Αιώνες
Λαχανιασμένος εικοστός
από την Πατησίων
Μετσόβιου και ΑΣΟΕΕ
στάθηκε ν’ αναπνεύσει
από τα δακρυγόνα.
Χέιδεν κι Αχαρνών γωνία
η Ιστορία παγιδεύτηκε στον ιστό της
αρχές εικοστού πρώτου.
Μην έχοντας τι να κάνει
έτρωγε τη γωνία
μέχρι να γίνει αγωνία μιας ευθείας
δίχως πια τέλος ορατό.
Σ’ αυτήν περπατάμε τώρα
με κλίση μιας μοίρας τυφλής
κρατώντας μοιρογνωμόνια
διαβήτες, ταυ και χάρακες
αναζητώντας την τομή
μιας έστω ψευτοκάθαρσης
σ’ αυτό το άσπρο συνεχές
όπως ο τοίχος το καρφί
κορνίζας με πτυχίο
ανέγνωρης λοβοτομής
αλώβητων Ιστορίας
καθώς τα «θα» ενός σκοπού
τα «λα» της μουσικής του
τα «σαν» των υποσχέσεων
στο τέλος της ευθείας
τα πέρασαν για θάλασσα
σε κάθοδο μυρίων
προς την ουδετερότητα
του κύρους μετά τον Κύρο
των άξιων του μισθού τους
αν μοναχά η πληρωμή
του μπράβου στην πόρτα αιώνα
για μία μείωση του μπλάβου
σε γαλάζιο
Το τείχος, τοίχος
Το 114, 112.
Ανατέλλω και δύω
στο ρυθμό του τυμπάνου
που ο μάγος καλεί
χωρίς να μου πει
τον καιρό τι τον χάλασε
από τότε που τείχους
πεπρωμένων οι πέτρες
φερτές κατηφόρας
ληθόστρωτης κλίσης
προς λεκάνη σιωπής
το ποτάμι μάς έφραξαν
να λιμνάζει ροή
να γεμίζει την πόλη
με στάσιμα «ναι»
νερών που λειαίνουν
νεκρών που λεπταίνουν
μια στάση ζωής
τη στάση Κροστάνδης
σε στάση λωτού
να ορθώνει τον τοίχο
παντού με τους άλλους
ο μάγος της γιόγκα
πάγος που λιώνει
από κάτι που χάλασε
στον καιρό κάθε καίριο
πλήγμα στιγμής
ξεκολλώντας παγόβουνα
πολέμου ψυχρού
Γροιλανδίας παγάκια
σε ποτήρια ουίσκι
να μας βρίσκει το τέλος
τείχος κομμένο
σε τοίχους ειρκτής
διαμερισμάτων
Ανάγνωση
Σελίδα νόημα σβηστό
μετά που δεν και πριν από
διαβάσω χέρια στην ειρκτή
εκεί που όσο εννοεί
τόσο σωπαίνει
Πιο κάτω λίγο στη νομή
το αίμα κάθετη βροχή
χαράζει κάγκελα σ’ αέρα
φραγή σχεδόν σαν εγκλεισμός
την κάθε άδεια μέρα
Και είναι εκείνο το «σχεδόν»
που αφήνει να φαίνεται ραφή
άρρητη λέξη ανάμεσα
σ’ Ορθοκωστά και Κωσταλέξι
Διπλός Λεωνίδας
Αιώνες μιας πλύσης
στο διπλό του καθρέφτη∙
Λεωνίδα τριακόσιοι
εξακόσιοι της Πύλου
χωρίς το θερμό
των πυλών και στεγνό
Ιστορίας καθάρισμα
στην τσάκιση πόζας
Χειμώνες της δύσης
με εκθέτη προόδου
να υψώνει στο άπειρο
το ανάπηρο κοίταγμα
σε σταυρό που βουλιάζει
ως το βάθος που ορίζει
γαλανόλευκης κοίτασμα
στην Ιστορία
Απορία ψάλτου, βηξ.
Και το ποίημα στρίβει
στην παραλία
που τριακόσιοι κοιτάζονται
στα νερά
κι εξακόσιους τους βγάζει
δόλος ειδώλου
μελαμψούς και σωσμένους
για την επάρκεια
στης φυλής τη βιτρίνα
αλτρουισμού
με ατράνταχτο άλλοθι
ως δέλεαρ πρόσμειξης
του καθαρού
Λεωνίδα σοκολατάκια
Παρέλαση
Στην πρώτη γραμμή
πέφτουν κορμιά
και στην πρώτη γραμμή
αρχίζει το ποίημα
για τους πεσόντες
τους πεσσούς
παιδιού που παίζει
ποιος θα φαγωθεί
σ’ αυτό που μοιάζει πόλεμος
ένας λαιμός ενώνοντας
το ποίημα να τελειώσει
με αναπέταση μορφής
την οιονεί παρέλαση
των στοιχισμένων στίχων του
που ξεκινούν με τους ψηλούς
σημαίνοντος παραστάτες
ανδρειωμένους με ρυθμό
και καρφωτό το βήμα
κατόπιν χαμηλώνοντας
σ’ ανάστημα και τόνο
με κάμψη αποτυπωμένη
σε εντροπίας τις γραμμές
άνισες πριν το τέλος
ως τον ασύντακτο πεζό
άμετρο δίχως ρίμα
που κλείνει την παρέλαση
την πέραση μειώνοντας
στης κίνησης το χάζι
των στοιχισμένων στίχων
με ήχων το μπουρδούκλωμα
σε αναδίπλωση γραμμών
σκοντάφτοντας στο τέλος
στον εαυτό το ποίημα
στην άκρη της σελίδας του
την ανασηκωμένη
από την άλλη του γραπτού
γραφτού γυρισμένη φόδρα
στην ούγια αυθεντικότητας
σ’ αυτό που δεν καταπίνεται
στον τελευταίο στίχο
και σ’ αποστήθισης νερό
γίνεται γλωσσοδέτης
ιζήματος απόπιμα
αιώρημα της είδησης
πριν κατακάθι του ρυθμού
αγκάθι λαιμού και βήχας
ότι αυτοί που έπεσαν
δεν ήταν από σφαίρες
αλλά από σκεπές
μ’ εκ γενετής τη ρετσινιά
παρήχησης του «πέφτω»
στο πεύκο που τους την κόλλησε
κάποτε στην Ιθάκη
Ελπήνορα ποιητική
νάρκη που αν δεν την πατήσεις
σε παίρνει ο ύπνος των νεκρών
να γίνεται συνήθεια
αυτό που δεν καταπίνεται
Άουσβιτς
Ὁ ποιητής είναι σκύλος
Την ημέρα ξεθάβει
κάτω απ’ τη λέξη
την έλξη για κόκαλα
Τη νύχτα το πνεύμα
πίσω απ’ το νεύμα της
ν’ αρθρώσουν σώμα
Της εκφραστικότητας την ουρά
δεν την κουνάει πια
Του την έκοψαν για λόγους
πιστοποίησης ράτσας
ανθρώπινης
Έτσι ο ποιητής ούτε Κέρβερος
μπροστά στο «άδειν» του
ούτε βέρος σκύλος ή άνθρωπος
αντιτάσσοντας στη μη καθαρότητα
της φυλής του
τη μη πραγματικότητα του καθαρού
νοήματος στη φωνή του
όταν τον καλεί ο προορισμός
―his master’s voice―
σε μια στοίβα κόκαλα
να τα αρθρώσει
σε δικαίωσης λόγο
κι εκείνος σκάβει
να βρει μες στο κάλεσμα
το λόγο της αποστέωσης
όχι στο σκάμμα
αλλά στο σκάλωμα
σε μία λέξη