Τήκομαι (και ουχί τίκτομαι), άρα υπάρχω

Τήκομαι (και ουχί τίκτομαι), άρα υπάρχω

Αχιλλέας Κυριακίδης, «Κερί του Καρτέσιου», εκδ. Πατάκη 2024




Ο Αχιλλέας Κυριακίδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι προ πολλού αυτοσύστατος. Πενήντα χρόνια μάστορης, από το 1973, οπότε εκδόθηκαν από τη «Δωδώνη» διηγήματά του υπό τον συστεγαστικό τίτλο Διαφάνεια, και μέχρι τα τώρα, διακονεί την ελληνίδα γλώσσα σε ρόλους εναλλασσόμενους ―διηγηματογράφος, νουβελογράφος, σεναριογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής―, μένοντας πάντοτε ο ίδιος. Mε κατακτημένο το στυλ του και με το λογοτεχνικό του μικροσύμπαν καθαρό, διάφανο και διακριτό. Σαν ένα νόμισμα με πέντε όψεις. Γίνεται; Στον κόσμο του Καρτέσιου και της Αναλυτικής Γεωμετρίας του μάλλον δεν γίνεται. Στον κόσμο του Κυριακίδη, κόσμο της αντιστροφής, του υπερρεαλισμού και της παραδοξότητας, γίνεται και παραγίνεται. Και απορώ, μά την αλήθεια, πώς και δεν το έχει προτείνει ακόμα στο εθνικό μας Νομισματοκοπείο. Ώστε να πετύχουμε άλλη μία οικουμενική πρωτιά, εμείς οι και ούτως και αλλέως πρώτοι στα πάντα.

Παρ’ όλ’ αυτά, ας δοκιμάσω κάποιες συστάσεις.

1. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης αναπτυγμένος σε αριθμούς: 9 συλλογές διηγημάτων και μικρών πεζών, 3 νουβέλες, 3 συλλογές δοκιμίων για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, 3 σενάρια ταινιών μεγάλου μήκους, 7 ταινίες μικρού μήκους με δικό του σενάριο, πάνω από 100 μεταφράσεις γαλλόφωνης, ισπανόφωνης, αγγλόφωνης και ιταλόφωνης λογοτεχνίας. Τα γερμανικά τού ξέφυγαν αλλά ήδη η άσκηση της μετάφρασης από τέσσερις ξένες γλώσσες μπορεί να είναι ρεκόρ.
Αλλά μια στιγμή, συγγνώμη, λάθος αυτί τράβηξα: Τη φράση «έχει μεταφράσει πάνω από 100 έργα» την άντλησα από το βιβλίο του Κυριακίδη Το μουσείο των τύψεων και άλλα διηγήματα, έκδοση του 2018. Στο αυτί του βιβλίου Το κερί του Καρτέσιου και άλλα διηγήματα, έκδοση του 2024, το 100 έχει γίνει 140. Μέσα σε έξι χρόνια προστέθηκαν 40 τίτλοι στο παλμαρέ του συγγραφέα μας, αύξηση 40% δηλαδή. Κι έχεις έπειτα τους μίζερους και τους πτωχολάτρες να επιμένουν πως δεν υπάρχει ανάπτυξη σε τούτον τον ευλογημένο τόπο. Έλεος πια με τον μιζεραμπιλισμό, μά τον Άδωνι.

Υπάρχει κίνδυνος να πάθει ο Αχιλλέας Κυριακίδης ό,τι έπαθε ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς, τον 1ο αι. π.Χ., που εκπόνησε πάνω από 3.500 συγγράμματα κατά τη Σούδα, αποκληθείς για τούτο Χαλκέντερος αλλά και Βιβλιολάθας, επειδή αδυνατούσε να θυμηθεί τους τίτλους όλων των έργων του; Οχι. Ο Κυριακίδης έχει την προστασία του μπορχεσιανού Φούνες του μνήμονος.
Συγγνώμη δεύτερη: Δεν εξαντλούνται στους προαναφερθέντες αριθμούς οι τίτλοι του Αχιλλέα. Προσθέστε παρακαλώ: 47 πρωταθλήματα, 28 κύπελλα, 4 Σούπερ Καπ, 1 Βαλκανικό, 1 Κόνφερενς Λιγκ, 1 ΟΥΕΦΑ Γιουθ Λιγκ. Κι αυτά μόνο στο ποδόσφαιρο. Αν συνεχίσω με το μπάσκετ, το βόλεϊ και το πόλο ανδρών τε και γυναικών, είναι σίγουρο ότι θα τρωθεί από τη συγκίνηση η ευαίσθητη ερυθρά πτέρνα του σύγγαυρου Αχιλλέως. Και μπορεί ν’ αρχίσουμε να τραγουδάμε στα καλά καθούμενα τον ύμνο του Ολυμπιακού.

2. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης αναλυμένος σε ονόματα. Τα ονόματα τόσων και τόσο σπουδαίων ξένων λογοτεχνών, που μας τους σύστησε και με τους οποίους σταδιακά μάς εξοικείωσε: Χόρχε Λουίς Μπόρχες (εδώ, και για να μην ανοίξει καμιά αόρατη βιβλιοθήκη και μας καταπιεί, ας μνημονεύσουμε και τον Δημήτρη Καλοκύρη, τον έτερο μπορχεσόκουρο, κατά το διόσκουρος), Χούλιο Κορτάσαρ, Φίλιπ Ροθ, Λουίς Σεπούλβεδα, Ζορζ Περέκ, Ζαν Εσνόζ, Ουίλιαμ Φόκνερ, Ερνεστ Χέμινγκουεϊ, Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, Αλφρέντ Ζαρί, Κάρλος Φουέντες, Πατρίκ Μοντιανό, και, ομοιοκατάληκτος, Ρεμόν Κενό. Α, και πόσο δεν τις είχαμε χαρεί εκείνες τις 99 Ασκήσεις ύφους το 1984, όταν φανερώθηκαν ανάμεσά μας· τότε που, ως γνωστόν, συλλαβίζαμε ακόμα τα βραχέα ως βραχέα, τα δε μακρά ως μακρά, εξού και ο Κενώ γραφόταν ακόμα με ωμέγα. Έπειτα όμως άνοιξε η καταβόθρα του μονοτονικού και ρούφηξε την καημένη την προσωδία.
Να πω εδώ ότι καθόλου δεν συμμερίζομαι τη δογματική άποψη μιας κάποιας ελίτ που κηρύσσει τη μετάφραση δευτερογενή και δευτεροβάθμια λογοτεχνική εργασία. Ναι, έχει τις προφανείς διαφορές της από τη συγγραφή πρωτότυπου πεζού ή ποιήματος, ναι, οφείλει να υπηρετεί την πηγή που αναλαμβάνει να μετακενώσει σε γλώσσα ξένη από εκείνη που συντάχθηκε, και να την υπηρετεί με σέβας, δίχως υπεροψία και οίηση. Αυτό όμως δεν την υποβαθμίζει σε παρακατιανή ή επικουρική τέχνη, σε δευτεράντζα. Την ίδια λευκή σελίδα έχει μπροστά του ο αρχικός γραφιάς και ο μεταφραστής του. Και τον ίδιο τρόμο μπροστά της.
Κι έπειτα, η μετάφραση είναι τέχνη δημοκρατική, είναι η εφαρμοσμένη τέχνη μιας διπλής αλληλεγγύης: αφενός προς τον μεταφραζόμενο ξένο λογοτέχνη, αφετέρου προς τον αναγνώστη, που δεν είναι δυνατόν και δεν οφείλει να ξέρει όλες τις γλώσσες του μεταβαβελικού μας κόσμου. Βεβαίως θρυλείται ότι η ελληνική είναι παμμήτειρα γλώσσα, μάνα όλων των υπόλοιπων γλωσσών της Γης, ενδεχομένως και του Σείριου, άρα κατά βάθος (αλλά ένα πολύ πολύ βαθύ βάθος) εμείς οι Έλληνες, εμείς οι Εμείς δηλαδή, ξέρουμε εκ γενετής και λατινικά και αγγλικά και ρώσικα και μανδαρίνικα και παστού και σανσκριτικά και σουαχίλι, και πάει ξέροντας. Περιττοί ως εκ τούτου οι μεταφραστές. Ας βρουν άλλον τρόπο να πλουτίζουν.

3. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης των βραβείων: Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2004. Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2006. Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης 2007. Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2009. Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας Instituto Cervantes 2015. Κάτι έχουν να πουν κι αυτά.

4. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης των λογοπαιγνίων και των αφοπλιστικά αιφνιδιαστικών λεκτικών συνάψεων. Ων ουκ έστιν αριθμός. Μένω εδώ στην εξαίσια ασεβή φράση «άραγε ο Ιησούς είναι κοινόχριστος;» (με γιώτα το «κοινόχριστος»), που απαντά στο διήγημα «Ο ρυθμός του κόσμου», τίτλος παραπεμπτικός στον Γεώργιο Βιζυηνό. Προσθέτω το «εχέμυθο κλάμα» του ίδιου διηγήματος.
Στο προκείμενο τώρα, στο Κερί του Καρτέσιου. Του Γάλλου φιλοσόφου που είχε την ατυχία να γράφεται Descartes, και να μεταφραστεί κατόπιν τούτου σκαρτεμένος, λίγες φορές είναι η αλήθεια, σαν Ντεσκάρτ. Το εξελληνισμένο όνομά του πάντως άντεξε στον χρόνο, εν αντιθέσει με το Εγχέσπαλος που είχε προταθεί μια φορά κι έναν καιρό σαν όνομα του Σαίξπηρ, κυριολεκτικώς και εννοιολογικώς μεταφρασμένο: ὁ πάλλων τὸ ἔγχος, το δόρυ. Το πιθανώς λογοτεχνικά και πολιτικά αυτοβιογραφικό διήγημα που δικαίως δίνει και τον γενικό τίτλο της συλλογής, Το κερί του Καρτέσιου, το κοσμούν ωραιότατα δημιουργήματα: «πνιγμένοι στις θυμιάσεις του ακήρυχτου έρωτα», «βρίσκαμε κάτω απ’ το κρεβάτι κάλυκες από ανήσυχα φιλιά», «βρέχεις το αθώο βλέμμα σου σ’ εμάς, τους ισόγειους», «καπνίζοντας κι εγώ τη ζωή μου».

Η φράση ωστόσο που μας δείχνει ποιον ακριβώς Καρτέσιο έχει κατά νουν ο Κυριακίδης είναι η καταληκτική τού διηγήματος: «Εδώ είμαι, Μάγα. Κι όποτε θα με σκέφτεσαι, θα ’μαι παντού». Το περίφημο «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω», λοιπόν, παίρνει νέα μορφή: Υπάρχω επειδή κάποια ή κάποιος με σκέφτεται, με σκέπει με την αγάπη του. «Με σκέφτεσαι, άρα υπάρχω». Ας μου συγχωρεί εδώ η αυτοπαραπομπή, το θυμήθηκα όσο έγραφα τούτες τις αράδες. «Να λες να λες να λέγεσαι / με σκέφτεσαι / άρα υπάρχω» έγραφα εν έτει 1992, στο ποίημα «Εκτροπή» της συλλογής μου Σήματα λυγρά. Και τότε που το έγραψα και τώρα που το θυμήθηκα, ήμουν και είμαι απολύτως σίγουρος ότι πάμπολλοι άλλοι θα έχουν σκεφτεί ή θα έχουν επιχειρήσει την ίδια ακριβώς προσαρμογή ή μεταποίηση του καρτεσιανικού δόγματος.

Για τούτο και στέκομαι περισσότερο σε μια άλλη σημαδιακή φράση του διηγήματος: «μπορεί να λιώνω μα είμαι πάντα εγώ». Τήκομαι άρα υπάρχω, λοιπόν, Τήκομαι και ουχί τίκτομαι. Για να συμπεριληφθείς στα όντως όντα, για να γίνει η ζωή σου ύπαρξη, προϋποτίθεται πάθος, αυτοανάλωση, δαπάνη εαυτού.

Και ο Θεός; Υπάρχει ή δεν υπάρχει; Μυστήριο μέγα. Ας θυμηθούμε πάντως εδώ ποια απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είχε ενστερνιστεί ο Καρτέσιος: την απόδειξη του Άνσελμου, αρχιεπίσκοπου του Καντέρμπουρυ στα 1100: Όλοι οι άνθρωποι έχουν έμφυτη την ιδέα του Θεού ως απείρου και τελειότατου όντος. Τέλειο είναι το ον που έχει όλες τις ιδιότητες, άρα και την ιδιότητα του υπάρχειν. Άρα ο Θεός υπάρχει. Μολαταύτα ο Καρτέσιος κατηγορήθηκε ως άθεος και τα συγγράμματά του κατατάχθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας.

Για να πάμε στα δικά μας εκκλησιαστικά, τα της Ορθοδοξίας, ας πούμε, δυο λόγια για το διήγημα «Περί της εν πολλαίς αμαρτίαις». Για την Κασσιανή ο λόγος. Το κλίμα στο Κερί του Κυριακίδη επιβάλλεται ευθύς εξαρχής: «Στην ογκώδη μελέτη του Defrosting Poestry [Αποψύχοντας την ποίηση], όπου κυρίως αναλύει το ποιητικό έργο του Ρόμπερτ Φροστ, ο Αμερικανός κριτικός και στοχαστής Κρίστιαν Γκρέινβιλ...» Ωπ, νά το το φάντασμα, το πλάσμα της κυριακίδειας φαντασίας. Ο Κρίστιαν Γκρέινβιλ. Ο οποίος το 1987, στον τόμο των μελετημάτων του An-aesthetics, είχε γράψει τον εξής αφειδώλευτο έπαινο: «Ο Κυριακίδης χορεύει. Βάλθηκε να κάνει Μουσική και Ποίηση εκεί που άλλοι δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους και πεζογραφούν ανελέητα».

Αυτό μάς λέει, εν πλήρει γνώσει των συνεπειών του νόμου, ο Αριστοτέλης Σαϊνης στο κείμενό «Η απόλαυση του πλαστού», που αποτελεί το επίμετρο στο βιβλίο του Κυριακίδη Μουσική και άλλα πεζά (1973-1995), έκδοση του 2014. Ο ίδιος ο Κυριακίδης πάντως διαβεβαιώνει το 2018, δηλαδή κοντά είκοσι χρόνια μετά τον έπαινο του Γκρέινβιλ, ότι ουκ οίδε τον άνθρωπον. Ιδού, από το διήγημα «Φάλαινες και αναισθητικά», της συλλογής του Το μουσείο των τύψεων και άλλα διηγήματα: «Διαβάζοντας, περίπου ένα χρόνο πριν, τα κείμενα των πέντε διαλέξεων που είχε δώσει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στο Πανεπιστήμιο του Όστιν, Τέξας, στάθηκα έκπληκτος σ’ ένα όνομα που ο Μπόρχες δεν είχε αρκεστεί να το αναφέρει (ή να το επικαλεστεί) μόνο μία φορά. Η έκπληξή μου δεν οφειλόταν τόσο στο γεγονός ότι το όνομα αυτό (Κρίστιαν Γκρέινβιλ) μού ήταν εντελώς άγνωστο (καίτοι παροικώ την Ιερουσαλήμ των μπορχεσιανών λαβυρίνθων) όσο στο ότι ο (αν μη τι άλλο) σώφρων Αργεντινός ουδόλως συνήθιζε να μνημονεύει κολακευτικά ζώντες συγγραφείς η διανοουμένους ― πόσο μάλλον να τους μνημονεύει τρις».

Κάποιος λέει ψέματα εδώ; Όχι βέβαια. Κάποιος παίζει. Γιατί η λογοτεχνία είναι και παιδιά (δίχως συνίζηση στο -διά). Και επιπλέον, συχνά της αρέσει να αληθεύει στο ψέμα, και να επαληθεύεται σαν τέχνη της προκλητικής επινόησης, της ανατροπής, της παραδοξότητας, της φάρσας. Μιας φάρσας όμως που μένει στον χώρο του βιβλίου ή των βιβλίων, δεν εισβάλλει προβοκατόρικα στην αγορά, όπως συνέβη εις Παρισίους περί τον ενάμιση αιώνα πριν, με τον Πιέρ Λουίς και τα Άσματα της Βιλιτώς, ποιήτριας συνομήλικης υποτίθεται της Σαπφώς, που τα είχε τάχα ανακαλύψει σε χαμένους παπύρους, ενώ τα είχε γράψει ο ίδιος.

Είναι απολαυστικά τα μικροκείμενα του Κυριακίδη, οι μινιατούρες ή τα διηγήματα-μπονσάι όπως χαρακτηρίζονται. Αποθεώνοντας την ποιητική του συνειρμού, απελευθερώνουν επ’ αγαθώ όλες τις δυνάμεις που ενεργοποιούν τη μηχανή της λογοτεχνίας: την αλληγορία, το χιούμορ, το αναποδογύρισμα (μαρξιστικού τύπου, τι άλλο), τον σαρκασμό. Δεν πρόκειται όμως για εξωκοινωνικές ιστορίες, αδιάφορες για την Ιστορία. Δεν πρόκειται για σπονδή στον βωμό με την επιγραφή «η τέχνη για την τέχνη». Παράδειγμα εδώ ο «Στρατιώτης». Ή το λαμπρό, πικρότατα λαμπρό διήγημα «γ: Ανθρωπος στο παγκάκι» στο βιβλίο Έλγκαρ, είκοσι τέσσερις παραλλαγές (2021), για τους μετανάστες που πνίγονται στο Αιγαίο της αδιαφορίας και των θανάσιμα βίαιων επαναπροωθήσεων.

Άλλα δεν έχω να πω. Τι θα μπορούσα να προσθέσω άλλωστε για έναν λογοτέχνη που, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης (ο Σαϊνης προς το παρόν, όχι ο Σταγειρίτης) είχε την τύχη να του γράψει πρόλογο σε βιβλίο του κοτζάμ Άλμπερτ Χίτσκοκ. Το 1985 το διέπραξε αυτό ο Αλβέρτος, δηλαδή μόλις πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Εφικτό. Λίαν εφικτό. Στον δε ανάποδο πλην όχι στραβό κυριακίδειο κόσμο, απολύτως εφικτό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: