Α
Πέφτει όπως σταγόνα μες σε σπήλαιο βαθύ που χτίζει σταλαγμίτες αιωνόβιους σε μέρη που κανείς δε είδε, σαν άνθρωπος δικός σου που έχει από χρόνια φύγει κι όμως ακόμα -είσαι σίγουρος- στέκει εκεί, ανάμεσα στους γαμηλιώτες περιμένοντας, σαν χήρα που μόνο για να ‘χει κάτι να λυπάται είπε πως χάθηκε ο άντρας της μια μέρα, όπως ο χτύπος της καρδιάς μέσα στο στήθος που δεν τον ακούς μα επιμένει, όπως ποτάμι που κατεβάζει τα νερά του μες στον ύπνο σου και νανουρίζει βρέφη που σ’ άλλους καιρούς χαθήκανε μα τώρα επιστρέφουν να βυζάξουν τα επίδικα, όπως μαέστρος που κανοναρχεί ορχήστρες πίσω απ’ τις κουρτίνες των επερχομένων, ίλαρχος ίλης ιππικού που ξεδιπλώνει τους θριάμβους του επάνω σε καλοσιδερωμένους χάρτες, μα και της ήττας τα αμφίστομα αίτια, αυτά που προσπερνούσες μα εκείνα πάντα επιστρέφουν. Και να που τώρα ακούς στα χείλη σου τον όμορφο χρησμό, το α-μπε-μπα-μπλομ και βγαίνω του πιο τρυφερού σου χρόνου, κι ανοίγουνε ξανά τα μάτια διάπλατα πάνω από χώρες μυθικές, τρένα περνούν ολόφωτα και φέγγει μέσα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα το άδειο μέλλον. Έτσι θα είναι που κι απ’ των φραγμάτων την ατσάλινη εμμονή κάποτε διαμελίζονται τα όνειρα και πλημμυρίζει η νύχτα αινίγματα και ξεχειλίζουν των ερωτηματικών οι παραπόταμοι και βρέχει ο θόλος του μυαλού μετεωρίτες σαν ουράνια βεγγαλικά, κι ανοίγει το αργυρό του στόμα τώρα ο καθρέφτης, λειαίνοντας τα αποσιωπημένα, κι έρχεται η στιγμή της μεταγλώττισης, νάτος ο τίμιος άνθρωπος, στρίβει τσιγάρο, βγάζει την τραγιάσκα του κι απλώνεται στην πολυθρόνα όλος γνώση, μα ίσως να ‘ταν και παιδί που βγήκε σώο απ’ τα συντρίμμια ενός κόσμου που ‘χει μόλις διαρραγεί σαν ρόδι στο κατώφλι σου, που ‘ναι το ίδιο ακριβώς αλλά δεν ξέρω να το εξηγήσω, παιδί που θα νογά, θα ξέρει από μέσα και απ’ έξω τι είναι όλα ετούτα και τι θα σημαίνουν αύριο, και θα ‘χει το φιλότιμο να μας τα επιστρέψει. Έτσι θα προπορεύεται η ζωή στα χαρακώματα, σημαιοφόρος μέσα στην οχλοβοή της μάχης, όρθιος μέσα σε εχθρικά πυρά, ευθυτενής μες στη σφαγή, περήφανος, στο μέλλον του ήδη δωρισμένος. Και πέφτει τώρα η ηχώ των γεγονότων, σπόρος απόστρατος σε οργωμένο έδαφος, κι ακούγεται μακριά η βοή του επερχόμενου, κι ύστερα ο πικρός του παρελθόντος ψίθυρος, αλλά κι ετούτο αν τύχει να ‘ναι πρέπουσα η συναστρία, να μην ουρλιάζουν των αντιπερισπασμών τα χίλια στόματα, τα ντεσιμπέλ των γενεών πάνω απ’ το μέγα βάραθρο, το αποτρόπαιο, αυτό που αποστρέφεται η εξοχότης σου. Ας κάνουν τώρα εκείνοι τη δουλειά τους μάτια μου, ένας προδότης είναι ένας προδότης πάντοτε, όμως εμείς πάση θυσία θα προελάσουμε, κοίτα που αχνοφαίνονται τα ανάκτορα, εκεί μακριά πίσω απ’ τα πλήθη, κοίταξε, εκεί που κλείνει το ανοιχτό της στόμα η πορεία.
Β
Οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη έδειξαν αυτό για το οποίο κανείς δεν ήταν έτοιμος. Ένας κοινός τόπος παρέμενε, σε πείσμα των στατιστικών, κραταιός στη ρίζα της κοινότητας, κι είχε το σθένος να μιλά με γλώσσα αιμάτινη, στην άλλη όχθη του πολιτικού λόγου, που αποδείχθηκε, κατά τα ειωθότα, κατώτερος των περιστάσεων. Και δεν ήταν μόνο η χυδαιότητα της πλειοψηφίας που κόπριζε αμέριμνη τον λίγο καθαρό τόπο της καρδιάς μας, βυζαίνοντας οφέλη ανίερα για το ιερότατο τομάρι της. Ήταν και το στρίψιμο της βίδας του κάθε ηχηρού αντιλόγου πάνω στο σώμα της πραγματικότητας, που προσδοκούσε να ολοκληρώσει τις ενέργειές της σαν φιλότιμη ρουλέτα που ακινητοποιεί τη μπίλια της επάνω ακριβώς στο νούμερο που έχουμε ποντάρει. Κι όμως, η εξ εφόδου κατάληψη του αυτονοήτου που τεχνηέντως επιχείρησαν αμφότεροι, απέτυχε παταγωδώς. Θα ανασυντάσσονταν ασφαλώς. Ο δωσίλογος διαθέτει δεκαετίες αφομοιωμένης τέχνης, που κάθε τόσο τον επαναφέρει στον αφρό των γεγονότων, όπως συμβαίνει με κάθε φελλό. Ανώφελο ασφαλώς να τον ανταγωνιστείς. Τώρα η μόνη ελπίδα ήταν μια γενναία καταβύθιση, πλήρης εμπιστοσύνης, σε εκείνο που δεν αντιλαμβανόσουν πλήρως, μα που μιλούσε σε πρώτο πρόσωπο στην καρδιά σου και ζέσταινε το αίμα σου, ας ήταν και μια ολοστρόγγυλη ουτοπία, ας ήταν κι ένα μισοειπωμένο ψέμα, ψέμα που επιτέλους δεν θα πάγωνε τα χείλη σου σαν μέτωπο νεκρού. Ο ήλιος πάλι έμοιαζε Αιγαιοπελαγίτης. Οι ανάσες δίπλα σε συνέπαιρναν, όχι πνιγμένες και μισολιπόθυμες απ’ της ανάγκης τον ασφυχτικό κορσέ, μα απ’ της αγάπης το ωραίο πλάτεμα, φωνή γειτόνισσας που ήρθε να σου δανειστεί λίγο πιπέρι που της τέλειωσε και πριν σε χαιρετίσει σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της. Για λίγο είχες περπατήσει αντικρυστά στην Άνοιξή, τα βήματά σου σε οδηγούσαν μοναχά τους, αυτόν τον δρόμο δεν θα τον χρωστούσες σε κανέναν. Κι ήταν τότε που πίσω από το πλήθος σάλεψε ελπιδοφόρος άνεμος, η ηχώ της μνήμης κάθε γεγονότος μες στην ιστορία που το ήξερες μεγάλο, αλλά μαζί κι εκείνα τα μικρά, τα ανάξια που σε εξόργιζαν, κάθε μέσα στον χρόνο κατοχυρωμένη ύβρις που ερχότανε με χέρια βρόμικα να προστεθεί σε τούτη τη σημερινή, γιατί έτσι είναι που δουλεύει της ψυχής η αριθμητική τότε που οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν. Κι ήταν μια πεντακάθαρη ηχώ αυτή, βγαλμένη απ’ τη βαθιά χαράδρα με τα φτερουγίσματα των αετών και με των τρωκτικών τα χτυποκάρδια μες στις σκοτεινές τους τρύπες, το χρυσοκίτρινο της μέλισσας πάνω στον ανθισμένο κόρφο της ζωής, τις σαύρες που απλώνουν διάστιχτα φορέματα κατάσαρκα στις πυρωμένες πέτρες του Αυγούστου, δράκοι υπερχιλιετείς, μα πόσο τρυφεροί αλήθεια δράκοι. Ο κόσμος τώρα ανέπνεε με τους δικούς του πνεύμονες. Κι εξόριστος ο απατεώνας κράταγε τις σημειώσεις του, την κίβδηλη μετάφραση που αύριο πάλι θα μαγάριζε τον τρυφερό μαστό της καλοσύνης μας.
Μικροί, νάνοι, ελάχιστοι, κακόμοιροι, μιαροί, απεταξάμην!
Γ
Ήρεμη η νύχτα και κοιμάται τώρα η πόλη στα λευκά σεντόνια της. Η προσευχή αυτών που αδικήσαμε απλώνεται στον ουρανό σαν ολοκαίνουργιο habemus
papam, στίχοι ανίκητοι που συνταιριάξαν με τις τύψεις μας για όλους τους πολέμους που δεν πολεμήσαμε με την καρδιά μας σε ονείρου τόπους.
Μα και τα όνειρα δεν έχουν σώμα να τα διαπεράσεις, ούτε ψυχή για να τη χάσεις άμα αμαρτήσεις πάνω απ’ τις επιτρεπόμενες φορές, που λεν οι θρησκευάμενοι. Όχι, καθόλου δεν την ξέραμε τη χώρα που γεννούσε εύρωστους χρησμούς, δεν αξιωθήκαμε μια εμπροσθοφυλακή τότε που το μπορούσαμε, τότε που προσπερνούσε ανέλπιστα ο θάνατος κι εμείς δεν τον αναγνωρίζαμε ―άλλη ώρα λοιπόν―, και ήταν η στιγμή που άξιζε για να σπαταληθούμε ολόκληροι, εμείς και οι γενιές που πέρασαν και οι γενιές που ήταν για να ‘ρθουν και εξαιτίας μας δεν ήρθαν, άξιζε τότε αλλά δεν το κάναμε, και τώρα εκλιπαρούμε τον αρμόδιο Άγγελο να κανονίσει τα καθέκαστα. Κι όταν ρωτήσει αν είμαστε στ’ αλήθεια έτοιμοι να αλλάξουμε πατρίδα, με τα κρεβάτια μας στους ώμους σηκωμένα, δεν ξέρω τι θα απαντήσουμε, τώρα που πάλι θα ‘ναι η σωστή στιγμή, αυτή που ξεδιπλώνει τις χιλιάδες δίπλες της κατά πώς είπαν κάποτε, και να που ήρθε αυτό το κάποτε και χτύπησε την πόρτα πεινασμένο, είναι εκεί μες στη βροχή και περιμένει, γιατί κι ο χρόνος όταν γιατρευτεί δεν έχει μπρος και πίσω του, τρέχει ταυτόχρονα προς όλες τις μεριές και ψηλαφεί με δάχτυλα απλωμένα ό,τι γνέθουνε οι Μοίρες, τρέχει εκεί που έχουν ραντεβού τα επειδή
με τα γιατί, και τα ποτέ με τα για πάντα, τότε που όλα ακαριαία εξηγούνται, γιατί αλλιώς πονάνε οι αλήθειες όσο και να πεις, κι αν τύχει και περάσεις εκατό φορές το ίδιο μέρος δίχως να το αναγνωρίσεις, τότε κι εκείνο αυτοκαταστρέφεται, όπως τα κάστρα που απεχθάνονται τα χέρια των αλλόθρησκων και βάζουν στην παλάμη ενός Γιαμπουδάκη τον πυρσό που θα τα κάνει παρανάλωμα, για να κρατήσουν μυστικά τα μυστικά τους στους αιώνες.
Δ
Τώρα τα αυτιά μας άκουγαν με τον δικό τους τρόπο, ήχο των παπουτσιών που σέρνονταν ανάμεσα σε σιωπηλούς ουρανοξύστες, θα ‘λεγες μόνο δυο παπούτσια τη φορά μέσα στα εκατομμύρια, ήχος βουβός, βαθύς, ήχος σε ενδιαφέρουσα, ήχος μεγαλομάρτυρας τροπαιοφόρος, ήχος βαρήκοων χορωδών που συνεννοούνται με τα βλέμματα και ομορφαίνει ο τόπος απ’ τις αρμονίες τους. Κι εμείς μέσα στην αγκαλιά του πλήθους, μόλις ξυπνημένοι, σκύβαμε σε βαθιά πηγάδια κι ανασύραμε κομμάτια παρελθόντος απαστράπτοντος, μέλη αγαλμάτων, σώματα θρυμματισμένα, μνήμες που μας τις είχαν πει χαμένες μα δεν ήταν, θεούς σε ένα μέγεθος να τους φορέσεις, τροχιοδεικτικά τόπων απάτητων, ανάσα απ’ το φτερούγισμα της έγνοιας για του διπλανού το πεπρωμένο, κι αυτός ο έρωτας για δικαιοσύνη όπως ήλιος το καταμεσήμερο που έστριβε τα τρυπάνια του κάτω απ’ της γης το δέρμα, μες στο κοχλάζον μάγμα της αγάπης που απεχθάνεται τις χλιαρές κουβέντες, έτη φωτός μακριά απ’ της συγκάλυψης τη χαίνουσα αγυρτεία, που φωνασκούσε με ορθάνοιχτα τα στόματα των αποδείξεων, και έδειχνε με δείκτη σκυθρωπό τη σήπουσα αταραξία των απατεώνων. Είχαμε μόλις ξαναπλέξει συλλαβή τη συλλαβή ένα αυτονόητο που δεν ζητιάνευε τα κεκτημένα του, ένα απ’ την αρχή αρχοντικό παράστημα, όχι πια το παράστημα του ζωυφίου που λυμαίνονταν με τη βουλιμική του βία κάθε καλοσύνη του κοινού μας τόπου. Κι όσο κι αν το τρενάκι της ομογενοποίησης είχε εσχάτως σύρει όλα τα βαγόνια του σε έναν και μόνο προορισμό ― απεργαζόμενο τη λείανση των ψυχικών προεξοχών, τον θησαυρό της πολυπλοκότητας αυτής της χώρας που κατοικούσε αλώβητη μες στις μικρές καθημερινές πράξεις-, δεν το κατάφερε να καταλύσει τον έρωτα για καθαρό αίσθημα, που τώρα μίλαγε όπως φρεσκοακονισμένο ένστιχτο μες στην ψυχή του καθενός με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, έτσι που γίνεται στις άξιες στιγμές της ιστορίας.
Τώρα στους δρόμους βγαίναν άνθρωποι αποφασισμένοι, με αυτήν την ήπια φλόγα που οι αλγόριθμοι αδυνατούν να καταγράψουν, και ιδού το λάφυρο αυτής της μάχης: η ανημπόρια των επιστημών της παρακατήχησης να χτίσουν ένα όμοιο μοντέλο μες στο εργαστήρι τους, να προσομοιάσουν ετούτη τη στρατιά μες στον δοκιμαστικό τους σωλήνα. Τώρα άκουγες μονάχα ένα γενναιόψυχο ΟΧΙ στην επέλαση των μεταμφιεστών, που βάφτιζαν αυτό το πλήθος πλήθος ηλιθίων. Και όμως, βγήκαμε ψηλοί απ’ τις πλατείες, κάτω απ’ τα drones των δυνάμεων ασφαλείας που κοίταγαν αμήχανα πάνω απ’ τα καροτσάκια των μωρών, τρίβοντας τη λαβή του γκλομπ, βγήκαμε πιο ψηλοί, με βλέμμα ήρεμο, κανένας δεν κατάφερε να ντύσει την προβιά του λύκου σε αυτή τη σύναξη, κι όσοι το επιχείρησαν έφαγαν άσχημα τα μούτρα τους. Κι οι έμμισθοι, έτσι που το ‘χανε συνήθειο, στήσαν στο πιο περίοπτο σημείο της πλατείας τον μπερντέ της προβοκάτσιας. Κι ο κάθε γελοιότατος βαψομαλλιάς πάσχιζε ύστερα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ο κόσμος επέστρεφε με τα χέρια ψηλά, άδεια και πάνοπλα. Και οι καλοί υπάλληλοι δεν ξέραν πια πώς να δικαιολογήσουν τον μισθό τους. Ηττηθήκατε κατά κράτος κύριοι.
______
Ε Π Ι Π Ρ Ο Σ Ω Π Ι Κ Ο Υ
________
Σαν προσευχή που ποτέ δεν είπες μα τώρα επιστρέφει μες στον ύπνο σου για να λειτουργηθεί, έρχεται η ηχώ των γεγονότων. Όπως βροντές μιας καταιγίδας που ανασυντάσσεται, χρησμοί που βεβαιώνουν ότι στο εξής δεν θα ‘ναι μπορετό να στρίβεις επιδεικτικά την πλάτη σου στο δίκιο, σαν ξάφνου να εξαρτιόταν απ’ αυτήν την προσευχή αν θα ‘ναι ο κόσμος έτσι ή αλλιώς. Κι όσο κι αν λες κακόγουστες αυτές τις εκδηλώσεις συμπαράστασης, τις λυρικές κορώνες που εσύ μικρέ μου άνθρωπε αποστρέφεσαι μα άλλοι τις τολμούν και πάνε εν τιμή, είναι μέσα στο κύτταρό σου που έχει ήδη εγκατασταθεί ο αδικημένος, και στο εξής δεν θα σου επιτραπεί να περπατάς αυτούς τους ίδιους δρόμους ξένοιαστος. Κι είναι χιλιάδες οι εν τιμή που θυσιάζονται πάνω σε τούτον τον βωμό, αυτή τη φλούδα γης που την ταρακουνά ο Εγκέλαδος αρθρώνοντας τη μία μοίρα νικητών και ηττημένων, μιλώντας τη γελοία αφροσύνη του εξουσιαστή, της αδιαφορίας την επαίσχυντη υφή. Κι είναι τέτοιος ο άνεμος που τώρα σπέρνει τα θρυμματισμένα κόκκαλα μέσα στα λίγα και στα καθημερινά και τα καρφώνει με πλατιά καρφιά επάνω στον σταυρό της αμεριμνησίας σου σαν σάρκα ζωντανή, που η ψυχή μας δεν θα ησυχάσει όσο παραμένει ακόμα άξια κι όχι ψυχή βαρβάρων. Γιατί ένας ίδιος είναι ο θάνατος για όλους, κι αν σήμερα δε φίλησε το δικό σου στόμα, φίλησε το στόμα του παιδιού σου, κι έτσι για πάντα θα ‘σαι ένα σκέτο βάρος πάνω σ’ αυτή τη γη αν τώρα δα δεν σύρεις το παρηγορητικό σεντόνι του εμείς πάνω απ’ τα διαμελισμένα πτώματα και τα σκεπάσεις με τον πιο βαθύ σου θρήνο. Κι αν είναι τώρα όλα αυτά διδακτικά δεν παίρνω πίσω τίποτα, μα υπογράφω δυο φορές εκείνο που στο κάτω κάτω της γραφής, δεν μπορεί, θα σε ενδιαφέρει: Αύριο θα ‘ναι η δική σου σειρά.
Α Κ Ρ Ο Τ Ε Λ Ε Υ Τ Ι Ο Ν
ΗΗΧΩΤΗΣΥΒΡΕΩΣΘΑΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙΑΝΕΞΙΤΗΛΗΟΠΩΣΜΕΛΑΝΗΣΙΝΙΚΗΣΤΗΝΕΠΙΔΕΡΜΙΔΑΤΟΥΕΠΙΘΥΜΗΤΟΥΚΟΣΜΟΥΩΣΤΗΝΗΜΕΡΑΠΟΥΘΑΑΠΟΣΥΝΔΕΘΕΙΗΣΕΛΗΝΑΚΑΤΟΣΤΩΝΑΙΤΙΩΝΚΑΙΘΑΕΞΟΡΙΣΤΕΙΜΑΖΙΜΕΤΟΦΟΡΤΙΟΤΗΣΣΤΗΝΠΑΓΩΜΕΝΗΟΨΗΤΗΣΣΕΛΗΝΗΣΩΣΤΟΤΕΑΣΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙΛΕΠΤΟΜΕΡΩΣΚΑΙΜΕΕΥΛΑΒΕΙΑΑΡΓΥΡΟΧΡΥΣΟΧΟΟΥΗΗΧΩΤΟΥΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟΥΠΟΥΠΕΡΠΑΤΑΜΕΒΗΜΑΗΣΥΧΟΜΕΣΑΣΤΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟΚΥΤΤΑΡΟΚΑΠΟΙΟΙΕΠΙΜΕΝΟΥΝΠΩΣΕΚΕΙΝΟΞΕΡΕΙ
(Η ηχώ της ύβρεως θα παραμείνει ανεξίτηλη όπως μελάνη σινική στην επιδερμίδα του επιθυμητού κόσμου ως την ημέρα που θα αποσυνδεθεί η σεληνάκατος των αιτιών και θα εξοριστεί μαζί με όλο το φορτίο της στην παγωμένη όψη της σελήνης. Ως τότε ας καταγραφεί λεπτομερώς και με ευλάβεια αργυροχρυσοχόου η ηχώ του επερχόμενου που περπατά με βήμα ήσυχο μέσα στο τελευταίο κύτταρο. Κάποιοι επιμένουν πως εκείνο ξέρει.)
[ 19 Μαρτίου 2025 ]