Στις μέρες μας, όμως, το καινούργιο έγινε κατά κάποιον τρόπο αυτοσκοπός, σε σημείο που παραβλέπονται πολλοί άλλοι παράγοντες, που συνιστούν ένα έργο τέχνης, όπως η εσωτερική δομή και η ποιότητα του εικαστικού έργου, η αναφορά του σε προηγούμενες μορφές, και όλα αυτά που κάνουν ένα έργο να έχει εικαστική υπόσταση και διαχρονικότητα.
Αν προσθέσουμε και την αγωνία των νέων, κυρίως, καλλιτεχνών, να είναι μέσα στη μόδα των καιρών, όπως αυτή πλασάρεται και προβάλλεται από τα κάθε είδους μέσα και τους φορείς της σύγχρονης τέχνης, πλαστογραφείται εν πολλοίς η περιοχή της αληθινής ανάγκης για τη δημιουργία του έργου τέχνης.
Τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα τα πιο πολλά έργα σήμερα να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη που χειραγωγείται πια από τους επιμελητές εκθέσεων και καθώς η παιδεία τους δεν είναι αποτέλεσμα της επαφής τους με την πρωτογενή δημιουργία, μέσα στα εργαστήρια, αλλά καλλιεργείται στο κλίμα που μόλις περιέγραψα – δίνοντάς τους και ηγετική θέση όσον αφορά τη σύγχρονη έκφραση και χαϊδεύοντας τον ανεκπλήρωτο δημιουργικό τους πόθο.
Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί θέλουν να θεωρούνται δημιουργοί, υπάρχουν όμως και άλλοι που –προς τιμήν τους– θεωρούν τον εαυτό τους, απλά, οργανωτή εκθέσεων, πράγμα που είναι πολύ σοβαρό και θα μπορούσε να αποβεί και δημιουργικό.
Όλα αυτά, ήτοι το κυνήγι του νέου και η διαχείρισή του από τους επιμελητές εκθέσεων και διευθυντές μουσείων, έχουν δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση και απίστευτη θολούρα στα εικαστικά πράγματα, όπου βρίσκουν έδαφος να αναπτυχθούν παντός είδους παράσιτα, εις βάρος των πραγματικών δημιουργών, με αποτέλεσμα το κυνήγι του εντυπωσιασμού και του νέου να εκφράζεται με έργα που ξαφνιάζουν στην πρώτη θέαση, είτε με την ανατροπή της κλίμακας, του θέματος, είτε με τον αιφνιδιασμό στη θεματολογία και στη σύνθεση.
Γενικώς τέτοια έργα είναι μιας χρήσης, και συνήθως δεν επιδέχονται δεύτερη ανάγνωση. Μετά εξήντα χρόνια έβγαλαν στην επιφάνεια και τον Μαρσέλ Ντυσάν, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του ίδιου, κάνοντάς τον θεωρητικό μιας τέχνης περισσότερο διανοητικής, που είναι πιο εύκολο να επενδυθεί με τον λόγο, ενώ μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα οι καλλιτέχνες θεωρούνταν χειρώνακτες.
Οι τεχνοκριτικοί, πάλι, επικυρώνονται από τους καλλιτέχνες. Γι’ αυτό και οι πιο σπουδαίοι από αυτούς υπήρξαν μέλη παρέας καλλιτεχνών ή μέλη καλλιτεχνικών κινημάτων.
*
Όλο αυτό που προσπαθώ να περιγράψω ακολουθεί και τη λογική που θέλει τον κριτικό ενδιάμεσο μεταξύ έργου τέχνης και θεατή. Ο κριτικός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το έργο. Είναι αυτός που το μελετά και, ανάλογα με την ικανότητά του, το αναλύει και το κατατάσσει καλλιτεχνικά. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Κατόπιν ακολούθησε η αμερικανική «ιμπεριαλιστική» πολιτιστική πολιτική, οι δε Ευρωπαίοι συνάδελφοι τους ακολούθησαν μεταφέροντας ένα αντίστοιχο κλίμα, ώστε οι μεγάλες διεθνείς εκθέσεις [Μπιενάλε κ.λπ.] να έχουν καταντήσει να αποτελούν υπόθεση των κιουρέιτορ. Μεταξύ τους τα λένε, κανείς δεν αποτολμά να κάνει κριτική, για να μη θιχτούν πράγματα, όλα λειτουργούν σε επίπεδο κατανόησης και «πολιτισμού».
Φυσικά είναι πολύ εύκολο πολλοί καλλιτέχνες να συμμετέχουν σε αυτό το σχήμα, αφού αλλιώς δεν έχουν καμιά ελπίδα να ακουστούν.
Συμμετέχουν, δυστυχώς, και αρκετοί σημαντικοί καλλιτέχνες, δίνοντας κύρος σε διάφορα καλλιτεχνικά πανηγύρια, όπου οι πιο πολλοί νιώθουν τουλάχιστον άβολα με τη δημιουργηθείσα κατάσταση που, εν τούτοις, κανείς δεν τολμά να καταγγείλει, για να μη θεωρηθεί παρωχημένος και οπισθοδρομικός.
Έχει δημιουργηθεί ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας, που είναι αποτέλεσμα της ανασφάλειας που έχουν οι δημιουργοί γι’ αυτό που κάνουν.
Στα τέλη του 20ού αιώνα, οδηγοί της πρωτοπορίας, μέσα από το χρηματιστήριο της τέχνης, έγιναν και οι συλλέκτες και οι έμποροι τέχνης. Το κέντρο μεταφέρεται για ακόμη μια φορά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού – πάντα όμως μεταξύ των Αγγλοσαξόνων, με κορυφαίο τον Saachi. Αυτή η κατάσταση είναι ακόμα πιο επικίνδυνη, επειδή λειτουργούν με τη δύναμη του χρήματος και μπορούν να επιβάλλουν και να ποδηγετούν πιο ακραίες καταστάσεις, όπως έκαναν με τους «Νέους Βρετανούς Καλλιτέχνες».
Το «νέο» σαν αυτοσκοπός στην καλλιτεχνική προσπάθεια των νέων καλλιτεχνών εμπλουτίζεται με την πρόκληση και το κιτς. Πράγματα, άλλωστε, που βρίσκονται εν αφθονία στην καλλιτεχνική παράδοση ειδικά των Βρετανών. Είναι, βέβαια, πολύ λυτρωτικό πράγμα η τόλμη και η ελευθερία στην έκφραση. Σε ερώτηση τεχνοκριτικού σε Αγγλίδα (τουρκοκυπριακής καταγωγής) καλλιτέχνιδα, η οποία κάνει την ερωτική της ζωή τέχνη, αν το έργο της είναι τέχνη, απάντησε: «είναι, γιατί έτσι το θέλω».
Την ίδια απάντηση είχε δώσει ο Ντυσάν, όταν παρουσίασε τον ουρητήρα. Βλέπετε πώς συνδέονται τα πράγματα μετά από σχεδόν ένα αιώνα... Παρ’ όλο που στη περίπτωση του Ντυσάν ήταν μια χειρονομία διαμαρτυρίας για την κόλαση του Αˊ Παγκοσμίου πολέμου, είχε μια αλήθεια.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του αιώνα που έφυγε και, κυρίως, στο δεύτερο μισό του, ήταν η αλληλοδιείσδυση της μιας τέχνης στην άλλη. Είναι γεγονός ότι σε σωστή χρήση και ποσότητα μία τέχνη μπορεί να εμπλουτίσει κάποια άλλη, μολονότι τα όρια μεταξύ των διαφόρων μορφών τέχνης γίνονται δυσδιάκριτα. Οι εικαστικές τέχνες, προκειμένου να υιοθετήσουν νέα υλικά, άρχισαν να δανείζονται και να χρησιμοποιούν στοιχεία από τον κινηματογράφο [βίντεο], το θέατρο [περφόρμανς], τη διακόσμηση, τη διαφήμιση, ακόμα και τη δημοσιογραφία.
Στη γλυπτική και τη ζωγραφική έχουν απολύτως ανοιχτεί τα όρια μεταξύ τους – μάλλον εις βάρος της γλυπτικής. Οι πιο πολλοί ζωγράφοι δουλεύουν στον χώρο, χωρίς να συμβαίνει κάτι ανάλογο με τους γλύπτες. Δεν υπάρχει πια ο ζωγράφος ή γλύπτης, τώρα πια υπάρχει ο «εικαστικός καλλιτέχνης».
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης είναι η ανυπαρξία σχεδόν της γλυπτικής στον δημόσιο χώρο. Μια γλυπτική δημόσιου χώρου απαιτεί γνώσεις και τεχνικές που αντιφάσκουν με το γενικό κλίμα της πρόκλησης και της ευκολίας στο υλικό. Έτσι η γλυπτική έγινε «εικαστική εγκατάσταση» σε κλειστό χώρο, με τεχνητό φως και ευτελή υλικά.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν προέκυψαν ενδιαφέροντα και ευαίσθητα πράγματα, όπως π.χ. η arte povera. Αλλά για την εποχή που έγινε (δεκαετία του ’70). Στο χώρο, όμως, την απουσία της γλυπτικής αντικαθιστά η αρχιτεκτονική. Δεν είναι τυχαίο ότι αρχιτέκτονες-σταρ δημιουργούν αρχιτεκτονικά κελύφη που πιο πολύ ενδιαφέρονται για την εξωτερική πλαστική μορφολογία τους, μοιάζοντας με τεράστια γλυπτά (Γκερί, Καλατράβα, Χαντίντ κ.ά.).
Επίσης, υπάρχουν βιτρίνες καταστημάτων πολύ πιο ενδιαφέρουσες από εικαστικές εγκαταστάσεις στον χώρο, καθώς και καταπληκτικά βίντεο κλιπ πολύ καλύτερα από εικαστικά βίντεο. Αυτό είναι φυσικό, καθότι η μόδα και η διαφήμιση προσφέρει άπειρα χρήματα και προσελκύει σημαντικούς εικαστικούς.
Εκείνο, όμως, που χαρακτηρίζει τα σπουδαία έργα είναι η υπαρξιακή αγωνία, που δίνει διαχρονική υπόσταση και ποιότητα στο έργο. Ο άνθρωπος εξακολουθεί να έχει τα ίδια υπαρξιακά ερωτήματα, όπως και ο πρωτόγονος πρόγονός του. Αυτή είναι η τραγωδία και το μεγαλείο του, αυτό που ανέκαθεν τροφοδοτούσε τον ψυχισμό του και τη δύναμή του να εκφρασθεί μέσα από την τέχνη.