Μπόρχες: Η φωνή του. Μουσικές

φωτ. Μαργαρίτα Βασιλά (αεροδρόμιο Χανίων, 14 Μαϊου 1984)
φωτ. Μαργαρίτα Βασιλά (αεροδρόμιο Χανίων, 14 Μαϊου 1984)

Στο ηχη­τι­κό που ακο­λου­θεί, ακού­με τον Μπόρ­χες να δια­βά­ζει τα ποι­ή­μα­τα «Εverness» και «Le regret d’Héraclite» (σε με­τά­φρα­ση Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη), κα­θώς και την πε­ρί­φη­μη δι­ή­γη­ση «Ο Μπόρ­χες κι εγώ» (σε με­τά­φρα­ση Αχιλ­λέα Κυ­ρια­κί­δη). Τα κεί­με­να εί­ναι τα εξής:

Everness

Μο­νά­χα ένα πράγ­μα δεν υπάρ­χει: η λη­σμο­νιά.
Σώ­ζει ο Θε­ός το μέ­ταλ­λο, φυ­λά­ει τη σκου­ριά
κι ενα­πο­θέ­τει στις προ­φη­τι­κές του μνή­μες
μελ­λού­με­νες και πε­ρα­σμέ­νες πια μα­ζί σε­λή­νες.

Τα πά­ντα έχουν ήδη γί­νει. H μαρ­μα­ρυ­γή
που στους κα­θρέ­φτες η μορ­φή σου έχει σκορ­πί­σει
μα κι οι λάμ­ψεις που της μέλ­λε­ται ν’ αφή­σει
ανά­με­σα στο σού­ρου­πο και την αυ­γή.

Όλα του σύ­μπα­ντος απο­τε­λούν τη μνή­μη
που έχει πά­ρει τη μορ­φή πο­λύ­μορ­φων κρυ­στάλ­λων·
οι διά­δρο­μοι εναλ­λάσ­σο­νται ο ένας με τον άλ­λον

κι η κά­θε πόρ­τα μό­λις την πε­ρά­σεις κλεί­νει·
την άλ­λη όψη της αυ­γής μό­νο αν ανά­ψεις
θ’ αντι­κρί­σεις τα Αρ­χέ­τυ­πα και τις Λάμ­ψεις.

Le regret d’Héraclite

Εγώ, που υπήρ­ξα τό­σοι και τό­σοι αν­θρώ­ποι, πο­τέ δεν έτυ­χε να εί­μαι εκεί­νος που στ’ αγκά­λια­σμά του λι­γο­θύ­μη­σε η Μα­τίλ­ντε Ούρ­μπαχ.

Κά­σπαρ Κα­με­ρά­ριους, στο Deliciae Pœtarum Borussiae, VII, 16


O Mπόρ­χες κι εγώ

Στον άλ­λον, στον Μπόρ­χες, συμ­βαί­νουν όλα. Εγώ, περ­πα­τώ στο Mπου­έ­νος Άι­ρες και στα­μα­τώ, ίσως πια μη­χα­νι­κά, για να κοι­τά­ξω την κα­μά­ρα μιας ει­σό­δου και την κα­γκε­λό­πορ­τα· νέα του Mπόρ­χες λα­βαί­νω με το τα­χυ­δρο­μείο και βλέ­πω τ’ όνο­μά του σε μια τριαν­δρία κα­θη­γη­τών ή σ’ ένα βιο­γρα­φι­κό λε­ξι­κό. Εμέ­να μ’ αρέ­σουν οι κλε­ψύ­δρες, οι χάρ­τες, η τυ­πο­γρα­φία του 18ου αιώ­να, η γεύ­ση του κα­φέ και η πε­ζο­γρα­φία του Στί­βεν­σον· ο άλ­λος, μοι­ρά­ζε­ται μα­ζί μου αυ­τές τις προ­τι­μή­σεις, αλ­λά μ’ έναν τρό­πο μα­ταιό­δο­ξο που τις με­τα­τρέ­πει σε κα­μώ­μα­τα θε­α­τρί­νου. Θα ’ταν υπερ­βο­λι­κό να πω ότι οι σχέ­σεις μας εί­ναι εχθρι­κές· εγώ ζω, εγώ αφή­νο­μαι να ζω, μό­νο και μό­νο για να μπο­ρεί ο Mπόρ­χες να υφαί­νει τη λο­γο­τε­χνία του, κι αυ­τή η λο­γο­τε­χνία με δι­καιώ­νει. Δεν έχω κα­νέ­να πρό­βλη­μα να πα­ρα­δε­χτώ πως έχει γρά­ψει με­ρι­κές αξιό­λο­γες σε­λί­δες, αλ­λά αυ­τές οι σε­λί­δες δεν μπο­ρούν να με σώ­σουν, ίσως για­τί το κα­λό δεν ανή­κει πια σε κα­νέ­ναν, ού­τε καν στον άλ­λον, αλ­λά στη γλώσ­σα ή στην πα­ρά­δο­ση. Kα­τά τα άλ­λα, εγώ εί­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να χα­θώ, να χα­θώ για πά­ντα, και μό­νο κά­ποια στιγ­μή μου μπο­ρεί να επι­βιώ­σει στον άλ­λον. Λί­γο λί­γο, του τα πα­ρα­χω­ρώ όλα, κι ας ξέ­ρω τη διε­στραμ­μέ­νη συ­νή­θειά του να πα­ρα­ποιεί και να υπερ­βάλ­λει. O Σπι­νό­ζα κα­τά­λα­βε πως όλα τα πράγ­μα­τα θέ­λουν να πα­ρα­μεί­νουν αυ­τό που εί­ναι· η πέ­τρα θέ­λει να εί­ναι αιω­νί­ως πέ­τρα, και η τί­γρη, τί­γρη. Eγώ, θα πα­ρα­μεί­νω Mπόρ­χες· όχι ο εαυ­τός μου (αν υπο­τε­θεί ότι εί­μαι κά­ποιος), αν και ανα­γνω­ρί­ζω τον εαυ­τό μου λι­γό­τε­ρο στα βι­βλία του απ’ όσο στα βι­βλία πολ­λών άλ­λων ή στο πε­ρί­τε­χνο γρα­τζού­νι­σμα μιας κι­θά­ρας. Πριν κά­ποια χρό­νια, προ­σπά­θη­σα ν’ απε­λευ­θε­ρω­θώ απ’ αυ­τόν, και πέ­ρα­σα απ’ τις μυ­θο­λο­γί­ες των προ­α­στί­ων στα παι­χνί­δια με το χρό­νο και το άπει­ρο· αυ­τά τα παι­χνί­δια, όμως, τώ­ρα πια ανή­κουν στον Mπόρ­χες, και θα χρεια­στεί να επι­νο­ή­σω άλ­λα. Έτσι, όλη μου η ζωή εί­ναι μια φυ­γή, κι όλα τα χά­νω κι όλα ανή­κουν στη λή­θη – ή σ’ αυ­τόν.
Δεν ξέ­ρω ποιος από τους δυο μας γρά­φει αυ­τή τη σε­λί­δα.


Οι μου­σι­κές:

Αstor Piazzola-Jorge Louis Borges: «Jacinto Chiclana» («Χα­σί­ντο Τσι­κλά­να»). Εκτέ­λε­ση: Daniel Binelli, Jairo, Lito Cruz
Αstor Piazzola-Jorge Louis Borges: «Milonga Nocturna» («Νυ­χτε­ρι­νή μι­λόνκ­γα». Εκτέ­λε­ση: Daniel Binelli, Jairo, Lito Cruz
Αstor Piazzola-Jorge Louis Borges: «Alguien le dice al tango» «Κά­ποιος λέ­ει στο ταν­γκό»). Εκτέ­λε­ση: Valeria Munarriz
J. L. Castiῆeira de Dios-Jorge Louis Borges: «A un gato» («Σ’ έναν γά­το»). Εκτέ­λε­ση: Valeria Munarriz


Οι στί­χοι του τε­λευ­ταί­ου τρα­γου­διού (σε με­τά­φρ. Δ.Κ.):

Σ’ έναν γά­το

Δεν εί­ναι πιο σιω­πη­λοί οι κα­θρέ­φτες,
ού­τε η αυ­γή η πο­λυ­κύ­μα­ντη εί­ναι πιο από­κρυ­φη·
εί­σαι κεί­νος ο πάν­θη­ρας που μό­νο από μα­κριά,
στο φεγ­γα­ρό­φω­το, μας επι­τρέ­πει να κοι­τά­ζου­με η μοί­ρα.
Μά­ταια σε ψά­χνου­με μες στους ανε­ξι­χνί­α­στους
μη­χα­νι­σμούς κά­ποιου θεϊ­κού νό­μου·
πιο από­μα­κρος κι από το δει­λι­νό ή απ’ τον Γάγ­γη
εσύ κρα­τάς της μο­να­ξιάς το μυ­στι­κό αντι­κλεί­δι.
Η ρά­χη σου αφή­νε­ται στο ανά­λα­φρο
του χε­ριού μου το χά­δι. Αιώ­νες τώ­ρα
που έχουν χα­θεί στη λη­σμο­νιά, αφή­νεις μό­νο
στο χέ­ρι το δι­στα­χτι­κό να σ’ αγα­πά.
Ζεις σε αλ­λιώ­τι­κους και­ρούς. Εξου­σιά­ζεις
έναν κό­σμο κα­τά­κλει­στο, όπως του ονεί­ρου.





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: