Ι. Το τραγικό στοιχείο στον Τομ του Γυάλινου κόσμου
Στο βιβλίο της Το Τραγικό, η Τραγωδία και ο Φιλόσοφος στον Εικοστό Αιώνα η Χαρά Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην τραγική οπτική του Arthur Miller,[1]
χαρακτηρίζοντάς τον κατασκευαστή τραγικών δραμάτων που φωτίζουν «την τραγωδία του σημερινού, δυτικού ανθρώπου».[2]
Ωστόσο, λίγο πιο κάτω, περιδιαβαίνοντας η καθηγήτρια δοκίμιά του για το θέατρο, συμπεραίνει ότι εκείνος «αποδίδει στην τραγωδία δύο στοιχεία που δεν την προσδιορίζουν ουσιωδώς: τον αγώνα για την ευτυχία και ένα ηθικό αίτημα καθολικού βεληνεκούς».[3]
Βάζει, όμως, ο σπουδαίος δραματουργός, στον πυρήνα του τραγικού, τον αγώνα του μέσου ανθρώπου να ελευθερωθεί επιτυγχάνοντας έναν αξιοπρεπή βίο αυτοπραγμάτωσης και ολοκλήρωσης.[4]
Αν αποπειραθεί κανείς να συνδέσει τις Μιλερικές απόψεις περί του τραγικού ίσως και να συμπέραινε ότι το τραγικό βρίσκεται στη σύγκρουση δύο αντιθετικών ‘‘ΘΕΛΩ’’ του μέσου ανθρώπου, μίας Διονυσιακής άνευ όρων διεκδίκησης της ευτυχίας, συνώνυμης λίγο πολύ μ’ ένα κυνήγι ηδονών, και από την άλλη, της φωνής της λογικής, της υστεροφημίας, που βάζει φρένο στο τώρα και μιλάει για τη διάρκεια, για την συντήρηση, που ενώ στην αρχή φαντάζει μία ήττα, είναι νίκη· ενώ στην αρχή φαντάζει καταπίεση των θέλω, εν τέλει είναι η μεγαλύτερη ελευθερία, ασκητική μεν, απελευθερωτική δε. Και κάπου εδώ ο Miller θα συναντηθεί με τον Επίκτητο.
«Πώς όμως ένας άνθρωπος που δεν έμαθε να απαλλάσσεται απ’ τον πόθο κι απ’ τον φόβο, πώς μπορεί να είχε ποτέ του ελευθερία;» αναρωτιέται στο έργο του Περί Ελευθερίας[5] ο μέγας στωικός φιλόσοφος. Αν αναλογιστεί, μάλιστα, κανείς ότι το τελευταίο κεφάλαιο τιτλοφορείται από το μεταφραστή του έργου, Θάνο Σαμαρτζή, ως εξής: «Πώς να διαφυλάσσεις την αξιοπρέπειά σου σε κάθε περίσταση»,[6] εύκολα θα διαπιστώσει τη συγγένεια της σκέψης Επίκτητου και Miller. Ακόμα, στο επίμετρό του, ο Σαμαρτζής αναφέρει (παρατηρεί) μεταξύ άλλων:
Η έννοια πάνω στην οποία χτίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της σκέψης του Επίκτητου είναι η έννοια της δύναμης, της ισχύος, της εξουσίας.
Κάποια πράγματα τα έχουμε υπό την εξουσία μας, υπό τον έλεγχό μας.
Περιλαμβάνονται στη σφαίρα της ισχύος μας, της δύναμής μας. […]
Βλέπουμε ότι η έννοια της εξουσίας ή της δύναμης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια της θέλησης. […]
Έτσι, αν θέλω να μιλήσω, τότε μιλάω…Αντίθετα, το αν θα είναι μέρα ή νύχτα δεν είναι στη σφαίρα της εξουσίας μου. […]
Θα ονομάσουμε τα πράγματα εκείνα που είναι στη σφαίρα της εξουσίας μου, τα πράγματα δηλαδή που, αν θέλω να είναι κάπως, είναι κάπως και που, αν θέλω να είναι αλλιώς, είναι αλλιώς, δικά μου πράγματα. Τα δικά μου πράγματα τα έχω, τα εξουσιάζω, τα ελέγχω. Τα πράγματα πάλι που βρίσκονται έξω από τη σφαίρα της εξουσίας μου θα τα πούμε πράγματα ξένα. […]
Όταν αυτό που θέλω να συμβαίνει συμβαίνει, χαίρομαι. Αν πάλι αυτό που θέλω να συμβαίνει δεν συμβαίνει, τότε στεναχωριέμαι. Στεναχωριέμαι, επειδή δεν αρκεί να θέλω κάτι να συμβεί για να συμβεί. Αυτή είναι η θεμελιώδης αιτία κάθε λύπης, πόνου και στεναχώριας…Το ότι δηλαδή η σφαίρα των πραγμάτων που θέλω δεν συμπίπτει με τη σφαίρα της εξουσίας μου. […]
Λέμε δούλο τον άνθρωπο που θέλει πράγματα που του είναι ξένα, επειδή ακριβώς είναι εξαρτημένος απ’ αυτά τα ξένα προς τον ίδιο πράγματα. Το πώς θα είναι αυτός, το αν θα είναι χαρούμενος ή στεναχωρημένος, εξαρτάται από το πώς θα είναι κάτι άλλο, το πράγμα που θέλει να είναι κάπως και όχι αλλιώς. […]
Αντίθετα…Η ελευθερία εδώ νοείται ακριβώς ως ανεξαρτησία από οτιδήποτε δεν είναι δικό μου, από οτιδήποτε δεν βρίσκεται υπό την εξουσία μου, υπό τον έλεγχό μου.[…]
Με δεδομένες τις παραπάνω παραδοχές, δύο είναι οι δρόμοι για την ελευθερία: ο δρόμος της διερεύνησης της δύναμης· και ο δρόμος του περιορισμού της θέλησης. Ο πρώτος δρόμος συνίσταται στο να μεγαλώσει η σφαίρα των πραγμάτων που τα έχω υπό την εξουσία μου. Ο δεύτερος στο να περιοριστεί η θέλησή μου μονάχα σε πράγματα που είναι ήδη υπό την εξουσία μου και σε τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο σκοπός είναι να συμπέσει η σφαίρα των πραγμάτων που εξουσιάζω με τη σφαίρα των πραγμάτων που θέλω, δηλαδή που μ’ ενδιαφέρουν. Αν θέλω κάτι να είναι κάπως κι αυτό δεν είναι κάπως, τότε στεναχωριέμαι. Για να μην στεναχωριέμαι, είτε πρέπει να κατακτήσω το πράγμα, να το ιδιοποιηθώ, να το κάνω δικό μου, να το φέρω στη σφαίρα της εξουσίας μου, ώστε αυτό να είναι ανά πάσα στιγμή όπως εγώ θέλω να είναι· είτε πρέπει να πάψω να θέλω αυτό το πράγμα να είναι κάπως, να πάψω δηλαδή να νοιάζομαι και να ενδιαφέρομαι γι’ αυτό. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στην ελευθερία, με την έννοια που δώσαμε εδώ στη λέξη. Ο Επίκτητος…προκρίνει τον δεύτερο: τον δρόμο της «ακύρωσης της λαχτάρας», για να χρησιμοποιήσουμε μια δική του έκφραση.[7]
Σε αυτό το σημείο αν συνδέσουμε όλα τα κομμάτια των ιδεών που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα: Δια μέσου της «ακύρωσης της λαχτάρας» που προτείνει ο Στωικός φιλόσοφος, κατακτά το άτομο την ευτυχία του ταυτόχρονα με έναν αξιοπρεπή βίο αυτοπραγμάτωσης και ολοκλήρωσης.[8]
Αυτό όμως συνιστά και μία ηθική κατάκτηση. Ο άνθρωπος παύει να ανταγωνίζεται τους γύρω του, δεν διεκδικεί τίποτα από αυτούς, παρά μόνο δέχεται με ανοικτές αγκάλες ό,τι του δίνουν οι άλλοι. Εν ολίγοις, μην προκαλώντας προβλήματα στους άλλους γίνεται καλύτερος πολίτης με αποτέλεσμα να έχουμε μία ηθική πρόοδο «καθολικού βεληνεκούς». Επομένως, για τον Επίκτητο, τραγικός, ενδεχομένως, να είναι ο άνθρωπος που συνεχίζει να τρέχει αρειμανίως στο «δρόμο της διερεύνησης της δύναμης».
Ωστόσο, για κάποιον άλλο, έναν ηδονιστή για παράδειγμα, τραγικός θα ήταν αυτός που «ακυρώνει τη λαχτάρα του» για ηδονή. Αντιθέτως, για τον Miller, ή για τον Tennessee Williams και πιο συγκεκριμένα στο παράδειγμα του Τομ, πρωταγωνιστή του Γυάλινου Κόσμου που συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας μελέτης, το τραγικό δεν βρίσκεται στον δρόμο αυτό καθαυτό –τον ηθικό ή τον ανήθικο, τον εγωιστικό ή αλτρουιστικό, ας το ονομάσει ο καθείς όπως επιθυμεί–, αλλά τουναντίον, στην ίδια τη σύγκρουση που βιώνει ο ήρωας βρισκόμενος ενώπιος ενωπίω των επιλογών του, ακριβώς λίγο πριν επιλέξει ποιο δρόμο θα πάρει, αλλά και στη συνέχεια όταν κατακλύζεται από τύψεις για τον απολεσθέντα βίο του! Υπάρχει μία εσωτερική απελπισία στον τραγικό ήρωα που προέρχεται από αυτή τη σύγκρουση.
Στον Γυάλινο κόσμο, λοιπόν, ο κεντρικός ήρωας Τομ έχει δύο κυρίαρχα «Θέλω ζωής» που συγκρούονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα να νιώθει ενοχές. Από τη μία θέλει να είναι ελεύθερος, να φύγει από την οικογενειακή εστία και το επάγγελμα που τον καταπιέζει, από την άλλη θέλει να παραμείνει πιστός στην αδερφή και τη μητέρα του.
ΤΟΜ
Άκου! Νομίζεις πως τρελαίνομαι για την αποθήκη; [Στρέφεται οργισμένα προς τη λιγνή μορφή της Αμάντας.] Πως είμαι ερωτευμένος με την Υποδηματοποιία Κοντινένταλ; Νομίζεις πως θέλω να περάσω πενήντα χρόνια εκεί μέσα με τις λευκές λάμπες φθορίου και την πλαστική επένδυση στους τοίχους; Άκου! Καλύτερα να ’παιρνε κανείς ένα λοστό και να μου πέταγε τα μυαλά έξω – παρά να πηγαίνω εκεί κάθε πρωί…Αλλά σηκώνομαι. Πηγαίνω! Για εξηνταπέντε δολάρια τον μήνα απαρνιέμαι ό,τι ονειρεύομαι να κάνω και ό,τι ονειρεύομαι να γίνω. Κιεσύ μου λες «ο εαυτός μου» – ο εαυτός μου είναι μονάχα αυτό που σκέφτομαι. Άκου το μια και καλή, μητέρα, αν ήταν μόνο ο εαυτός μου αυτό που σκέφτομαι, θα ήμουν τώρα εκεί που είναι αυτός – ΜΑΚΡΙΑ! [Δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα του] Όσο πιο μακριά μπορεί κανείς να φτάσει! [Πάει να φύγει. Η Αμάντα τον πιάνει από το μπράτσο]. Μη με κρατάς, μητέρα![9]
Εν περιλήψει, ο Τομ Γουίνγκφιλντ είναι ένας νεαρός Αμερικανός πολίτης του νότου της Αμερικής, είκοσι δύο ετών, αποθηκάριος, ζει μαζί με τη μητέρα του Αμάντα, και την αδερφή του Λώρα. Ο πατέρας του έχει εγκαταλείψει την οικογένεια. Παρότι απόφοιτος λυκείου, ο Τομ είναι καλλιεργημένος. Τη ρουτίνα της άχαρης καθημερινότητάς του σπάνε τα ξενύχτια κι ο έκκλητος βίος, με άφθονο τσιγάρο, ποτό, σεξ, αλλά και σινεμά, ποίηση. Η διασκέδαση δηλαδή και η τέχνη, ως διέξοδοι από μία βαρετή καθημερινότητα όπου καταπιέζεται από μία δουλειά που δεν αγαπά, αλλά κυρίως από την ίδια τη μητέρα του. Οφείλει να φανεί αντάξιος των προσδοκιών της, να είναι πάντα ο προστάτης της οικογένειας (δεδομένης και της απουσίας του πατέρα), και πιο συγκεκριμένα να βρει γαμπρό για την αδερφή του. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, όλου του έργου, ο Τομ βασανίζεται από αυτά τα δύο αντικρουόμενα «θέλω» του. Παρότι δεν ακολουθεί τη μέθοδο του Επίκτητου, αφού δεν «ακυρώνει τη λαχτάρα» του για ηδονή, και απλώς την περιορίζει, στο τέλος, όταν εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, στα χνάρια του πατέρα του, επιλέγει σίγουρα το «δρόμο της διερεύνησης της δύναμης» που δεν είναι άλλος από την επιλογή της διεκδίκησης μιας απόλυτης ελευθερίας, χωρίς υποχρεώσεις και κανόνες. Αυτό, φυσικά, δεν παύει να του δημιουργεί τύψεις στη συνέχεια που τις βλέπουμε στα επαναλαμβανόμενα flash back του έργου, όταν ο Τομ απευθύνεται στο κοινό σε πρώτο πρόσωπο. Επίσης, κάτι εξαιρετικά σημαντικό που παρατηρεί ο C.W.E. Bigsby:
Ο Τομ διηγείται το έργο φορώντας τη στολή του Εμπορικού Ναυτικού. Αντάλλαξε μία δουλειά στην αποθήκη για μία στη θάλασσα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η εγκατάλειψη της μητέρας και της αδερφής του έχει καθαγιαστεί από την απελευθέρωση ή τη δημόσια αναγνώριση του ταλέντου του. Όπως ο πατέρας του πριν από αυτόν, ο Τομ έχει ερωτευθεί τις μακρινές αποστάσεις,μπερδεύοντας την κίνηση με την πρόοδο.[10]
Γι’ αυτό, λοιπόν, και ο Γυάλινος Κόσμος αποτυπώνει επάξια «την τραγωδία του σημερινού, δυτικού ανθρώπου».[11]
Επειδή, ακριβώς, ο Τομ φτάνει στο τέλος να αναπολεί το παρελθόν από το οποίο ήθελε να αποδράσει, έχουμε στο πρόσωπό του ένα τρανό παράδειγμα τραγικού ήρωα που βασανίζεται συνεχώς από το βάρος της επιλογής των ‘‘δύο δρόμων’’. Στο τέλος, δε, το παρόν του φτάνει ενδεχομένως να είναι ακόμα χειρότερο κι από το παρελθόν του[12], κάτι που έρχεται να υπογραμμίσει την αξία και την βαρύτητα των ανθρώπινων επιλογών. Το τραγικό, εν ολίγοις, στον Γυάλινο Κόσμο, όντας απόλυτα συνυφασμένο με την ανθρώπινη επιλογή και τις τύψεις που εκείνη προκαλεί, καταλήγει να συνδεθεί μ’ ένα βασανιστικό ερώτημα, αν όντως έχουμε ελεύθερη βούληση και κατά συνέπεια αν είμαστε ή όχι υπεύθυνοι των πράξεών μας. Αυτό που βασανίζει, λοιπόν, τον Τομ και τον καθιστά τραγικό ήρωα, όπως και την πράξη-επιλογή του να εγκαταλείψει το πατρικό του τραγική, είναι το κατά πόσο έκανε λανθασμένη επιλογή να εγκαταλείψει το σπίτι του και έχασε μέσα από τα χέρια του μία καλύτερη συνθήκη από αυτή στην οποία βρίσκεται. Το τραγικό, επομένως, δεν είναι μία συνθήκη αυτή καθαυτή ή κάτι που μπορεί να ορισθεί αντικειμενικά, αλλά συνιστά κάτι καθαρά υποκειμενικό, άρρηκτα συνδεδεμένο με το βίωμα, πως νιώθει κανείς μετά τις επιλογές που έχει κάνει. Η θεματική του Tennessee Williams, άλλωστε, κατά τον Arthur Miller, ορίζεται ως εξής: «οι άνθρωποι κατά βάση χάνουν τη μάχη ακριβώς στη σκιά του βουνού από την κορυφή του οποίου θα μπορούσαν να έχουν μια καθαρή εικόνα του Θεού»,[13] ή των ίδιων τους των επιλογών, θα προσθέσω εγώ!
Δεν πρέπει να παραλείψουμε, ωστόσο, το γεγονός ότι αυτό το χειρότερο παρόν για τον Τομ, έχει μία σημαντική δόση απελευθέρωσης και δημιουργικότητας, διότι τώρα βλέπουμε τον Τομ να δημιουργεί τέχνη. Επομένως, μήπως ο Τομ παραιτείται από το «δρόμο της διερεύνησης της δύναμης» στην πραγματική ζωή, προσφεύγοντας στον δρόμο της τέχνης, η οποία είναι πλέον και η μόνη που μπορεί να του προσφέρει τη δύναμη, τη χαρά, την ηδονή που του στερεί η σκληρή πραγματικότητα; Μήπως μόνον έτσι μπορεί να απελευθερωθεί από την τραγικότητά του; Διότι, ο συγγραφέας Τομ, κάτι που γίνεται πασίδηλο στους μονολόγους του έργου,[14] επιχειρεί με τον Γυάλινο Κόσμο την καταστροφή της τραγικής πραγματικότητας.

ΙΙ. Το κωμικό στοιχείο στον Τομ του Γυάλινου κόσμου
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι οι μονόλογοι του Τομ βρίθουν από ειρωνεία και χιούμορ. Η προσφυγή στο κωμικό, όπως άλλωστε και όλος ο Γυάλινος κόσμος, αλλά κατά μία έννοια και η ίδια η φύση της τέχνης, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, την ανθρώπινη ανάγκη για ζωτικά ψεύδη.
Τα σχόλια που κάνουν οι μονόλογοι του Τομ δεν είναι συναισθηματικού τύπου· δηλαδή, δεν αποτελούν απλώς εκφράσεις μιας μελαγχολικής νοσταλγίας για τον χαμένο, καταδικασμένο κόσμο της Αμάντας, της Λώρας και του γυάλινου κόσμου, αλλά περιλαμβάνουν επίσης έναν ικανό βαθμό ειρωνείας και χιούμορ που κινείται προς την αντίθετηκατεύθυνση. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτουν τον Τομ ως ποιητή: οι μονόλογοί του δείχνουν πώς δημιουργεί ως καλλιτέχνης χρησιμοποιώντας το ακατέργαστο υλικό της ζωής του.[15]
Τώρα, όσων αφορά τη σύνδεση του τραγικού με το κωμικό, δεν μπορώ παρά να συνεχίσω παραθέτοντας μία φράση από την ταινία «Crimes and Misdemeanors» του Woody Allen: «Comedy is tragedy plus time».[16]
Γεννιέται το κωμικό από το τραγικό; Είναι το παιδί, το κωμικό, που προσπαθεί να σκοτώσει τον πατέρα-τραγικό;
Ο Τομ, ως αφηγητής του έργου, βρίσκεται χρονικά στο «plus time». Στους μονολόγους του έργου έχει μία εύθυμη διάθεση που φτάνει τις περισσότερες φορές να γίνεται ειρωνεία, αρχής γενομένης από την πρώτη σκηνή:
Υπάρχει και ένα πέμπτο πρόσωπο στο έργο, που εμφανίζεται μόνο σε αυτή τη μεγάλη φωτογραφία πάνω από το τζάκι. Είναι ο πατέρας μας, που εγκατέλειψε το σπίτι εδώ και χρόνια. Ένας τηλεφωνητής που ερωτεύτηκε τις υπερπόντιες συνδιαλέξεις· παράτησε μια μέρα τη δουλειά του στην τηλεφωνική εταιρεία και έφυγε για να ξεφαντώσει σε άλλα μέρη…Τα τελευταία νέα του ήταν μια καρτ-ποστάλ από το Μαζατλάν, στη δυτική ακτή του Μεξικού, με δύο λέξεις: «Γεια σας – Αντίο!», χωρίς διεύθυνση. Νομίζω πως το υπόλοιπο έργο θα μιλήσει. Από μόνο του…[17]
Η τραγωδία λαμβάνει χώρα στο σαλόνι του σπιτιού μέσα από τις κουρτίνες. Οι κουρτίνες έχουν συμβολική λειτουργία, σαν ένα σύνορο μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Έξω από τις κουρτίνες βρίσκεται ο αφηγητής Τομ, ο χρόνος του «plus time» και το κωμικό στοιχείο. Μέσα από τις κουρτίνες είναι ο τραγικός Τομ του παρελθόντος μαζί με την οικογένειά του. Επί παραδείγματι, γράφει ο Williams σε σκηνοθετική οδηγία για την Αμάντα:
[Απευθύνεται στον Τομ σαν να ήταν καθισμένος στην άδεια καρέκλα στο τραπέζι, παρόλο που ο Τομ παραμένει μπροστά στις κουρτίνες. Ο Τομ παίζει αυτή τη σκηνή σαν να διαβάζει από ένα κείμενο.][18]
Με αυτό το παράδειγμα, ωστόσο, ξεκαθαρίζονται πολλά. Ο Τομ είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του έργου, είναι ο αφηγητής, ο συγγραφέας, το alter ego του Williams, αλλά ως ρόλος Τομ, μέσα από τις κουρτίνες, μπορεί να είναι και κάτι καινούργιο. Δεν είναι ακριβώς ο τραγικός Τομ του παρελθόντος. Γιατί ο Τομ δεν βρίσκεται πια μαζί τους. Ο συγγραφέας Τομ φαντάζεται στο παρόν τι θα σκέφτεται η μητέρα του Αμάντα και πόσα ζωτικά ψεύδη θα ξεστομίζει στο οικογενειακό τραπέζι και απλώς τα καταγράφει στο έργο του Γυάλινου κόσμου διανθίζοντάς τα με την κωμική συνθήκη του «plus time». Γι’ αυτό και ο Τομ μπορεί να ειρωνεύεται ακόμα και μέσα από την κουρτίνα. Διότι έχει φύγει πλέον, δεν είναι εκεί, δεν βρίσκεται στο παρελθόν, ενώ η Αμάντα πάντα θα βρίσκεται κολλημένη στο παρελθόν. Μπορεί να ρωτάει τη μητέρα του για τους καβαλιέρους της και να την ειρωνεύεται απροκάλυπτα, κάτι που δεν γνωρίζουμε αν όντως το έκανε στο παρελθόν:
ΤΟΜ: [παραμένει μπροστά στις κουρτίνες] Πώς τους διασκέδαζες όλους αυτούς τους καβαλιέρους;
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν αγνοούσα την τέχνη της συζήτησης!
ΤΟΜ: Αυτό να λέγεται.[19]
Όντας ο Τομ το alter ego του Ουίλιαμς μπορεί να ‘‘επεμβαίνει’’ ακόμα και στις σκηνοθετικές οδηγίες των παρενθέσεων του κειμένου. Το κωμικό στοιχείο είναι διάχυτο:
ΑΜΑΝΤΑ: Απάτη! Απάτη! Απάτη! [βγάζει αργά το καπέλο και τα γάντια της, χωρίς να εγκαταλείπει το γλυκό, μαρτυρικό της βλέμμα. Αφήνει το καπέλο και τα γάντια να πέσουν στο πάτωμα – κάπως θεατρινίστικα]
Όσων αφορά τους υπόλοιπους χαρακτήρες του Γυάλινου Κόσμου, την Αμάντα, την Λώρα και τον Τζιμ, μόνο στην Αμάντα συναντά κανείς το κωμικό στοιχείο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μία τραγικωμωδία όπου το τραγικό υπάρχει και στους τέσσερις χαρακτήρες με τη διαφορά ότι στον Τομ και την Αμάντα διανθίζεται και με την παρουσία του κωμικού στοιχείου. Το έργο χωρίζεται σε επτά σκηνές. Στις δύο τελευταίες, οι οποίες ποσοτικά αλλά και νοηματικά συνιστούν ένα δεύτερο μέρος, υπάρχει ουσιαστικά μόνον η παρουσία του τραγικού στοιχείου· Ο δε Τομ, παρότι κλείνει το έργο με τον μονόλογό του, εμφανίζεται ελάχιστα, ενώ στο λόγο του απουσιάζει το ειρωνικό στοιχείο που συναντάμε στις πέντε πρώτες σκηνές.
Εν κατακλείδι, η Λώρα κρατάει τα ινία του τραγικού σε όλο το έργο. Ο Τζιμ, πάλι, ο υποψήφιος αρραβωνιαστικός, με τον ερχομό του στις δύο τελευταίες σκηνές, παρά την εύθυμη διάθεσή του και τον αισιόδοξο λόγο του, με τις πράξεις του κορυφώνει την τραγική διάσταση του έργου. Κανείς θεατής, δηλαδή, δεν θα γελάσει με την θετική του ενέργεια και το καλό των προθέσεών του. Ο ρόλος του είναι φτιαγμένος από τον Williams για να επιτείνει το τραγικό αίσθημα στους υπόλοιπους ήρωες όπως και στο κοινό. Τουναντίον, οι θεατές θα γελάσουν με την φιγούρα της Αμάντας σε πολλά σημεία στις πέντε πρώτες σκηνές, πράγμα που αμφιβάλω αν θα κάνουν με τον Τομ· κι αυτό γιατί ο Τομ είναι είρων. Αντικείμενο γέλωτος, λοιπόν, συνιστά ο ειρωνευόμενος που δέχεται τα πυρά του είρωνα. Η ειρωνεία, σίγουρα ξεκινάει από μία μη αποδοχή του άλλου και μία προσπάθεια για αλλαγή του – αυτή άλλωστε είναι και μία βασική της διαφορά από το χιούμορ.[20]
Ουσιαστικά είναι ευθεία βολή απέναντι στον άλλον, μία μομφή, πολλές φορές και προσβολή, συγκεκαλυμμένη, γι’ αυτό και γεννάει το κωμικό. Επί του παρόντος, η ειρωνική διάθεση του Τομ πηγάζει από μία αίσθηση ανωτερότητας[21]
και στρέφεται ως επί το πλείστον εναντίον της μητέρας του. Αρχής γενομένης από την περίφημη δικαιολογία του για το που ξενυχτάει τα βράδια, μέχρι την ομολογία του ότι δεν πηγαίνει κάθε βράδυ στο σινεμά:
ΤΟΜ: Δεν το πιστεύεις; Ναι, έχεις δίκιο. Για μια φορά στη ζωή σου έχεις δίκιο. Δεν πηγαίνω σινεμά. Πηγαίνω σε χαμαιτυπεία, μητέρα. Σε καταγώγια οπιομανών και δολοφόνων. Είμαι αρχηγός μιας σπείρας κακοποιών, είμαι ένας πληρωμένος εκτελεστής, έχω ένα τόμιγκαν σε μια θήκη βιολιού! Διευθύνω μια αλυσίδα από μπορντέλα. Με αποκαλούν Φονιά, «Ο Φονιάς Γουίνγκφιλντ», κάνω διπλή ζωή, μητέρα την ημέρα τίμιος εργάτης αποθήκης, τη νύχτα αδυσώπητος άρχων του υποκόσμου. Είμαι ο πιο τακτικός θαμώνας στο καζίνο, σκορπάω περιουσίες στη ρουλέτα! Φοράω μαύρο επίδεσμο του πειρατή στο δεξί μάτι και ψεύτικο μουστάκι. Καμιά φορά βάζω πράσινες φαβορίτες. Τότε με αποκαλούν – Ελ Ντιάμπλο! Ω, μπορώ να σου πω πράγματα, που να χάσεις τον ύπνο σου για πάντα! Οι εχθροί μου σχεδιάζουν να ανατινάξουν το σπίτι. Μια νύχτα θα μας τινάξουν όλους στον αέρα. Θα το ευχαριστηθώ πάρα πολύ, θα τρελαθώ απ’ τη χαρά μου, κι εσύ το ίδιο! Θα εκσφενδονιστείς ψηλά, καβάλα σε ένασκουπόξυλο, πάνω απ’ τους ουρανούς του Μπλου Μάουντεν, μαζί με τους δεκαεπτά σου καβαλιέρους![22]
Τα ειρωνικά πυρά του Τομ είναι συνεχή προς την Αμάντα:
ΤΟΜ: Κάθε φορά που έρχεσαι με εκείνο το καταραμένο «Και εγένετο φως, και εγένετο φως» λέω μέσα μου «Τι τυχεροί που είναι οι νεκροί στο σκοτάδι!»[23]…
ΛΩΡΑ: Ζήτα της μόνο «συγγνώμη», και θα αρχίσει να μιλάει.
ΤΟΜ: Κι αν δεν μιλάει – είναι τόσο μεγάλη τραγωδία;[24]…
ΑΜΑΝΤΑ: Έχει την ιδέα πως δεν είσαι ευτυχισμένος εδώ.
ΤΟΜ: Πώς τής κατέβηκε αυτή η ιδέα;[25]…
Υπάρχουν, βέβαια, και λιγοστά σημεία στο λόγο του Τομ που το κωμικό στοιχείο βρίσκεται πιο κοντά στο χιούμορ. Η διαφορά, με μία πρώτη ματιά, μηδαμινή, τριχοειδής, υπάρχει όμως και εδράζεται σ’ αυτό που ονομάζουμε συν-πάθεια. Στο παρακάτω παράδειγμα ο Τομ συμπάσχει με τη μητέρα του. Κατανοεί το πρόβλημα και κάνει χιούμορ με την εμμονική προσήλωσή της στην εύρεση καβαλιέρου:
ΤΟΜ: Εγώ, πάντως, μπορώ να μαντέψω τι ευχήθηκες.
ΑΜΑΝΤΑ: Είναι το κεφάλι μου τόσο διάφανο;
ΤΟΜ: Δεν είσαι και σφίγγα.
ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, όχι, δεν έχω μυστικά. Θα σου πω τι ευχήθηκα. Επιτυχία και ευτυχία για τα παιδιά μου, τα ακριβά μου παιδιά! Αυτό εύχομαι πάντα, κι όταν έχει, κι όταν δεν έχει φεγγάρι…
ΤΟΜ: Κι εγώ έλεγα μήπως ευχήθηκες για κανένα καβαλιέρο.[26]
Η ειρωνεία, όμως, θα είναι κυρίαρχη μέχρι και το τέλος της πέμπτης σκηνής, πριν φτάσουμε, δηλαδή, στις δύο τελευταίες σκηνές, στις οποίες, όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, απουσιάζει το κωμικό στοιχείο:
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν πρόκειται να κάνεις τέτοιο πράγμα! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή για έναν άνθρωπο από το να αποσύρεις μια πρόσκληση. Έλα εδώ! [Ο Τομ την ακολουθεί μέσα, στενάζοντας.]
ΤΟΜ: Κάποια ιδιαίτερη θέση που θα ήθελες να καθίσω; …
ΑΜΑΝΤΑ: Πού τον γνώρισες; Στην αποθήκη;
ΤΟΜ Φυσικά! Πού αλλού να τον γνωρίσω; …
ΑΜΑΝΤΑ: Είσαι ο μόνος νεαρός που ξέρω ο οποίος αγνοεί το γεγονός ότι το μέλλον γίνεται παρόν, το παρόν παρελθόν, και το παρελθόν παντοτινή μεταμέλεια εάν δεν το προγραμματίσεις!
ΤΟΜ: Θα το επεξεργαστώ αυτό και θα δω πώς θα το αξιοποιήσω.
ΑΜΑΝΤΑ: Μην είσαι είρων με τη μητέρα σου![27]

ΙΙΙ. Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, ο Τομ προσφεύγει στην ειρωνεία προκειμένου να απαλύνει τις τύψεις του και να δικαιολογήσει, κατά μία έννοια, την επιλογή του να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Τι ειρωνεία, όμως, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο, αφενός γελοιοποιεί την τραγική Αμάντα καθιστώντας την ακόμα πιο τραγική, αφετέρου συνεχίζει να βασανίζεται από ενοχές για την αδερφή του, με αποτέλεσμα ο ειρωνικός του λόγος να καταλήγει ως ένα παρακολούθημα, μία γαρνιτούρα στην τραγική του θέση.
Ο Γυάλινος κόσμος τελειώνει μ’ έναν μονόλογο του Τομ, στο τελευταίο μέρος του οποίου ο πρωταγωνιστής σβήνει τα κεριά με τις αστραπές της γραφής του, είναι τα κεριά της μνήμης, είναι τα δάκρυα του παρελθόντος και οι τύψεις του παρόντος, είναι οι αστραπές του Γυάλινου κόσμου του Tennessee Williams:
ΤΟΜ: Ω, Λώρα, Λώρα, πάλεψα τόσο να σε αφήσω πίσω μου, αλλά είμαι πιο πιστός από όσο θέλησα να είμαι! Ψάχνω στις τσέπες μου για τσιγάρο, περνάω απέναντι, μπαίνω στον κινηματογράφο ή σ’ ένα μπαρ, παραγγέλνω ποτό, μιλάω στον άγνωστο που έτυχε να ’ναι δίπλα μου – οτιδήποτε μπορεί να σβήσει τα κεριά σου!
[Η Λώρα σκύβει πάνω από τα κεριά.]
Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται με αστραπές! Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα, σβήσ’ τα – και έχε γεια… [Η Λώρα σβήνει τα κεριά.]
Α Υ Λ Α Ι Α[28]
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Allen Woody, «Crimes and Misdemeanors», You Tube, [6/3/2024]