Ένα ποίημα για τον Μπόρχες

Σκίτσο: María José Daffunchio
Σκίτσο: María José Daffunchio

The smiler with the knife under the cloak[1]


Και ξάφνου εκεί που έτρωγε το λουκουμά[2] του
σταμάτησε και είπε: Βαβυλωνία.
Ελάχιστοι κατάλαβαν
πως ήθελε να πει Ρίο ντε λα Πλάτα.
Όταν το πήραν είδηση ήταν αργά.
Ποιος βάζει τώρα γκέμια στο πουλάρι
που καλπάζει από την Πάτμο ώς τη Γοττίγγη.
Έπιασε να μιλάει για βίκινγκ
στο Café Tortoni.[3]
Aυτό γιάτρεψε κάποιους απ’ τον Χουάν Πέδρο Καλού[4]
μα οι πιο ευάλωτοι κόλλησαν ρούνους και Ντέιβιντ Χιουμ.

Kι εκείνος διάβαζε
αστυνομικά μυθιστορήματα.

Έγρα­ψα αυ­τό το ποί­η­μα το 1956 και στην Ιν­δία, of all places.[5] Δε θυ­μά­μαι πο­λύ κα­λά τις πε­ρι­στά­σεις, μι­λού­σα­με για τον Μπόρ­χες με άλ­λους Αρ­γε­ντι­νούς για να ξε­χά­σου­με λι­γά­κι τους βομ­βαρ­δι­σμούς του Σου­έζ κι ένα έγ­γρα­φο της Unesco πε­ρί διε­θνούς συ­νεν­νο­ή­σε­ως που μας εί­χαν δώ­σει να με­τα­φρά­σου­με·[6] κά­ποια στιγ­μή, αι­σθάν­θη­κα πως η αγά­πη μου γι’ αυ­τόν, που ξαφ­νι­κά εί­χε εντα­θεί ανά­με­σα στους σιχ, στις μυ­ρω­διές απ’ τα μπα­χα­ρι­κά και στη μου­σι­κή που έπαι­ζε ένα σι­τάρ, ήταν κά­τι σαν practical joke[7] που μου σκά­ρω­νε ο Μπόρ­χες τη­λε­πα­θη­τι­κά απ’ το δια­μέ­ρι­σμά του στην οδό Μαϊ­πού, για να μπο­ρεί να λέ­ει με­τά: «Πε­ρί­ερ­γο, ε; Να μ’ αγα­πά­ει κά­ποιος από ένα μέ­ρος τό­σο απί­θα­νο όσο το Νέο Δελ­χί, ε;». H γρα­φο­μη­χα­νή μου φό­ρε­σε το χαρ­τί της, κι εγώ θυ­μή­θη­κα κά­τι μα­θή­μα­τα αγ­γλι­κής λο­γο­τε­χνί­ας εκεί, στην οδό Τσάρ­κας, όπου εκεί­νος μας εί­χε απο­δεί­ξει πως ο στί­χος του Τζέ­φρι Τσό­σερ ήταν ακρι­βώς η κρε­ο­λέ­ζι­κη με­τα­φο­ρά της έκ­φρα­σης «ήρ­θε με το μα­χαί­ρι κά­τω από το πόν­τσο», και μ’ έπια­σε μια ηλί­θια τρυ­φε­ρό­τη­τα που την έπνι­ξα μ’ ένα χυ­μό μάν­γκο και μ’ αυ­τό το ποί­η­μα που δεν το ’στει­λα πο­τέ στον Μπόρ­χες, πρώ­τον για­τί εγώ τον Μπόρ­χες τον εί­χα δει δύο-τρεις φο­ρές όλες κι όλες στη ζωή μου, και δεύ­τε­ρον για­τί η ζωή μού ’χε κό­ψει κά­θε όρε­ξη να στέλ­νω ποι­ή­μα­τα, ήδη από το ’38.

Δε θέ­λη­σα πο­τέ να του το δεί­ξω. Κό­ντε­ψα, βέ­βαια, όταν το πε­ριο­δι­κό L’Herne μου εί­χε ζη­τή­σει συ­νερ­γα­σία για τον τό­μο του τον αφιε­ρω­μέ­νο στον Μπόρ­χες,[8] αλ­λά φο­βή­θη­κα πως οι επαγ­γελ­μα­τί­ες μπορ­χε­σια­νοί θα διέ­βλε­παν στην ανά­λα­φρη αυ­τή σύν­θε­σή μου μια ει­ρω­νι­κή ασέ­βεια προς τον δη­μιουρ­γό που το έρ­γο του μας έχει ευ­ερ­γε­τή­σει τό­σο πο­λύ. Κρί­μα, ίσως, για­τί όταν βγή­κε ο τό­μος ήταν πε­λώ­ριος σαν ελέ­φα­ντας, κά­τι που θα απο­τε­λού­σε το ιδε­ώ­δες όχη­μα για το ιν­δι­κό μου ποί­η­μα· εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, τώ­ρα το ανα­κα­τεύω σ’ αυ­τή την τρά­που­λα,[9] κι αν βρε­θεί κά­ποιος να του το δια­βά­σει, μπο­ρεί και να χα­μο­γε­λά­σει και να το κρα­τή­σει για λί­γο στη μνή­μη του που έχει βέ­βαια κα­λύ­τε­ρες ασχο­λί­ες, αλ­λά αυ­τό εμέ­να μου φτά­νει – μα­κρό­θεν και ανέ­κα­θεν.




Ένα ποίημα για τον Μπόρχες


Ση­μειώ­σεις του με­τα­φρα­στή:

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: