Μίμης Σουλιώτης, in memoriam
Κάτω απ τις στάχτες του πρωινού
της νύχτας κρύο κάρβουνο.
Ο ουρανός σβηστό μαγκάλι.
Κάτω απ’ του στήθους του το χώμα
τρέμουλο πέτρινη φτερούγα
χτυπάει, ξεψυχάει πάλι.
Σύρμα φλεγόμενο τα δένει
τα δάση, τα χωριά του σέρνει
της μνήμης του, ηλεκτροφόρο.
Και στο αφρισμένο μαύρο χιόνι
στου πόντου το βουβό σεντόνι
τ’ απλώνει σ’ άδεια λεωφόρο.
Βυθίζονται αργά και μόνα
κι η λύπη τους γεννάει χειμώνα.
Τώρα θα λάμπουν στον πυθμένα.
Σε μια γιορτή που δεν τελειώνει
οι δυο μας, στο σφυρί, στο αμόνι
στα καπηλειά τους, ξεχασμένα
τσίπουρο μαύρο θα κερνούμε
κι όλα θα λάμπουν ενωμένα
μαζὶ μ’ αυτόν, μαζὶ μ’ εμένα.