Τήκομαι (και ουχί τίκτομαι), άρα υπάρχω

Τήκομαι (και ουχί τίκτομαι), άρα υπάρχω

Αχιλλέας Κυριακίδης, «Κερί του Καρτέσιου», εκδ. Πατάκη 2024




Ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης δεν χρειά­ζε­ται συ­στά­σεις. Εί­ναι προ πολ­λού αυ­το­σύ­στα­τος. Πε­νή­ντα χρό­νια μά­στο­ρης, από το 1973, οπό­τε εκ­δό­θη­καν από τη «Δω­δώ­νη» δι­η­γή­μα­τά του υπό τον συ­στε­γα­στι­κό τί­τλο Δια­φά­νεια, και μέ­χρι τα τώ­ρα, δια­κο­νεί την ελ­λη­νί­δα γλώσ­σα σε ρό­λους εναλ­λασ­σό­με­νους ―δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, νου­βε­λο­γρά­φος, σε­να­ριο­γρά­φος, δο­κι­μιο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής―, μέ­νο­ντας πά­ντο­τε ο ίδιος. Mε κα­τα­κτη­μέ­νο το στυλ του και με το λο­γο­τε­χνι­κό του μι­κρο­σύ­μπαν κα­θα­ρό, διά­φα­νο και δια­κρι­τό. Σαν ένα νό­μι­σμα με πέ­ντε όψεις. Γί­νε­ται; Στον κό­σμο του Καρ­τέ­σιου και της Ανα­λυ­τι­κής Γε­ω­με­τρί­ας του μάλ­λον δεν γί­νε­ται. Στον κό­σμο του Κυ­ρια­κί­δη, κό­σμο της αντι­στρο­φής, του υπερ­ρε­α­λι­σμού και της πα­ρα­δο­ξό­τη­τας, γί­νε­ται και πα­ρα­γί­νε­ται. Και απο­ρώ, μά την αλή­θεια, πώς και δεν το έχει προ­τεί­νει ακό­μα στο εθνι­κό μας Νο­μι­σμα­το­κο­πείο. Ώστε να πε­τύ­χου­με άλ­λη μία οι­κου­με­νι­κή πρω­τιά, εμείς οι και ού­τως και αλ­λέ­ως πρώ­τοι στα πά­ντα.

Πα­ρ’ όλ’ αυ­τά, ας δο­κι­μά­σω κά­ποιες συ­στά­σεις.

1. Ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης ανα­πτυγ­μέ­νος σε αριθ­μούς: 9 συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των και μι­κρών πε­ζών, 3 νου­βέ­λες, 3 συλ­λο­γές δο­κι­μί­ων για τη λο­γο­τε­χνία και τον κι­νη­μα­το­γρά­φο, 3 σε­νά­ρια ται­νιών με­γά­λου μή­κους, 7 ται­νί­ες μι­κρού μή­κους με δι­κό του σε­νά­ριο, πά­νω από 100 με­τα­φρά­σεις γαλ­λό­φω­νης, ισπα­νό­φω­νης, αγ­γλό­φω­νης και ιτα­λό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. Τα γερ­μα­νι­κά τού ξέ­φυ­γαν αλ­λά ήδη η άσκη­ση της με­τά­φρα­σης από τέσ­σε­ρις ξέ­νες γλώσ­σες μπο­ρεί να εί­ναι ρε­κόρ.
Αλ­λά μια στιγ­μή, συγ­γνώ­μη, λά­θος αυ­τί τρά­βη­ξα: Τη φρά­ση «έχει με­τα­φρά­σει πά­νω από 100 έρ­γα» την άντλη­σα από το βι­βλίο του Κυ­ρια­κί­δη Το μου­σείο των τύ­ψε­ων και άλ­λα δι­η­γή­μα­τα, έκ­δο­ση του 2018. Στο αυ­τί του βι­βλί­ου Το κε­ρί του Καρ­τέ­σιου και άλ­λα δι­η­γή­μα­τα, έκ­δο­ση του 2024, το 100 έχει γί­νει 140. Μέ­σα σε έξι χρό­νια προ­στέ­θη­καν 40 τί­τλοι στο παλ­μα­ρέ του συγ­γρα­φέα μας, αύ­ξη­ση 40% δη­λα­δή. Κι έχεις έπει­τα τους μί­ζε­ρους και τους πτω­χο­λά­τρες να επι­μέ­νουν πως δεν υπάρ­χει ανά­πτυ­ξη σε τού­τον τον ευ­λο­γη­μέ­νο τό­πο. Έλε­ος πια με τον μι­ζε­ρα­μπι­λι­σμό, μά τον Άδω­νι.

Υπάρ­χει κίν­δυ­νος να πά­θει ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης ό,τι έπα­θε ο Δί­δυ­μος ο Αλε­ξαν­δρεύς, τον 1ο αι. π.Χ., που εκ­πό­νη­σε πά­νω από 3.500 συγ­γράμ­μα­τα κα­τά τη Σού­δα, απο­κλη­θείς για τού­το Χαλ­κέ­ντε­ρος αλ­λά και Βι­βλιο­λά­θας, επει­δή αδυ­να­τού­σε να θυ­μη­θεί τους τί­τλους όλων των έρ­γων του; Οχι. Ο Κυ­ρια­κί­δης έχει την προ­στα­σία του μπορ­χε­σια­νού Φού­νες του μνή­μο­νος.
Συγ­γνώ­μη δεύ­τε­ρη: Δεν εξα­ντλού­νται στους προ­α­να­φερ­θέ­ντες αριθ­μούς οι τί­τλοι του Αχιλ­λέα. Προ­σθέ­στε πα­ρα­κα­λώ: 47 πρω­τα­θλή­μα­τα, 28 κύ­πελ­λα, 4 Σού­περ Καπ, 1 Βαλ­κα­νι­κό, 1 Κόν­φε­ρενς Λιγκ, 1 ΟΥ­Ε­ΦΑ Γιουθ Λιγκ. Κι αυ­τά μό­νο στο πο­δό­σφαι­ρο. Αν συ­νε­χί­σω με το μπά­σκετ, το βό­λεϊ και το πό­λο αν­δρών τε και γυ­ναι­κών, εί­ναι σί­γου­ρο ότι θα τρω­θεί από τη συ­γκί­νη­ση η ευαί­σθη­τη ερυ­θρά πτέρ­να του σύγ­γαυ­ρου Αχιλ­λέ­ως. Και μπο­ρεί ν’ αρ­χί­σου­με να τρα­γου­δά­με στα κα­λά κα­θού­με­να τον ύμνο του Ολυ­μπια­κού.

2. Ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης ανα­λυ­μέ­νος σε ονό­μα­τα. Τα ονό­μα­τα τό­σων και τό­σο σπου­δαί­ων ξέ­νων λο­γο­τε­χνών, που μας τους σύ­στη­σε και με τους οποί­ους στα­δια­κά μάς εξοι­κεί­ω­σε: Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες (εδώ, και για να μην ανοί­ξει κα­μιά αό­ρα­τη βι­βλιο­θή­κη και μας κα­τα­πιεί, ας μνη­μο­νεύ­σου­με και τον Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη, τον έτε­ρο μπορ­χε­σό­κου­ρο, κα­τά το διό­σκου­ρος), Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, Φί­λιπ Ροθ, Λουίς Σε­πούλ­βε­δα, Ζορζ Πε­ρέκ, Ζαν Εσ­νόζ, Ουί­λιαμ Φό­κνερ, Ερ­νεστ Χέ­μιν­γκου­εϊ, Τζε­ρόμ Ντέι­βιντ Σά­λιν­τζερ, Αλ­φρέντ Ζα­ρί, Κάρ­λος Φου­έ­ντες, Πα­τρίκ Μο­ντια­νό, και, ομοιο­κα­τά­λη­κτος, Ρε­μόν Κε­νό. Α, και πό­σο δεν τις εί­χα­με χα­ρεί εκεί­νες τις 99 Ασκή­σεις ύφους το 1984, όταν φα­νε­ρώ­θη­καν ανά­με­σά μας· τό­τε που, ως γνω­στόν, συλ­λα­βί­ζα­με ακό­μα τα βρα­χέα ως βρα­χέα, τα δε μα­κρά ως μα­κρά, εξού και ο Κε­νώ γρα­φό­ταν ακό­μα με ωμέ­γα. Έπει­τα όμως άνοι­ξε η κα­τα­βό­θρα του μο­νο­το­νι­κού και ρού­φη­ξε την καη­μέ­νη την προ­σω­δία.
Να πω εδώ ότι κα­θό­λου δεν συμ­με­ρί­ζο­μαι τη δογ­μα­τι­κή άπο­ψη μιας κά­ποιας ελίτ που κη­ρύσ­σει τη με­τά­φρα­ση δευ­τε­ρο­γε­νή και δευ­τε­ρο­βάθ­μια λο­γο­τε­χνι­κή ερ­γα­σία. Ναι, έχει τις προ­φα­νείς δια­φο­ρές της από τη συγ­γρα­φή πρω­τό­τυ­που πε­ζού ή ποι­ή­μα­τος, ναι, οφεί­λει να υπη­ρε­τεί την πη­γή που ανα­λαμ­βά­νει να με­τα­κε­νώ­σει σε γλώσ­σα ξέ­νη από εκεί­νη που συ­ντά­χθη­κε, και να την υπη­ρε­τεί με σέ­βας, δί­χως υπε­ρο­ψία και οί­η­ση. Αυ­τό όμως δεν την υπο­βαθ­μί­ζει σε πα­ρα­κα­τια­νή ή επι­κου­ρι­κή τέ­χνη, σε δευ­τε­ράν­τζα. Την ίδια λευ­κή σε­λί­δα έχει μπρο­στά του ο αρ­χι­κός γρα­φιάς και ο με­τα­φρα­στής του. Και τον ίδιο τρό­μο μπρο­στά της.
Κι έπει­τα, η με­τά­φρα­ση εί­ναι τέ­χνη δη­μο­κρα­τι­κή, εί­ναι η εφαρ­μο­σμέ­νη τέ­χνη μιας δι­πλής αλ­λη­λεγ­γύ­ης: αφε­νός προς τον με­τα­φρα­ζό­με­νο ξέ­νο λο­γο­τέ­χνη, αφε­τέ­ρου προς τον ανα­γνώ­στη, που δεν εί­ναι δυ­να­τόν και δεν οφεί­λει να ξέ­ρει όλες τις γλώσ­σες του με­τα­βα­βε­λι­κού μας κό­σμου. Βε­βαί­ως θρυ­λεί­ται ότι η ελ­λη­νι­κή εί­ναι παμ­μή­τει­ρα γλώσ­σα, μά­να όλων των υπό­λοι­πων γλωσ­σών της Γης, εν­δε­χο­μέ­νως και του Σεί­ριου, άρα κα­τά βά­θος (αλ­λά ένα πο­λύ πο­λύ βα­θύ βά­θος) εμείς οι Έλ­λη­νες, εμείς οι Εμείς δη­λα­δή, ξέ­ρου­με εκ γε­νε­τής και λα­τι­νι­κά και αγ­γλι­κά και ρώ­σι­κα και μαν­δα­ρί­νι­κα και πα­στού και σαν­σκρι­τι­κά και σουα­χί­λι, και πά­ει ξέ­ρο­ντας. Πε­ριτ­τοί ως εκ τού­του οι με­τα­φρα­στές. Ας βρουν άλ­λον τρό­πο να πλου­τί­ζουν.

3. Ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης των βρα­βεί­ων: Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δι­η­γή­μα­τος 2004. Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνι­κής Με­τά­φρα­σης 2006. Διε­θνές Βρα­βείο Κα­βά­φη Με­τά­φρα­σης 2007. Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνι­κής Με­τά­φρα­σης Γαλ­λό­φω­νης Λο­γο­τε­χνί­ας του ΕΚΕ­ΜΕΛ 2009. Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνι­κής Με­τά­φρα­σης Ισπα­νό­φω­νης Λο­γο­τε­χνί­ας Instituto Cervantes 2015. Κά­τι έχουν να πουν κι αυ­τά.

4. Ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης των λο­γο­παι­γνί­ων και των αφο­πλι­στι­κά αιφ­νι­δια­στι­κών λε­κτι­κών συ­νά­ψε­ων. Ων ουκ έστιν αριθ­μός. Μέ­νω εδώ στην εξαί­σια ασε­βή φρά­ση «άρα­γε ο Ιη­σούς εί­ναι κοι­νό­χρι­στος;» (με γιώ­τα το «κοι­νό­χρι­στος»), που απα­ντά στο δι­ή­γη­μα «Ο ρυθ­μός του κό­σμου», τί­τλος πα­ρα­πεμ­πτι­κός στον Γε­ώρ­γιο Βι­ζυ­η­νό. Προ­σθέ­τω το «εχέ­μυ­θο κλά­μα» του ίδιου δι­η­γή­μα­τος.
Στο προ­κεί­με­νο τώ­ρα, στο Κε­ρί του Καρ­τέ­σιου. Του Γάλ­λου φι­λο­σό­φου που εί­χε την ατυ­χία να γρά­φε­ται Descartes, και να με­τα­φρα­στεί κα­τό­πιν τού­του σκαρ­τε­μέ­νος, λί­γες φο­ρές εί­ναι η αλή­θεια, σαν Ντε­σκάρτ. Το εξελ­λη­νι­σμέ­νο όνο­μά του πά­ντως άντε­ξε στον χρό­νο, εν αντι­θέ­σει με το Εγ­χέ­σπα­λος που εί­χε προ­τα­θεί μια φο­ρά κι έναν και­ρό σαν όνο­μα του Σαίξ­πηρ, κυ­ριο­λε­κτι­κώς και εν­νοιο­λο­γι­κώς με­τα­φρα­σμέ­νο: ὁ πάλ­λων τὸ ἔγχος, το δό­ρυ. Το πι­θα­νώς λο­γο­τε­χνι­κά και πο­λι­τι­κά αυ­το­βιο­γρα­φι­κό δι­ή­γη­μα που δι­καί­ως δί­νει και τον γε­νι­κό τί­τλο της συλ­λο­γής, Το κε­ρί του Καρ­τέ­σιου, το κο­σμούν ωραιό­τα­τα δη­μιουρ­γή­μα­τα: «πνιγ­μέ­νοι στις θυ­μιά­σεις του ακή­ρυ­χτου έρω­τα», «βρί­σκα­με κά­τω απ’ το κρε­βά­τι κά­λυ­κες από ανή­συ­χα φι­λιά», «βρέ­χεις το αθώο βλέμ­μα σου σ’ εμάς, τους ισό­γειους», «κα­πνί­ζο­ντας κι εγώ τη ζωή μου».

Η φρά­ση ωστό­σο που μας δεί­χνει ποιον ακρι­βώς Καρ­τέ­σιο έχει κα­τά νουν ο Κυ­ρια­κί­δης εί­ναι η κα­τα­λη­κτι­κή τού δι­η­γή­μα­τος: «Εδώ εί­μαι, Μά­γα. Κι όπο­τε θα με σκέ­φτε­σαι, θα ’μαι πα­ντού». Το πε­ρί­φη­μο «Σκέ­φτο­μαι, άρα υπάρ­χω», λοι­πόν, παίρ­νει νέα μορ­φή: Υπάρ­χω επει­δή κά­ποια ή κά­ποιος με σκέ­φτε­ται, με σκέ­πει με την αγά­πη του. «Με σκέ­φτε­σαι, άρα υπάρ­χω». Ας μου συγ­χω­ρεί εδώ η αυ­το­πα­ρα­πο­μπή, το θυ­μή­θη­κα όσο έγρα­φα τού­τες τις αρά­δες. «Να λες να λες να λέ­γε­σαι / με σκέ­φτε­σαι / άρα υπάρ­χω» έγρα­φα εν έτει 1992, στο ποί­η­μα «Εκτρο­πή» της συλ­λο­γής μου Σή­μα­τα λυ­γρά. Και τό­τε που το έγρα­ψα και τώ­ρα που το θυ­μή­θη­κα, ήμουν και εί­μαι απο­λύ­τως σί­γου­ρος ότι πά­μπολ­λοι άλ­λοι θα έχουν σκε­φτεί ή θα έχουν επι­χει­ρή­σει την ίδια ακρι­βώς προ­σαρ­μο­γή ή με­τα­ποί­η­ση του καρ­τε­σια­νι­κού δόγ­μα­τος.

Για τού­το και στέ­κο­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο σε μια άλ­λη ση­μα­δια­κή φρά­ση του δι­η­γή­μα­τος: «μπο­ρεί να λιώ­νω μα εί­μαι πά­ντα εγώ». Τή­κο­μαι άρα υπάρ­χω, λοι­πόν, Τή­κο­μαι και ου­χί τί­κτο­μαι. Για να συ­μπε­ρι­λη­φθείς στα όντως όντα, για να γί­νει η ζωή σου ύπαρ­ξη, προ­ϋ­πο­τί­θε­ται πά­θος, αυ­το­α­νά­λω­ση, δα­πά­νη εαυ­τού.

Και ο Θε­ός; Υπάρ­χει ή δεν υπάρ­χει; Μυ­στή­ριο μέ­γα. Ας θυ­μη­θού­με πά­ντως εδώ ποια από­δει­ξη της ύπαρ­ξης του Θε­ού εί­χε εν­στερ­νι­στεί ο Καρ­τέ­σιος: την από­δει­ξη του Άν­σελ­μου, αρ­χιε­πί­σκο­που του Κα­ντέρ­μπου­ρυ στα 1100: Όλοι οι άν­θρω­ποι έχουν έμ­φυ­τη την ιδέα του Θε­ού ως απεί­ρου και τε­λειό­τα­του όντος. Τέ­λειο εί­ναι το ον που έχει όλες τις ιδιό­τη­τες, άρα και την ιδιό­τη­τα του υπάρ­χειν. Άρα ο Θε­ός υπάρ­χει. Μο­λα­ταύ­τα ο Καρ­τέ­σιος κα­τη­γο­ρή­θη­κε ως άθε­ος και τα συγ­γράμ­μα­τά του κα­τα­τά­χθη­καν στον κα­τά­λο­γο των απα­γο­ρευ­μέ­νων βι­βλί­ων της Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας.

Για να πά­με στα δι­κά μας εκ­κλη­σια­στι­κά, τα της Ορ­θο­δο­ξί­ας, ας πού­με, δυο λό­για για το δι­ή­γη­μα «Πε­ρί της εν πολ­λαίς αμαρ­τί­αις». Για την Κασ­σια­νή ο λό­γος. Το κλί­μα στο Κε­ρί του Κυ­ρια­κί­δη επι­βάλ­λε­ται ευ­θύς εξαρ­χής: «Στην ογκώ­δη με­λέ­τη του Defrosting Poestry [Απο­ψύ­χο­ντας την ποί­η­ση], όπου κυ­ρί­ως ανα­λύ­ει το ποι­η­τι­κό έρ­γο του Ρό­μπερτ Φροστ, ο Αμε­ρι­κα­νός κρι­τι­κός και στο­χα­στής Κρί­στιαν Γκρέιν­βιλ...» Ωπ, νά το το φά­ντα­σμα, το πλά­σμα της κυ­ρια­κί­δειας φα­ντα­σί­ας. Ο Κρί­στιαν Γκρέιν­βιλ. Ο οποί­ος το 1987, στον τό­μο των με­λε­τη­μά­των του An-aesthetics, εί­χε γρά­ψει τον εξής αφει­δώ­λευ­το έπαι­νο: «Ο Κυ­ρια­κί­δης χο­ρεύ­ει. Βάλ­θη­κε να κά­νει Μου­σι­κή και Ποί­η­ση εκεί που άλ­λοι δεν μπο­ρούν να πά­ρουν τα πό­δια τους και πε­ζο­γρα­φούν ανε­λέ­η­τα».

Αυ­τό μάς λέ­ει, εν πλή­ρει γνώ­σει των συ­νε­πειών του νό­μου, ο Αρι­στο­τέ­λης Σαϊ­νης στο κεί­με­νό «Η από­λαυ­ση του πλα­στού», που απο­τε­λεί το επί­με­τρο στο βι­βλίο του Κυ­ρια­κί­δη Μου­σι­κή και άλ­λα πε­ζά (1973-1995), έκ­δο­ση του 2014. Ο ίδιος ο Κυ­ρια­κί­δης πά­ντως δια­βε­βαιώ­νει το 2018, δη­λα­δή κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια με­τά τον έπαι­νο του Γκρέιν­βιλ, ότι ουκ οί­δε τον άν­θρω­πον. Ιδού, από το δι­ή­γη­μα «Φά­λαι­νες και αναι­σθη­τι­κά», της συλ­λο­γής του Το μου­σείο των τύ­ψε­ων και άλ­λα δι­η­γή­μα­τα: «Δια­βά­ζο­ντας, πε­ρί­που ένα χρό­νο πριν, τα κεί­με­να των πέ­ντε δια­λέ­ξε­ων που εί­χε δώ­σει ο Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Όστιν, Τέ­ξας, στά­θη­κα έκ­πλη­κτος σ’ ένα όνο­μα που ο Μπόρ­χες δεν εί­χε αρ­κε­στεί να το ανα­φέ­ρει (ή να το επι­κα­λε­στεί) μό­νο μία φο­ρά. Η έκ­πλη­ξή μου δεν οφει­λό­ταν τό­σο στο γε­γο­νός ότι το όνο­μα αυ­τό (Κρί­στιαν Γκρέιν­βιλ) μού ήταν εντε­λώς άγνω­στο (καί­τοι πα­ροι­κώ την Ιε­ρου­σα­λήμ των μπορ­χε­σια­νών λα­βυ­ρίν­θων) όσο στο ότι ο (αν μη τι άλ­λο) σώ­φρων Αρ­γε­ντι­νός ου­δό­λως συ­νή­θι­ζε να μνη­μο­νεύ­ει κο­λα­κευ­τι­κά ζώ­ντες συγ­γρα­φείς η δια­νο­ου­μέ­νους ― πό­σο μάλ­λον να τους μνη­μο­νεύ­ει τρις».

Κά­ποιος λέ­ει ψέ­μα­τα εδώ; Όχι βέ­βαια. Κά­ποιος παί­ζει. Για­τί η λο­γο­τε­χνία εί­ναι και παι­διά (δί­χως συ­νί­ζη­ση στο -διά). Και επι­πλέ­ον, συ­χνά της αρέ­σει να αλη­θεύ­ει στο ψέ­μα, και να επα­λη­θεύ­ε­ται σαν τέ­χνη της προ­κλη­τι­κής επι­νό­η­σης, της ανα­τρο­πής, της πα­ρα­δο­ξό­τη­τας, της φάρ­σας. Μιας φάρ­σας όμως που μέ­νει στον χώ­ρο του βι­βλί­ου ή των βι­βλί­ων, δεν ει­σβάλ­λει προ­βο­κα­τό­ρι­κα στην αγο­ρά, όπως συ­νέ­βη εις Πα­ρι­σί­ους πε­ρί τον ενά­μι­ση αιώ­να πριν, με τον Πιέρ Λουίς και τα Άσμα­τα της Βι­λι­τώς, ποι­ή­τριας συ­νο­μή­λι­κης υπο­τί­θε­ται της Σαπ­φώς, που τα εί­χε τά­χα ανα­κα­λύ­ψει σε χα­μέ­νους πα­πύ­ρους, ενώ τα εί­χε γρά­ψει ο ίδιος.

Εί­ναι απο­λαυ­στι­κά τα μι­κρο­κεί­με­να του Κυ­ρια­κί­δη, οι μι­νια­τού­ρες ή τα δι­η­γή­μα­τα-μπον­σάι όπως χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται. Απο­θε­ώ­νο­ντας την ποι­η­τι­κή του συ­νειρ­μού, απε­λευ­θε­ρώ­νουν επ’ αγα­θώ όλες τις δυ­νά­μεις που ενερ­γο­ποιούν τη μη­χα­νή της λο­γο­τε­χνί­ας: την αλ­λη­γο­ρία, το χιού­μορ, το ανα­πο­δο­γύ­ρι­σμα (μαρ­ξι­στι­κού τύ­που, τι άλ­λο), τον σαρ­κα­σμό. Δεν πρό­κει­ται όμως για εξω­κοι­νω­νι­κές ιστο­ρί­ες, αδιά­φο­ρες για την Ιστο­ρία. Δεν πρό­κει­ται για σπον­δή στον βω­μό με την επι­γρα­φή «η τέ­χνη για την τέ­χνη». Πα­ρά­δειγ­μα εδώ ο «Στρα­τιώ­της». Ή το λα­μπρό, πι­κρό­τα­τα λα­μπρό δι­ή­γη­μα «γ: Αν­θρω­πος στο πα­γκά­κι» στο βι­βλίο Έλ­γκαρ, εί­κο­σι τέσ­σε­ρις πα­ραλ­λα­γές (2021), για τους με­τα­νά­στες που πνί­γο­νται στο Αι­γαίο της αδια­φο­ρί­ας και των θα­νά­σι­μα βί­αιων επα­να­προ­ω­θή­σε­ων.

Άλ­λα δεν έχω να πω. Τι θα μπο­ρού­σα να προ­σθέ­σω άλ­λω­στε για έναν λο­γο­τέ­χνη που, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί ο Αρι­στο­τέ­λης (ο Σαϊ­νης προς το πα­ρόν, όχι ο Στα­γει­ρί­της) εί­χε την τύ­χη να του γρά­ψει πρό­λο­γο σε βι­βλίο του κο­τζάμ Άλ­μπερτ Χί­τσκοκ. Το 1985 το διέ­πρα­ξε αυ­τό ο Αλ­βέρ­τος, δη­λα­δή μό­λις πέ­ντε χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του. Εφι­κτό. Λί­αν εφι­κτό. Στον δε ανά­πο­δο πλην όχι στρα­βό κυ­ρια­κί­δειο κό­σμο, απο­λύ­τως εφι­κτό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: