Με τον Νάσο Β. είμαστε πολύ καλοί φίλοι και η φιλία μας χρονολογείται από τον καιρό που σπουδάζαμε μαζί στο Πανεπιστήμιο, παρόλο που ακολουθούσαμε διαφορετικό κύκλο σπουδών. Είχα κρυφό καημό να σπουδάσω φιλολογία, η τύχη όμως το έφερε να πέσω στις θετικές επιστήμες, μα όταν μου δινόταν η ευκαιρία, τρύπωνα σε φιλολογικούς κύκλους και διάβαζα κανένα πεζό ή κανένα ποίημα που έγραφα.
Γνωριστήκαμε ένα πρωινό, στο καφενείο που είναι απέναντι από το Παλαιό Χημείο, στην οδό Σόλωνος, κάτω από παράξενες συνθήκες. Μόλις είχα τελειώσει την παρακολούθηση κάποιου μαθήματος στο αμφιθέατρο, κατέβηκα τα ατελείωτα σκαλιά του, πήρα χαρτομάντιλα από το ψιλικατζίδικο, τα άνοιξα, κρατούσα ένα στο χέρι και ήμουν έτοιμος να μπω στο καφενείο, κρατώντας, μάλιστα, κι ένα μονό πακέτο τσιγάρα Kαρέλια φίλτρο. Οι πιο πολλοί φοιτητές κάπνιζαν τότε Kαρέλια φίλτρο για έναν πολύ σημαντικό λόγο: ήταν φτηνά. Εκείνη τη στιγμή, έβγαινε φουριόζος από το καφενείο κάποιος, που αργότερα έμαθα πως λεγόταν Νάσος Β., μου άρπαξε το μαντήλι από το χέρι και σκούπισε το παπούτσι του. Θύμωσα γιατί μου είχε πέσει το πακέτο με τα τσιγάρα. Έσκυψα να το πάρω και μόλις σηκώθηκα αυτός ο άγνωστος με έπαιρνε από το μπράτσο και πριν ακόμα συνέλθω από την έκπληξη, προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, ζητώντας μου συγνώμη. Μέσα στο καφενείο ακούγονταν γέλια, και κάποιος, κάπως αγριεμένα, απάγγελλε ένα ποίημα. Πρόσεξα μόνο πως είχε αναφερθεί το όνομα του Βάρναλη. Δεν ξέρω ποιος τρελός ήταν, πάντως άκουσα καθαρά «Βάρναλης, ο Βάρναλης ...ο μεγάλος!». Μαλάκωσε η όψη μου και πρότεινα να πάμε για καφέ πιο κάτω: Πήγαμε στη γωνία Μαυρομιχάλη και Ναβαρίνου κι εκεί ανακαλύψαμε πως μέναμε στην ίδια γειτονιά. Η γνωριμία μας στη συνέχεια κατέληξε σε φιλία.
Πέρασαν πολλά χρόνια, οι δρόμοι μας δυστυχώς χώρισαν, αλλά συνεχίζαμε να έχουμε κάποια επαφή. Την τελευταία φορά που μου τηλεφώνησε, μου μιλούσε μόνο για τον Μπόρχες. «Ο Μπόρχες είναι κοντά μας, αύριο Μυκήνες και μετά Κωνσταντινούπολη. Τι τύχη, τον συνάντησα στην Πανεπιστημίου. Μιλήσαμε. Ήταν μαζί του η Μαρία». «Ποια Μαρία;» ήταν η έκπληξή μου. «Η Κοντάμα» απάντησε σχεδόν θυμωμένα. Δεν γνωρίζεις τη Μαρία; Ξεροκατάπια. Ο Νάσος ήξερε πως κάτι γράφω κι εγώ, πολλές φορές συζητούσαμε για τον Μπόρχες και διαφωνούσαμε σε πολλά σημεία. «Τι ρώτησες;» είπα, έτσι για να προχωρήσει η συζήτηση. «Πώς του φάνηκε η Ελλάδα» απάντησε. Ήταν η δική μου σειρά να θυμώσω. «Νάσο μου, τι περίμενες δηλαδή να απαντήσει ο άνθρωπος; Τι ερώτηση είναι αυτή που του έκανες;». «Δεν ξέρω, τα έχασα, με είχε ρωτήσει ο Ηλίας αν ζούσε o Μπόρχες κι εγώ τον είδα στον καθρέφτη του καφενείου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή! Αλλά τώρα που το λες, σκέφτομαι τα καμάκια στην πλατεία Συντάγματος, και τις ερωτήσεις που κάνουν στις τουρίστριες. Πότε ήρθες; Πότε θα φύγεις; Πώς σου φάνηκε η Ελλάδα;». Επιφανειακά πράγματα. Ανούσια. Η συνομιλία μας διακόπηκε σχεδόν απότομα. Σκεφτόμουν αν είχα στεναχωρήσει τον Νάσο.
Ήθελα να τον γνωρίσω κι έτσι την άλλη μέρα πέταξα για την Αθήνα και τράβηξα κατευθείαν στα Εξάρχεια. Ο Νάσος με περίμενε. «Γρήγορα» είπε «να τον προλάβουμε». Θα τον ρωτήσω για τον Καβάφη. Είχαμε τόσα χρόνια να συναντηθούμε κι ούτε την τυπική ερώτηση αν είχα καλό ταξίδι δεν ακούστηκε από το στόμα του∙ είχε το μυαλό του στον Μπόρχες. Πάντως, τον Μπόρχες εκείνη την ημέρα, δεν τον συναντήσαμε. Δεν ήταν εύκολο. Έφυγα απογοητευμένος από την Αθήνα λίγο μετά το μεσημέρι, αφού γευματίσαμε στου «Ρόμπου», τέρμα Ζωοδόχου Πηγής.
Χωρίς να γνωρίζει κανένας τίποτα, την άλλη μέρα έφυγα. Πέταξα μόνος μου για την Κωνσταντινούπολη και συνάντησα τον Μπόρχες. Η συνάντησή μας ήταν πολύ απλή. Στην αρχή τα έχασα κι εγώ, ύστερα όμως πήρα θάρρος, και του ακούμπησα στα χέρια τα κείμενά μου. Ο Μπόρχες τα πήρε, τα φυλλομετρούσε και η Μαρία Κοντάμα γελούσε συνέχεια (για ποιο λόγο άραγε;). Τα ψαχούλεψε λίγο και μετά μου τα έδωσε πίσω χωρίς να με κοιτάζει και χωρίς να μου πει μια λέξη. Ήμουν εντελώς συγχυσμένος. Στο μυαλό μου ήρθε ο μεγαλύτερος Διδάσκαλος της προφορικής διδασκαλίας∙ ποτέ δεν μάθαμε τι έγραψε στη γη εκείνη την ημέρα, όταν τον ρώτησαν αν συμφωνεί να λιθοβολήσουν τη μοιχαλίδα. Κάτι ψέλλισα χαιρετώντας τους κι αποχώρησα. Λίγο πιο κάτω πέταξα τα χειρόγραφά μου στα σκουπίδια. Επειγόντως έπρεπε να μάθω ισπανικά.