Πριν σφραγιστεί το διαβατήριο: η μυθολογία του αντιαμερικανισμού

Σύνθεση: Θ. Οικονόμου
Σύνθεση: Θ. Οικονόμου
Βασίλης Βασιλικός, «Η Μυθολογία της Αμερικής», Επίμετρο - Επιμέλεια Θανάσης Αγάθος, εκδ. Γκοβόστη 2012



Μιας και ζούμε στους καιρούς και τους ρυθμούς του Ντόναλντ Τραμπ, το νεανικό αυτό βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού προσφέρει όχι λίγες αφορμές για να αναστοχασθεί κανείς τις σχέσεις της Ελλάδας με την εκείθεν του Ατλαντικού Υπερδύναμη, την γέννηση του αντιαμερικανισμού σε μια εποχή όπου το Σχέδιο Μάρσαλ έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην ανόρθωση της χώρας, την αμφισβήτηση της τεχνολογικής προόδου, την αφομοιωτική ικανότητα της Αμερικής και άλλα πολλά. Κυρίως όμως σε κάνει να αναρωτηθείς σε τι συνίσταται αυτό το είδος εθνικής νοσταλγίας που κάνει ακόμη και ένα πληθωρικό γραφιά όπως ο Βασιλικός να ρίχνει συνεχώς ματιές στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καβάλα, ενώ βρίσκεται λ.χ. στην Αριζόνα ή το Τέξας. Γιατί, πρέπει να το πούμε εξ’ αρχής, οι μισές σελίδες του ταξιδιωτικού αυτού βιβλίου είναι ανάσυρση παιδικών και εφηβικών αναμνήσεων. Έτσι, τη στιγμή, ας πούμε, που περιμένουμε μια εικόνα των ακτών του Ειρηνικού Ωκεανού δεχόμαστε τη νοσταλγία του συγγραφέα για την ασύγκριτη θάλασσα του Αιγαίου. Αυτή η στάση, που θυμίζει το περίφημο «παπούτσι απ’ τον τόπο σου…» δεν διακρίνει βεβαίως ειδικά τον κοσμοπολίτη Βασιλικό αλλά μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων, που νοσταλγούσαν ρεμπέτικα ακόμη κι αν βρίσκονται δυο βήματα από το κλαμπ όπου ενδεχομένως τραγουδούσε η Έλα Φιτζέραλντ.

Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το ταξιδιωτικό αυτό χρονικό πρωτοεκδόθηκε από την «Εστία» το 1964 και δέχθηκε πληθώρα κριτικών από συγγραφείς και λογίους της εποχής όπως ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Βάσος Βαρίκας, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Πέτρος Χάρης και ο Απόστολος Σαχίνης. Έξη δεκαετίες μετά, η λειτουργικότητά του έχει προφανώς μετατοπισθεί. Τότε πάντως, ο νεαρός ταλαντούχος συγγραφέας έδινε ένα δείγμα γραφής για το τι θα επακολουθούσε, καταθέτοντας μια φρέσκια ματιά στα πράγματα και οξυμμένη αισθαντικότητα που προδιέθετε θετικά. Σήμερα, με την Αμερική και τον κόσμο ολόκληρο ριζικά αλλαγμένους, με την Ελλάδα να έχει κατακτήσει ―με βαρύ κοινωνικό κόστος και μια πτώχευση στο ενεργητικό της― επίπεδα υλικής ευημερίας που άφηναν τότε έκθαμβο τον Βασιλικό, η αξία του έργου έγκειται μάλλον στη συμβολή του στην ιστορία των ιδεών.


Σχέδιο τπυ Νίκου Κούνδουρου για το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου



Αναμφισβήτητα το ταξίδι σου προσφέρει τη δυνατότητα ―το έχω γράψει κι εγώ κατ’ επανάληψη― να ρίξεις μια ανανεωμένη ματιά στον τόπο σου, να τον επανερμηνεύσεις, να τον συγκρίνεις με άλλα μήκη και πλάτη κοκ., υπό τον όρο όμως ότι θα έχεις επαρκώς βασανισθεί για να αναγνώσεις τον άλλο τόπο, την άγνωστη ανθρωποπανίδα, τον ετερόχθονο πολιτισμό. Η αρχετυπική εικόνα του Καστοριανού γουνέμπορου που κλαίει πασχαλιάτικα στο Χίλτον της Ρώμης σιγοπίνοντας το ουίσκι του και εντέλει τηλεφωνεί σπίτι για ν’ ακούσει τα εορτάσιμα κλαρίνα, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εθνική ιδιομορφία της άκρατης νοσταλγίας για μια πραγματικότητα που ενδεχομένως απεχθανόμαστε όταν βρισκόμαστε στα πάτρια εδάφη. Ενδεικτικό του πόσο διακατέχεται ο Βασιλικός από τις ιστορικές καταβολές του είναι ότι όταν επισκέπτεται το Άλαμο του Τέξας νοιώθει την ανάγκη να το παρομοιάσει με το Χάνι της Γραβιάς και τις Θερμοπύλες ενώ το κτίσμα - μουσείο του φέρνει στο μυαλό μυκονιάτικη εκκλησία. Παρακάτω, ένα ψαράδικο χωριό του θυμίζει τη Ραφήνα, και η επίσκεψη σε ένα εργοστάσιο εμφιάλωσης της Κόκα Κόλα του φέρνει στο νου το Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο. Συνειρμοί τουλάχιστον παράδοξοι….

Όμως το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού διατηρεί την αξία του για άλλους, μάλλον διαφορετικούς λόγους. Προσωπικά θα του έδινα τον τίτλο «Στιγμιότυπα από ένα ταξίδι – Αμερική» ή τον σεμνότερο καζαντζακικό υπέρτιτλο «Ταξιδεύοντας…», γιατί, με την ικανότητά του να συλλαμβάνει το φευγαλέο, ο συγγραφέας προσφέρει διαυγείς εικόνες της Αμερικής, πλην όμως τυχαία κατεσπαρμένες στον γεωγραφικό χώρο. Η αφήγηση ξεκινά λ.χ. από το Γκάλφπορτ του Τέξας, στα νότια της χώρας, στον Κόλπο του Μεξικού, όταν ήδη ο συγγραφέας έχει διασχίσει με το λεωφορείο όλη σχεδόν την υποήπειρο από Βορρά προς Νότο, χωρίς εντούτοις να μας δώσει το παραμικρό ιστορικό ή τοπιογραφικό στοιχείο. Η γεωγραφική αυτή αυθαιρεσία θα έχει ασφαλώς την αιτιολόγησή της μεταξύ άλλων σε πρακτικούς λόγους ―την κούραση, την υπερπληθώρα εικόνων, την εποικοδομητική τεμπελιά που οφείλει να ζει ενίοτε ο ταξιδιώτης―, όμως στερεί τον αναγνώστη από πολύτιμες πληροφορίες και από μια απαραίτητη «χωρική αντικειμενικότητα». Μετά από την επίσκεψη στο Άλαμο, διασχίζουμε την Αριζόνα και το Νιου Μέξικο για να βρεθούμε στην Καλιφόρνια όπου ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες στην περιγραφή ενός νεκροταφείου και ενός επενδυτικού προγράμματος αγοράς τάφων. Κατά την μακρόσυρτη επιστροφή του στην Ανατολική Ακτή δεν μαθαίνουμε πολλά για την αμερικανική ενδοχώρα, π.χ. για τις Μεγάλες Πεδιάδες, τον εποικισμό της Δύσης, την μυθολογία των πιονέρων ή ακόμη και για την ίδια την λογοτεχνία όταν λ.χ. διασχίζουμε τον Μισισίπι, (πράγμα που θα έδινε την αφορμή στο συγγραφέα για μια αναφορά στον Μαρκ Τουέν) ή όταν φτάνουμε στο Σικάγο – το μυθιστορηματικό πλαίσιο του ήδη διάσημου τότε Σολ Μπέλοου.
Η επιλογή στιγμών και σημειακών περιγραφών δικαιολογεί επομένως την συνειρμική καταγραφή εντυπώσεων αλλά υπογραμμίζει την έννοια του τυχαίου. Το ίδιο αφορά τους ήρωες που εμπλέκονται στην αφήγηση. Οι περισσότεροι είναι ελληνικής καταγωγής μετανάστες, αφομοιωμένοι ως επί το πλείστον από το αμερικανικό σύστημα. Μοιάζει εντέλει σαν ο συγγραφέας να επιλέγει τους τόπους όπου του προσφέρθηκε φιλοξενία, πιθανώς λόγω μειωμένου μπάτζετ ή γλωσσικών περιορισμών. Εύλογο. Γι’ αυτούς όμως τους λόγους θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για «Στιγμιότυπα» και όχι για μια συνολική αποτίμηση της αμερικανικής μυθολογίας.
Η πληθωρική γραφίδα του Βασιλικού μας δίνει συχνά ενδιαφέρουσες περιγραφές και εύστοχες στοχαστικές απογειώσεις, που όμως όφειλαν να έχουν μεγαλύτερο βάρος στην οικονομία του βιβλίου. Του αρέσει να διαλέγεται με τον εξωτισμό του τοπίου, με ζητήματα τεχνολογίας και αυτοματισμού ή με το ιδεατό της κατασκευής του αμερικανικού ονείρου, και το κάνει καλά, αν και όχι σε επαρκές δείγμα εμπειρικού υλικού. Γι’ αυτό ίσως η αμφισβήτηση του αμερικανικού ονείρου παραμένει ανεπαρκής. Είναι άλλωστε μια έννοια που έχει επιδεχθεί περισσότερες κριτικές παρά απόπειρες σκιαγράφησης, ειδικά μετά το περίφημο ομότιτλο βιβλίο του Νόρμαν Μέιλερ. Σε κάθε περίπτωση ο τεχνολογικός και πολιτισμικός θρίαμβος της Αμερικής, το γεγονός ότι οι πάντες επιχειρούν ακόμη σήμερα να την μιμηθούν έστω και ανομολόγητα, το ιστορικό γεγονός της Αμερικανικής Επανάστασης και της θεμελίωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα έπρεπε να προηγούνται της κριτικής για τις μετέπειτα εγκαθιδρυθείσες κοινωνικές ανισότητες ή για τα ζητήματα δημοκρατικών ελευθεριών. Ο Βασιλικός καταλογίζει ακόμη στην Αμερική την έλλειψη ιστορικού βάθους και το ότι δεν έζησε μεγάλους πολέμους στο έδαφός της (κάνοντας μάλιστα μια τραβηγμένη σύγκριση με την ωρίμανση της μητέρας του μέσω των ταλαιπωριών της). Καταλογίζει απλοϊκότητα στη σκέψη και έλλειψη πολιτισμικού βάθους. Με λίγα λόγια, προηγείται χρονικά πολλών στερεοτύπων που επικράτησαν έκτοτε και κατέστησαν την Ελλάδα την δεύτερη παγκοσμίως αντιαμερικανική χώρα μετά το Ιράν.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι, ξαναδιαβάζοντας τον Βασιλικό επιβεβαιώνουμε αυτό που ήδη ξέραμε ― ότι το αντιαμερικανικό αίσθημα ήταν ήδη καλά θεμελιωμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πιθανότατα ως ένας ανάστροφος ιδεολογικός θρίαμβος της Αριστεράς μετά την ήττα στον Εμφύλιο. Από κει και πέρα ο αντιαμερικανισμός θα δημιουργούσε άφθονες πανεπιστημιακές, δημοσιογραφικές και πολιτικές καριέρες. Μπορεί κάποιοι να σπούδαζαν στην Αϊόβα και άλλοι στο Χάρβαρντ, μπορεί το βράδυ να τρεφόμασταν με Κόπολα και Κιούμπρικ, μπορεί να θαυμάζαμε τα μπαλέτα του Άλβιν Έιλι στο Ηρώδειο ή τον Θάνατο του εμποράκου στο Θέατρο Τέχνης, όμως η παραδοσιακή πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, οι εκ του συστάδην μάχες με τους μπάτσους και το κάψιμο της αμερικανικής σημαίας θα έδιναν τον τόνο τους με πληκτική επαναληπτικότητα σ’ όλη την μεταπολίτευση.
Μέχρι που το κατά Σαρτζετάκη ανάδελφο έθνος ξέχασε διαρκούντων των μνημονίων Τούρκους, Εβραίους και Αμερικάνους και έβγαλε από τη ναφθαλίνη τη Βέρμαχτ. Όμως αυτό είναι άλλο ―αν και εξαιρετικά επίκαιρο― θέμα. Το γεγονός ότι ο Βασιλικός, πριν από μισό και βάλε αιώνα καταφέρνει και εγείρει παρόμοιες σκέψεις δεν οφείλεται μόνο στην εξαιρετικά ζωντανή, με ποιητικές εξάρσεις γραφή του, αλλά και στην έμφυτη ανησυχία του, στο μπόλιασμα της παιδείας του με ποικίλα διαβάσματα που αποκαλύπτονται ενσωματωμένα στο κείμενο, στην αγωνία του για τη θέση της χώρας σε ένα μεταπολεμικό σκηνικό που μεταλλάσσεται ραγδαία, στην διερώτησή του για μια εικόνα του μέλλοντός μας που η Αμερική προσφέρει ανάγλυφη όπως είχε επισημάνει με τον τρόπο του ο Γιώργος Θεοτοκάς λίγα χρόνια νωρίτερα.
Δυναμώνει το αποτέλεσμα που έχουμε ενώπιόν μας ο διαυγής επίλογος του επιμελητή της έκδοσης Θανάση Αγάθου, ο οποίος μάλιστα μας εφοδιάζει με αρκετά από τα γραφέντα τον καιρό εκείνο για το βιβλίο. Για παράδειγμα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε σημειώσει ότι πρόκειται για «το πιο αντιταξιδιωτικό, ταξιδιωτικό βιβλίο που έχω διαβάσει ― σπαρταρά από τις αγωνίες που καταγράφει» και παρακάτω: «Ο συγγραφέας δεν κατάφερε να είναι ο ταξιδιώτης του εαυτού του, δεν ελέγχει ούτε μια στιγμή την πορεία του, αδυνατεί να είναι ο ήσυχος παρατηρητής». Από τη σκοπιά του ο Πέτρος Χάρης γράφει ότι στις σελίδες του βιβλίου «δεν βρήκε την Αμερική αλλά τον νέο πεζογράφο, τον αναμφισβήτητα προικισμένο, που προβάλλει τον εαυτό του μέσα απ’ ότι σχολιάζει, που παραμερίζει ό,τι είναι συνηθισμένο…..ένα γνήσιο και ιδιότυπο πεζογράφο που ούτε μια στιγμή δεν μας κουράζει». Στον αντίποδα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς αναφέρεται μάλλον απαξιωτικά στο βιβλίο αποκαλώντας το «μονόλογο» και γράφει χαρακτηριστικά ότι «η εκ των προτέρων διάθεση του συγγραφέα υπαγορεύει το τι και το πώς θα δει ο ταξιδιώτης» και …«το ταξίδι στην Αμερική έχει γίνει προτού ακόμη σφραγισθεί το διαβατήριο». Διαπίστωση κομμάτι άδικη, γιατί ο Βασιλικός, με «γενναιόδωρα αποθέματα ουμανισμού, αντικομφορμισμού και κριτικής διάθεσης», όπως σημειώνει ο Θ. Αγάθος, καταφέρνει να αποκαλύψει εικόνες και πράγματα, έστω κι αν οι ερμηνείες είναι προκατασκευασμένες πριν ακόμη σφραγισθεί το διαβατήριο, εν είδει πιστοποιητικού «αριστεροφροσύνης». Έτσι κι αλλιώς πάντως αυτό είναι ένα πολύ ευρύτερο ζήτημα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: