Ζέφη Δαράκη, Το χαμένο ποίημα, Νεφέλη 2018
*
Η ποιητική συλλογή της Ζέφης Δαράκη Το χαμένο ποίημα
κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τη συλλογή Η σπηλιά με τα βεγγαλικά για την οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Το εναγώνιο για την τέχνη και τη ζωή εντείνεται σε αυτήν τη συλλογή και επικεντρώνεται στην ποιητική πράξη την οποία δεν βιώνει ξεκομμένα από τη ζωή, αποκλεισμένη στο ποιητικό της εργαστήρι.
Το βίωμα σωματοποιείται με ιδιότυπο τρόπο στα ποιήματα. Το σώμα παύει να είναι ένα παιδί κρυμμένο, το σώμα καθρεφτίζεται στο υπομειδίαμα του χρόνου, το σώμα τη γεμίζει σημάδια. Το παρόν του παρόντος σκαλίζει το βραδάκι πάνω στα τελευταία χνάρια του σώματος.
Η Δαράκη, παρά την υπαρξιακή αγωνία που χαρακτηρίζει τα ποιήματά της και τη δραματική θέαση των πραγμάτων, δεν συνθλίβεται, όσο κι αν την κτυπάει κατά πρόσωπο το μη περαιτέρω. Παρόλο που συνειδητοποιεί ότι «...βουλιάζει ήσυχα / η καρδιά / στη βαριά λάσπη ενός καθημερινού θριάμβου που / δεν είναι άλλος / από τον θρίαμβο του τίποτα, επάνω στο ελάχιστο / κάτι της ψυχής» δεν χάνει την κατάφαση της στη ζωή. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι «Αχ ύπνε – υπνοθάνατε / ανελέητε υπερόπτη, / θ’ ανάψω τρέμοντας / προς τη ζωή / τον διακόπτη». Μένει μ’ ένα άγριο κλώνο έρωτα στο χέρι για όσα δεν έζησε και έχει ζήσει.
H λέξη όνειρο απαντάται και σε αυτήν τη συλλογή της Δαράκη δώδεκα φορές ως ουσιαστική συνισταμένη της ζωής και του ποιήματος, με τρόπο που προκαλεί ξάφνιασμα και εντείνει το ενδιαφέρον στην ανάγνωση του ποιήματος. «Το ποίημα χτισμένο απ’ το όνειρο στην πίσω όψη ενός καθρέφτη κοιτάζει επίμονα αυτό που δεν βλέπει.», «Τα όνειρα – αυτά τα ξαφνιασμένα παιχνίδια της / λογικής, / πέφτουνε δίχως ήχο και δίχως φως / παρακινώντας το σκοτάδι.», «Κάθε άλλη βοήθεια εκτός από εκείνη του ονείρου θα της ήταν απροσδόκητα ξένη…»
Ξαφνιάζει ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια αντιμετωπίζει τον χρόνο. Ο χρόνος γίνεται μια κατάλευκη σκόνη πάνω στο παλιό τραπέζι. Μέσα από τα δόντια του ο χρόνος ψελλίζει τον χρόνο. Στροβιλίζεται εν απουσία μέλλον και παρελθόν. Βιώνει το μέλλον ως έναν μορφασμό: «Αποκοίμισέ με / μέλλον αν και είσαι / ένας μορφασμός.»
Αναιρεί το ειπωμένο χωρίς κανέναν ενδοιασμό, εντείνοντας έτσι το αναπάντητο.
Λαμβάνει σοβαρά υπόψη το αθέατο ως ουσιαστική συνισταμένη της ζωής. Τα ποιήματά της δεν σου «επιβάλλονται». Η ποιήτρια δεν προσκομίζει την αλήθεια μέσα στο ποίημα. Παλεύει να ξεμπλέξει τα νήματα ενός παρόντος που τη συνθλίβει.
Τα ποιήματα διαπνέονται από γόνιμη ταραχή η οποία τούς προσδίδει ιδιαίτερη δομή. Διατηρεί σε αυτά στοιχεία προφορικότητας που καθιστούν τον λόγο της ιδιαίτερα ζωντανό. Δεν μένει απομονωμένη στο ποιητικό της εργαστήρι. Αφουγκράζεται τις φωνές των μεταναστών και τον πόνο τους. Αντλεί δύναμη από τη στοργή που ως το μονόφθαλμο άνθος άνοιγε φύλλα εναγκαλισμών πάνω από το ακίνητο της οδύνης, την ώρα που έξω στροβιλίζεται εν απουσία μέλλον και παρελθόν.
Η Δαράκη δεν βιώνει την ωριμότητα ως επί τόπου βήματα στον ποιητικό της εξώστη. Παραμένει μάχιμη ποιήτρια και διατυπώνει καίρια ερωτήματα για την ποιητική πράξη με ένα καθαρά δικό της τρόπο. Όπως έγραψε η Μαρία Λαϊνά σε σημείωμα της για την ποιητική συλλογή Το σώμα δίχως αντικλείδι, δημιουργεί ζωή σ’ ένα τοπίο που έχει πεθάνει.
Στο Xαμένο ποίημα υπάρχει η αυτοσυνείδηση του ποιητή ότι βρίσκεται μπροστά στο αδιέξοδό του. Μπροστά στην αγωνία του αμετουσίωτου της τέχνης που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να βοηθήσει τα φοβερά γεγονότα της ζωής όταν αυτά γίνονται οι ροές των μεταναστών, ... ή όταν τα προσωπικά μας πένθη παραμένουν πένθη … Το χαμένο ποίημα είναι κομβική στιγμή στην ποίηση της Δαράκη καθώς επανατοποθετεί το θέμα της μοναξιάς του δημιουργού εδώ, του ποιήματος που «χάνεται», μες στην αγωνία του «καίγεται μέσα του» – προσπερνώντας τα βήματά του και σαν εκκρεμές σημαίνει προς τον ίδιο του τον εαυτό