Μικρό αφιέρωμα στην παιδική μου φίλη.
Αποσπάσματα από όσα γράψανε γι' Αυτήν
κι απ’ όσα Αυτή είπε για ’μας.
Όσοι την γνώρισαν ας θυμηθούν,
κι οι άλλοι και οι επερχόμενοι να μάθουν.
⤕
Μικρό αφιέρωμα στην παιδική μου φίλη.
Αποσπάσματα από όσα γράψανε γι' Αυτήν
κι απ’ όσα Αυτή είπε για ’μας.
Όσοι την γνώρισαν ας θυμηθούν,
κι οι άλλοι και οι επερχόμενοι να μάθουν.
⤕
Πέθανε η εκδότρια Μάγδα Κοτζιά
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15.4.2015
Η Μάγδα Κοτζιά (1940-2015), η γυναίκα που ίδρυσε τον «Εξάντα» και διεύρυνε τους ορίζοντες των ελλήνων αναγνωστών, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του εκδοτικού χώρου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έφυγε από τη ζωή ξημερώματα σήμερα ύστερα από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια. Ήταν 75 ετών.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1940 και σπούδασε Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Το 1968, διέφυγε στο Παρίσι ως μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας, όπου και γνώρισε τη Χρύσα Ρωμανού, τον σημαντικό τεχνοκριτικό Pierre Restany που συγκέντρωνε γύρω του όλες τις πρωτοποριακές τάσεις του Παρισιού και της Ευρώπης και τον Νίκο Κεσσανλή, με τον οποίο δημιούργησε την ομάδα του Mec Art, συγκεντρώνοντας καλλιτέχνες με κοινό σημείο την εργασία με μηχανικά μέσα και όχι με τα χέρια.
Αγόρασαν ένα επαγγελματικό μηχάνημα παραγωγής μεταξοτυπιών... Το ατελιέ αυτό λειτούργησε από το 1968 όπου δημιουργήθηκαν έργα, μέσα από την συνεύρεση μεγάλου μέρους Ελλήνων και ξένων αντιστασιακών διανοούμενων και καλλιτεχνών.
Το 1973, η Μάγδα Κοτζιά επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ιδρύοντας το βιβλιοπωλείο Κοτζιά, ενώ, το 1974, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο “Εξάντας”, ο οποίος αριθμεί περισσότερους από 1.000 τίτλους, περιλαμβάνοντας βιβλία ψυχολογίας, ελληνικής και ξένης πεζογραφίας, παιδικής λογοτεχνίας, λευκώματα και άλλα, εκπροσωπώντας συγγραφείς, όπως οι Βασίλης Αλεξάκης, Κώστας Ταχτσής, Ερνέστο Σάμπατο, Φερνάντο Πεσσόα, Χόρχε Σεμπρούν κ.ά.
«Η επιλογή και η έκδοση κάθε βιβλίου είναι πράξη πολιτική». Αυτή υπήρξε η φιλοσοφία του “Εξάντα” της Μάγδας Κοτζιά.
Το τελευταίο αντίο στη Μάγδα Κοτζιά, από συγγενείς και φίλους, θα δοθεί την Πέμπτη 16 Απριλίου στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
__________________
Θερμά συλλυπητήρια από το Υπουργείο Πολιτισμού
Στο άκουσμα της είδησης της απώλειάς της, ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού, Νίκος Ξυδάκης, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Πριν αναδειχθεί ως μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του εκδοτικού χώρου στην Ελλάδα, η Μάγδα Κοτζιά είχε ήδη διακριθεί για τη βαθιά της καλλιέργεια και την πολιτική της ενάργεια. Διαφεύγοντας στο Παρίσι εξ αιτίας της δικτατορίας, στήριξε την εικαστική πρωτοπορία της εποχής. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αφοσιώθηκε στον εκδοτικό χώρο, τον οποίο υπηρέτησε και θεσμικά. Ο κόσμος της ανάγνωσης της οφείλει τη γνωριμία με μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες και διανοητές. Τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους της»
__________________
Η Μάγδα Κοτζιά δεν μένει πια εδώ…
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση όταν την πρωτοσυνάντησα στο «βιβλιοπωλείο Κοτζιά» ήταν η ομορφιά της. Το δεύτερο, η προσωπικότητά της, όπως καθρεφτιζόταν στον τρόπο που φερότανε: “αριστοκρατική και αθυρόστομη, ευαίσθητη και γωνιώδης, καλομαθημένη και ανυπόμονη, εστέτ και παιδική”, όπως τόσο εύστοχα την περιγράφει η Κατερίνα Αγγελιδάκη, στην παρουσίαση που της έκανε πριν από χρόνια στην Ελευθεροτυπία, και που παρατίθεται στη συνέχεια. Τον βίο και το (εκδοτικό) έργο της τα έμαθα σιγά σιγά, αργότερα.
Για τελευταία φορά έμαθα νέα της ( για την κατάσταση της υγείας της εννοώ ) από τον αδελφό της, Αργύρη Παπαγεωργίου, σε μια τυχαία συνάντησή μας, νύχτα, απέναντι από τον σταθμό Ευαγγελισμού του μετρό. Και σήμερα το πρωί έμαθα τον θάνατό της, εξ επαφής με τον θάνατο του Εντουάρντο Γκαλεάνο, τον οποίο και εκείνη θαύμαζε.
Γιώργος Κορδομενίδης (Αναρτήθηκε από το ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ στις 14/4/2015 12:31:00 μ)
Από την συνέντευξή της στην Κατερίνα Αγγελιδάκη, δημοσιευμένη στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, στις 23.10.2009 :
Μάγδα Κοτζιά / Είμαι το παιδί του μαγαζιού
Η κυρία Κοτζιά είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ένας συνδυασμός χάριτος και μποέμ ανατροπής, ανάμεσα σε σύννεφα καπνού και παλιά αγαπημένα πράγματα. Σε μετράει ταχύτατα με τα μάτια, η ευγένειά της έχει την ταλαντευόμενη σφοδρότητα ενός ανθρώπου έτοιμου να σου παραδοθεί. Είναι αριστοκρατική και αθυρόστομη, ευαίσθητη και γωνιώδης, καλομαθημένη και ανυπόμονη, εστέτ και παιδική.
Με την άνεση του ανθρώπου που δεν επιθυμεί καθόλου να φανεί καθωσπρέπει, χωμένη μες στο δαιδαλώδες γραφειάκι της, κοιτάζει τον κόσμο αναστενάζοντας. Άλλη μια μέρα στις εκδόσεις Εξάντας. Η μαγγανεία της μικρής καθημερινότητας ανάμεσα σε τυπογραφικά, διορθώσεις και εξώφυλλα θολώνει τη μνήμη των πραγμάτων. Το περίφημο μικρό σημειωματάριο με όλα τα ονόματα της παγκόσμιας διανόησης, διαλυμένο από τη χρήση και τον χρόνο, οργανώνει την ασύντακτη μνήμη. Έχουν περάσει κιόλας 36 χρόνια από την πρώτη μέρα. Σαν νερό.
Ο εξάντας είναι ναυτικό όργανο προσανατολισμού. Πώς θα περιγράφατε την πορεία των εκδόσεων Εξάντας με όρους θάλασσας;
Μια γαλήνια τρικυμία.
Γιατί διαλέξατε αυτό το όνομα;
Διότι είναι συμβολικό και σημαδιακό. Το όνομα υπήρχε σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό που έβγαινε επί δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Ο Εξάντας δημιουργήθηκε το 1974, αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, με φαντασία, ρίσκο και πολλές καινοτομίες. Η βαθύτερη ανάγκη μου ήταν να μεταδώσω στον κόσμο αυτά που είχα μάθει ταξιδεύοντας και διαβάζοντας. Με ενδιέφερε η μείξη των πολιτισμών, η περιέργεια για το τι γίνεται στον κόσμο. Θέλησα να μεταδώσω το πολυπολιτισμικό στοιχείο στους Έλληνες, το άνοιγμα των οριζόντων, το κέφι για τη ζωή, τη δοκιμασία, την περιπέτεια.
Ποια ανάγκη σάς έκανε να ασχοληθείτε με τις εκδόσεις;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αγαπούσα τα βιβλία. Χανόμουν διαβάζοντας. Η ανάγκη μου να ασχοληθώ με τις εκδόσεις ξεκίνησε από το διάβασμα και ήταν η φυσική συνέχεια αυτής της κλίσης μου. Όλα τα άλλα ήρθαν μόνα τους. Επί χούντας βρέθηκα εξόριστη στο Παρίσι για έξι χρόνια. Θυμάμαι ότι πήγαινα στους Γάλλους εκδότες με πολλή άνεση και τους έλεγα ότι όταν γυρίσω στην Ελλάδα θα κάνω εκδοτικό οίκο, χωρίς να ξέρω ούτε πότε ούτε αν θα μπορούσα να επιστρέψω. Με εμπιστεύτηκαν. Έκλεινα τίτλους και πλήρωνα μεταφράσεις με τα χρήματα που μου έστελνε ο πατέρας μου.
Τι γεύση σάς έχει αφήσει αυτή η εποχή;
Μερικοί δυστύχησαν πολύ στην εξορία. Εγώ, όχι. Άρχισα να φτιάχνω τη ζωή μου για να μη νιώθω ξεκρέμαστη. Και συνειδητοποίησα ότι ήμουν πολύ Ελληνίδα, που για μένα σημαίνει πολίτις του κόσμου. Έκανα ό, τι μπορούσα για να βοηθήσω τη χώρα μου, αλλά προχωρούσα και ως άνθρωπος, μέσα από σπουδές, γνωριμίες με σημαντικές προσωπικότητες και ταξίδια. Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Αφρική και αλλού. Ξέρω απ' έξω τον μισό κόσμο, όχι ως τουρίστρια, αλλά εις βάθος.
Ποιους ξεχωριστούς ανθρώπους γνωρίσατε στο Παρίσι;
Δεν έκανα πολλή παρέα με Έλληνες. Φυσικά, γνώρισα και τον Καστοριάδη και τον Αξελό, ο οποίος όταν συναντηθήκαμε μιλούσε μόνο γαλλικά (από ανάγκη αυτοπροστασίας, όπως κατάλαβα αργότερα), τον Πουλαντζά και πολλούς ακόμα. Ξεχωρίζω τον Φωκίωνα Φραντζεσκάκη, που τον θεωρώ υπόδειγμα Έλληνα. Θυμάμαι επίσης όλη την τότε εξόριστη κυβέρνηση της Ισπανίας.
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδώσατε όταν επιστρέψατε;
Έτυχε να είναι το Μεγάλο ταξίδι του Χόρχε Σεμπρούν, τον οποίο επίσης έτυχε να ερωτευτώ. Είχα πάει στο σπίτι του στο Παρίσι για να πάρω την υπογραφή του για ένα αντιστασιακό χαρτί. Όταν έφυγα, τα γόνατά μου είχαν λυθεί. Ήταν καλλονός, ταλαντούχος συγγραφέας, Ισπανός και αριστερός. Είχε όλα όσα χρειαζόταν για να τον ερωτευτείς αμέσως...
Κηδεύτηκε χθες η Μάγδα Κοτζιά
ΤΑ ΝΕΑ 18.4.2015
Συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες συνόδευσαν χθες την Μάγδα Κοτζιά στην τελευταία της κατοικία, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η Μάγδα Κοτζιά, που πέθανε τα ξημερώματα της Τρίτης σε ηλικία 75 ετών, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στο χώρο του βιβλίου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Το 1973 ίδρυσε το βιβλιοπωλείο Κοτζιά και, ένα χρόνο αργότερα, τον εκδοτικό οίκο Εξάντας και με τις επιλογές της («πολιτικές», όπως τις χαρακτήριζε) διαμόρφωσε το εκδοτικό τοπίο για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Για να της πουν το τελευταίο αντίο βρέθηκαν χθες στο Α' Νεκροταφείο οι Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Θεόδωρος Πάγκαλος, Βασίλης Παπαβασιλείου, Γιάννος Παπαντωνίου, Διονύσης Σαββόπουλος, , Άννα Φιλίνη, Βασίλης Αλεξάκης, Ζυράννα Ζατέλη, Χρίστος Ζουράρις, Φιλαρέτη Κομνηνού, Θέμης Λιβεριάδης, Γιώργος Χρονάς κ.ά.
Στεφάνια απέστειλαν η Εταιρεία Συγγραφέων, ο πρόεδρος του Μεγάρου Μουσικής Ιωάννης Μάνος, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η οικογένεια του Μάνου Χατζιδάκι, ο Γιώργος Κατηφόρης , η «Δημοκρατική Άμυνα», ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίων, ο ΟΣΔΕΛ, οι Εκδόσεις Πατάκη, η Πρεσβεία της Χιλής κ.ά.
Μάγδα Κοτζιά, η κυρία του Εξάντα 18.4.2015 13:24
της Λαμπρινής Κουζέλη
Θα της άρεσε της Μάγδας Κοτζιά να την αποχαιρετούμε μαζί με τον Εντουάρντο Γκαλεάνο, έναν από τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς που πολύ αγαπούσε. Ο θάνατος της εκδότριας του Εξάντα, η οποία πέθανε τα ξημερώματα της Τρίτης 14 Απριλίου σε ηλικία 75 ετών, δεν ήταν αιφνίδιος. Η υγεία της, μετά το βαρύ εγκεφαλικό των τελευταίων ετών, έφθινε διαρκώς. Τη θυμόμαστε όμως όλοι όπως ήταν στις καλές μέρες, δραστήρια, δυναμική, ανεξάρτητη, μαχητική, παθιασμένη και ταυτόχρονα ευγενής, αριστοκρατική, καλλιεργημένη, ο συνδυασμός του ατίθασου λατινοαμερικάνικου ταμπεραμέντου με τη γαλλική εκλέπτυνση, όπως ο κατάλογος των βιβλίων της, μια γυναίκα εξαιρετικά αγαπητή και αξέχαστα γοητευτική. «Ηταν το ωραιότερο κορίτσι που έχω γνωρίσει» λέει ο παλιός συμφοιτητής της Μάκης Τρικούκης, εκδότης του βραχύβιου περιοδικού Εξάντας στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια της δικτατορίας, από το οποίο η Μάγδα Κοτζιά δανείστηκε τον τίτλο για τον εκδοτικό οίκο που θα άνοιγε στην Αθήνα το 1974.
Κόρη ιδιοκτήτη μιας ανθηρής επιχείρησης διανομής Τύπου, πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στην Πάτρα, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου γνώρισε και τον πρώτο σύζυγό της Κώστα Ζουράρι. Στη δικτατορία γίνεται μέλος της κεντροαριστερής Δημοκρατικής Άμυνας και το 1968 αναχωρεί για το Παρίσι. Με τον θεσσαλονικιό εικαστικό και φίλο της Νίκο Κεσσανλή ιδρύουν τη Μec Art, μια ομάδα καλλιτεχνών που δημιουργούσαν έργα με μηχανικά μέσα. Επιστρέφει το 1973 στη Θεσσαλονίκη και ανοίγει το βιβλιοπωλείο «Κοτζιά» στην Τσιμισκή, που γίνεται φιλολογικό και καλλιτεχνικό στέκι, αλλά έναν χρόνο μετά κατεβαίνει στην Αθήνα για να ιδρύσει τον εκδοτικό οίκο Εξάντας με τον Βασίλη
και τη Δώρα Καλλιπολίτη και τον Θέμη Μπανούση, τον δεύτερο σύζυγό της. Πρώτο βιβλίο το Μεγάλο ταξίδι
του Χόρχε Σεμπρούν, που δήλωνε σε συνέντευξή της ότι τον ερωτεύτηκε μόλις τον πρωτοαντίκρισε στο Παρίσι, ‘παίζοντας’ με τις φήμες που τους ήθελαν εραστές.
Στον Εξάντα τυπώνονται και γίνονται ανάρπαστοι Οι Καπετάνιοι του Γάλλου δημοσιογράφου Ντομινίκ Εντ για τον ελληνικό Εμφύλιο, η Αρχαιολογία της γνώσης του Φουκό, ο Αιχμάλωτος του έρωτα του Ζαν Ζενέ. Ο Εξάντας γίνεται το εκδοτικό σπίτι του Κώστα Ταχτσή και της Φρίντας Μπιούμπι, του Βασίλη Αλεξάκη και του Ροβήρου
Μανθούλη, ο οίκος από τον οποίο πρωτοεμφανίστηκε ο Αύγουστος Κορτώ.
Στη σειρά «Σύγχρονη Κλασική Βιβλιοθήκη», με τις λευκές κουβερτούρες που παραπέμπουν στις αντίστοιχες της θρυλικής γαλλικής «Βibliothèque de la Pléiade», εκδόθηκαν πλάι στο Κόκκινο και το μαύρο του Σταντάλ και στην Ιστορία δύο πόλεων του Ντίκενς, το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν και οι νουβέλες του Κάφκα, η Ανθρώπινη μοίρα του Αντρέ Μαλρό και το Κουτσό
του Χούλιο Κορτάσαρ, τα μυθιστορήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ, του Καμί και της Μαργκερίτ Ντιράς, ο Παρασκευάς
του Γάλλου Μισέλ Τουρνιέ και το Περί ηρώων και τάφων του Αργεντινού Ερνέστο Σάμπατο, δύο συγγραφέων που η Μάγδα Κοτζιά ξεχώριζε.
Στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι τη θυμούνται να βγάζει βόλτα τον σκύλο της, τον Ιβάν. Τα γραφεία του Εξάντα στη Διδότου στα Εξάρχεια έχει ποτίσει ο καπνός των τσιγάρων της και την εκδοτική ζωή μας έχουν καθορίσει οι ρηξικέλευθες επιλογές της, οι προσεγμένες μεταφράσεις, τα εικαστικά εξώφυλλα, ένα βιβλιοφιλικό ήθος χαρακτηριστικό των ποιοτικών εκδοτών της Μεταπολίτευσης που χάνεται μαζί τους.
__________________
Οι αγαπημένοι της
Όταν την ρώτησαν ποιούς από τους κορυφαίους συγγραφείς που γνώρισε ξεχωρίζει, απάντησε στην Ελευθεροτυπία: «Πολλοί από αυτούς ήταν φίλοι μου, τους έχω εδώ στο μπλοκάκι μου. Ξεχωρίζω σίγουρα τον Ερνέστο Σάμπατο. Αξέχαστη ζωντάνια, βαθιά μόρφωση, αδηφάγο μάτι. Είχε την ιδιαιτερότητα να μη θέλει να μείνει τίποτε γραπτό, ήθελε να καταστρέψει τα χειρόγραφά του, τα οποία ευτυχώς διέσωσε η γυναίκα του από τη φωτιά. Ήτανε και εξαίρετος ζωγράφος, με αγάπη στα πύρινα χρώματα.
Θυμάμαι και τη Μαργκερίτ Ντιράς. Πολύ δύσκολος άνθρωπος, δυναμική, ερωτική, πέρασε πολλά στη ζωή της. Την πρωτοείδα σε ένα γαλλικό εστιατόριο με μια μπουκάλα κρασί μπροστά της. Μου έκανε εντύπωση το απίστευτο τρακ που είχε στην πρεμιέρα ενός έργου της, τρία χρόνια πριν πεθάνει.
Ξεχωρίζω επίσης τον Αλεξάκη και τον Ταχτσή από τους Ελληνες, που υπήρξαν φίλοι μου, τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, τον Εδουάρδο Γκαλεάνο, τον Χόρχε Εδουαρτς, τον Μισέλ Τουρνιέ, τη Σιλβί Ζερμέν. Και τον Μπέκετ. Τον συνάντησα μία φορά στο Παρίσι. Ήταν ψηλόλιγνος, κομψός, μ' αυτό το υπέροχα σκαμμένο πρόσωπο. Ήταν ο πιο ευγενικός άνθρωπος που έχω δει ποτέ».
Μάγδα Κοτζιά: «Δρώσα συνείδηση και ζώσα ελευθερία»
Η ΑΥΓΗ – 19.4.2015
Του Νίκου Α. Κωνσταντόπουλου
Η Μάγδα Κοτζιά προσωποποιεί μία ασίγαστη συνείδηση αμφισβήτησης και αναζήτησης, αντίστασης και δημοκρατικής εγρήγορσης, πολιτισμικού πλουραλισμού και οικουμενικότητας. Έζησε τις μέρες της με πλήρη αυτογνωσία, έχοντας συναίσθηση του τί κρίνεται κάθε στιγμή με κάθε πράξη. Γι αυτό και ήταν πάντοτε ορατή και διακριτή η παρουσία της, που ακτινοβολούσε την ομορφιά της αυθεντικότητας, τη ζωντάνια της αγωνιστικότητας και την εσωτερίκευση του πολύπλευρου ανοιχτού στοχασμού. […]
Απέναντι στον συρφετό των ψευδώνυμων μεταπολιτευτικών ηγεσιών, η Μάγδα Κοτζιά πορεύτηκε αναλώνοντας τον εαυτό της ως αυθεντική ηγετική παρουσία στον πολιτικό και κοινωνικό, πολιτισμικό και επαγγελματικό χώρο, με έργο δημιουργικό και πρωτοποριακές προσπάθειες. Το εκδοτικό κατόρθωμα του “Eξάντα” θα σημαδεύει διαχρονικά τον πνευματικό και πολιτισμικό χώρο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, δείχνοντας πόσα ακατόρθωτα μπορεί να γίνουν κατορθωτά από έναν εμπνευσμένο και θεληματικό δημιουργό.
Πίστευε ακράδαντα αυτά που επίσης πρέσβευε ο Χόρχε Σέμπρουν, ότι δηλαδή «τα ηθικά κριτήρια της πράξης βρίσκονται μέσα στην ίδια την πράξη». Αλλά και ότι «έχουν μεγαλύτερη αξία οι προκλήσεις του μέλλοντος από τα κατορθώματα του παρελθόντος, ακόμα και τα πιο ηρωικά»...
__________________
Εισαγωγή στο σύμπαν της Μάγδας Κοτζιά
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, 22.4.2015
Τι θα ήμασταν, και πού θα βρίσκαμε ντουβάρι να κοπανήσουμε το κεφάλι μας, αν δεν είχαμε διαβάσει εκείνα τα κρίσιμα βιβλία που μας άνοιξαν τα μάτια στην κρίσιμη ηλικία και στην κρίσιμη στιγμή; Τι θα ήμασταν, και πόσα λάθη άραγε δεν θα μας είχανε στείλει ντουγρού στις ξέρες, όπου θα τσακίζαμε τη βαρκούλα μας; Πώς μπορούμε να υπολογίσουμε την ανυπολόγιστη ευγνωμοσύνη που οφείλουμε σ' εκείνους τους ανθρώπους που μας δώρισαν τα βιβλία τους και μέσα από τις σελίδες αυτών των βιβλίων μάς άνοιξαν τα μάτια, μας έδειξαν στις ανοιχτωσιές, μας πρόσφεραν μια ζωή πλήρη εν τέλει.
Η Μάγδα Κοτζιά ήταν πίσω από όλα αυτά τα θαύματα. Και από δεκάδες, εκατοντάδες άλλα. Θυμήσου: Ταχτσής και το Φοβερό Βήμα. Θυμήσου: Μάνος Χατζιδάκις και τα Σχόλια του Τρίτου. Και όλη η Μεταπολίτευση πάλι εδώ. Στον Εξάντα.
Η Μάγδα εξέδωσε με ασίγαστο πάθος και μεράκι μεγάλους συγγραφείς, τους κλασικούς του 20ού αιώνα κ. α Σάμπατο, Camus, Mann, Σεμπρουν, Sartre, Π. Χάντκε, Μ. Τουρνιέ, Μ.Φουκώ, Faulkner, Aragon, Joyce, Τ. Μπέρνχαρντ. Em. Cioran, Ρ. Ζιράρ, Μ. Μπλανσό και τόσους άλλους.
Κι ύστερα, εκείνη η μαγεία της γλώσσας, τα θαύματα, οι εκλάμψεις που πέτυχε ο Δημήτρης Δημητριάδης, μεταφράζοντας το Ημερολόγιο ενός Κλέφτη και την Παναγία των Λουλουδιών του Ζαν Ζενέ, Οι Καπετάνιοι, του Δομένικου Αυδή, όπως επιμέναμε να λέμε τον Dominique Eudes, μας έβγαλαν από τη ρότα προς την τότε πανίσχυρη ΚΝΕ και μας οδήγησαν σε άλλες ατραπούς και τώρα, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, ξέρω πόσο πολύτιμη ήταν η συνάντηση μ' εκείνο το πολυσέλιδο παθιασμένο ιστορικό μελέτημα. Μια ακόμα συνάντηση που χρωστάμε στη Μάγδα και τον Εξάντα. ... Σε χαρτόδετες εκδόσεις τότε, όπως και η Φιλοσοφία του Μπουντουάρ του Θεϊκού Μαρκήσιου ντε Σαντ, και η Ιουστίνη, χαρτόδετη και κυνηγημένη από κομπλεξικούς εισαγγελείς, στην αυγή της Μεταπολίτευσης, απαγορευμένη. Και τότε συνασπίστηκαν κάμποσοι εκδότες και προχώρησαν σε κοινή έκδοση, αναγκάζοντας την πολιτεία να υποχωρήσει. Και μετά, απανωτά, έρχεται η Αναφορά του Μπρόντι – Μπόρχες … και λίγο πιο μετά η Μπέττυ και το ‘Πόσο πάει;’ – κι έτσι τινάζονται στον αέρα τα στερεότυπα και περνάς μάνι-μάνι σ' εκείνη την ιδιαίτερη ενηλικίωση που σου εξασφαλίζει μια παρατεταμένη νεότητα στο μέσα σύμπαν σου και στην περιπέτεια που αντιλαμβάνεσαι ότι είναι η ζωή η ίδια.
Κι όλα αυτά στον “Oίκο” στο σπίτι, στο κονάκι της Μάγδας. Στην οδό Τζαβέλλα αρχικά, με ξύλινη σκάλα που έτριζε και σόμπα κουκουνάρα και μυστηριώδεις τύπους να παίζουνε μανιωδώς χαρτιά, να πίνουν ουίσκι, να καπνίζουν άφιλτρα από πακέτο κασετίνα, να μιλάνε όλοι μαζί, παθιασμένα, μελωδικά, τραχιά, ειρωνικά, ευγενέστατα, σοφά. Μετά στην αρχή της Διδότου, απέναντι από το καφενείο που έγινε μπαρ και που γύρισε πάλι σε καφενείο, όπου καταφεύγαμε, η Μάγδα κι εγώ, πριν μεσημεριάσει, και αρχίζαμε τα ποτά και τα λόγια. Εκεί μου είπε πολλά για τον Χόρχε Σεμπρούν, αυτόν το δανδή της εξέγερσης που έζησε από κοντά τα κορυφαία γεγονότα του 20ού αιώνα.
Τι θα ήμασταν χωρίς μορφές σαν τη Μάγδα Κοτζιά, με τον Εξάντα, να προσφέρει, ναι, να δωρίζει, να δίνει και να δονεί, ζώντας με όλη την ψυχή της...
Τέλος εποχής, αλλά και αρχή μαζί. Αρχή μιας άλλης εποχής που σίγουρα θα σκύψει να δει τι έκανε η Μάγδα και οι άνθρωποι που της έμοιαζαν – που ήταν, δηλαδή, γενναίοι και ευγενικοί και είρωνες και άρχοντες και καλλιεργημένοι και τολμηροί και παιγνιώδεις και κοσμοπολίτες και Έλληνες ωραίοι...
Το χαμόγελό της ήταν πλατύ, απαστράπτον, ευφρόσυνο. Η δουλειά της –τα βιβλία, η γνώση, η ομορφιά– ήταν η ζωή της. Και ήταν πλούσια και ελεύθερη ζωή. Μια ζωή πλήρης εν τέλει.
⤕
Θέμης Λιβεριάδης , Απρίλιος 2025
Μάγδα μου,
Εγώ τι να σου γράψω τώρα; Άλλωστε δεν μπορείς να τα διαβάσεις.
Ούτε τα λόγια με τα οποία σε αποχαιρέτησα στην ...φροντίδα (κηδεία) σου τα άκουσες. Αυτό ίσως είναι “προνόμιο” των ...μακαρίων ― πτωχών τω πνεύματι. Άσε που αυτά που είχα σημειώσει να πω δεν ήμουνα σε θέση να τα αρθρώσω. Έτρεμα ...σύψυχος και το ‘καθήκον’ αυτό το εμπιστεύτηκα στον αγαπημένο ανεψιό σου, τον Γιώργο Παπαγεωργίου.
Ούτε εγώ άκουγα. Υπνοβατούσα σε μια ...θεατρική σκηνή με ακατάληπτες ψαλμωδίες και ευχετικές ακυρολεξίες : “Ας είναι ελαφρό το χώμα...” , “προσδοκώ ανάσταση νεκρών...” και “…παραμυθείσθε τους ολιγόψυχους, ανέχεσθε των ασθενών…” .
Προτιμώ λοιπόν (μονολογώντας) να ανακαλέσω δυο-τρεις απ’ τις εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες μνήμες που συσσωρεύσαμε στα 68 χρόνια ( 1947-2015 ) συμπόρευσής μας στο διάδρομο της ζωής.
⤕
Τους τελευταίους μήνες του προηγούμενου αιώνα ένιωσες πρώτη την παρόρμηση να “αποτυπώσεις” την έλευσή του, που ίσως και να σε τρόμαζαν κάπως οι ...αποσκευές του : η ακραία ανάπτυξη μιας απρόσωπης τεχνολογίας όπως και παγκοσμιοποίησης. Απευθύνθηκες κυρίως σε φίλους και συνεργάτες που οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν να γράψουν με θέμα την αλλαγή του αιώνα, που αξιωθήκαμε να ζήσουμε. Εγώ σου έδωσα ένα κείμενο με τίτλο “Ο στρατηγός έκανε ...αιμόπτυση”. Σε χρόνο ρεκόρ ετοίμασες και κυκλοφόρησες την 31η Δεκεμβρίου 1999 τον συλλογικό τόμο Η τελευταία νύχτα του Αιώνα.
Εκείνο το βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς ήμασταν καλεσμένοι στην καλή μας φίλη την Κυριακή Αρσένη ( από το 1994 μέχρι τον πρόωρο θάνατό της, Δ/ντρια Μουσείου–Αρχείου της ΕΡΤ ).
Όταν τα ρολόγια άρχισαν την αντίστροφη μέτρηση και έδειξαν μηδέν και μηδέν και μηδέν και μηδέν... Τι γέλια που κάναμε, τι κέφι και ανεμελιά... Εσύ ειδικά είχες κολλήσει στην ατάκα: το πρώτο γέλιο του αιώνα, το πρώτο whisky του αιώνα, το πρώτο φιλί του αιώνα ( και τότε ―θυμάσαι;― με φίλησες για πρώτη και τελευταία φορά στο ...στόμα ! ). Και ( πρώτο δώρο ! ) μοίρασες σ’ όλους μας το βιβλίο.
⤕
Στις 7 Ιουνίου 2011, βλέπαμε τηλεόραση. Διακόπτουν το έργο για ένα σύντομο δελτίο ειδήσεων. Ανακοινώνουν το θάνατο του Σεμπρούν. Πλακώθηκες στα χάπια, πήρες τηλέφωνο στο αεροδρόμιο και έφυγες, όπως πάντα, με μια τσάντα σου και μέσα της μόνο ένα φουστάνι. Εγώ για να πάω – όχι στο Παρίσι μα στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πιο κοντά: στο Πόρτο-Γερμενό, φτιάχνω με τις ώρες δύο βαλίτσες, μην τυχόν και ξεχάσω τίποτε !
Μετά την κηδεία, μόλις επέστρεψες μας τηλεφώνησες. «Εγώ πια ...δεν έχει νόημα να ζω», μου είπες...
⤕
Μια βδομάδα μετά, πρωί της Τρίτης 14 Ιουνίου, καθώς ετοίμαζες τον καφέ έπεσαν απ’ το χέρια σου πρώτα το κουτάλι, αργότερα το φλιτζάνι. Λίγο μετά και τα τσιγάρα σου. Δεν έδωσες σημασία. Το επόμενο πρωί όμως ξανασυνέβησαν περίπου τα ίδια. Τότε, τρόμαξες για λίγο και τηλεφώνησες στην Μαρίνα. Σε πήγε «σηκωτή» στο γιατρό μας, τον Περικλή. Αυτός το είδε «το κακό, με δρασκελιές να πλησιάζει...» Σου έγραψε κάτι χάπια και σου είπε να κάνεις α μ έ σ ω ς μαγνητική αγγειογραφία εγκεφάλου.
Πήρες τα χάπια, κι αυτά για λίγες μέρες. Για αγγειογραφία ούτε που το συζήτησες. Έφυγες πάλι για Γερμανία, νομίζω για μια έκθεση βιβλίου. Όταν ξανάρθες συνέχισες με μαζοχιστικό πάθος την καθημερινή σου, καλοκαιρινή πια, ρουτίνα. Πρωινό ξύπνημα ― πάντα στις έξη και μισή, καφές, 2-3 τσιγάρα, τουαλέτα κι ύστερα με τα πόδια γραμμή στον Εξάντα. Απ’ το Παγκράτι απέναντι στο Κολωνάκι, Αναγνωστοπούλου, σκαλάκια, Διδότου ― γωνία με ... Ζωοδόχου Πηγής. Για την ...Ζωή σου όμως, που ...στέρευε, ούτε σκέψη ούτε έγνοια. Αργά, μετά το μεσημέρι, γύρω στις 4, σε έφερνε συνήθως ο Παναγιώτης του Εξάντα, με το μοτοσακό του !
Όσες φορές σε παροτρύναμε να μην κουράζεσαι πολύ, να πας πρώτα για εξετάσεις... μας το ’κοβες κατηγορηματικά και θυμωμένη. ― “Πρέπει να δουλεύουμε αν όχι από κέφι, τουλάχιστο από απελπισία” ήταν η απάντηση σου, νομίζω απ’ τον Baudelaire.
Κι έτσι, φτάσαμε στο βράδυ της 6ης Ιουλίου που έπεσε το αστροπελέκι, αυτό που Εσύ προκάλεσες και προσκάλεσες...
Εγώ με την Μαρίνα ήμασταν στο Πόρτο-Γερμενό. Λίγο μετά τις 11 χτυπάει το κινητό μου. Ήτανε ο Μαλτσίδης, από το σπίτι σου. Τον φιλοξενούσες όταν ερχόταν απ’ τη Θεσσαλονίκη.
⤕
Τα είχε εντελώς ‘χαμένα’ ο καημένος ο Άκης. «Εκεί που μιλούσαμε η Μάγδα σωριάστηκε. Την φωνάζω, την κουνάω, της έριξα λίγο νερό. Καμιά αντίδραση. Θέμη, τι να κάνω ... ποιόν να τηλεφωνήσω τέτοια ώρα...» ― Πάρε το 166 αμέσως, πήγαινε κι εσύ μαζί τους, πάρε και τον Αργύρη και ξανά-τηλεφώνησέ μου σε ποιό Νοσοκομείο είστε. Τα μαζεύουμε κι ερχόμαστε.
Η διάγνωση αναμενόμενη. Βαρύ εγκεφαλικό. Όταν κάποια στιγμή επανήλθε η Μάγδα δεν μιλούσε πια. Ο αδελφός της, ο Αργύρης, φώναξε να την δούνε κι άλλοι νευρολόγοι. Η Μάγδα αντιδρούσε. Τους έδιωχνε με θυμωμένα νεύματα. Την κόρη μας, τη Ρηνιώ, (που είναι λογοθεραπεύτρια ) τη δέχτηκε τον πρώτο καιρό γιατί την ήξερε από μωρό και την αγαπούσε σα δικό της παιδί. Αλλά και η τελική διάγνωση της Ρηνιώς ήτανε δυστυχώς τελεσίδικη. Το εγκεφαλικό κτύπησε καίρια το ‘κέντρο λόγου’ στο μυαλό της, και η κατάστασή δεν ήταν αναστρέψιμη. Η Μάγδα σωματικά ήτανε όπως πριν. Στυλάτη, πάντα, όμορφη. Αυτοεξυπηρετούνταν, περπατούσε, καταλάβαινε τα πάντα αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει καθαρά ούτε λέξη. Πόσες φορές δεν ευχηθήκαμε, όλοι μας, καλύτερα να παρέλυε ένα της χέρι, ή πόδι. ΟΧΙ αυτό. Τον πρώτο καιρό έκανε κάποιες προσπάθειες, έβγαζε κάτι άναρθρες κραυγές, ή επιφωνήματα, χαμογελούσε με κανένα αστείο, έγραφε σύντομα σημειώματα αν ήθελε κάτι.
Με το χρόνο σιγά-σιγά έπαψαν και αυτά, τα ελάχιστα. Δεν έβγαινε φυσικά έξω. Κανονίζαμε συχνά, μια-δυο φορές το μήνα, κάποια συγκέντρωση με κοντινούς φίλους. Για ένα χρόνο, ίσως και παραπάνω συμμετείχε. Για την κυριολεξία : συνυπήρχε στο σαλόνι, ή στο τραπέζι. Αργότερα και σταδιακά αποτραβήχτηκε μόνο στο δωμάτιό της. Είχε απόλυτη συνείδηση του τί της συνέβη και κυρίως το αμετάκλητο. Έχω την εντύπωση πως, αν δεν έμενε στο ισόγειο της μονοκατοικίας της, η Μάγδα θα πηδούσε απ’ το μπαλκόνι. Αργότερα κατάλαβα πια ότι ήθελε να φύγει...
Τελευταία φορά την είδα κάπου 35-38 ώρες πριν το Τέλος. Ο Αργύρης είχε καταφέρει επιτέλους να την πείσει να δεχτεί κάποια φροντίδα, που την αρνιόταν επί μήνες. Κυρίως στο πρόσωπο, στα μαλλιά...
Με την πρώτη ματιά διέκρινα την αλλαγή. Ήτανε καλοχτενισμένη, λίγο βαμμένη, καλοντυμένη. Καθόταν σε πολυθρόνα, με υποδέχθηκε μ’ ένα ‘ζεστό’ χαμόγελο. Μου βγήκε αυθόρμητα... Κούκλα είσαι σήμερα, της είπα.
Έκανε μια μικρή γκριμάτσα καλοσυνάτης ειρωνείας, κατέβασε το δεξί της χέρι πλάι στο γονατό της, γύρισε την παλάμη ανοίγοντας όλα τα δάκτυλα και μού ’ριξε μια μούντζα. «Nα !...» Και το είπε καθαρά..
Μάγδα μου γλυκιά, δεν πρόλαβες να μου πεις ...
Τι μας ’ρώτησε τότε η αξέχαστη δασκάλα μας, η κυρία Αγγέλα, και μόνο εμείς οι τέσσερις σηκώσαμε το χέρι να απαντήσουμε; Νομίζω κάτι για την μετάλλαξη του μεταξοσκώληκα;...
― Αλλά δε βαριέσαι ! Να ήτανε μόνο αυτός...
⤕