Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Γιαπωνέζικος κήπος: συνέντευξη με τον Δημήτρη Μελικέρτη
Συνέντευξη
1. Τα βιβλία σας, Ο Γιγαντοκυνηγός και Ουφόψαρα, στα πέρατα του Σύμπαντος, κινούνται στο χώρο του φανταστικού. Πώς λαμβάνετε την απόφαση προς τα πού (σύγχρονο παραμύθι, επιστημονική φαντασία, κ.ά.) θα προσανατολιστεί το κείμενο; Το προστάζει η ίδια η ιδέα, το ύφος ή συμβαίνει κάτι άλλο; Πώς δημιουργείται η ατμόσφαιρα του βιβλίου; Πώς επιλέγετε την αφηγηματική φωνή ώστε να συνεισφέρει σε αυτήν;
Συνήθως η ίδια η ιστορία που θέλω κάθε φορά να αφηγηθώ μου επιβάλλει το είδος στο οποίο πρέπει να γραφτεί. Φυσικά επεξεργάζομαι την επιλογή μου και με τη λογική, εξετάζοντας σε ποια φόρμα, έκταση και είδος ταιριάζει περισσότερο η μυθοπλασία. Ωστόσο, οι ιδέες τις οποίες θεωρώ δυνατές και αξιόλογες ώστε να ασχοληθώ μαζί τους, ήδη στην εκκόλαψή τους παρουσιάζονται στον νου μου σε συγκεκριμένο πλαίσιο, για παράδειγμα στον χώρο του φανταστικού με στοιχεία παραβολής, όπως στην περίπτωση του Γιγαντοκυνηγού, ή της επιστημονικής φαντασίας η οποία πραγματεύεται βαθιά ανθρώπινα ζητήματα, όπως στα Ουφόψαρα. Δεν με απασχολεί ιδιαίτερα γιατί συμβαίνει κατ' αυτό τον τρόπο, μου αρκεί αυτό το μαγικό ένστικτο να γεννά ιστορίες και να μου τις υπαγορεύει.
Όσο για την ατμόσφαιρα του βιβλίου και την αφηγηματική φωνή, εκεί αναλαμβάνει δράση ο τεχνίτης. Δοκιμάζοντας διαφορετικές εκδοχές, επιλέγω το ρούχο που ντύνεται η αρχική ιδέα. Κατά τη διάρκεια της γραφής, συνεχώς διορθώνω και επανεξετάζω ώστε αφενός η ατμόσφαιρα και η αφήγηση να κυμαίνονται στον τόνο που έχω επιλέξει, αφετέρου να πληρούν τον ρόλο τους σε συνάρτηση με τον μύθο, τους χαρακτήρες, τη γλώσσα.
2. Πώς ξεκινά η συγγραφική διαδικασία για σας; Είναι εικόνα, λέξη, ιδέα ή κάτι άλλο; Η ίδια η διαδικασία της συγγραφής πώς ξεδιπλώνεται, χρονικά και ψυχικά; Πώς το βίωμα εισβάλλει στη σκέψη σας ακόμη και όταν αυτά που γράφετε είναι «τελείως» φανταστικά;
Η γραφή για μένα ξεκινά πάντα με ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Η εικόνα που με παρακινεί να ανακαλύψω την ιστορία που κρύβεται πίσω της πάντοτε ενέχει μια συγκρουσιακή κατάσταση, είτε φανερή, είτε ελλοχεύουσα. Στη συνέχεια, υποβάλλω τον εαυτό μου σε ψυχολογικό αγώνα, άλλοτε ευχάριστο και άλλοτε επώδυνο, ώστε να παραμείνω πιστός στο κλίμα της ιστορίας για όσο το απαιτούν οι ανάγκες του κειμένου. Πειθαρχώ και αφιερώνομαι στο κείμενό μου, συχνά θυσιάζοντας άλλες πτυχές της ζωής μου. Όσο διαρκεί η μαγεία της δημιουργίας δεν είμαι ο άνθρωπος που διαφαίνεται τις υπόλοιπες στιγμές ή έχει ζήσει τη ζωή μου. Ακόμα και το βίωμα έρχεται μεταμφιεσμένο, αποκρυσταλλωμένο ή ως μακρινός απόηχος από κάτι που συνέβη που όμως δεν έχει σημασία ως γεγονός, έχει σημασία μόνο η νέα του μορφή όπως απαθανατίζεται στον λογοτεχνικό κόσμο.
3. Ποιες είναι οι διαφορές στη συγγραφική διαδικασία από το πρώτο βιβλίο στο δεύτερο; Τι έπαιξε ρόλο;
Ο τρόπος με τον οποίο εργάζομαι δεν άλλαξε από το πρώτο βιβλίο στο δεύτερο. Παρότι ο Γιγαντοκυνηγός εκδόθηκε μόλις το 2017, η σχέση μου με τη γραφή προηγείται κατά πολλά χρόνια, μέσα στα οποία δοκιμάστηκα με πολλές ιστορίες σε διαφορετικά είδη, και πιστεύω ότι πλέον έχει παγιωθεί ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζω ένα νέο κείμενο. Ωστόσο, η διαφορά στην έκταση και στο είδος μεταξύ των δύο βιβλίων μου (παραμύθι - μυθιστόρημα), σήμαινε διαφορετικό χρόνο ενασχόλησης με το καθένα. Το μέγεθος του λογοτεχνικού σύμπαντος στα Ουφόψαρα συνεπαγόταν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, περισσότερες ευκαιρίες να εμβαθύνω σε ένα θέμα, καθώς και τη δυνατότητα να εξερευνήσω ευρύτερο φάσμα συναισθημάτων, καταστάσεων, χαρακτήρων. Απ' την άλλη, η μικρή φόρμα του παραμυθιού αποτελούσε πρόκληση να δημιουργήσω έναν μικρόκοσμο ο οποίος όμως ταυτόχρονα να φαντάζει πλήρης, μεγάλος, πλούσιος, μέσα από το αφαιρετικό στοιχείο της φαντασίας και την περιεκτικότητα στην έκφραση.
4. Τα τεχνολογικά ή μαγικά αντικείμενα στήνουν το σκηνικό, οδηγούν την αφήγηση μπροστά, γίνονται πολλές φορές ο λόγος της εξέλιξης. Πόσο σημαντικά είναι αυτά τα αντικείμενα για τα βιβλία σας και πώς διαμορφώνονται από τη σύλληψη στη συγγραφή;
Είναι αρκετά σημαντικά, πιστεύω, αν ο αναγνώστης διακρίνει τον στοχασμό που κρύβεται συχνά πίσω τους και συγχρόνως διασκεδάζει με την αναπάντεχη, αλλόκοτη ή ασυνήθιστη μορφή τους. Λόγου χάρη, οι μεταφραστικαραμέλες μέσω των οποίων καταφέρνουν να συνομιλούν ο Νολ και ο Ορέστης στα Ουφόψαρα δε λύνουν αυτομάτως το πρόβλημά της επικοινωνίας μεταξύ τους. Απλώς τους βοηθούν να καταλαβαίνουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Όταν έρχεται και η συνειδητή θέληση να κατανοήσει ο μεν τον δε, τότε λαμβάνει χώρα η αληθινή επικοινωνία. Μήπως συμβαίνει το ίδιο και με τόσα μέσα επικοινωνίας στον πραγματικό κόσμο; Ταυτόχρονα, ελπίζω ότι το θέαμα είναι διασκεδαστικό όταν στη συγκεκριμένη σκηνή ο Νολ βάζει στο στόμα του τη μεταφραστικαραμέλα και αρχίζει να ταρακουνά βίαια και κωμικά το κεφάλι του, καθώς εκείνη σπάει και τριχίδιά της ταξιδεύουν μέσω της ρινικής κοιλότητας στον εγκέφαλο και στο τύμπανο του αυτιού του προκειμένου να συλλαμβάνουν τον ήχο των Ελληνικών και να τον μεταφράζουν στη γλώσσα του.
Βέβαια, τα αντικείμενα αλλάζουν μορφή και ιδιότητες από τη σύλληψη στη γραφή, ανάλογα με το ρόλο που πρέπει να επιτελέσουν κάθε φορά. Συνεχίζω να λαξεύω μέχρι το μάρμαρο να αποκτήσει αναγνωρίσιμη μορφή, έτσι έχω καταχωρίσει τη διαδικασία στον νου μου.
5. Πώς κτίζετε δεύτερους κόσμους; Πώς τα συστατικά τους, όπως τα ονόματα των χαρακτήρων, η γλώσσα (τόσο του κόσμου όσο και της αφήγησης), ο χώρος, ο χρόνος, η καθημερινή ζωή, και γενικά όλα αυτά που δημιουργούν έναν κόσμο, εισέρχονται στη συγγραφική σας διαδικασία και δίνουν λύσεις και δομή; Ποιες λογοτεχνικές, κινηματογραφικές ή άλλες παραδόσεις πληροφορούν τις συγγραφικές σας επιλογές;
Όλα τα συστατικά ενός φανταστικού κόσμου πρέπει να ηχούν τουλάχιστον πειστικά, λογικά και πιθανά, ώστε να μην διαταραχθεί η αόρατη σύμβαση που υπογράφει ο αναγνώστης με τον συγγραφέα ότι ο δεύτερος θα του διηγηθεί κάτι αληθινό. Ως εκ τούτου, απαιτείται η αντίστοιχη έρευνα που να υποστηρίζει επιστημονικά το φανταστικό στοιχείο. Δε θα έλεγα ότι τα συστατικά αυτά δίνουν απαραιτήτως λύσεις, αντιθέτως ενίοτε περιπλέκουν τα πράγματα. Σίγουρα όμως κτίζουν μια ασυνήθιστη θέαση του κόσμου, όπως είναι πιστεύω η αποστολή τους.
Τις συγγραφικές μου επιλογές σίγουρα πληροφορούν πολλές παραδόσεις, ωστόσο δεν συντάσσομαι συνειδητά με κάποια. Είναι δύσκολο τις περισσότερες φορές να ξεχωρίσω αν οι επιρροές που έχω οφείλονται σε αγαπημένα βιβλία, βιώματα ή τη δύναμη της εικόνας. Εν τέλει όλα φιλτράρονται και προβάλλουν αλλιώτικα μέσα απ' το προσωπικό εκμαγείο του κόσμου το οποίο κατασκευάζει κάθε δημιουργός.
6. Τι ρόλο έχουν τα αρχέτυπα και τα αρχετυπικά πρόσωπα, π.χ. ο γίγαντας, το ορφανό παιδί στη συγγραφική σας διαδικασία; Γιατί συνεχίζουν να γράφονται και να διαβάζονται;
Δεν επιλέγω συνειδητά να χρησιμοποιώ αρχέτυπα στα κείμενά μου, διαπιστώνω όμως ότι το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί μέσω της χρήσης τους και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο νομίζω επιβιώνουν και γράφονται και διαβάζονται. Κάπου βαθιά μέσα μας υπάρχει ένα σύμπαν κοινό για όλους, και όταν το βλέπουμε με τη μορφή ιστοριών και χαρακτήρων έξω από εμάς, το αναγνωρίζουμε και έχει τη δύναμη να μας συγκινεί και να μας προβληματίζει. Εκεί πιστεύω έγκειται και η μαγεία της λογοτεχνίας, να μας αναγκάζει να αγωνιούμε για τον "άλλο", ο οποίος εν τέλει δεν μας είναι καθόλου άγνωστος.
7. Πού γράφετε, πώς και πότε; (Μπορείτε να μας στείλετε μια φωτογραφία με σας σε αυτό τον χώρο;)
Γράφω σε πλήρη απομόνωση στο γραφείο μου, στον υπολογιστή, με πλήθος σημειώσεων στο πλάι. Δημιουργώ ατμόσφαιρα, επαναφέρω την ψυχολογία μου στη συγκεκριμένη σκηνή όπου βρίσκομαι στο κείμενο, και βυθίζομαι. Ενδεικτικά, για τα Ουφόψαρα αφιέρωσα τέσσερις μήνες για την πρώτη γραφή, δουλεύοντας αδιάλειπτα κάθε μέρα, το λιγότερο οχτώ ώρες, δεκατέσσερις το περισσότερο. Στο διάστημα αυτό βγήκα από το σπίτι για ψυχαγωγία και κοινωνικούς λόγους τρεις φορές. Κατόπιν ακολούθησαν άλλοι τέσσερις μήνες επιμέλειας, στον ίδιο ρυθμό, μέχρις ότου έμεινα ικανοποιημένος με το κείμενο.