Η ανεπαρκής αυτοκριτική της Αριστεράς

Η ανεπαρκής αυτοκριτική της Αριστεράς
( Επ’ αφορμή την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Αλκης Ζέη )






Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1988) είναι, εάν δεν απατώμαι, το μοναδικό (ή, εν πάση περιπτώσει, το πιο γνωστό και σίγουρα το καλύτερο) βιβλίο «για ενήλικες» της Άλκης Ζέη (1923-2020), συγγραφέως η οποία, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είχε διαπρέψει στο είδος της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας.
Η ιδιαίτερη λοιπόν θέση του ανά χείρας εντός της όλης φιλολογικής παραγωγής της Ζέη απετέλεσε την βασική παράμετρο του σεβαστού ενδιαφέροντος που το μυθιστόρημα διέγειρε στις τάξεις των αναγνωστών. Ένας δεύτερος — ίσως και σημαντικότερος ― παράγων επιτυχίας του υπήρξε η υπόθεση την οποίαν πραγματεύεται.

1. Ο λόγος, ούτε λίγο ούτε πολύ, για την περίφημη «αυτοκριτική της Αριστεράς»: ένα θέμα εσαεί επίκαιρο σε χώρες με βεβαρημένο το παρελθόν της παρατάξεως και με ελάχιστη βούληση για ανασκόπιση και αναθεώρηση αυτού. Εννοώ βεβαίως και πρωτίστως τις διαθέσεις των ντόπιων θεσμικών — διάβαζε κομματικών ― κλιμακίων της Αριστεράς.
Την άρση της εκκρεμότητας ανέλαβε ωστόσο η Λογοτεχνία και, ευτυχώς, το έκανε με το απείθαρχο πνεύμα που την χαρακτηρίζει, και που τόσο ύποπτη την έχει καταστήσει στα μάτια κάθε λογής ιερατείων.

1.1.- Στο σημείο αυτό, μου φαίνεται σκόπιμο να ανοίξoυμε μια παρένθεση (η οποία ουδόλως αποτελεί παρέκβαση).
Στις χώρες του «υπαρκτού» (δικαίως όμως χαρακτηρισμένου ανύπαρκτου) σοσιαλισμού, όπου η Αριστερά είχε γίνει εξουσία ― με ό,τι επίφοβο αυτό συνεπάγεται —, εμφανίστηκε και γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη η λεγόμενη «λογοτεχνία των αντιφρονούντων»: ένα φιλολογικό corpus το οποίο παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες, αλλά και ουκ ολίγες διαφορές με την αυτοκριτική της Αριστεράς.
Και η μεν και η δε αναφέρονται στην ίδια περίπου ιστορική περίοδο, με την τερατώδη φαινομενολογία της, ενώ, στο βάθος της εικόνας διαφαίνεται, πιο αχνό ή πιο ευκρινές, το φάσμα της ιδεολογίας που την διέπει. Αυτό είναι άλλωστε και το κριτήριο που κάνει την διαφορά μεταξύ των δύο λογοτεχνικών ειδών. Η αυτοκριτική της Αριστεράς αξιώνει οι επικρίσεις της, όσο αυστηρές κι αν αποβούν, να παραμείνουν «εποικοδομητικές», δηλαδή να αφήσουν στο απυρόβλητο τα θέσφατα της αριστερής ιδεολογίας. Παρόμοια εκ των έσω, επιεικής εν τέλει προσέγγιση πόρρω απέχδει από την συστημική αποτίμηση της σχετικής θεωρίας και πράξεως, από σκοπιάς των αντιφρονούντων, η οποία εμφανίζει έναν ισολογισμό εξ ολοκλήρου αρνητικό.
Λυδία λίθος εν προκειμένω είναι ο προβληματισμός γύρω από τα περίφημα «λάθη» του σοσιαλισμού. Πιο συγκεκριμένα: οι δίκες-θεάματα της Μόσχας, την δεκαετία του 30, το Χολοντομόρ (ο εκ των άνω μεθοδευμένος λιμός με διαστάσεις γενοκτονίας) στην Ουκρανία, το ασφυκτικό δίκτυο στρατοπέδων εντός του οποιου είχε αιχμαλωτιστεί ολόκληρη η σοβιετική κοινωνία κ.λπ. κ.λπ. ― ή, στην Ελλάδα, η εξόντωση των διαφωνούντων στις τάξεις του ΕΑΜ, οι φονικές επιθέσεις αυτού εναντίον «ανταγωνιστικών» αντιστασιακών οργανώσεων, οι ωμότητες του ΟΠΛΑ στα Δεκεμβριανά και τα έκτροπα του ΔΣΕ στον Εμφύλιο, η «Πηγάδα του Μελιγαλά», οι εκκαθαρίσεις, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις στα μετόπισθεν (π.χ. στο αλήστου μνήμης Μπούλκες), η ολέθρια γραμμή του «όπλου παρά πόδα» που επέφερε ανεπανόρθωτες ζημιές στο ήδη αποοδεκατισμένο ΚΚΕ, και στο κλίμα της οποίας έλαβε επίσης χώρα η αποκήρυξη, κατασυκοφάντηση και, ουσιαστικά, παράδοση στην Αστυνομία του Νίκου Πλουμπίδη, ο ενδοπροσφυγικός «μινι-εμφύλιος» στην Τασκένδη, το 1955· όλα αυτά και πολλά άλλα «ανομολόγητα» (που αναφέρει, υπαινίσσεται ή και αποσιωπά η Άλκη Ζέη στο βιβλίο της) υπήρξαν απλές δυσλειτουργίες ενός υγειούς κατά βάσιν οργανισμού, ή ήταν το λογικό επακόλουθο και η νομοτελειακή πραγμάτωση της πολιτικής φιλοσοφίας που για πυρήνα και άξονα είχε την «δικτατορία του προλεταριάτου» και της κομματικής «πρωτοπόρίας» του;

Η πρώτη εκδοχή — με αξιώσεις «πολιτικώς ορθής» απάντησης ― υπήρξε λίαν εύκολο να εκτραπεί στην κατεύθυνση μιας εκ του πονηρού «αυτοκριτικής», όπου η καταγγελία των «σφαλμάτων» του παρελθόντος θα λειτουργούσε εν είδει προλείανσης εδάφους για ένα θριαμβευτικό «νέο ξεκίνημα». Είναι, λόγου χάριν, ό,τι συνέβη στην Ρουμανία του Ceaușescu (1965-1989) με τα πάμπολλα μυθιστορήματα με θέμα την «βασανιστική» (έκτη) δεκαετία του 20ού αι. (obsedantul deceniu), τα οποία (με τις ευλογίες, βεβαίως, του κατεστημένου) αμαύρωναν τον παλαιάς κοπής σταλινισμό, προκειμένου να εξάρουν την (νεο-σταλινική) «χρυσή εποχή» του μεγάλου Conducător.[1]
Αλλά και στις καλύτερες ακόμη περιπτώσεις, όπου δηλαδή η αριστερή αυτο-ανάλυση και αποτίμηση γίνονται με εντιμότητα και ειλικρίνεια, οι «εὔ φρονοῦντες» (les bien pensants) που τις ασκούσαν θεωρούσαν καθήκον τους να τηρήσουν επί του προκειμένου μίαν «εποικοδομητική» στάση. Για να πεισθούμε αρκεί να αντιπαραβάλουμε, φέρ’ ειπείν, το καθολικό ηθικό κατηγορώ του σοβιετικού συστήματος από τον Σολζενίτσιν (στο δικό του Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ), προς την δήθεν «διαλεκτική» προσέγγιση ενός επί μέρους επεισοδίου (των εσωκομματικών εκκαθαρίσεων επί σταλινισμού), που πραγματεύεται η Ομολογία του Arthur London: είναι προφανές ότι, εδώ, η αυστηρότητα των κρίσεων μετριάζεται από την πληθώρα των «ναι μεν αλλά», τα οποία προβάλλει ο ίδιος ο κριτής.

             1.2.- Ανάλογην αίσθηση αφήνει καθ’ ημάς η σύγκριση ανάμεσα στην διαχείριση της σχετικής θεματολογίας σε πεζά αφηγηματικά έργα και στην διαβόητη «Ποίηση της ήττας», αντιστοίχως. Το φόντο επί του οποίου προβάλλει το εντονότατο κοντράστ των δύο ειδών λόγου είναι οι εκατέρωθεν δεσμοί τους με ένα τρίτο, τον πολιτικό: πολύ στενοί στην πρόζα, χαλαρότατοι — με τάση εξάλειψης ― στην ποίηση. Εκ πρώτης όψεως κάτι τέτοιο φαντάζει λίαν παράδοξο, αφού η συγκεκριμένη ποιητική τάση υπήρξε το πεδίο της πιο πρώιμης εκδήλωσης αυτοκριτικών τάσεων στους κόλπους της αριστερης ιδεολογίας και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, περνά για κατ’ εξοχήν πολιτικοποιημένη.
Και όμως...
Όπως εύστοχα επεσήμανε ο Βύρων Λεοντάρης, τους ποιητές «της ήττας» (Πατρίκιο, Λειβαδίτη, Αναγνωστάκη, Κωσταβάρα...) τους «κέρδισε» η ποίηση ακριβώς την στιγμή που τους «έχανε» η ιδεολογία τους. Ως εκ τούτου, η ριζοσπαστική φωνή τους ακούστηκε σε μια γλώσσα η οποία — εκουσίως ή ακουσίως ― δεν χωρούσε πια στα καλούπια του πολιτικού λόγου.
Απεναντίας, η αντίστοιχη πεζογραφία βρέθηκε δέσμια αυτού, καθώς εκαλείτο να αναπληρώσει την απουσία σοβαρών ιστορικών και κοινωνιολογικών μελετών, ή έστω εντίμων πολιτικών αναλύσεων σε ορισμένα επίμαχα θέματα και γεγονότα.[2] Αντιμέτωπη με ερωτήματα στα οποία η Λογοτεχνία ούτε εντεταλμένη ούτε αρμόδια ήταν να απαντήσει, δεν είναι να απορεί κανείς που η αυτοκριτική της Αριστεράς απεδείχθη λίαν ανεπαρκής, τόσο ως προς τις προδιαγραφές μιας συστημικής κριτικής του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όσο και εν σχέσει με τις δομικές προϋποθέσεις του μυθιστορήματος ως είδους. Δίκην «στρατευμένης» τέχνης ― ακόμη και δυσμενώς κείμενης έναντι της αριστερής ορθοδοξίας — ήταν φύσει αδύνατον να παρακάμψει διλήμματα και αδιέξοδα της όποιας στράτευσης, που συνοψίζονται στην ευαγγελική ρήση «Οὐδεἰς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».
Για να την δούμε να υπερβαίνει εαυτήν θα χρειαστεί να πέριμένουμε ένα άρτιο λογοτέχνημα όπως το Κιβώτιο, του Άρη Αλεξάνδρου (1975), ικανό να ενσταλαξει στον προκείμενον αφηγηματικόν κύκλο την ριζοσπαστικότητα που είχαν αποκτήσει ο λόγος των αντιφρονούντων και η «Ποίηση της ήττας», στην κατεύθυνση της λεγόμενης «αντιπολιτικής».

2. Όσο για το μυθιστορημα της Ζέη, αν και μεταγενέστερο του Κιβωτίου κατά μία και πλέον δεκαετία, φαντάζει τυπολογικά παλαιότερο, ξεπερασμένο από πλευράς ήθους και ύφους.

2.1.- Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα έχει όλες τις χαρακτηριστικές αδυναμίες της αριστερής αυτοκριτικής. Πρωτίστως δε, και λίαν παραδόξως κατά την γνώμη μου, ένα τέτοιο σύγγραμμα, κατ’ εξοχήν ριζωμένο στον πολιτικό λόγο, φαντάζει ελαττωματικό ακριβώς από πολιτικής σκοπίας.[3]
Η Ζέη φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί πως η επιτομή της όλης ανωτέρω προβληματικής είναι — τάδε έφη ο Milan Kundera ― η υποστασιοποίηση των μηχανισμών της τραγωδίας στην ζώσα ιστορία. Διατείνεται λοιπόν εν προκειμένω ο αυγγραφέας της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι ότι, ακόμη και όταν καταντούν υπαρκτά θύματα του (αν)«υπαρκτου σοσιαλισμού», οι εθελοτυφλούντες από αφέλεια, άγνοια ή φανατισμό δεν παύουν να διατελούν εντός της λογικής των θυτών τους. Συνεργοί αυτών ― ακούσιοι, αλλά όχι πάντα —, για την εξιλέωσή τους ποσώς δεν επαρκούν οι άνευρες παλινωδίες ή η στείρα αυτολύπηση. Η μόνη έντιμη αυτοκριτική της Αριστεράς πρέπει να καταλήξει σε μίαν αυτο-τιμωρία του είδους εκείνου που ο Οιδίποδας επέβαλε στον εαυτό του άπαξ και απέκτησε επίγνωση του φοβερού αμαρτήματος που είχε διαπράξει. Αντ’ αυτού, για παράδειγμα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου οικτίρει αυτεπαγγέλτως (και δη μέχρι δακρύων) το, αμφιβόλου ποιότητας ή και οντότητας, δράμα του «μικρ[ού] Ρώσο[ου] στρατιώτη, που τον στείλανε να ποδοπατήσει ξένα όνειρα». Δεν έχουμε καν να κάνουμε με υποβιβασμό της τραγωδίας σε φάρσα (φαινόμενο το οποίον ήδη ο Μαρξ είχε επισημάνει), αλλά αυτόχρημα με ευτελισμό της σε κιτς.
Βεβαίως, είναι άδικο να καταλογίσει κανείς στο ανά χείρας τις εγγενείς ατέλειες της αυτοκριτικής της Αριστεράς. Είναι όμως και αναπόφευκτο. Ας κρατήσουμε ωστόσο και μίαν επιφύλαξη: παρόμοιες «ενστάσεις» συνιστούν μάλλον περιγαφικές παρά αξιολογικές κρίσεις και, ως εκ τούτου, αφορούν όχι τόσο το έργο ως λογοτέχνημα, όσο ως δείγμα του σχετικού πολιτικού λόγου.

2.2.- Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική γωνία η οποία μας φανερώνει την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα να ξεφεύγει από την τροχιά εκείνου και να εισέρχεται αυτόνομα στην επικράτεια του μυθιστορήματος.
Πρόκειται για την προοπτική του σώματος, με τα, συνειδητά και μη, παρακολουθήματα αυτής στον χώρο της ψυχής: ευαισθησία, συγκίνηση, συναίσθημα κ.ο.κ. Ανακαλύπτουμε λοιπόν ότι ένας μείζων στόχος της συγγραφέως, τόσο από αισθητικής όσο και από ηθικής απόψεως, είναι η απόδοση δικαιοσύνης σ’ αυτήν ακριβώς την τάξη πραγμάτων, που η κομματική νοοτροπία είχε επί μακρόν απαξιώσει, όταν δεν την κατέστειλε κιόλας με σεμνότυφο μένος πουριτανικού ιερατείου.
Παραδείγματος χάριν, στο μυθιστόρημα αναφέρεται διεξοδικά η περίπτωση ενός Έλληνα καλλιτέχνη εγκατεστημένου στο Παρίσι, ο οποίος εγκαταλείπει την καριέρα του και κατεβαίνει στην Ελλάδα να καταταγεί στον Δημοκρατικό Στρατό, όχι τόσο από ισχυρά ιδεολογικά κίνητρα, όσο για να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του. Η συμπάθεια και ενσυναίσθηση (empathy, Einfühlung) με την οποίαν η συγγραφέας παρουσιάζει το εν λόγω επεισόδιο δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι του βρίσκει μίαν ανθρώπινη αλήθεια απείρως ανωτέρας τάξεως από τις μονολιθικές επιλογές και τα «ηρωικά» ― δηλαδή εξωπραγματικά έως απάνθρωπα — αίτια στα οποία υπακούει οποιοσδήποτε «καπετάνιος» ή aparatchik. Παρομοίως, ο διακαής πόθος της πρωταγωνίστριας για ολοκλήρωση της θηλυκότητάς της, για ομορφιά και κομψότητα, για ηδονή και έρωτα, την φέρουν αντιμέτωπη, μέχρι συγκρούσεως, με την, επικρατούσα στις τάξεις της Αριστεράς, «ηρωική» αλλοτρίωση.

2.3. Η προοπτική του σώματος συγκροτείται και αυτή σε λόγο, με διαφορετική όμως φορά και εκφορά διακριτή από του πολιτικού. Αναφύεται δε, στους κόλπους των αφηγηματικών λειτουργιών, μέσα από την αντιπαράθεση δύο συντεταγμένων οι οποίες προσδιορίζουν την ηρωίδα (ακόμη και ονομαστικά): αφ’ ενός μεν ως Ελενη, «αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», αφ’ ετέρου δε ως Δαφνη, το «κορίτσι με τον πυράκανθο». Ο συσχετισμός μεταξύ αυτών είναι, κατά πάσα πιθανότητα, αρχετυπικής φύσεως, ενώ η διάδρασή τους θυμίζει τις διεργασιές «εξατομίκευσης» (Individuationsprozess) στην αναλυτική ψυχολογία του C. G. Jung.

                 2.3.1.- Στην πρώτη λοιπόν διάσταση, η ταυτότητα και υπόσταση της ηρωίδας καθορίζονται από τις ανάγκες της διαπροσωπικής συναναστροφής, καλύπτοντας αμοιβαία ζητούμενα και προσδοκίες. Κάτι τέτοιο παραπέμπει στο αρχέτυπο της Persona το οποίον, ως γνωστό, παίζει ρόλο κοινωνικού «προσωπείου» του ατόμου. Κατά συνέπεια, εξηγεί ο Jung, το εν λόγω ψυχικό κλιμάκιο «δεν είναι εκείνο που όντως είμαστε, αλλά αυτό που εμείς, ή οι άλλοι, πιστεύουμε πως είμαστε». Όπερ ισχύει και για την «περσονική» Ελένη, που φαντάζει πλήρης κομματικών αρετών και παντελώς κενή δικού της περιεχομένου. Έτσι την βλέπουν και την θέλουν οι «σύντροφοι» και «συναγωνιστές» της (πρωτίστως δε ο Αχιλλέας), αλλά και η ίδια, στο μέτρο που ταυτίζεται με εκείνους.

                 2.3.2.- Η δεύτερη διάσταση της πρωταγωνίστριας δεν έχει κάποιο αποκρυσταλλωμένο σχήμα· πιο πολύ μοιάζει με ένα εν εξελίξει σχέδιο. Η γιουγκική ψυχανάλυση το ονομάζει «Εαυτό» (das Selbst) και το παρουσιάζει ως τον κατ’ εξοχήν στόχο της «εξατομίκευσης» που, ας το θυμηθούμε, σημαίνει την αρμονική ενσωμάτωση των φωτεινών και των σκοτεινών συστατικών του εσώτερου είναι μας. Το κτίσιμο παρόμοιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας είναι για το άτομο μια διά βίου αποστολή· έχει διαδραστικό χαρακτήρα και εκκινεί στο επίπεδο της Persona. Στις διαδρομές της «εξατομίκευσης», η αποκλειστικά δημόσια πλευρά του ατόμου — η μάσκα που έχει γίνει ένα με το πρόσωπό του ― συναντά και αντιμετωπίζει το αντίπαλο δέος αυτής, τουτέστιν τον Ίσκιο (der Schatten): απόκρυφη και ανομολόγητη λειτουργία του ψυχικού μηχανισμού.
Στο ψυχόδραμα που σκηνοθετεί η Ζέη στο βιβλίο της, τον Ίσκιο υποδύεται η Δάφνη ως «κορίτσι με τον πυράκανθο»: μοντέλο του ζωγράφου που την ερωτεύτηκε και την ανέπλασε σε έργο τέχνης, και με τον οποίον ενεπλάκη ερωτικά η ίδια. Από σκοπιάς «πολιτικής ορθότητας», ο σχετικός ρόλος ελέγχεται αρνητικός· αν μη τι άλλο, επειδή ο Ίσκιος ομιλεί την γλώσσα του σώματος, επ’ ουδενί της ιδεολογίας. Η δε «ερμηνεύτρια» αυτού, γυρνώντας τις πλάτες στον «επαναστατικό» ασκητισμό, ενδίδει στην γοητεία της τέχνης και τείνει ευήκοον ους στα κελεύσματα της ηδονής.[4]

                2.3.4.- Καθώς η Persona και ο Ίσκιος ψάχνουν να βρουν στους κόλπους του Εαυτού μία σχεδόν αδύνατη σύγκλιση μεταξύ τους, ή κάποιο προσωρινό, έστω, modus vivendi, έρχονται σε διάδραση με ένα ακόμη αρχέτυπο. Ο λόγος για το διφυές Animus / Anima το οποίο, εντός δεδομένου (αρσενικού ή θηλυκού) γενοτύπου, φέρει τα τυπολογικά και λειτουργικά γνωρίσματα του αντιθέτου φύλου. Συγκεκριμένα, ο Animus έιναι το ανδρικό συμπλήρωμα της γυναικείας προσωπικότητας, ενώ η Anima αποτελεί την αντιστρόφως ανάλογη συνιστώσα της αρρενωπής. Παρόμοια διττη παράμετρος χρήζει άκρως λεπτών χειρισμών κατά την «εξατομίκευση», αφού η ανεξέλεγκτη ενεργοποίησή της μπορεί να οδηγήσει σε ηθικά και ψυχολογικά εκτρώματα.[5]
Αυτόν τον κίνδυνο διατρέχει (και σ’ αυτόν ανθίσταται) η Ελένη / Δάφνη. Ένας φασματικός Αχιλλέας, εμφυτευμένος μέσα της δι’ «ενδοβολής» (intrοjection), ασκεί κηδεμονία επί της ηρωίδας, εν είδει κομματικού Animus (που ελάχιστα διαφέρει από το φροϋδικό Υπερεγώ). Με την σειρά της, εκείνη θα καταλάβει την ανάλογη — πλην απείρως πιο ανίσχυρη ― θέση της Anima του αρραβωνιαστικού της. Το αποτέλεσμα είναι ένας sui generis Εαυτός στον οποίο συγκλίνουν οι «ανιμικές» υποστάσεις αμφότερων και όπου λαμβάνει επίσης χώρα μια αναδιανομή ρόλων εντός του αυτού σεναρίου. Αφ’ ενός μεν η Αριστερά θέλει την Ελένη πειθήνια Πηνελόπη, ακολουθώντας τα βήματα ενός Αχιλλέα που δεν κατάφερε να γίνει Οδυσσέας. Αφ’ ετέρου δε, μέσα από τον αντίστροφο νόστο, η ίδια ωριμάζει και μεταμορφώνεται σε «πολύτροπο γυναίκα», που όσο πάει ξεμακραίνει από τον παραπλανημένο πλάνητα.
Θα έλεγε κανείς όμως ότι, εφ’ όσον η συγκεκριμένη εξέλιξη έλαβε χώρα υπό την αιγίδα του Animus, η ηρωίδα παραμένει σε φάση υποταγής. Ωστόσο, μια δεύτερη ματιά θα μας δείξει πως, από το όλο φάσμα των «ηρωικών» αξιών που της προτείνονται εκ των άνω, ο Εαυτός της Ελένης / Δάφνης κρατάει μόνον όσες ― πίστη, αφοσίωση, αυταπάρνηση — είναι συμβατές με την λογική της ανθρωπιάς και της στοργής (που διέπει τον λόγο του σώματος). Αξίες οι οποίες, επιπλέον, στηρίζουν και τις πρώτες χειρονομίες αμφισβήτησης της πολιτικής αλλοτρίωσης. Όπως, για παράδειγμα, το ξέσπασμα μιας Ελένης, απηυδισμένης από την «ξύλινη γλώσσα» του Αχιλλέα: «Ή θα μου μιλάς σαν άντρας μου ή σαν γραμματέας του κόμματος». Η απάντησή του είναι βάναυσα αποστομωτική: «Το ένα δεν αναιρεί το άλλο»· πλην όμως η τεταμένη στιχομυθία τους δεν λήγει εδώ. Στον απόηχό της αρχίζει και παίρνει διαστάσεις η απελευθέρωση της πρωταγωνίστριας. Όχι όμως τόσο στο επίπεδο της πλοκής, αλλά μάλλον μέσα από μίαν ευρύτερη ερμηνεία του έργου που, με την σειρά της, αποβλέπει στην πλήρη αποδέσμευση του μυθιστορηματικού λόγου από τον πολιτικό, με τρόπον ανάλογο προς την «Ποίηση της ήττας», η οποία — ας το θυμηθούμε ― απέκτησε ποιητική υπόσταση αποβάλλοντας την ιδεολογική.

3.- Προκειμένου να περιγράψουμε την ανάλογη εξέλιξη στο πεδίο του μυθιστορήματος, προτείνω να ξεκινήσουμε από δύο στοιχειώδεις παραδοχές:

1η: όπως κάθε λογοτέχνημα, το μυθιστόρημα εντάσσεται και εκκινεί από τον χώρο της Γλώσσας· και
2η: η όποια Γλώσσα απαρτίζεται από ένα λεξιλόγιο και μία γραμματική.

3.1.- Το πρώτο εμπεριέχει μύθους, αρχέτυπα και σύμβολα, αφηγηματικά και δραματικά λιμπρέτα κ.λπ. — κοντολογίς όλα τα στοιχεία εκείνα τα οποία εξασφαλίζουν και εγγυώνται την διαχρονική διακειμενικότητά της Λογοτεχνίας.
Λόγου χάριν, με κάποια δόση χιούμορ και ελάχιστη διδακτική υπερβολή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, στο επίπεδο αυτό, η αντιστικτική προσωπικότητα της «αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα» ουδόλως θα ξένιζε εν μέσω χαρακτήρων με πουδραρισμένες περούκες και δαντέλες, του γαλλικού θεάτρου του 17ου αι.· τα δε ηθικά διλήμματα τής Ελένης / Δάφνης (αμφιταλάντευση ανάμεσα στις επιταγές της ιδεολογίας και το δέλεαρ της ηδονής) ολίγιστα διαφέρουν από επιλογές τύπου amour / devoir ή raison / passion, που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ηρωίδες του Ρακίνα. Την διαφορά, όση υπάρχει, την κάνει ο βασικός «γραμματικός» κανόνας που διέπει τα διακειμενικά παιγνίδια στην Λογοτεχνία. Θα τον ονόμαζα αρχή της ειρωνικής αναστροφής και θα περιέγραφα την λειτουργία του ως εξής: «σε ταυτόσημο μύθο, ανάποδο επιμύθιο». Έτσι λοιπόν, το συμπέρασμα που η πρωταγωνίστρια της Ζέη συνάγει από τα παθήματά της, και το κάνει κιόλας κανόνα ζωής (κάτι που δεν τόλμησαν οι περιπαθείς ήρωίδες του κλασικού δράματος[6]) είναι ότι η λογική του καθήκοντος, ειδικά του πολιτικού, καταλήγει παράλογη μπροστά σ’ εκείνη του πάθους, αφού το επιτακτικότερο καθήκον του ατόμου αφορά τον Έρωτα.

3.2.- Ας επιθεωρήσουμε τώρα την λειτουργία του «γραμματικού» αυτού κανόνα σε διάδραση με σύμβολα, ούτως ειπείν κατ’ εξοχήν μυθικά, καθ’ ότι με προέλευση την αρχαία μυθολογία.
Η ειρωνική αναστροφή γίνεται εμφανής, κατ’ αρχάς, στο επίπεδο των ονομάτων και/ή ρόλων των ηρώων. Έτσι λοιπόν, ή Ελένη― το sex symbol δι’ αντονομασίας στην αρχαία παράδοση — είναι εκείνη που, στο βιβλίο της Ζέη, παραμένει εν πολλοίς ανέραστη· ενώ η Δάφνη― δειλή νύμφη η οποία μεταμορφώθηκε σε δέντρο. προκειμένου νά ξεφύγει από την καταδίωξη του λάγνου Απόλλωνα ―. εδώ, απεναντίας, επιζητά επίμονα την ηδονή.
Ο δε Αχιλλέας — ο, κατά την ομηρική παράδοση, ὠκύπους ή πόδας ταχύς — στο μυθιστόρημα καθίσταται, από πλείστες όσες απόψεις (πολιτική, ηθική, υπαρξιακή...) η μη περαιτέρω ενσάρκωση της αδράνειας και της ακινησίας: πλήρως απολιθωμένος, ώσπερ προαναγγελθείς ανδριάντας.
Τέλος, όπως ανέφερα παρεμπιπτόντως και προηγουμένως, αναστρέφεται επίσης το μυθικό θέμα του νόστου και δη πολλαπλώς:

Αντιστροφή ρόλων: Ενεργός παράγων αποβαίνει η Ελένη, σαν Πηνελόπη, αφού δεν περιμένει αλλά αναζητά η ίδια τον «αρραβωνιαστικό» της.
Αντιστροφή πορείας: Ηττημένος, όχι νικητής, ο πολεμιστής δεν επιστρέφει στην πατρίδα, αλλά τρέπεται σε φυγή.
― Τέλος, το «ανάποδο» επιμύθιο έχοντας για φόντο την καβαφική εκδοχή του νόστου. Συγκεκριμένα, ο Αχιλλέας δεν είναι άμοιρος κάποιας ικανοποίησης, αφού οι πολιτικές αντιξοότητες κι αποτυχίες τον έχουν οδηγήσει, παρά ταύτα, στην Ιθάκη της Ιδεολογίας του. Το ίδιο θα λέγαμε και για την χειραφετημένη «Πηνελόπη», αλλά για αντίστροφους λόγους: από παρόμοιες εμπειρίες, έμαθε «τι σημαίνουν» οι Ιθάκες του ανύπαρκτου «υπαρκτού».

4. Δίκην πολύ υποκειμενικού συμπεράσματος, θα έλεγα εν κατακλείδι ότι, σαράντα σχεδόν χρόνια από την παρθενική του έκδοση, το μείζον ελάττωμα του έργου της Ζέη εξακολουθεί να είναι η ανεπαρκής αυτοκριτική της Αριστεράς.
Αναλυτικότερα. Περιορίζοντας εαυτήν στην «εποικοδομητική» κριτική της σχετικής ιδεολογίας και διστάζοντας να προχωρήσει στην συστημική αποδόμησή αυτής (όπως οι αντιφρονούντες επί (αν)«υπαρκτού»), η συγγραφέας της Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα δεν κατάφερε, κατά την αντίληψή μου, να ενεργοποιήσει καταλλήλως ούτε τους τρόπους και τα τεχνάσματα που θα οδηγούσαν στην ευκτέα αποδέσμευση του μυθιστορηματικού λόγου από τον πολιτικό. Και είναι κρίμα, διότι τα εν λόγω στοιχεία πράγματι υπάρχουν στις σελίδες του βιβλίου. Ιδού γιατί, στην ανάλυσή μου, προσπάθησα — και δεν το μετανιώνω ― να τους προσδώσω ένα ειδικό βάρος ίσως μεγαλύτερο απ’ αυτό που όντως είχαν.
Πέραν όμως τέτοιων ερμηνευτικών τοποθετήσεων (οι οποίες μάλλον εμπίπτουν στην σφαίρα του contrafactual: «Και αν τα πράγματα δεν είχαν όπως έχουν ;»), μας μένει η προσωπική μαρτυρία για τις προσπάθειες χειραφέτησης μιας γυναίκας που ο αυθεντικός εαυτός της είχε αλλοιωθεί από απάνθρωπες ιδεολογικές επιβολές.

Η ιστορία του σκληρού αγώνα και της, έστω και μερικής, νίκης της αξίζουν κάθε συμπάθειά μας.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: