Σπύρος Βρεττός, Διαπραγματεύσεις, Γαβριηλίδης 2019
*
Τρία χρόνια μετά την πρώτη του πεζογραφική κατάθεση, ο Σπύρος Βρεττός επιστρέφει εκδοτικά με το έβδομο ποιητικό του βιβλίο, Διαπραγματεύσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για μια συλλογή η οποία συνοψίζει τα βασικά θέματα, μοτίβα και ζητήματα που απαρτίζουν την ποιητική μυθολογία του Βρεττού στην ολότητά της. Στο ποίημα «Τι είπε ο άντρας στη γυναίκα» ο ποιητής αναρωτιέται: Ποια ιστορία με κάλεσε, / με θέλησε τόσο πολύ; Αυτή με το μικρό ή με το κεφαλαίο γιώτα; / Όμως, τι με το γιώτα το μικρό / τι με το κεφαλαίο, / το ίδιο στην ουσία πράγμα / δέχτηκα να με παιδεύει (σσ. 20-21). Αυτή, ωστόσο, η μόνιμη συνθήκη που διατρέχει όλη του την ποίηση, δηλαδή η συνύφανση του ατομικού και του συλλογικού, στην παρούσα συλλογή διαφοροποιείται. Παρά τον εμφανή συνδηλωτικό χαρακτήρα του τίτλου, η σύγχρονη πολιτική επικαιρότητα διαδραματίζει μικρότερο ρόλο ενώ ο φακός του ποιητή εστιάζει, κυρίως, στην ενδοχώρα του ατομικού και του προσωπικού, έτσι ώστε η ιστορία να προπορεύεται της Ιστορίας.
Οι Διαπραγματεύσεις
διαρθρώνονται σε τρεις διακριτές αλλά άμεσα αλληλένδετες ενότητες. Στην πρώτη, «Ο Ανακριτής και το γεγονός», βρίσκει την καλύτερή του εκδοχή ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Βρεττού, η θεατρικότητα. Μέσα από τις σκηνοθετικές οδηγίες του ανακριτή, που είναι ένα από τα πολλά προσωπεία του ποιητή, παρατίθενται διάφορες μαρτυρίες, οι οποίες αφορούν την εξιχνίαση κάποιου γεγονότος που συνέβη στις 15 Μαρτίου, ρητή αναφορά στο καβαφικό ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί». Η καταβύθιση στα άδυτα του νου και της συνείδησης, προκειμένου οι μάρτυρες να ανασύρουν από τη μνήμη στοιχεία που θα συμβάλλουν στην αποκάλυψη και τη διαλεύκανση της υπόθεσης, υπονομεύονται διαρκώς, καθώς η μία και μοναδική αλήθεια δεν αιχμαλωτίζεται ποτέ. Αντιθέτως, η αναζήτησή της διανύει μια πορεία ολισθηρή που προσκρούει συνεχώς σε γλωσσικά και επικοινωνιακά εμπόδια. Η αδυναμία της γλώσσας να εκφράσει και να καταγράψει τα πάντα είναι έκδηλη, όπως θα δούμε και παρακάτω: Δεν θέλω να ανακρίνω πια / αλλά να ακούω. / Λέξεις να έρχονται από μακριά / ή έστω από δίπλα. / Μια γλώσσα έτοιμη παρακαλώ / και όχι να πρέπει εγώ να την συνθέτω. / Να πάψω πια να θεωρώ / ότι το γεγονός το άγνωστο, / το πιο άγνωστο απ’ όλα, / κατάντησε να είναι η γλώσσα μου / καθώς δεν πρόλαβε ποτέ τη σκέψη μου / ακέραια να την καταγράψει (σ. 22), λέει ο ανακριτής-ποιητής.
Μέσα από αυτό το ξεδίπλωμα των μαρτυριών, όπου διαπλέκονται με ευρηματικό τρόπο αφηγηματικά και δραματικά προσωπεία, αυτός που προβάλλει δραστικός είναι ο ερωτικός λόγος, ή καλύτερα ο διάλογος και ο αντίλογος, του ζευγαριού. Σε συστοιχία με τον έρωτα και ο θάνατος: Κι ο θάνατος σαν έρωτας έριξε κάτω σώματα. […] Ο έρωτας, / ο έρωτας σαν θάνατος έριξε κάτω σώματα. / Δεν το θυμάσαι; (σ. 16). Το υπό διερεύνηση γεγονός λαμβάνει ποικίλες μεταμορφώσεις και εκδοχές. Πλαισιωμένο από επανερχόμενα μοτίβα της ποίησης του Βρεττού, όπως τα πουλιά, το δάσος, το φως και η μουσική, το γεγονός ισοδυναμεί με τον πόλεμο και τον έρωτα: Και συνεπώς / ας μην κοιτάζω προς τον πόλεμο για γεγονός/ –ως τάχα ισοδύναμος ο πόλεμος με τη μεγάλη Ιστορία– / αφού και άλλα πράγματα, θα τα ’λεγα ερωτικά,/ ακούγονται πιο καθαρά ως ήχοι (σ. 21). Και συνεχίζει παρακάτω: Όμως ενδέχεται / ούτε κι ο έρωτας να είναι γεγονός. / Πιο γεγονός κι από αυτόν / ενδέχεται να είναι η ποίηση που τον στοιχειώνει (σ. 25). Μέσα από το αφηγηματικό τέχνασμα της ανάκρισης και των επινοημένων, όπως τελικά ομολογεί ο ίδιος ο ανακριτής, μαρτυριών, ο ποιητής διερευνά και διαπραγματεύεται τα ρευστά όρια της γλώσσας και του λόγου, τα οποία μόνο μέσω της ποίησης μπορούν να ακινητοποιηθούν και να χαρτογραφηθούν.
Η ανησυχία και η βάσανος της καλλιτεχνικής διαδικασίας αποκαλύπτεται εμφατικά στο ποίημα «Δύο γλυπτά που ζηλεύονται μεταξύ τους» της δεύτερης ενότητας, με τίτλο «Συνεχείς διαπραγματεύσεις». Έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική η συνομιλία του Βρεττού με τις εικαστικές τέχνες, έτσι ώστε να αποτελεί βασική ορίζουσα της ποιητικής και της αισθητικής του. Στο παραπάνω ποίημα τα δύο γλυπτά απευθύνονται στον γλύπτη τους, αποκαλύπτοντας τη βασανιστική διαδρομή της δημιουργίας τους. Μέσα από τον ανταποδοτικό διάλογο δημιουργού και δημιουργημάτων, αναδεικνύεται ακριβώς αυτό που περιγράφει ο Καβάφης στο ποίημα «Στον ίδιο χώρο» (1929): Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: / με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα. / Κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
Το θέμα της γλωσσικής αγκύλωσης σε αυτήν την ενότητα βρίσκει την καλύτερή της εκδοχή στο ποίημα «Ραμμένα χείλη (στα σύνορα)», το οποίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ένα ζευγάρι προσφύγων ράβει τα χείλη του ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς την απαγόρευση να περάσουν τα σύνορα. Η ειρωνική υπόσταση του ποιήματος έγκειται σε μια αντεστραμμένη εκδοχή της διαπραγμάτευσης, όχι δηλαδή μέσω του λόγου, αλλά μέσω του αντίποδά του, της σιωπής. Το ζευγάρι επιλέγει την αφωνία ως συλλογική διαμαρτυρία, η οποία, βέβαια, καταδυναστεύει την ερωτική έκφραση. Πίσω από τα ραμμένα χείλη πάλλεται η εσωτερική φωνή: Να ’ρθει η φωνή, να ’ρθει η φωνή πίσω απ’ τα χείλη / να ’ρθει και να ’ναι σώμα που εκφέρεται / αφήνεται στον λόγο σπάει τα χείλη, σπάει τα δόντια / σπάει τις δυνατές κλωστές, ανοίγει / κάνει τα σύνορα πιο κει, τα ανοίγει / να ’ρθει η λέξη που μόνο σε φωνή ή γεγονός / το στόμα σου ανοίγει
(σ. 31).
Τα ρευστά όρια και τα διάτρητα περιθώρια στις ποικίλες όψεις τους αποτελούν μόνιμο ζήτημα διαπραγματεύσεων. Η μεγάλη Ιστορία εγκολπώνεται τη μικρή και την αναδεικνύει κραταιά: Χάραξε κι άλλα σύνορα λοιπόν, της είπε αυτός. / Κομμάτιασε, κομμάτιασε τη γη. / Κομμάτιασε την έρημο του ανθρώπου. / Βάλε για να σε συγχωρήσω, / πάνω στον κάθε άνθρωπο την Ιστορία να συμβεί / σαν όλα να ’ναι στην αρχή, / τώρα να ξεκινάνε. / Για να μην έχουνε να λένε ότι η Ιστορία τέλειωσε / κι όλοι θα πέσουμε μες στο κενό / μετά που σβήνει και τελειώνει η γραμμή της./ Αλλά άσε με / στις δικές σου τις γραμμές να μπω, / Για ποιον τις έχεις; / Δεν είναι το κράτος μου αλλού αλλά σε σένα.
Στην τρίτη ενότητα της συλλογής, με τίτλο «Μικρή ερωτική ιστορία» και μότο Στα μάτια είναι η αφή, κι εγώ τόσο καιρό το πάλευα με χέρια, δανεισμένο από την τελευταία συλλογή διηγημάτων του ποιητή, Αόριστος άνθρωπος, ο Βρεττός καταπιάνεται για πρώτη φορά με τη φόρμα της πεζής ποίησης. Η κατίσχυση των αισθήσεων και, κυρίως, η αντιμετάθεσή τους είναι έκδηλη σε αυτό το τελευταίο μέρος: Όταν φεύγει η φωνή του, σαν δακτυλικά αποτυπώματα που βγαίνουν από τα χείλη, προχωρούν και διασκορπίζονται τα ηχητικά της κύματα. Γιατί και η φωνή από την αφή κατάγεται, που παραμένει σταθερά η πρώτη των αισθήσεων. Πρώτη η αφή των δαχτύλων και ακολουθεί η αφή των χειλιών σαν μιλούν και προπαντός σαν φωνάζουν για να ακουστούν από αυτήν που βρίσκεται μακριά. Γι’ αυτό και βλέπουμε κάποιες φορές, όσοι έχουμε την ικανότητα να δούμε, τη φωνή σαν αφή να εκστομίζεται, μην πω και σαν όραση να προχωρά. (σ. 59)
Αυτή η αναμέτρηση των αισθήσεων αποτελεί και το βασικό όχημα πρόσληψης και διαμόρφωσης της αισθητικής και της ομορφιάς, ζητήματα τα οποία ο Βρεττός πραγματεύεται διαρκώς στο πρώτο μέρος της συλλογής στο οποίο επανερχόμαστε. Ο μάρτυρας πίσω από τον φράχτη αφηγείται: Δεν ξεκολλούσα από εκεί. / Είχε υπέροχη αισθητική, που δεν μπορεί / κάτι σπουδαίο θα γινόταν. / Μάλλον αντίθετο στην ομορφιά, πάντως σπουδαίο. / Αλλά κι η ομορφιά σε τι χρειάζεται αν είναι μοναχή της;
Η έννοια της αισθητικής, άμεσα συνδεδεμένη με την ομορφιά εδώ, θεματοποιείται ως απόρροια μιας κοινόχρηστης εμπειρίας. Η ομορφιά, δηλαδή, υποστασιοποιείται μόνο ως πράξη συμμετοχής και συνύπαρξης και όχι ως κατάσταση περιχαράκωσης και μοναξιάς.
Πάσης φύσεως διαπραγματεύσεις συνθέτουν το ποιητικό σύμπαν αυτής της τελευταίας συλλογής του Βρεττού: αναμέτρηση των ερωτικών υποκειμένων με τα αντίστοιχα αντικείμενα του πόθου τους, το μικρό γεγονός που εκβάλλει στη μεγάλη ιστορία και την υπερβαίνει, η αναδίπλωση του δημιουργού μπροστά στο έργο του, η πάλη των αισθήσεων. Όλα συνομιλούν, συγκρούονται, αντιπαρατίθενται με βασικό όχημα τη γλώσσα που αποδεικνύεται ελλιπής, αναποτελεσματική ή και παραπλανητική. Ειρωνικά πλασμένο το ποιητικό εγώ ξορκίζει αυτό το παιχνίδι αναζήτησης και διαπραγμάτευσης μέσα από τις δικές του λέξεις: Ό,τι έχω να σου πω και να σου μαρτυρήσω, / αυτό το λίγο δηλαδή που ήδη ξέρεις, / αυτό και μόνο διαρκώς θα σου αναπτύσσω / προσθέτοντας κάθε φορά και μιαν ακόμα λέξη, / τονίζοντας κάθε φορά με έναν επιπλέον ήχο / την ωραία σημασία, / προσμένοντας διαρκώς να με αποδεχτείς / και μέσα από την ίδια λέξη μου / και μέσα από τα ίδια χείλη μου / να με εννοήσεις.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Διαπραγματεύσεις του Σπύρου Βρεττού