Η ΛΟΥΙΖ βαδίζει σιγοτραγουδώντας.[1]
«Φίλε, δεν νιώθεις πως ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις; Κοιμάσαι είκοσι χρόνια, είκοσι χρόνια τώρα στ’ αυτιά σου η Ελευθερία κλαίει και γκρινιάζει.Καλέ μου άνθρωπε, καλέ μου άνθρωπε, σήκω, η μέρα λάμπει! Ζήτω η Δημοκρατία!»[2]
Μουρμουρίζει αυτό το επαναστατικό ronde, περπατώντας στους δρόμους των προαστείων, μακριά από το σφυροκόπημα των κανονιών και το ισοπεδωμένο οδόφραγμα του Παρισιού.
Μόνη, αναμαλλιασμένη, περπατά και σφίγγει κάτι στην αγκαλιά της.[3]
_______________
ΕΝΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ τραγούδι των Κανάκ, στη γλώσσα Bislama, λέει:
Mi bin stap long ples ia bifo (έχω ξαναβρεθεί σ’αυτό το μέρος)
God i givim ples ya long yumi (ο Θεός μάς χάρισε αυτήν τη γη)
Yumi glat tumas long hem (Τον ευγνωμονούμε γι’αυτό)
Yumi strong mo yumi fri long hem (Είμαστε δυνατοί, είμαστε ελεύθεροι εδώ)
Yumi brata evriwan! (Είμαστε όλοι αδέρφια!)
_______________
Η ΛΟΥΙΖ ΝΙΩΘΕΙ λατρεία για το μεγάλο, αναστατωμένο πλήθος που βρυχάται, αυτό το αιώνιο κύμα που είναι υπέροχο να το βλέπει κανείς, νιώθει λατρεία για το νεανικό κορμί του αγαπημένου της Τεοφίλ,[4] λατρεία για τον Μπακούνιν, για τις γυναίκες που κραυγάζουν για χειραφέτηση.
Βλέπει τους Παριζιάνους να πεθαίνουν από την πείνα, να τρώνε αρουραίους, τα παγωμένα παιδιά στους δρόμους. Θυμάται την απέχθειά της για τον Προυντόν και τις σεξιστικές του απόψεις. Οι μέρες μεγαλώνουν, η θερμοκρασία ανεβαίνει και η Λουίζ νοσταλγεί τη μυρωδιά της πυρίτιδας.[5] Θυμάται πως τα φουστάνια της ποτέ δεν την χώραγαν.
Μουρμουρίζει τη γερμανική λέξη Waldeinsamkeit, μια λέξη που σημαίνει «οι ψυχές της μητέρας μόνο». Έχει πάντα τύψεις για τη μάνα της, που ανέκαθεν δεν συμφωνούσε με τις επαναστατικές της ιδέες ― σε μια επιστολή της στη Λουίζ της είχε γράψει: «Ακόμη και σήμερα, χωρίς την επανάστασή σου, θα σε είχα κοντά μου».
Ας είναι, σκέφτεται η Λουίζ, όλα έχουν το τίμημά τους.
Καθώς σιγοτραγουδά, νιώθει τόσο μόνη, σαν να την έχει εγκαταλείψει ακόμα και η μητέρα της. Νιώθει πως, αντί να απλώσει τα χέρια του προς το μέρος της, ο κόσμος ολόκληρος της έχει γυρίσει την πλάτη. Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια της καθώς θυμάται τις φίλες της, την αναρχική ακτιβίστρια Τερέζα Κλάραμαντ, τη Λούσι Πάρσονς, τη Βολτερίν ντε Κλεϊρ και την Έμμα Γκόλντμαν. Τα τελευταία δύο χρόνια της συμβαίνει κάτι περίεργο: το μυαλό της γυρίζει σε αρχαία έθιμα, σε μακρινές αγροτικές χώρες, εκεί όπου είναι γραφτό της να συναντήσει όσα ονειρεύεται.
_______________
ΕΙΧΕ ΒΓΕΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ από τα οδοφράγματα και κατευθυνόταν προς το αυτοσχέδιο νοσοκομείο, όταν κάτι τη σταμάτησε.
Άκουσε έναν θόρυβο, σαν κλάμα μωρού.
Έκανε πέρα κάποια πεταμένα μαδέρια, έξω από μια γκρεμισμένη οικοδομή, αλλά το επόμενο λεπτό μια δέσμη από σκάγια έσκασαν πάνω στα μαδέρια και παραλίγο να την βρουν στα πόδια.
Με ένα σάλτο κρύφτηκε πίσω από μια μισόκλειστη, ετοιμόρροπη πόρτα.
Ξανάκουσε αυτό που έμοιαζε με κλάμα μωρού, καθώς οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν έξω, στο φως, εκκωφαντικοί.
_______________
ΔΕΚΑΔΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ περνούν από το θολωμένο μυαλό της.
«Εκείνες τις εποχές, τη νύχτα, μαζευόμασταν στη σκιά, αγανακτισμένοι, αποτινάσσοντας τον μοχθηρό και μαύρο ζυγό του Aνθρώπου του Δεκέμβρη, κι ανατριχιάζαμε, σκοτεινοί, σαν το θηρίο στο σφαγείο..»[6]
Από μικρή η Λουίζ ένιωθε πως ήταν ένα παράξενο πλάσμα, πιθανότατα ο τελευταίος απόγονος κάποιας νομαδικής φυλής. Μερικές φορές την επισκέπτονταν στον ύπνο της σκίουροι, αγριογούρουνα και αρουραίοι. Όλο το καλοκαίρι τρεφόταν με άγρια φρούτα και, για τον χειμώνα, είχε στην καλύβα της στοιβαγμένα κόκκινα μούρα, βελανίδια, όλα τα πλούτη του δάσους.[7]
Δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μελαγχολική. Γιατί πάντα ήταν στις επάλξεις. Δεν θρηνούσε, αλλά διαμαρτυρόταν σε όλη της τη ζωή. Διαμαρτυρόταν φωνάζοντας για τη βίαιη μεταχείριση των αδύναμων, υποσιτισμένων παιδιών και για τη φρικτή κακοποίηση των ζώων.
Η επόμενη εικόνα είναι το πρόσωπο της δασκάλας των παιδικών της χρόνων, στο Κάστρο του Βρονκούρ, η εικόνα από τα παιχνίδια τους, και μετά από τα παιχνίδια που έπαιζε η ίδια ως δασκάλα με τα παιδιά των χωρικών.[8] Σαν όνειρο.
_______________
ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ δεν είναι όνειρο. Η Κομμούνα έχει συντριβεί, μόλις πριν από λίγες ώρες. Αργά ή γρήγορα θα την συλλάβουν. Τρομοκρατημένοι οι σύντροφοί της θα συρθούν, με την απειλή του όπλου θα σκάψουν οι ίδιοι τους τάφους τους κι έπειτα θα σταθούν όρθιοι μπροστά σ’αυτούς για να πυροβοληθούν εν ψυχρώ στο κεφάλι.[9]
Αφού τη συλλάβουν, η Λουίζ θα μείνει κλεισμένη για μήνες ολόκληρους σ’ένα κρύο κελί, κι από ‘κεί θα μπαρκάρει αλυσοδεμένη για τις μακρινές ατόλλες του Ειρηνικού. Ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια, από την κουπαστή του πλοίου «Virginie» θα δει να προβάλλει από μακριά, μέσα σ’ένα νεφέλωμα υγρασίας, το ακρωτήρι του Ντικό, στις ακτές της Νέας Καληδονίας. Ποτέ της δεν θα’χει ξαναδεί κάτι πιο όμορφο από αυτήν την ανοιχτή και ελεύθερη θάλασσα, από αυτήν την ατελείωτη ακτογραμμή. Αυτή, η εξόριστη, θα εισπνεύσει βαθιά τη μελαγχολία του Ειρηνικού, μ’ένα αίσθημα ελευθερίας.
Θα γνωρίσει το ιερό δέντρο μπανιάν, το δέντρο των νεκρών. Τα κλαδιά του θα διασταυρωθούν πάνω απ’το κεφάλι της, κάνοντας αρκετό χώρο για να έρθουν να κατοικήσουν όλοι οι αγαπημένοι της νεκροί, όλοι οι αγαπημένοι νεκροί των Κανάκ, και ν’αρχίσουν να τραγουδούν, αντλώντας ζωτικούς χυμούς από τη γη.
Θα γίνει φίλη με τους ντόπιους της φυλής των Κανάκ. Θα μάθει τη γλώσσα Bislama των κρεολών και θα διδάξει Γαλλικά στα παιδιά τους.
Μια μέρα ο κυβερνήτης Jean Olry θα καλέσει τον Ataï, τον επικεφαλής των Κανάκ και ο φύλαρχος θα αδειάσει δύο μικρά σακουλάκια μπροστά του και θα του πει, δείχνοντας τον σωρό από χώμα στην πρώτη τσάντα: «Εδώ ήταν αυτό που είχαμε», και μετά, δείχνοντας τον σωρό από πέτρες στη δεύτερη τσάντα θα του πει: «Να τι μας αφήνετε!» Η Λουίζ θα είναι η μόνη που θα υποστηρίξει την εξέγερση των Κανάκ- οι περισσότεροι εξόριστοι, παρά τη σύλληψη, την ταπείνωση και όσα υπέστησαν από τη γαλλική κυβέρνηση, θα προτιμήσουν ενστικτωδώς την ευρωπαϊκότητά τους, ανίκανοι να αναλάβουν την ευθύνη για τη σφαγή που θ’ακολουθήσει.
Από εκείνη τη στιγμή θα ακούει τις φωνές αμέτρητων νεκρών, κάθε φορά που μέσα στη νύχτα ο άνεμος θα σφυρίζει μέσα από τα κλαδιά του δέντρου μπανιάν.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Λουίζ θα δει το κομμένο κεφάλι του Ataï εκτεθειμένο σαν λάφυρο στο μουσείο της Société d'Anthropologie de Paris.[10]
Για χρόνια ολόκληρα κάθε Πέμπτη θα φτάνουν στ’αυτιά της οι κραυγές από τους κρατούμενους που θα μαστιγώνονται στο κάτεργο του νησιού Νου.
_______________
ΟΜΩΣ, ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ δεν ξέρει τι την περιμένει.
Το το μόνο που ακούει είναι ένα κλάμα, μαζί με το σφύριγμα από τις σφαίρες. Έτσι όπως βρίσκεται παγιδευμένη σ’αυτήν τη μίζερη γωνιά του Παρισιού, τώρα καταλαβαίνει από πού προέρχεται το κλάμα.
Δεν είναι μωρό αυτό που κλαίει, είναι ένα κοκκινωπό γατάκι.
Κοκαλωμένο ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά, το γατάκι νιαουρίζει τρομοκρατημένο.
Η Λουίζ τινάζεται έξω, στο φως.
Δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’αυτό που κάνει αυτήν τη στιγμή. Ο αγώνας συνεχίζει να δίνεται.
Οι οβίδες σκάνε με ορμή δίπλα στο δύστυχο γατάκι.
Η Λουίζ ορμάει στη μέση του δρόμου.
Σφίγγει στην αγκαλιά της το γατάκι κι αρχίζει να τρέχει προς τα προάστεια του Παρισιού και αφήνει πίσω της τους καπνούς.
Για λίγο θα το κρατήσει στην αγκαλιά της.
Σύντομα θα παραδοθεί μόνη της στην Εθνοφρουρά.