Τη Γέφυρα του Γαλατά
ίσκιοι πολλοί βαραίνουν
Η γέφυρα, σαν κόρη της Ανατολής που ήτανε, άφηνε τα μαλλιά της μακριά. Από την χωρίστρα της διαβαίναν δουλευτάδες και ανέμελοι βαρυπάτητοι χασομέρηδες, λουσάτες Ρωμιές ράφτρες και χανούμισσες με γιασμάκι, νερουλάδες, πλανόδιοι σιμιτσήδες με κουλούρια και τσατάλια στους ταμπλάδες τους, χαμάληδες που με τα σαμάρια τους κουβαλούσαν πραμάτειες διαλεχτές, κι άλλα πολλά άρατα θάματα- φορτωμένοι κάποτε και με τσουβάλια βαριά από τα λαθραία μυστικά. Πέρνούσανε και αραμπάδες με τροχούς που έτριζαν ρυθμικά λες κι άκουγες νοσταλγικά μακάμια ― στις σκεπαστές καρότσες τους έκρυβαν συχνά και κλεμμένα παιδιά.
Στις κουπαστές τής γέφυρας, που στέκονταν πάνω σε πλωτά στηρίγματα, τα απόβραδα έγερναν οι αποδιωγμένοι ―και σε μια πολιτεία μεγάλη, την πόλη των πόλεων, ήτανε τόσοι αυτοί που δεν τους άγγιζε ούτε ένα φευγαλέο χάδι― και προσπαθούσαν με το αγκίστρι της λύπης τους να ανασύρουν ένα τρέμουλο έστω, από μια υπόσχεση αγάπης. Ερασιτέχνες ψαράδες, καθισμένοι στις δέστρες των πλεούμενων, περνούσαν δολώματα στις πετονιές τους, ενώ δίπλα τους ψάρια μες σε γύφτικα καλάθια σπαρταρούσαν, γλάροι αχόρταγοι φτεροκοπούσαν. Όταν νύχτωνε κι αραίωνε το ζωντανό κύμα με την κοσμοπλημμύρα θύμιζε κοίτη ποταμού.
Γερμένη καθώς ήταν η γέφυρα προς τα νερά που κυλούσανε, δεν είχε δει ποτέ τον ήλιο, κι όσο για τα σύννεφα, τα ένιωθε μονάχα σα βροχή που ανύψωνε την στάθμη του νερού. Τότε, σαν έβρεχε, από τη χωρίστρα της περνούσαν βιαστικά οι λασπωμένες ρόδες, ενώ τα πέτσινα μαστίγια, τα καμτσίκια των καροτσέρηδων, βίτσιζαν άσπλαχνα τα καπούλια των αλόγων, και δεν πατούσανε, θαρρείς, πάνω της τα πόδια των περαστικών. Όταν όμως ο καιρός ήτανε καλός, έβλεπε τα νερά να λάμπουν, τους ταξιδιώτες να χαίρονται αμέριμνοι το σεργιάνι τους προς το Κατάστενο, ή για τα εννέα Πριγκηπόνησα, και τα κρυμμένα ως τότε ψάρια του βυθού να κάνουν τούμπες στον αέρα. Τα άτιμα! Πώς παίζανε ! Λες και κυνηγούσανε μέσα στον κόλπο αυτόνα τον χρυσό, ―που κάποτε με αλυσσίδες τον είχανε οι βάρβαροι σφαλίσει― την άπιαστή τους τύχη. Χοπ-χοπ! έκλειναν το μάτι συνομωτικά στην ντοπαλή την γέφυρα και την ραντίζανε με ιστορίες του βυθού κι αυτή, τα χάιδευε με τα απαλά της τα αέρινα και μοσχομυριστά μαλλιά της, μέχρι που τα κουκούλωνε το κύμα. Και να χτυπήματα με την ουρά τους αυτά τα σκάνταλα, τι αφροί, τι γκέλες! και τ ‘ ασημένια λέπια τους να στραφταλίζουν στον αέρα. Κάτι παιδιά αλαφροίσκιωτα, ( αυτά που αργότερα τα λέγαν ονειροπαρμένα και μέναν αιωνίως αφηρημένα) ξεφεύγοντας από τα χέρια των μεγάλων έλεγαν «η γέφυρα μας μίλησε, η γέφυρα ανασαίνει» μα οι μεγάλοι τα μάλλωναν «σους τώρα κι εσύ… σώπαινε…πιε την γκαζόζα σου…».
Ωραία που κυλούσαν τα νερά, ωραία που ταξίδευαν τα πλοία ! Κι όταν η κίνηση μεγάλωνε, η γέφυρα άνοιγε για να περάσουνε τα πλοία με τα ονόματα τα βασιλικά και τα πανάρχαια. Τις φωτεινές ημέρες ο ατμός απ’ τα βαπόρια της Μασχουσέ την κύκλωνε μεθώντας την και μυθικά πουλιά, μπορεί κι απ’ αυτά που απόμειναν συνοδεύοντας τον Φρίξο και την Έλλη, σπίθιζαν με τις φτερούγες τους τον άλικο ουρανό.
Μια μέρα όμως, φάνηκε ένα παράξενο πλοίο ― ούτε πανιά ούτε φουγάρα μια μακρόστενη μόνο σχεδία, φτιαγμένη με ατσάλινα σχοινιά. Εργάτες με λαστιχένιες γαλέντζες, έριχναν μες στα νερά βέργες αριθμημένες: μετρούσανε το βάθος του νερού. Όταν έφτασαν κάτω ακριβώς απ’ τη γέφυρα, φώναξαν δυνατά έναν αριθμό. Από την πλώρη και την πρύμνη, ακούστηκαν κι άλλα νούμερα, που ήταν όμως μικρότερα από τον πρώτο αριθμό.
― Κάτω απ’ την γέφυρα, τα νερά είναι πιο βαθιά, έβγαλε το συμπέρασμα ο επιστάτης, που αν και τα γαλόνια έλαμπαν στους ώμους του, το βλέμμα του ήταν άγριο και σκοτεινό. Απ ‘ το λαιμό του κρεμότανε δυο χάρακες κι ένας χάρτης τυλιγμένος σε ένα ξύλινο κύλινδρο, που κάθε τόσο τον ξεδίπλωνε και τον δίπλωνε.
Κάποιοι καραβομαραγκοί στο ναύσταθμο του Χάσκιοϊ θυμήθηκαν, πως όταν γινόντουσαν στην πόλη την πολύπαθη οι μάχες και τα φονικά, «το δάκρυ το αστάλακτο κι βοησμός κλαμάτου», αμέτρητα πουλιά με «το 'να τους φτερό στο αίμα βουτηγμένο» σκορπούσαν από τις δυο όχθες που ένωνε η γέφυρα κι ορμούσανε άλλα προς το βορά, στην Παναγία την Μουχλιώτισσα την εκκλησιά των ρόδων, και στις πλαγιές των Ταταούλων κι άλλα προς τον νοτιά στον Πύργο της κόρης και στη θάλασσα τού Μαρμαρά. Και τότε, οι δίνες του νερού κάτω από την χιλιοπατημένη γέφυρα, γινόταν ύπουλες ρουφήχτρες, που σ’ άρπαζαν σαν καρυδότσουφλο στα άπατα του Κεράτιου.
Αποφάσισαν λοιπόν να κόψουν τα μαλλιά της. Και έγιναν τα μαλλιά αυτά ίσκιος πάνω απ’ τα κύματα.