Εποχιακός τουρισμός (η ιδέα μιας χώρας)





Είναι μια χώρα που ζει μονάχα τα καλοκαίρια. Προσποιούμαστε πως ζει όλο το χρόνο, μα αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο χειμώνας που έρχεται δριμύς, φανερώνει το αληθινό της πρόσωπο και η χώρα κλείνει λόγω έλλειψης προσωπικού. Παραλίγο να γράψω «κλείνει λόγω διακοπών», μιας και όλα ανάποδα συμβαίνουν στη χώρα αυτή. Τώρα που το σκέφτομαι, μια τέτοια διατύπωση δεν θα ήταν κι εντελώς λάθος... Διακοπή, παύση λειτουργίας, πες το όπως θες. Η αλήθεια είναι πως η χώρα ερημώνει το χειμώνα. Πέφτει σε κάτι που μοιάζει με χειμερία νάρκη. Ή αλλιώς, αργοπεθαίνει. Πες το όπως θες. Αιμορραγεί καλύτερα. Σαν από τις φλέβες τις να άδειαζε το αίμα, ουρές ανθρώπων με εισιτήρια εξόδου... Αγορασμένα με τη μεγαλύτερη δυνατή πρόνοια. Συνωστισμός σε αεροδρόμια και σιδηροδρομικούς σταθμούς. Φεύγουμε για να ξαναγυρίσουμε, υποκρινόμενοι πως δεν φύγαμε ποτέ. Το καλοκαίρι που έρχεται πάντα εύθυμο και καυτό, φέρνει πάλι μαζί του τον κόσμο. Μετάγγιση. Δεν πρόκειται όμως πλέον για πολίτες μιας χώρας, μα για λουόμενους που σπεύδουν στις ακτές. Αυτό λέγεται «εποχιακός τουρισμός». Οι λουόμενοι τα βρίσκουν όλα ακριβώς όπως τα άφησαν στις πλαζ των αναμνήσεων τους όταν τις επισκέπτονται εκ νέου: Τις σκουριασμένες βάσεις για την ομπρέλα (λείπουν οι ομπρέλες), τα ξεθωριασμένα παγκάκια, τους ανύπαρκτους ―ή μικροσκοπικούς, τόσο που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι― κάδους σκουπιδιών, εκείνο το κονσερβοκούτι, εκείνο το παλιό μπουκάλι μπίρας, όλα είναι εκεί, έτσι ακριβώς όπως τα άφησαν, ως και τα παιδικά παιχνίδια μισοθαμμένα στην άμμο... Πόσες ευχάριστες στιγμές, πόσες εικόνες ξυπνούν... Κι ας έχουν τα παιδιά μεγαλώσει, κι ας είναι πια πολίτες άλλων χωρών από αυτές που λειτουργούν όλο το χρόνο κι οι πλαζ είναι είτε όνειρο θερινής νυκτός, είτε κλειστές λόγω κακοκαιρίας.

Σημείωση: Η άνοιξη και το φθινόπωρο έχουν εκλείψει. Επιζούν πεισματικά στις βιτρίνες των καταστημάτων, στα παιδικά παραμύθια και σ’ αναχρονιστικά σχολικά εγχειρίδια στα οποία οι μικροί μαθαίνουν όσο οι μεγάλοι αναπολούν τα χρώματα και τα αρώματα ―κίτρινα και καφέ φύλλα στην άκρη του μονοπατιού― που έφερναν οι πάλαι ποτέ «4 εποχές του χρόνου».

Κι όμως, ο καιρός δεν είναι παρά το πρόσχημα, η κορυφή του παγόβουνου, «la punta del iceberg» όπως λένε στη χώρα που εγώ έχω μεταναστεύσει. Άλλος ευφημισμός αυτός... Πάνε και τα παγόβουνα! Όσο γράφω σκέφτομαι μήπως εκτός από τη χώρα και τα σχολικά εγχειρίδια, δεν έχει μείνει αναχρονιστική και η γλώσσα... Η γλώσσα που πρέπει να εφευρεθεί εκ νέου, γιατί αργά και αμετάκλητα όλα αλλάζουν και πάνω απ’ όλα το τοπίο. Ό,τι μας έδειχνε το δρόμο έμεινε δίχως αντίκρισμα: οι χάρτες, οι πυξίδες. Οι λέξεις. Πώς να μιλήσει λοιπόν κανείς για μία χώρα που ζει μονάχα στο θυμικό. (Μια θαλασσινή αύρα την τυλίγει). Γι’ αυτή τη χώρα που ανασύρεται μέσα από τις αναμνήσεις όσο η ζωή προχωρά αλλού, σε άλλα μέρη και σε άλλες χώρες που είναι απτές, σάρκα και οστά, πεζόδρομοι, δημόσια κτήρια, γέφυρες, λεωφόροι, πάρκα και σιντριβάνια. Ποια είναι η κατάλληλη λέξη γι’ αυτή τη χώρα (μια θαλασσινή αύρα την τυλίγει) που είναι πάντα μακρινή, όσο συχνά κι αν φτάνεις σ’ αυτή, πλοίο που πλέει στο πέλαγος της μη πραγμάτωσης, μονάχα ακτές και ενδοχώρα, σαν να απέμεινε μόνο ο αέρας και κάτι θάμνοι, γιατί κάποιος πήρε κομμάτι-κομμάτι ό,τι πατούσε πάνω στο έδαφος. Έτσι, η χώρα αυτή έμεινε μεσοπέλαγα, μισοτελειωμένη κι άδεια. Εμείς που φύγαμε πήραμε όλοι κάτι μαζί μας και τώρα η χώρα μας ζει αποσπασματικά μέσα στις τσέπες μας, μες στο κεφάλι μας, στο πλαίσιο μίας κορνίζας ενός ραφιού, μία ταινία, ένα τραγούδι που τη θυμίζουν. Την κουβαλάμε παντού μαζί μας τη χώρα αυτή και μοιάζει με σπόρο που φυτεύουμε δειλά στο νέο χώμα. Κάτι τέτοιο δεν κάνουν όλοι οι επιζήσαντες; Οι επιζήσαντες μοιάζουν λιγάκι στη χώρα τους. Κατοικούνται κι αυτοί από αναμνήσεις, περιπλανιούνται έχοντας πάντα ριγμένη μια άγκυρα.
Μένει μονάχα σταθερή η ιδέα της θάλασσας, μια προδιάθεση θάλασσας, μία ανάμνηση θάλασσας. Κι αντί για χώρα δεν είναι παρά η ιδέα μιας χώρας. Μία ρεκλάμα. Γι’ αυτό δεν έχει σύνορα και όλοι χωράμε, δεν περισσεύει κανείς, γεμίζει ο αέρας νοσταλγία, οι νοσταλγίες του ενός μπλέκονται στις νοσταλγίες του άλλου, σαν τα τρελά πουλιά οι νοσταλγίες, φεύγουμε για άλλους τόπους ψυχρούς απ’ τους οποίους δεν ξαναγυρνάμε ― με εξαίρεση τα καλοκαίρια. Αποδημώ, αποδημείς, αποδημεί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: