Φόνοι στη Θεσσαλονίκη

Φόνοι στη Θεσσαλονίκη



Τρία αποσπάσματα από το αστυνομικό μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.




Μια καινούργια μεγάλη μαύρη Μπεμβέ πλησιάζει αργά το παλιό μικρό άσπρο Ρενό που έχει σταματήσει μπροστά στα κόκκινα φανάρια πριν από την έξοδο προς τον ταλαιπωρημένο αυτοκινητόδρομο για την Αθήνα. Η μέρα είναι φωτεινή, αν και ακόμη, έντεκα τώρα το πρωί, έχει αρκετή φθινοπωρινή υγρασία στη μεριά αυτή της πόλης, τόσο κοντά στον βορειοδυτικό Θερμαϊκό. Η κίνηση στους δρόμους είναι μειωμένη σε όλες τις κατευθύνσεις του κόμβου. Το μαύρο αυτοκίνητο στρίβει αργά αργά αριστερά και σταματά δίπλα στο Ρενό. Η πόρτα του οδηγού ανοίγει και βγαίνει ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε, ντυμένος γκρίζο φανελένιο κοστούμι και μπλε πουκάμισο χωρίς γραβάτα, ανοιχτό στο λαιμό. Προχωρά με ήρεμα, αργοζυγισμένα βήματα προς την αριστερή μεριά του Ρενό, βγάζει ένα περίστροφο από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του και μετά από μερικά επιμελώς εκκενωμένα δευτερόλεπτα, ενώ ο οδηγός του Ρενό τον κοιτά ακίνητος, αμίλητος, σαστισμένος και τελικά τρομοκρατημένος, τον πυροβολεί ρίχνοντας ήρεμα πάντα πέντε πιστολιές στο κεφάλι πίσω από το τζάμι και τον σκοτώνει. Μάλλον όμως έχει ήδη σκοτώσει τον ανυποψίαστο οδηγό με την πρώτη. Στρέφεται με τον ίδιο πάντα ρυθμό στις κινήσεις του και επιστρέφει στο αυτοκίνητό του, πίσω από το οποίο έχουν στο μεταξύ προλάβει να σταματήσουν καμιά δεκαριά αυτοκίνητα και στις δυο λωρίδες δρόμου. Το κεφάλι του θύματος γέρνει πάνω στο θρυμματισμένο παράθυρο της πόρτας με το αίμα να αναβλύζει και να ρέει πάνω στη φθαρμένη άσφαλτο. Η πυκνή ροή είναι για λίγο η μόνη κίνηση στο μέρος αυτό, γεμάτη από μια άηχη διαπεραστική κραυγή μέσα στη γαλήνη που επικρατεί σαν να έχουν σβήσει όλες οι μηχανές των αυτοκινήτων στο σημείο αυτό, σαν να μη διασχίζουν πουλιά ή αεροπλάνα τον ουρανό. Όταν ανάβει πράσινο και πάλι η Μπεμβέ ξεκινά αργά και μπαίνει στον αυτοκινητόδρομο. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα παραμένουν ασάλευτα. Καμιά πόρτα τους δεν ανοίγει, κανένα παράθυρο. Κανένας δεν κορνάρει. Ανάβει κόκκινο, πράσινο, κόκκινο, πράσινο. Κανείς δεν δείχνει να θέλει να κάνει μια πρώτη κίνηση. Τέλος Οκτωβρίου, ο αέρας αργεί πια να ζεσταθεί, κάτι απόμακρο αιωρείται στην ατμόσφαιρα.

Στη βορειοδυτική πλευρά του δρόμου που βγάζει στον αυτοκινητόδρομο απλώνεται μια μεγάλη, άδεια την ώρα αυτή και κάπως αμφιθεατρική ασφαλτοστρωμένη αυλή και στην πέρα άκρη της βρίσκεται το μονώροφο λευκό κτήριο μιας αντιπροσωπείας γεωργικών μηχανημάτων. Στη μικρή υπερυψωμένη βεράντα στην πρόσοψη του κτηρίου που στεγάζει τα γραφεία και μια μικρή αίθουσα με καινούρια τρακτέρ μέσα κάθεται μια νέα γυναίκα που από μακριά φαίνεται να απολαμβάνει τη χαλαρή μέρα πριν από το Σαββατοκύριακο, περιδιαβάζοντας στο κινητό της τηλέφωνο. Κάπου κάπου ανασηκώνει το καστανόμαλλο κεφάλι της και κοιτά γύρω της, αφήνοντας το βλέμμα της να πλανάται χωρίς να αναζητά ή να ενδιαφέρεται για κάτι συγκεκριμένο. Τη στιγμή αυτή όμως τραβά την προσοχή της ο τρόπος που ένα μαύρο ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού πλησιάζει αργά ένα μικρό άσπρο που έχει σταματήσει στο κόκκινο φανάρι ακριβώς πριν από την έξοδο προς την Αθήνα. Το μαύρο αυτοκίνητο πλησιάζει έρποντας, φτάνει πολύ κοντά πίσω από το άσπρο αυτοκίνητο, μετά στρίβει το ίδιο αργά προς τα αριστερά και έρπει δίπλα του. Ο τρόπος που κινείται σαν να καραδοκεί, σαν αρπαχτικό ζώο, σαν ένας τεράστιος πάνθηρας, κάνει τη νέα γυναίκα να διαισθανθεί ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί. Σηκώνει αποφασιστικά το κινητό της και αρχίζει να βιντεοσκοπεί, έχοντας πανοραμική εικόνα και πολύ καλή οπτική γωνία από τη στιγμή που το μαύρο όχημα γλιστρά και σταματά δίπλα στο άσπρο. Ανέλπιστα βιντεοσκοπεί όλη τη δολοφονική εκτέλεση και συνεχίζει και τώρα που μετά από αρκετή βουβή ώρα από δυο αυτοκίνητα πιο πίσω, ένα μικρό βαν των ελληνικών ταχυδρομείων και ένα μικρό γέρικο Τογιότα, βγαίνουν οι οδηγοί τους, μια γυναίκα με υπηρεσιακή στολή γύρω στα πενήντα και ένας πιο μεγάλος άντρας με ρούχα της δουλειάς καλυμμένα με χρώματα και άσπρο στόκο, και στέκονται δίπλα στις ανοιχτές πόρτες τους, ενώ άλλα αυτοκίνητα τελικά ξεκινούν δειλά και αναχωρούν, παρακάμπτοντας το λευκό αυτοκίνητο. Οι δυο οδηγοί πλησιάζουν τώρα προσεκτικά από την αριστερή μεριά το Ρενό χωρίς να κοιτιούνται, στέκονται λίγα μέτρα μακριά από τον νεκρό οδηγό, παρατηρούν επίμονα το γερτό σαν να αναπαύεται κεφάλι του και το ακίνητο αίμα του στο έδαφος, σίγουρα για κάποιο λεπτό, επιστρέφουν γρήγορα στα αυτοκίνητά τους και αναχωρούν και αυτοί, αλλά χωρίς να βιάζονται ή να δείχνουν να ενδιαφέρονται να ειδοποιήσουν κάποιον. Η νέα γυναίκα σταματά τη βιντεοσκόπηση, σηκώνει το κεφάλι της και ρίχνει μια αργή περισκοπική ματιά σαν να τοποθετεί αυτό που είδε στη συνείδησή της ή ακόμη και να το αρχειοθετεί. Μετά όμως από ελάχιστη χρονοτριβή τηλεφωνεί ατάραχα στο 112 και αφηγείται με την ίδια αταραξία, σαν να πρόκειται για κάποια κινηματογραφική ταινία που την άφησε αδιάφορη, τι έχει δει και τι βλέπει τη στιγμή αυτή.

Ο αστυνόμος ανηφορίζει τον δρόμο μπροστά από το τουρκικό προξενείο, περνά το φανάρι της οδού Ολυμπιάδος, παίρνει την Αποστόλου Παύλου, κάνει έναν μικρό κύκλο και μπαίνει στον κήπο του Αγίου Νικολάου του Ορφανού. Κάθεται στο μαύρο ξύλινο παγκάκι κάτω από τη μεγάλη ελιά της μπροστινής αυλής. Αυτή η αρχέγονη πράξη καλοσύνης στη σκιά του δέντρου. Δεν είναι από μόνη της μια συγκεκριμένη γωνιά ενός κήπου, γήινου ή αστρικού, που δείχνει τον εαυτό της, την καρδιά της, το χτύπημά της. Και δεν υπάρχει κάτι από πάνω της που αιωρείται, κάτι που επιβραδύνει το χτύπημα, κάτι σαν σύννεφο. Κάτι που αγγίζει τον αστυνόμο, αλλά που αυτός δεν μπορεί ν’ αγγίξει, όπως οδυνηρά ή λυτρωτικά γνωρίζει. Απλώς εισπνέει, παρατηρεί με παύσεις στους συλλογισμούς του, παραμένει διακριτικός. Νιώθει ότι πέφτει και ότι η καρδιά του τον πιάνει στο κενό και τον αφήνει απαλά στο παγκάκι. Ναι, όπως τώρα εδώ, θα υπάρχει πάντα απαλότητα στη συντάραξη και ποτέ συντάραξη, ούτε ίχνος, στην απαλότητα. Σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει μέσα στο διάτρητο φύλλωμα. Ένα διάτρητο θείο, εντελώς άθεο, μια ουσία που αναπνέει την ίδια της την ουσία, μια σπινοζική σκέψη που τώρα ξεφεύγει, ξαπλώνεται και γίνεται μια ποιητική διάθεση πολλών ουσιών, ένας απειρώνας απειρώνων, μια ζωή τη στιγμή αυτή από αδιάτρητο ναι. Έξω το ποιητικό αυτό θείο και μέσα στην εκκλησία ο ζόφος, η αγκαλιά της κόλασης, μια άρνηση που ξεχειλίζει και διαχέεται σε όλη τη χώρα. Ο αστυνόμος γυρίζει την πλάτη του στον ναό και τηλεφωνεί τον υπαστυνόμο που τον βοηθά με την έρευνα. Ρωτά αν τυχόν τους ξέφυγε κάτι στο σπίτι του δολοφόνου. Κάτι που θα μπορούσε να τους κατευθύνει προς τα πού θα μπορούσε να έχει πάει. Με ποια μέρη και με ποιους ανθρώπους, είτε από τον παράνομο κόσμο με τον οποίο έχει δοσοληψίες είτε με οποιουσδήποτε άλλους, μπορεί να συνδέεται. Όχι, δεν έχουν παραλείψει κάτι. Ο αστυνόμος κλείνει το κινητό του τηλέφωνο ακόμη περισσότερο σκεπτικός τώρα, παρά καθησυχασμένος. Κοιτάζει το φύλλωμα του δέντρου από πάνω του και προσπαθεί να σκεφτεί τι θα μπορούσε να τους είχε διαφύγει. Παίρνει ένα ολιγόλογο μέιλ από τη γραμματέα του αστυνομικού διευθυντή που ρωτά όλους τους εργαζόμενους στην κεντρική αστυνομική διεύθυνση αν έχουν φωτογραφίες με συναδέλφους τους στη δουλειά ή και εκτός δουλειάς για το τακτικό άλμπουμ της χρονιάς. Το στέλνει στ’ ανεπιθύμητα και κοιτάζει τι δείχνει η εφαρμογή του καιρού. Η λιακάδα θα συνεχιστεί και τις επόμενες μέρες. Ίσως κάποιος γείτονας του δράστη έχει κάτι ακόμη να του πει ή να του δείξει. Κάποια φωτογραφία ή κάποιο έγγραφο ή μέιλ. Σηκώνεται με μια σβέλτη κίνηση, αφήνει τον κήπο, κατηφορίζει στην Αγίου Δημητρίου, μπαίνει σ’ ένα ταξί και πηγαίνει στη διεύθυνση του δολοφόνου. Χτυπά την πόρτα του παλιού και φθαρμένου από πολύχρονη αφροντισιά γειτονικού διώροφου σπιτιού. Ανοίγει μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη μαύρα πλεκτά ρούχα. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα κοκκινόξανθα. Το πρόσωπό της κάτωχρο. Τον προσκαλεί με αδύναμη αλλά ζεστή φωνή να κάτσουν στην ευρύχωρη και γεμάτη πλαστικές σακούλες με απορρίμματα για ανακύκλωση, δεν υπάρχει χώρος για κάδο εδώ κοντά λέει, κουζίνα της στο ισόγειο, έξω από την οποία συνηθίζει να παρκάρει το αυτοκίνητό του ο δολοφόνος. Τον βλέπω συχνά από δω που κάθομαι, λέει η γυναίκα. Είναι πάντα καλά ντυμένος. Ξέρει να φροντίζει την εμφάνισή του. Όμως δεν έχω πια τη δύναμη που είχα άλλοτε να νοιάζομαι για τους πάντες. Με το ζόρι καταφέρνω κάθε μέρα να βρίσκω τις ισορροπίες που χρειάζονται για μια κάπως αξιοπρεπή καθημερινότητα. Δεν είναι μόνο η ακρίβεια που δεν μου επιτρέπει να τρώω σωστά ή έστω να χορταίνω, αλλά και όλη η σκληρότητα και όλη η αναλγησία που συνοδεύουν οτιδήποτε κάνουμε σήμερα εκεί έξω. Σαν να ζούμε από καθαρή τύχη. Γιατί δεν ξεσηκώνονται οι κάτοικοι της χώρας αυτής, η οποία είναι φανερό ότι δεν μας αγαπά. Αλλά είναι σαν τα μούτρα τους η εξουσία. Περιμένω ν’ αλλάξουν μούτρα. Αυτός πάντως είμαι σίγουρη έχει έναν ξεχωριστό στόχο για την κάθε μέρα. Φεύγει κάθε πρωί προσηλωμένος σε κάτι. Το βλέπεις στον τρόπο που περπατά, που ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου του. Καταλαβαίνεις ότι βρίσκεται ήδη στην επόμενη στιγμή από την παρούσα. Είναι πάντα μια στιγμή μπροστά. Μια σχεδιασμένη στιγμή. Και φαίνεται ότι πρόκειται για μια τεράστια στιγμή τις περισσότερες φορές. Φαίνεται να τα έχει όλα γύρω του υπό έλεγχο, οργανωμένα. Δεν υπάρχει κενό πάνω του. Και όμως είναι σαν, ούτε καν σαν, να κινείται σε κενό. Σε μια φούσκα που επινόησε αυτός. Δεν έχω φωτογραφία μ’ αυτόν μέσα ούτε αλλάζουμε μηνύματα. Δεν υπήρχε ποτέ λόγος. Ο αστυνόμος σηκώνεται να φύγει. Μια φορά, του λέει η γυναίκα πίσω του, τώρα που το σκέφτομαι, τον είδα να βάζει ένα ζευγάρι ψηλές λαστιχένιες μπότες στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Πράσινες και σε μεγάλο νούμερο. Και πολύ καθαρές.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: