Στο ηχητικό που ακολουθεί, ακούμε τον Μπόρχες να διαβάζει τα ποιήματα «Εverness» και «Le regret d’Héraclite» (σε μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη), καθώς και την περίφημη διήγηση «Ο Μπόρχες κι εγώ» (σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη). Τα κείμενα είναι τα εξής:
Everness
Μονάχα ένα πράγμα δεν υπάρχει: η λησμονιά.
Σώζει ο Θεός το μέταλλο, φυλάει τη σκουριά
κι εναποθέτει στις προφητικές του μνήμες
μελλούμενες και περασμένες πια μαζί σελήνες.
Τα πάντα έχουν ήδη γίνει. H μαρμαρυγή
που στους καθρέφτες η μορφή σου έχει σκορπίσει
μα κι οι λάμψεις που της μέλλεται ν’ αφήσει
ανάμεσα στο σούρουπο και την αυγή.
Όλα του σύμπαντος αποτελούν τη μνήμη
που έχει πάρει τη μορφή πολύμορφων κρυστάλλων·
οι διάδρομοι εναλλάσσονται ο ένας με τον άλλον
κι η κάθε πόρτα μόλις την περάσεις κλείνει·
την άλλη όψη της αυγής μόνο αν ανάψεις
θ’ αντικρίσεις τα Αρχέτυπα και τις Λάμψεις.
Le regret d’Héraclite
Εγώ, που υπήρξα τόσοι και τόσοι ανθρώποι, ποτέ δεν έτυχε να είμαι εκείνος που στ’ αγκάλιασμά του λιγοθύμησε η Ματίλντε Ούρμπαχ.
Κάσπαρ Καμεράριους, στο Deliciae Pœtarum Borussiae, VII, 16
O Mπόρχες κι εγώ
Στον άλλον, στον Μπόρχες, συμβαίνουν όλα. Εγώ, περπατώ στο Mπουένος Άιρες και σταματώ, ίσως πια μηχανικά, για να κοιτάξω την καμάρα μιας εισόδου και την καγκελόπορτα· νέα του Mπόρχες λαβαίνω με το ταχυδρομείο και βλέπω τ’ όνομά του σε μια τριανδρία καθηγητών ή σ’ ένα βιογραφικό λεξικό. Εμένα μ’ αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του 18ου αιώνα, η γεύση του καφέ και η πεζογραφία του Στίβενσον· ο άλλος, μοιράζεται μαζί μου αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ’ έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε καμώματα θεατρίνου. Θα ’ταν υπερβολικό να πω ότι οι σχέσεις μας είναι εχθρικές· εγώ ζω, εγώ αφήνομαι να ζω, μόνο και μόνο για να μπορεί ο Mπόρχες να υφαίνει τη λογοτεχνία του, κι αυτή η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ πως έχει γράψει μερικές αξιόλογες σελίδες, αλλά αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως γιατί το καλό δεν ανήκει πια σε κανέναν, ούτε καν στον άλλον, αλλά στη γλώσσα ή στην παράδοση. Kατά τα άλλα, εγώ είμαι καταδικασμένος να χαθώ, να χαθώ για πάντα, και μόνο κάποια στιγμή μου μπορεί να επιβιώσει στον άλλον. Λίγο λίγο, του τα παραχωρώ όλα, κι ας ξέρω τη διεστραμμένη συνήθειά του να παραποιεί και να υπερβάλλει. O Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι· η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη, τίγρη. Eγώ, θα παραμείνω Mπόρχες· όχι ο εαυτός μου (αν υποτεθεί ότι είμαι κάποιος), αν και αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία του απ’ όσο στα βιβλία πολλών άλλων ή στο περίτεχνο γρατζούνισμα μιας κιθάρας. Πριν κάποια χρόνια, προσπάθησα ν’ απελευθερωθώ απ’ αυτόν, και πέρασα απ’ τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο· αυτά τα παιχνίδια, όμως, τώρα πια ανήκουν στον Mπόρχες, και θα χρειαστεί να επινοήσω άλλα. Έτσι, όλη μου η ζωή είναι μια φυγή, κι όλα τα χάνω κι όλα ανήκουν στη λήθη – ή σ’ αυτόν.
Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας γράφει αυτή τη σελίδα.