς να τον δει ο στρα­τιώ­της)

Εγώ εί­μαι ο πιο πλού­σιος από τους ζω­ντα­νούς
Μα δια­φο­ρά δεν έχω απ’ τους νε­κρούς.

(Ο Διά­βο­λος προ­βάλ­λει το κε­φά­λι πί­σω από το δε­ξιό πα­ρα­στά­τη. Ο στρα­τιώ­της, χω­ρίς να τον έχει δει ακό­μα, παίρ­νει το βι­βλίο και το πε­τά­ει στο πά­τω­μα).

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
(Χτυ­πώ­ντας την πόρ­τα. Με ψι­λή γυ­ναι­κεία φω­νή)
Κα­λέ μου αφέ­ντη, μπο­ρώ να μπω;

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Τι θές;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Έχω κά­τι να σου πω.
     (Προ­χω­ρώ­ντας με μι­κρά βη­μα­τά­κια)
Αλ­λά με την άδειά σου…
         (Μα­ζεύ­ει το βι­βλίο απ’ το πά­τω­μα και το δί­νει στο στρα­τιώ­τη)
Κά­τι σου ΄χει πέ­σει, αφέ­ντη μου, αν αγα­πάς.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
         (Παίρ­νο­ντας το βι­βλίο)

Και λοι­πόν; Από μέ­να τι ζη­τάς;

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Αφέ­ντη μου θα σου εξη­γή­σω, δω­σ’ μου μια στιγ­μή,
έχω ακου­μπή­σει το σα­κί μου στο σκα­λί
κι εί­ναι γε­μά­το τε­φα­ρί­κια απ’ την Ανα­το­λή.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Άστο κα­λύ­τε­ρα, να ’σαι κα­λά.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Αφέ­ντη μου, έτσι για την ψυ­χή σου μο­να­χά.

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
         (Βγά­ζει το πουγ­γί του)
Άντε, πά­ρε αυ­τά.

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Αφέ­ντη μου, για μια αξιο­πρέ­πεια ζού­με.
Κι ό,τι δεν το κερ­δί­ζου­με, πώς να το δε­χτού­με;
Μια δου­λί­τσα κά­νου­με, κι ας εί­ναι τα­πει­νή.
Όπως, σου εί­πα, έχω αφή­σει το σα­κί μου στο σκα­λί
Το φέρ­νω αμέ­σως, στο ‘χω εδώ στο πι και φι.
         (Πε­τά­γε­ται έξω. Ξα­να­γυ­ρί­ζει με τον σά­κο του στρα­τιώ­τη και τον ακου­μπά­ει κά­τω)
Κοί­τα αφέ­ντη μου, εδώ να δεις χλι­δή.
         (όλο και πιο γρή­γο­ρα)
Πε­ρι­δέ­ραια, ρο­λό­για, δα­χτυ­λί­δια;
         (ο στρα­τιώ­της γνέ­φει όχι)
Δα­ντέ­λες; Πες μου όχι αφέ­ντη μου χω­ρίς ντρο­πή.
Αλ­λοί­μο­νο, τι λέω, αφού δεν έχεις πα­ντρευ­τεί,
τη δου­λί­τσα μας κά­νου­με αφέ­ντη μου, την δου­λί­τσα μας την τα­πει­νή,
σχώ­ρα με, για δες τώ­ρα εδώ, θέ­λεις ένα φυ­λα­χτό από σφυ­ρή­λα­το χαλ­κό;
         (Ο στρα­τιώ­της γνέ­φει όχι. Ο Διά­βο­λος σαν να πα­ρα­ξε­νεύ­ε­ται)
Όχι, πά­λι όχι; Κι ένα κα­θρέ­φτη; Όχι; Μα το βρή­κα !
Ένα ωραίο πορ­τρέ­το σε κορ­νί­ζα.
         (Ο στρα­τιώ­της γυ­ρί­ζει προς το μέ­ρος του)
Α! ορί­στε, να και κά­τι που σου τρά­βη­ξε την προ­σο­χή.
Αλ­λά πά­λι όχι; Πά­ντα όχι; Έχεις μια επι­μο­νή…
         (Βγά­ζει το βιο­λί του στρα­τιώ­τη και το δεί­χνει στο κοι­νό.)
Ε, τό­τε, ένα μι­κρό βιο­λί;
         (Ο στρα­τιώ­της πε­τά­γε­ται πά­νω. Ο Διά­βο­λος εί­ναι γυ­ρι­σμέ­νος προς το ακρο­α­τή­ριο και του μι­λά­ει πά­νω από τον ώμο του κα­θώς απο­μα­κρύ­νε­ται

ΣΤΡΑ­ΤΙΩ­ΤΗΣ
Πό­σο;
         (Ο στρα­τιώ­της αρ­χί­ζει να τον ακο­λου­θεί)
Ποια εί­ναι η τι­μή;
         (Ο στρα­τιώ­της τον πλη­σιά­ζει να του το πά­ρει. Ο Διά­βο­λος το κρύ­βει πί­σω από την πλά­τη του)

ΔΙΑ­ΒΟ­ΛΟΣ
Αλί­μο­νο, θα τα βρού­με, θα ‘ναι φι­λι­κή…
         (του προ­τεί­νει το βιο­λί)
Δο­κί­μα­σέ το πρώ­τα το βιο­λί
Τα λέ­με ύστε­ρα για την τι­μή.

(Ο στρα­τιώ­της αρ­πά­ζει το βιο­λί. Δο­κι­μά­ζει να παί­ξει αλ­λά το βιο­λί μέ­νει βου­βό.)

Μου­σι­κή: Επα­νά­λη­ψη του «Petits Airs au Bord du Ruisseau»

Ο στρα­τιώ­της γυ­ρί­ζει. Ο διά­βο­λος έχει εξα­φα­νι­στεί.
Ο στρα­τιώ­της πε­τά­ει μ’ όλη του τη δύ­να­μη το βιο­λί στο πα­ρα­σκή­νιο.
Ξα­να­γυ­ρί­ζει στο γρα­φείο του. Επι­στρέ­φει στο γρα­φείο του. Παίρ­νει το βι­βλίο και το κά­νει χί­λια κομ­μά­τια.
Πέ­φτει η αυ­λαία.

Τέ­λος μου­σι­κής.

Η ιστορία του στρατιώτη

[Στο επό­με­νο το Δεύ­τε­ρο και τε­λευ­ταίο μέ­ρος]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: