Ο θάνατος χιλιάδες φορές

Ο θάνατος χιλιάδες φορές

Γκούραμ Ντοτσανασβίλι, «Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία», μτφρ. Δημήτρης Τσεκούρας, εκδ. Loggia


«Αχ, ήταν ωραία η άτι­μη…»

Σε μια πό­λη της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης ένας προϊ­στά­με­νος ανα­θέ­τει σε έναν υπάλ­λη­λο της κρα­τι­κής υπη­ρε­σί­ας να ερευ­νή­σει τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Τον προϊ­στά­με­νο εν­δια­φέ­ρει πο­λύ η ευ­η­με­ρία των πο­λι­τών. Άλ­λω­στε, ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος συ­ναρ­τά­ται άμε­σα με τον οι­κο­νο­μι­κό πα­ρά­γο­ντα και τις συν­θή­κες δια­βί­ω­σης. Όλες οι πτυ­χές της συ­μπε­ρι­φο­ράς των ερ­γα­ζο­μέ­νων «σχε­τί­ζο­νται και εντέ­λει απο­σκο­πούν στη λει­τουρ­γι­κό­τη­τα, στην κα­νο­νι­κό­τη­τα που απαι­τεί­ται για την ανά­πτυ­ξη της κοι­νω­νί­ας». Ο υπάλ­λη­λος εί­ναι νέ­ος στην υπη­ρε­σία και θέ­λει να κά­νει κα­λή εντύ­πω­ση. Έχει στη διά­θε­σή του ένα ερω­τη­μα­το­λό­γιο με συ­γκε­κρι­μέ­νες και απλές ερω­τή­σεις, κα­θώς και την ευ­χέ­ρεια να επι­λέ­ξει ο ίδιος τον επαγ­γελ­μα­τι­κό κλά­δο στον οποίο θα θέ­σει τις ερω­τή­σεις. Η λο­γο­τε­χνι­κή του πε­ρι­πέ­τεια ξε­κι­νά όταν μπαί­νει σε ένα φω­το­γρα­φείο. Νό­μι­ζε αφε­λώς πως οι φω­το­γρά­φοι αγα­πούν την ακρί­βεια.
Στη διά­ση­μη νου­βέ­λα του Ο άν­θρω­πος που αγα­πού­σε πο­λύ τη λο­γο­τε­χνία (2001) ο Γκού­ραμ Ντο­τσα­να­σβί­λι (1939-2021), Γε­ωρ­για­νός συγ­γρα­φέ­ας άγνω­στος στην Ελ­λά­δα, αλ­λά ανα­γνω­ρι­σμέ­νος στη Γε­ωρ­γία, γρά­φει μια σά­τι­ρα για τον αυ­ταρ­χι­σμό των σο­βιε­τι­κών κα­θε­στώ­των και τις συν­θή­κες υπο­τέ­λειας υπό το κρά­τος των οποί­ων ζουν οι πο­λί­τες σε αυ­τά. Τό­σο ο προϊ­στά­με­νος όσο και ο υπάλ­λη­λός του εμ­φα­νί­ζο­νται δέ­σμιοι των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών. Κά­θε τους σκέ­ψη και δρά­ση εφά­πτο­νται στις οριο­θε­τή­σεις του κα­θε­στώ­τος. Ωστό­σο, όταν έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τον φω­το­γρά­φο που αγα­πού­σε πο­λύ τη λο­γο­τε­χνία, σα­στί­ζουν με τις αλ­λο­πρό­σαλ­λες αρ­χές που τον δια­πνέ­ουν.
Βοη­θού­με­νος από το πρό­σω­πο του φω­το­γρά­φου, ο Ντο­τσα­να­σβί­λι πλέ­κει ένα εγκώ­μιο στη λο­γο­τε­χνία, πε­ρι­πα­θές και αδια­πραγ­μά­τευ­το. Μο­λο­νό­τι δεί­χνει από­λυ­τα πρό­θυ­μος να απα­ντή­σει στο ερω­τη­μα­το­λό­γιο, ο ερω­τώ­με­νος διευ­κρι­νί­ζει εξαρ­χής στον υπάλ­λη­λο ότι η λο­γο­τε­χνία εί­ναι «όλες οι ερω­τή­σεις και όλες οι απα­ντή­σεις μα­ζί». Η λο­γο­τε­χνία εί­ναι «και η αρ­χή και το τέ­λος και η δια­δρο­μή ολό­κλη­ρη». Ο ερω­τών βρί­σκε­ται αίφ­νης εκτός πλαι­σί­ου, πέ­ραν της νο­μι­μο­φρο­σύ­νης. Ο ερω­τώ­με­νος έχει μό­λις αμ­φι­σβη­τή­σει την «κα­νο­νι­κό­τη­τα» που προ­α­σπί­ζει το ερω­τη­μα­το­λό­γιο.
Επι­μέ­νο­ντας να τη­ρή­σει τη γραμ­μή του προϊ­στα­μέ­νου του, ο υπάλ­λη­λος τον ρω­τά­ει αν όταν πε­ρι­μέ­νει στην ου­ρά του συσ­σι­τί­ου, νιώ­θει πως χά­νει τον χρό­νο του. Ο φω­το­γρά­φος εξα­νί­στα­ται.

«Εσείς νο­μί­ζε­τε ότι η αγά­πη για τη λο­γο­τε­χνία πε­ριο­ρί­ζε­ται μό­νο στο διά­βα­σμα; Όταν δια­βά­ζεις κά­τι, δεν χρειά­ζε­ται να το κα­τα­νο­ή­σεις κιό­λας; Ε, λοι­πόν, εί­τε κά­θο­μαι στο τρό­λεϊ εί­τε στέ­κο­μαι όρ­θιος ή ακό­μη κι αν κά­νω κα­τα­κό­ρυ­φο, σι­γά το πράγ­μα! Και πά­λι εί­μαι σε θέ­ση να σκέ­φτο­μαι!»

Για τον φω­το­γρά­φο το να πε­ρι­μέ­νεις στην ου­ρά «δεν εί­ναι κα­θό­λου τα­λαι­πω­ρία και χά­σι­μο χρό­νου», διό­τι ο άν­θρω­πος εί­ναι προι­κι­σμέ­νος με τον λό­γο, με τη σκέ­ψη. Τον δια­κα­τέ­χει η επι­θυ­μία να σκέ­φτε­ται και να ονει­ρεύ­ε­ται. Η σκέ­ψη του εί­ναι το εχέγ­γυο της ελευ­θε­ρί­ας του. Η ανά­γνω­ση εί­ναι ελευ­θε­ρία, «μια ελευ­θε­ρία που σε ανυ­ψώ­νει».
Ο φω­το­γρά­φος λέ­ει στον όλο και πιο σα­στι­σμέ­νο υπάλ­λη­λο πως όταν στέ­κε­ται στην ου­ρά και πε­ρι­μέ­νει για τον φι­δέ του, κα­νείς δεν μπο­ρεί να φα­ντα­στεί «πού και πώς πε­ρι­πλα­νιέ­μαι». Στα πέ­ρα­τα της λο­γο­τε­χνί­ας, «σ’ αυ­τή την ευ­λο­γη­μέ­νη γη», που εί­ναι ωκε­α­νός ολά­κε­ρος. Δια­πλέ­ο­ντας αυ­τή τη μα­γε­μέ­νη και μα­γι­κή επι­κρά­τεια, ξε­χνάς για λί­γο, για πο­λύ λί­γο, τη νο­μο­τέ­λεια του θα­νά­του σου. Η λο­γο­τε­χνία σφύ­ζει από θά­να­το, την ίδια όμως στιγ­μή τον υπερ­βαί­νει, διό­τι την κα­τα­κλύ­ζουν όλες οι θαυ­μα­τουρ­γί­ες του αν­θρώ­πι­νου μυα­λού. Δια­βά­ζο­ντας λο­γο­τε­χνία, μας λέ­ει ο φω­το­γρά­φος, πε­θαί­νεις χι­λιά­δες φο­ρές και χι­λιά­δες φο­ρές ανα­σταί­νε­σαι για να δια­σχί­σεις άλ­λες σε­λί­δες, άλ­λους τό­πους και χρό­νους, αλ­λό­κο­τους συλ­λο­γι­σμούς, φρε­νι­τιώ­δεις φα­ντα­σί­ες. Όσοι δια­βά­ζουν έχουν «πε­θά­νει με χί­λιους τρό­πους», αλ­λά και πού δεν έχουν πά­ει.
Ο ερω­τώ­με­νος επι­δα­ψι­λεύ­ει τους θερ­μό­τε­ρους επαί­νους του στον Δον Κι­χώ­τη, που «εί­ναι πιο αλη­θι­νός από όλα τα δα­χτυ­λί­δια και από όλες τις ντου­λά­πες που υπάρ­χουν επί της γης, επει­δή ο Δον Κι­χώ­της εί­ναι κά­τι το ιδα­νι­κό».
Το ιδα­νι­κό πραγ­μα­τώ­νε­ται στη λο­γο­τε­χνία, που εί­ναι ανώ­τε­ρη από κά­θε επι­στή­μη, επει­δή ακρι­βώς «η λο­γο­τε­χνία έχει πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­να­τό­τη­τες από όσες έχουν χί­λια ερ­γα­στή­ρια και μη­χα­νή­μα­τα μα­ζί». Ο άν­θρω­πος που αγα­πού­σε πο­λύ τη λο­γο­τε­χνία, δεν αγα­πού­σε διό­λου τα μα­θη­μα­τι­κά. Σε αντί­θε­ση με ό,τι πί­στευαν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ήταν εξό­φθαλ­μα ανα­κρι­βή. Εκεί­νη τη στιγ­μή ο ερω­τών κα­λεί­ται να αντι­με­τρη­θεί με ένα δύ­σκο­λο πα­ρά­δειγ­μα. Ο φω­το­γρά­φος τον προ­κα­λεί να φα­ντα­στεί έναν τυ­χαίο άν­θρω­πο, πα­ντε­λώς ασή­μα­ντο και εντε­λώς ανά­ξιο λό­γου, να στέ­κε­ται δί­πλα σε έναν επι­φα­νή συγ­γρα­φέα. Τό­τε, του λέ­ει, πως θα ήταν λά­θος να υπο­θέ­σει κα­νείς πως βρί­σκε­ται ενώ­πιον δύο ατό­μων, αφού μό­νο το ένα με­τρά­ει. Η υψη­λή λο­γο­τε­χνία δεν επι­τρέ­πει τέ­τοιες ανα­κρί­βειες.
Εί­ναι προ­φα­νές πως με αυ­τά τα ιδιό­τυ­πα μα­θη­μα­τι­κά με­τρά­ει ο φω­το­γρά­φος και τον εαυ­τό του. Ου­δέ­πο­τε κρύ­βει από τους συ­νο­μι­λη­τές του την αί­σθη­ση της ανω­τε­ρό­τη­τάς του. Ο σαρ­κα­σμός τού Ντο­τσα­να­σβί­λι δεν τον αφή­νει ανέγ­γι­χτο. Ακό­μα και εκεί­νος ο άν­θρω­πος, ο οποί­ος «μά­λα πολ­λά πλάγ­χθη», «πολ­λών δ’ αν­θρώ­πων ίδεν άστεα και νό­ον έγνω», δεν εί­χε κα­τα­φέ­ρει να δια­φύ­γει από τον αυ­ταρ­χι­σμό ως τρό­πο σκέ­ψης.
Όταν προϊ­στά­με­νος, που εί­χε κα­τα­φτά­σει στο φω­το­γρα­φείο για να διε­ρευ­νή­σει από κο­ντά αυ­τό το έκτα­κτο πε­ρι­στα­τι­κό, τον ρω­τά­ει πώς ορα­μα­τί­ζε­ται την ιδα­νι­κή πο­λι­τεία, ο φω­το­γρά­φος αρ­χί­ζει να του μι­λά­ει για κρα­τη­τή­ρια πο­λυ­τε­λεί­ας. Θα ήταν ατο­μι­κά δω­μά­τια, με ψη­λο­τά­βα­νες βι­βλιο­θή­κες, μια ανα­παυ­τι­κή πο­λυ­θρό­να και ένα κα­λό φω­τι­στι­κό. Οι άν­θρω­ποι που θα κρα­τού­νταν εκεί, αρ­γό­σχο­λοι και ρε­μά­λια, απο­συρ­μέ­νοι βί­αια από τους δρό­μους, θα υπο­χρε­ώ­νο­νταν να δια­βά­σουν. Όταν θα διά­βα­ζαν όλα τα βι­βλία στα ρά­φια, θα ήταν ελεύ­θε­ροι. Μπο­ρεί ο προϊ­στά­με­νος να απο­λάμ­βα­νε να δια­βά­ζει Ντί­κενς στη δρο­σιά και μπο­ρεί επί­σης να ανα­γνώ­ρι­ζε την ανά­γνω­ση «ως ένα εί­δος ψυ­χα­γω­γί­ας», εξί­σου ωφέ­λι­μο με τον αθλη­τι­σμό, την τη­λε­ό­ρα­ση, το περ­πά­τη­μα ή το σκά­κι, αλ­λά δεν μπο­ρού­σε να απαλ­λα­γεί από την υπο­ψία πως ο φω­το­γρά­φος κα­θο­δη­γού­νταν από ακα­τα­νό­η­τες αρ­χές. Ο πραγ­μα­τι­σμός του αντι­στε­κό­ταν στο ελευ­θέ­ριο πνεύ­μα τού φω­το­γρά­φου.
Ο προϊ­στά­με­νος, από τη μια ζο­ρι­σμέ­νος από την ιδέα της κα­τα­να­γκα­στι­κής κρά­τη­σης και από την άλ­λη δε­λε­α­σμέ­νος από αυ­τή την ίδια προ­ο­πτι­κή της κα­τα­στο­λής των αχρεί­ων, ανα­ρω­τιέ­ται ποιος θα ήταν ο απώ­τε­ρος στό­χος αυ­τών των ανα­μορ­φω­τη­ρί­ων. Ο φω­το­γρά­φος δεν δι­στά­ζει να απα­ντή­σει, «αυ­τός ο ένας κά­ποιος Κλιμ». Εν ολί­γοις, το κα­λύ­τε­ρο που μπο­ρεί να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς από ένα ανα­μορ­φω­μέ­νο τσο­γλά­νι εί­ναι ένας κά­ποιος Κλιμ. Ο Κλιμ εί­ναι ο βοη­θός του φω­το­γρά­φου και σχε­δόν πά­ντα πα­ρών στην αφή­γη­ση. Εν­σαρ­κώ­νει ένα βοη­θη­τι­κό στοι­χείο, βοη­θη­τι­κό για την ιε­ραρ­χι­κή αντί­λη­ψη του φω­το­γρά­φου. Μο­λο­νό­τι εί­ναι φα­να­τι­κός βι­βλιό­φι­λος, πα­ρα­μέ­νει κα­τώ­τε­ρος του αφε­ντι­κού του. Όπως φά­νη­κε από το μα­θη­μα­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα, ο φω­το­γρά­φος δεν πι­στεύ­ει ιδιαί­τε­ρα στην ισό­τη­τα των αν­θρώ­πων. Για εκεί­νον ο κό­σμος δια­μοι­ρά­ζε­ται ανά­με­σα σε συγ­γρα­φείς, ανα­γνώ­στες και εορ­τά­ζο­ντες. Αν και έσχα­τοι στην αξιο­λο­γι­κή βαθ­μί­δα, οι εορ­τά­ζο­ντες μπο­ρούν να ελ­πί­ζουν σε μια σπά­νια χά­ρη, στην «ηδο­νή της πρώ­της ανά­γνω­σης».
Αν ο προϊ­στά­με­νος και ο βοη­θός του ανή­κουν σα­φώς στους εορ­τά­ζο­ντες, ο φω­το­γρά­φος και ο Κλιμ ανή­κουν στους ανα­γνώ­στες, με τη δια­φο­ρά ότι ο Κλιμ δεν θα ανυ­ψω­θεί πο­τέ στην ανα­γνω­στι­κή κλί­μα­κα του αφε­ντι­κού του. Στον Κλιμ εστιά­ζε­ται η κω­μι­κό­τη­τα της μυ­θο­πλα­σί­ας. Ψο­φά­ει για τον πα­ρα­μι­κρό έπαι­νο του φω­το­γρά­φου, τον κο­λα­κεύ­ει ασυ­στό­λως, δα­νεί­ζε­ται ακό­μα και την αί­σθη­ση της ανω­τε­ρό­τη­τάς του, αλ­λά έχει επί­γνω­ση του υπη­ρε­τι­κού του ρό­λου. Γι’ αυ­τό απέ­να­ντι στον βοη­θό τού προϊ­στά­με­νου δια­τη­ρεί μια στά­ση συ­γκα­τα­βα­τι­κή και ενί­ο­τε επι­τι­μη­τι­κή. Αλ­λά και ο βοη­θός, που εί­ναι άλ­λω­στε ο ερω­τών, επι­σεί­ο­ντας έτσι μια ρα­νί­δα εξου­σί­ας, απε­χθά­νε­ται τον Κλιμ. «Αναι­δής, αν­θρώ­πι­νο μί­α­σμα, ένας κο­ντο­στού­πης με με­γά­λο κε­φά­λι, ένα τσο­γλά­νι με στρα­βά πό­δια». Πρό­κει­ται για δύο αντι­κρι­στά κά­το­πτρα. Όταν στο φω­το­γρα­φείο βρί­σκο­νται και οι τέσ­σε­ρις μα­ζί, τα δύο αφε­ντι­κά και οι δύο βοη­θοί, ο ερω­τών έχει την εντύ­πω­ση πως πα­ρευ­ρί­σκε­ται σε μο­νο­μα­χία. «Εγώ και ο Κλιμ στε­κό­μα­στε σαν μάρ­τυ­ρες σε μια μο­νο­μα­χία, ο προϊ­στά­με­νος και ο ιδιό­τρο­πος ερω­τώ­με­νος κά­θο­νται ο ένας απέ­να­ντι στον άλ­λο». «Δύο ενα­ντί­ον δύο». Από ένα ση­μείο και πέ­ρα η κα­τά­στα­ση στο φω­το­γρα­φείο εκτρα­χύ­νε­ται ρα­γδαία και τό­τε ο βοη­θός τού προϊ­στά­με­νου τρο­μο­κρα­τεί­ται στη σκέ­ψη πως μπο­ρεί κά­ποιος (κά­ποιος στυ­γε­ρός επό­πτης) να τους θε­ω­ρού­σε «πα­ρα­βά­τες κά­ποιου κα­νό­να».

Ο κα­λός συγ­γρα­φέ­ας Δη­μή­τρης Τσε­κού­ρας, ο οποί­ος με­τα­φρά­ζει από τα γε­ωρ­για­νά με πρό­δη­λο ερω­τι­κό πά­θος (έχει προη­γη­θεί η εξαι­ρε­τι­κή με­τά­φρα­ση του Ο Βά­νο και ο Νί­κο του Γε­ωρ­για­νού συγ­γρα­φέα Erlom Akhvlediani, Εκ­δό­σεις Βακ­χι­κόν 2024), έχει δί­κιο όταν επι­ση­μαί­νει στο επί­με­τρο πως η νου­βέ­λα τού Ντο­τσα­να­σβί­λι θα μπο­ρού­σε να πε­ρι­γρα­φεί σαν «μια Νου­βέ­λα για το Θέ­α­τρο».

«Δια­βά­ζει κα­νείς τη συ­γκε­κρι­μέ­νη νου­βέ­λα και χω­ρίς καν να αντι­λαμ­βά­νε­ται το πώς, η νου­βέ­λα έχει με­τα­τρα­πεί στο πλέ­ον ζω­ντα­νό θε­α­τρι­κό έρ­γο. Αφη­γη­μα­τι­κό κεί­με­νο, ζω­ντα­νοί διά­λο­γοι, αφη­γη­μέ­νοι διά­λο­γοι εντός των οποί­ων υπάρ­χουν άλ­λα αφη­γη­μα­τι­κά κεί­με­να, μία ροή, με άλ­λα λό­για, δια­φο­ρε­τι­κών τρό­πων εκ­φο­ράς του Λό­γου. Κι όλα αυ­τά χω­ρίς να χά­νε­ται ού­τε για μια στιγ­μή η πε­ρι­βό­η­τη συ­νο­χή. Πρό­κει­ται για ένα κεί­με­νο στο οποίο ο Λό­γος ρέ­ει κυ­ριο­λε­κτι­κά σαν πο­τά­μι και εί­ναι από τις σπά­νιες φο­ρές που αυ­τή η πα­ρο­μοί­ω­ση έχει κά­θε λό­γο να ει­πω­θεί».

Επι­πρό­σθε­τα, αξί­ζει να προ­σε­χθεί η επι­σή­μαν­ση του Τσε­κού­ρα πως η νου­βέ­λα τού Ντο­τσα­να­σβί­λι «εκτός από λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο, εί­ναι και ένα κεί­με­νο πε­ρί Λο­γο­τε­χνί­ας. Υπάρ­χουν χω­ρία τα οποία θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα να πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε μια Θε­ω­ρία της Λο­γο­τε­χνί­ας. Υπάρ­χουν επί­σης εμ­βό­λι­μες ανα­φο­ρές που πα­ρα­πέ­μπουν σε μά­θη­μα Γλωσ­σο­λο­γί­ας ή, ακό­μη κα­λύ­τε­ρα, Κει­με­νο­γλωσ­σο­λο­γί­ας».
Εί­ναι πά­ντα δύ­σκο­λο να τεκ­μη­ριώ­σει κα­νείς πώς απο­τι­μά ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο ως σπου­δαίο. Όταν ο προϊ­στά­με­νος ρω­τά­ει τον φω­το­γρά­φο πώς μπο­ρεί να δη­λώ­νει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ότι ένα έρ­γο εί­ναι σπου­δαίο, ο ερω­τώ­με­νος τον προ­κα­λεί να ατε­νί­σει ένα όρα­μα. Ένας άν­θρω­πος πα­λεύ­ει να δα­μά­σει έναν λύ­κο. Ο λύ­κος όμως δεν εξη­με­ρώ­νε­ται. Σπου­δαί­ος λο­γο­τέ­χνης εί­ναι εκεί­νος που θα κα­τα­φέ­ρει να αρ­πά­ξει την ου­ρά του λύ­κου. Τέ­τοια γεν­ναιό­τη­τα απαι­τεί η υψη­λή λο­γο­τε­χνία, για­τί «το να αρ­πά­ξεις […] τον λύ­κο, έστω και λί­γο, από την ου­ρά του φα­νε­ρώ­νει ήδη πο­λύ με­γά­λη τόλ­μη».

«Και, για να τε­λειώ­νου­με, να σας πω απλά και ξε­κά­θα­ρα ότι με­γά­λος συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι αυ­τός που γρά­φει ένα σπου­δαίο έρ­γο».

Πέ­ρα από την πε­ριρ­ρέ­ου­σα ιλα­ρό­τη­τα της μυ­θο­πλα­σί­ας, εκεί­νο που πραγ­μα­τι­κά γοη­τεύ­ει στη νου­βέ­λα του Ντο­τσα­να­σβί­λι εί­ναι η πε­ρι­πά­θεια του εγκω­μί­ου για τη λο­γο­τε­χνία. Οι υπέ­ρο­χοι μο­νό­λο­γοι του αν­θρώ­που που αγα­πού­σε πο­λύ τη λο­γο­τε­χνία, μοιά­ζουν σπον­δές στις εκλε­κτό­τε­ρες σε­λί­δες του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος. Ο έρω­τας του φω­το­γρά­φου για τη λο­γο­τε­χνία ανα­βλύ­ζει από τον θά­να­το. Όπως λέ­ει, κά­ποια στιγ­μή, βα­θιά μες στη νύ­χτα, τον άν­θρω­πο συ­ντα­ρά­ζει η βε­βαιό­τη­τα του θα­νά­του του. Διό­τι, κά­ποια άλ­λη στιγ­μή, πο­λύ πριν στη ζωή του, εί­χε ακού­σει τον φρι­χτό ήχο. «Εί­ναι ο πιο φρι­χτός, ο πιο δυ­σά­ρε­στος, ο πιο λυ­πη­ρός κι ένα σω­ρό άλ­λα… Εί­ναι ο ήχος που ακού­γε­ται όταν η πρώ­τη χού­φτα χώ­μα πέ­φτει πά­νω στο κα­πά­κι από το φέ­ρε­τρο. Τον θυ­μη­θή­κα­τε, ε; Εί­ναι ένας εκ­κω­φα­ντι­κά άη­χος ήχος που θρυμ­μα­τί­ζε­ται σε κόκ­κους…».

Μες στο θρόι­σμα των σε­λί­δων αυ­τός ο φρι­χτός ήχος για λί­γο σβή­νει. Όμως, και πά­λι έρ­χε­ται η νύ­χτα και η γνώ­ση του
θα­νά­του ξα­γρυ­πνά τους αν­θρώ­πους. Η λο­γο­τε­χνία εί­ναι μια πλα­νε­ρή φω­το­χυ­σία που βυ­θί­ζει σε λή­θη τους τρό­μους της νύ­χτας. Δί­χως τον θά­να­το η λο­γο­τε­χνία θα ήταν αδια­νό­η­τη. Αλ­λά εν­δε­χο­μέ­νως δί­χως τη λο­γο­τε­χνία ο θά­να­τος να ήταν ακό­μη πιο αλ­γει­νός και άλο­γος. Από αυ­τή την πί­στη πι­θα­νό­τα­τα γρα­πω­νό­ταν ο άν­θρω­πος που αγα­πού­σε πο­λύ τη λο­γο­τε­χνία, όταν μες στο σκο­τά­δι αντη­χού­σε αίφ­νης ο πιο φρι­χτός ήχος. Και ίσως αρ­γό­τε­ρα, στο νε­κρο­κρέ­βα­τό του, λί­γο πριν την ύστα­τη ανά­σα, να σκε­φτό­ταν με αγαλ­λί­α­ση: «Αχ, ήταν ωραία η άτι­μη…». Και τό­τε κα­νείς δεν θα μπο­ρού­σε να πει αν εν­νο­ού­σε τη ζωή ή τη λο­γο­τε­χνία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: