Όπως τα δυο αυγά στο τηγάνι έπαιρναν αυτήν την κρούστα που τα σηκώνει από τον πάτο ελαφρά και μοιάζει με καμένη κλωστή στριφογυριστή, σκεφτόμουν τις εκδοχές του ονόματός μου με τους πιθανούς συνδυασμούς φυσικού και γλωσσικού φαινομένου και το βλέμμα να περιφέρεται προς τον σκοτωμένο ουρανό, γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι ένα ταβάνι;
Κανένας τόνος στο απυρόβλητο. Το «Αντιγκόν» των γαλλικών ηχούσε όπως ο καταιγισμός στα αυτιά μου, οριστικός και επικίνδυνος. Το «Αντιγόνη» στη μητρική μου γλώσσα θύμιζε, από την άλλη, μια καταιγίδα, επεφύλασσε κίνδυνο αλλά δεν ήταν και σίγουρο. Ενώ το ισπανικό «αντίγονα» ακουγόταν σαν μια θύελλα, προπαραλήγουσα της νίκης, η ιστορία της αυτοπεποίθησης.
Τα αυγά μάτια μετακύλησαν γρήγορα σε μια πορτοκαλί πασαρέλα που γινόταν πουά καθρέφτης της λίγης πάπρικας, του μαύρου πιπεριού και του αλατιού στο ρηχό πιάτο. Όλα αυτά τα καθημερινά, για μια στιγμή, είχαν σημασία. Το μυαλό αφαιρέθηκε από τα σημαντικά και αφέθηκε στο θέαμα του παραδομένου κρόκου προς όλες τις κατευθύνσεις. Το ασπράδι πλέον είχε φιλική συμμετοχή. Και το πιρούνι επίμονα χάρασσε κάποιο όριο ανάμεσα στο χάος και στο συννεφάκι που νόμιζα ότι έτρωγα παιδί.
Πάντα μου άρεσαν τα αυγά μάτια. Ήταν η σπεσιαλιτέ του μπαμπά όταν ερχόταν το βράδυ της Παρασκευής. Κατά κάποιο τρόπο παίρναμε άδεια από την σωστή διατροφή και εκείνο το βράδυ της εβδομάδας έμενε ορφανό, ήταν δικής μας επιλογής το φαγητό. Επιλέγαμε πίτσα, σουβλάκι ή ένα αυγό. Αν το επαναλαμβάναμε τώρα, μπορεί να είχε προστεθεί και το σούσι στο μενού της ελευθέρας βολής. Από όλα αυτά προτιμούσα το τηγανητό αυγό στο ινόξ τηγανάκι. Το άκουγα να τσιτσιρίζει ενώ στο δωμάτιό μου ετοίμαζα το κρεβάτι για τον ύπνο, έβγαζα το πανωσέντονο επάνω από το πάπλωμα προσέχοντας να είναι σε ευθεία η μία άκρη με την άλλη και ήξερα ότι στην κουζίνα με περιμένουν.
Πάντα με περίμεναν στο τραπέζι. Δεν ήταν και πολύ καλό αυτό, αλλά μονίμως θυμόμουν κάτι την τελευταία στιγμή. Ήθελα ένα βιβλίο να μπει στη θέση του, ένα καλαθάκι να αδειάσει, ένα κείμενο να τελειώσει. Μάλλον δεν εκτιμούσα τον χρόνο των άλλων το ίδιο με τον δικό μου. Λάθος. Επειδή, όμως, υπήρχε μια ανοχή στο παιδί που διαβάζει, εφόσον το κάνει για καλό σκοπό, μου συγχωρούνταν αυτή η κατάχρηση καλοσύνης των άλλων και, κάπως έτσι, βγήκα λίγο γαϊδούρι ή με στοιχεία γουρουνίσιας ενίοτε χάρης, ώστε να μη λέω σε όλα «ναι» και να έχω ακόμη λίγη από εκείνη την αναισθησία της καλοπέρασης, για να διαφέρω από τα εντελώς άνευρα, πειθαρχημένα όντα των ημερών μας, να πούμε.
Να πούμε, είναι η έκφραση που ακούς τριγύρω, εδώ κι εκεί, σε διάφορους τόνους. Είναι πολύ εύκολο να ξεφουρνίσεις ένα «να πούμε», αδιάφορα, μάγκικα, θυμωμένα, ήρεμα ή κλείνοντας το μάτι, ζητώντας τη συγκατάνευση του διπλανού σου. Τι δυσκολία έχει ένα «να πούμε»;
Ένα διάστημα το είχα κολλήσει κι εγώ, χωρίς να ξέρω πώς, και το είχα σαν καραμέλα. Κόφτο, άκουσα μια φορά και μετά το έδιωχνα από τη γλώσσα λίγο προτού ακουστεί. Ήταν ένα μικρό ημιτόνιο, σαν να έλεγα από μέσα μου το όνομά μου στα γαλλικά. Δεν έπρεπε να μου ξεφύγει.
Αντί, λοιπόν, να εκφράζω το «να πούμε» εδώ κι εκεί, με ρωτούσα πώς θα πούμε το άλφα ή το βήτα, κι άρχισα να σκέφτομαι σε δύο γλώσσες μαζί όπως τα αυγά μάτια είναι άσπρα και πορτοκαλί μαζί όταν παίρνουν την τελική μορφή τους ύστερα από τη μετατροπή και διαχωρισμό του υγρού σε ασπράδι και κρόκο. Χωρίς να βαπτίζω τη μία γλώσσα ή την άλλη, έπαιζα με τις προφορικές πραγματικότητες του κόσμου, κάτι που εξακολουθώ ακόμη και σήμερα.
Δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευχαρίστηση από το να μη χάνεις τη συνάφεια μέσα στο χρόνο. Στο χρόνο που τρέχει, χάνεται, ξεχνιέται ή βγάζει μια πίκρα σαν το καμένο ελαφρά περίβλημα του έτοιμου τηγανητού αυγού.
Κι αν το αυγό είναι το μάτι που τρέχει και διατρέχει μια πορεία; Προφανώς και ο Μπατάιγ με Την ιστορία του ματιού δεν σβήστηκε από τη μνήμη μου, αλλά τώρα που γράφω αυτό το κείμενο και φέρνω κοντά το βιβλίο του στα αγγλικά, βλέπω έκπληκτη ότι αναφέρει τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη σε ένα από τα κεφάλαια, στοιχεία που είχαν διαλυθεί στην αναγνωστική μου ταχύτητα στο παρελθόν και τώρα, έχοντας «τρέξει» τις ανάλογες «αναβαθμίσεις» μετά τα βήματά μου στις ισπανικές πόλεις, οφείλω να δω ξανά το κείμενο σαν τη χαμένη πόλη που έμεινε πίσω κι επανήλθε γοητευτικότερη, σκαλί σκαλί.
Μέσα στο κείμενο βλέπω και το σελιδοδείκτη με το ρητό του Προυστ, ότι «έρωτας είναι ο χωροχρόνος μετρημένος από την καρδιά». Δεν ξέρω εάν πράγματι μετριέται. Αυτός ο χωροχρόνος δημιουργείται για να χάνεται, να χύνεται σαν ένας χείμαρρος κρόκος που δεν αφήνει κανένα σύννεφο, διαλύει την αρμονία και την ισορροπία για να αλλάζει κάπως η τάξη του κόσμου. Και χάρη σε αυτήν τη διαταραγμένη τάξη του κόσμου δεν θα σταματήσω να φτιάχνω ένα τηγανητό αυγό Παρασκευή βράδυ ή όχι, για να θυμάμαι και να επαναλαμβάνω μια μικρή τελετή του καθημερινού βίου έστω και κάτω από σκοτωμένο ουρανό. Τη στιγμή που η πρώτη κόρα σπάει τη σιωπή του κρόκου, ακούω το όνομά μου σαν θύελλα που βρίσκει και πάλι τον ρυθμό του απλού, εκείνου του «να πούμε»...