
Καθώς αρχίζω να γράφω για το νέο ποιητικό βιβλίο με τίτλο Τριλογία του Γιώργου Καλιεντζίδη, νιώθω μια έντονη επιθυμία να πω στον αναγνώστη μου: διάβασε πρώτα το βιβλίο και μετά την «κριτική» μου. Κι επειδή ίσως δεν είναι εύκολο να βρει αυτή τη στιγμή το βιβλίο, παραθέτω με χαρά το πρώτο ποίημα της συλλογής: «Η Πυθαγόρεια αισιοδοξία». Δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του γνωστού πλέον περιοδικού Θευθ. Οι δύο όψεις της γραφής, που είχα την υπομονή να ιδρύσω το Σεπτέμβριο του 2015, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες:
Η Πυθαγόρεια αισιοδοξία
Το άθροισμα των τετραγώνων
του εγώ και του εσύ ξεφεύγει
κι έτσι προκύπτει μια αδέσποτη υποτείνουσα
που το τρυπά, το ξεσκίζει.
Και βγαίνει μια κραυγή οργισμένου νέου,
καθώς συνθλίβεται από το δικό σου εγώ.
Οι κούκλες μιας σπασμένης βιτρίνας
βγαίνουν, μας χαιρετούν και περπατούν ανάμεσά μας
ακολουθώντας την ευθεία της υποτείνουσας. (11)
Ένα κατεξοχήν ποιητικό σχόλιο για το ποίημα «Η Πυθαγόρεια αισιοδοξία»: να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι η φιλόσοφος Θεανώ, άξια σύζυγος του Πυθαγόρα, άκουσε πρώτη την Αρμονία των Σφαιρών και επινόησε τη Θεωρία της. Και έτσι είναι φυσικό, καθώς ο οργισμένος νέος συνθλίβεται, «Οι κούκλες μιας σπασμένης βιτρίνας» να συνοδεύουν και να απαλύνουν την κραυγή του, ανατρέποντας το θεώρημα του Όιλερ: «Δυο μοναχικοί κύκλοι που ποτέ δεν θα συναντηθούν» (19). Αυτή η τρομακτική ρήση για δύο κυκλικές, άρα πλήρεις, οντότητες θα μπορούσε να ισχύει άνετα για πλανήτες, για πολλά ζευγάρια ή ακόμη πιο πολλά αδέλφια, όχι όμως και για τις ανθρώπινες ή αμιγώς αρχετυπικές φιγούρες που κυκλοφορούν μέσα στο έργο τού ποιητή και μαθηματικού Γιώργου Καλιεντζίδη και μοιράζονται μαζί μας τα υπέρτατα ποιητικά δώρα τής φιλίας και της αλληλεγγύης. Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί: «[…] Ανιχνεύουμε, ιχνηλατούμε τη διακύμανση της επαφής μας με τις λέξεις.» (12) Η μαγεία των λέξεων θα μας οδηγήσει σε ένα από τα ζητούμενα που είναι η μυστική και βαθιά συγγένεια μαθηματικών και ποίησης.
Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Σε ποιον ανήκει η ποίηση;», οι γωνίες των λέξεων, με μαθηματική ακρίβεια, γίνονται τόπος δημιουργίας και περιμένουν τον ποιητή να κατακτήσει όσες του αντιστέκονται. Η ποίηση ανήκει σε αυτόν που έχει τη δυνατότητα να φτιάξει το δικό του σκηνικό, να γυρίσει τον χρόνο αντίστροφα, να αγαπά το αόρατο, και όταν ακόμη είναι ένα σκηνικό από τσαλακωμένο χαρτί (25), όταν ανήκει στους αναγνώστες τού μέλλοντος (26), όταν γεννιέται από την παιδεία που συσσωρεύουμε. Κι ενώ οι «Λέξεις στο χαρτί τον άνεμο περιμένουν για να ’βρουν τη θέση τους» (28), ο έρωτας καραδοκεί και εμφανίζεται πιο συχνά από την ποίηση ως θεματολογία. Κοντολογίς, ποίηση και έρωτας ανάγονται σε συνώνυμα. Η γλώσσα της πρώτης πατρίδας (30) δεν ακολουθεί μια συνήθη χρήση ντοπιολαλιάς. Σε ένα συγκλονιστικό κείμενο, κραυγές αναδύονται μέσα από τους αιώνες και ξυπνούν τα ανίατα τραύματα της φυλής. Σε μια ανατροπή, τραγικών διαστάσεων, της ροής της Ιστορίας και κάθε λογικής, τα παιδιά πεθαίνουν για να σωθεί η φυλή. Εκείνη τη στιγμή νιώθουμε βαθιά μέσα στο είναι μας το μεγαλείο που είχαν οι Σουλιώτισσες. Καθώς διαβάζουμε το ποίημα, ο τόπος μεταβάλλεται αμετάκλητα σε δυστοπία, που ο ποιητής προσπαθεί με μεγάλο πόνο να ερμηνεύσει ποιητικά:
Κι ύστερα χρόνια να πατάς σε δύο πατρίδες
και πάντα να ονειρεύεσαι την πρώτη, που γεννήθηκες (30)
Ελεείστε με, φίλοι μου, μόνος πια –το κατάλαβα– θα πορεύομαι στις απολήξεις των ονείρων σας (33).
Οι πόλεις παραμένουν αόρατες, παράδοξα κατασκευάσματα. Ο πυκνοκατοικημένος χώρος, που επιτέλους βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αν και αόρατος, δεν αξιοποιείται, χάνεται κάτω από λέξεις που υποδηλώνουν τη μοναξιά μέσα στο πλήθος. Πολλά ονόματα, σωρεία εντυπωσιακών λέξεων, που μας κρατούν συνετούς μπροστά στη σελίδα, αλλά οι πόλεις άφαντες. Κάπου ζουν και αναπτύσσονται στην Ιστορία, μέσα στα όνειρά μας. «Στην αντιστοιχία χώρου και μνήμης κρύβονται οι λεπτομέρειες [του] παρελθόντος» (45):
Δεν πέρασα άδικα έξι ποτάμια, μήτε δρασκέλισα τρεις βουνοκορφές για να σε συναντήσω, να μάθω το μυστικό σου θέλησα, αυτό που με τις νότες του πενταγράμμου συνομιλεί, κι όταν ο νους μου λοξοδρομεί τις νύχτες, την εικόνα σου, Ζόρα, θέλω να έχω για οδηγό ως το ξημέρωμα, μη και χαθώ στους δρόμους σου, μη και ξεχάσω όσα τακτοποίησα στο φισεκλίκι του πατέρα μου και τα ’δεσα μ’ αλγόριθμους εσένα να θυμάμαι κι εκείνα. (48)
Με ρεαλιστικό τρόπο, ο ποιητής περιγράφει τα έξι ποτάμια που πέρασε, τις τρεις βουνοκορφές που κατόρθωσε, χωρίς δεύτερη σκέψη, να δρασκελίσει, σαν γίγαντας που έχει γίνει για να συμβολίσει τον ποντιακό λαό, καθώς ανεβαίνει το Γολγοθά. Θα μπορούσε άνετα να δώσει θρησκευτική χροιά, αλλά είναι προφανές ότι θέλει να τονίσει την ανθρώπινη όψη του θεανθρώπου, που συμμερίζεται την οδύνη όσων υπομένουν τη βάρβαρη, τη μη ανθρώπινη πλευρά των μεγάλων πολιτισμών της γης, ακόμη και όσων αυτοαποκαλούνται οπαδοί του.
Τι είναι τελικά ποίηση; Ο λόγος της που σε κάνει να νοσταλγείς έντονα το χαμένο –αλλά όχι για πάντα, το νιώθεις– μεγαλείο του ανθρώπινου γένους που κρύβεται μέσα στους στίχους. Ένας «μαθηματικός ορισμός της ποίησης» μας βοηθά να το συνειδητοποιήσουμε:
Ένα και μόνον ένα σημείο ορίζει την ποίηση.
Απ’ αυτό περνούν άπειρες ευθείες και καμπύλες συναισθημάτων,
εικόνες και σιωπές (14)
Η Τριλογία του Γιώργου Καλιεντζίδη, ένα συγκλονιστικό βιβλίο ποίησης με θέμα τα μαθηματικά ως τροφοδότη ποίησης και τις χαμένες πατρίδες ως τόπο ανίατης νοσταλγίας.