Ο υπαρξιακός απόηχος του ελάχιστου

Ο υπαρξιακός απόηχος του ελάχιστου

Αυγή Λίλλη, «Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες» Ποταμός 2023 ― Βραβείο πεζογραφίας του «Χάρτη»

Η Αυγή Λίλλη είναι ποιήτρια, μεταφράστρια, σεναριογράφος, φιλόλογος και πεζογράφος· όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Όλες της οι ιδιότητες μπολιάζουν γόνιμα το πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες», ένα βιβλίο μόλις 55 αφηγηματικών σελίδων, που κατορθώνει να χωρέσει μέσα του τη σύγχρονη ανθρώπινη εμπειρία σε όλες της τις διαστάσεις.
Με την αισθητική του ελάχιστου να κυριαρχεί, το Ρυζόχαρτο μέσα από την καταγραφή φαινομενικά ασήμαντων, συνηθισμένων σκηνών αιχμαλωτίζει τη ζωή σε όλο της το υπαρξιακό βάθος και το κοινωνικό ή διαπροσωπικό βάρος. Ένα τραγούδι που έπαιζε όλη τη νύχτα, κατά παραγγελία μιας άγνωστης που θέλει να το ακούει σιωπηλή («Slave to love»)· η ανοχή της κουτοπονηριάς του οδηγού αθηναϊκού ταξί από την Κυπρία αφηγήτρια· η ανίατη νόσος που τσαλακώνει το δέρμα ενός πολύ αγαπημένου προσώπου («Ρυζόχαρτο»)· η κίνηση του πινέλου σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα που κλείνει μέσα της τα ανεκπλήρωτα ολόκληρης ζωής («Πινέλο σε τροχιά»). Το βιβλίο αφηγείται τα δύσκολα («Παγκόσμια Ημέρα Ναυτιλίας») και τα εύκολα («Canis Lupus Familiaris») του καθημερινού βίου, εντοπίζει τα σημεία όπου κονταροχτυπιούνται οι επιθυμίες με τις κοινωνικές επιταγές, ο εαυτός με τις δειλίες και τους φόβους του, οι αγάπες που μπορεί να μας διχάζουν. Αποκαλύπτει επομένως η Αυγή Λίλλη τα μικρά και τα μεγάλα του βίου μας, αυτά που μας ορίζουν, μας περιγράφουν, μας δίνουν την ανθρώπινη υπόστασή μας.
Ταυτόχρονα στο Ρυζόχαρτο, όπως και στο ποιητικό της έργο διαπιστώνει κανείς τη συγκρότηση μιας μυθολογίας του ευτελούς. Δεν είναι απλώς το καθημερινό, αλλά ειδικά το τσαλακωμένο, ταλαιπωρημένο και ευτελές υλικό της καθημερινότητας αυτό που βρίσκει τη θέση του στο έργο της δημιουργού. Ίσως γιατί το φθαρμένο κομμάτι του αστικού τοπίου είναι και πιο ανθρώπινο. Ίσως επειδή τα διακείμενά της, λογοτεχνικά και μη, διεκδικούν σταθερά μια αμεσότητα, αποτελούν κινήσεις συγκατάνευσης προς τον αναγνώστη και όχι περίπλοκα βιβλιογραφικά αινίγματα. 
Ύστερα έχουν αυτά τα μέρη, αυτοί οι ήχοι, τα συγκεκριμένα ξεθωριασμένα χρώματα και τοπία, την ταυτότητά τους η οποία συνδέεται στενά με την ιδιοπροσωπία μιας γενιάς. Είναι η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων που έμαθαν με τον δικό τους τρόπο να αγαπούν τα περιθώρια του όποιου κανόνα, και παραμένουν αιώνια έφηβοι στην αγκαλιά μιας διαρκούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, ενώ η ενηλικίωση τούς φαίνεται μια διαδικασία στην οποία κατ’ επανάληψη αποτυγχάνουν. Οι αφηγηματικές φωνές του Ρυζόχαρτου συχνά εμφανίζουν, ή τουλάχιστον εντοπίζουν πάνω τους, μια «ακατάλληλη» για την ηλικία τους παιδικότητα, κυρίως επειδή είναι πολύ επώδυνο να παραδεχτούν πως «δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα» («Πινέλο σε τροχιά»), αλλά κι επειδή το παιχνίδι της ενήλικης ζωής απαιτεί πολύ περισσότερο ρεαλισμό από αυτόν που διαθέτουν («Slave to love», «Η λίστα», «Στο τζάμι», «Μια εισπνοή του κόσμου όλου»). Όμως η ζωή είναι πολύ μικρή και πολύ δύσκολη για να την πάρει κανείς στα σοβαρά, έτσι η γραφή του Ρυζόχαρτου περιλαμβάνει ικανές δόσεις χιούμορ και αυτοσαρκασμού παίζοντας διαρκώς αφηγηματικά ανάμεσα στο καθημερινό βίωμα και το υπαρξιακό του αποτύπωμα.
Η μαστοριά της πεζογράφου έγκειται στην οξύνοια της παρατήρησης που ξέρει να επιλέγει από την πληθωρικότητα του καθημερινού τις πολλαπλά σημαίνουσες και συναισθηματικά δραστικές λεπτομέρειες. Τις εικόνες εκείνες, ακουστικές και οπτικές, οι οποίες είναι αρκετά συγκεκριμένες ώστε να λειτουργήσουν ως αληθοφανείς, και άρα ως σημεία πανανθρώπινης ταύτισης. Ξέρει, με άλλα λόγια, να εντοπίζει και να μας παραδίδει την τεράστια σημασία του ελάχιστου, γιατί όσο κι αν θέλουμε να πιστέψουμε κάτι διαφορετικό, εκεί, σε αυτό το ελάχιστο είναι που κατοικεί η ανθρωπιά μας.
Στο Ρυζόχαρτο, όπως και στα άλλα έργα της Αυγής Λίλλη, κυριαρχεί η έμφαση στη σωματικότητα, στο σώμα ως φορέα και οδηγό της βιωμένης εμπειρίας. Δεν αναφέρομαι μόνο στις ιστορίες όπου το σώμα πρωταγωνιστεί, όπως το «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου», αλλά συνολικά στη σωματική έκφραση συμβάντων και σημασιών, η οποία διατρέχει το βιβλίο. Τα πρόσωπα στο σύμπαν της Λίλλη κοκκινίζουν, πρήζονται, κάνουν γκριμάτσες, γεμίζουν δάκρυα και μύξες, τα σώματα συστρέφονται, γερνάνε, ανοίγουν, κλείνουν, αγγίζουν και αγγίζονται για να συγκροτήσουν μια εικόνα για τα ανθρώπινα όχι εξαϋλωμένη και ιδανική, αλλά απολύτως γειωμένη στην καθημερινότητα[1].
Αν, λοιπόν, στο έργο της Λίλλη εντοπίζεται, όπως πιστεύω, μια πολιορκία του απόλυτου, αυτή δεν συντελείται ενάντια στο σώμα, αλλά μέσα από αυτό. Προκειμένου να φτάσει κανείς στην υπέρβαση δεν μπορεί παρά να διεξέλθει ως σώμα τον πόνο και τη φθορά, την τριβή με τις σκοτούρες και τα λάθη του καθημερινού βίου ώστε, αν έχει τις κεραίες του ανοιχτές (και λίγη τύχη), να συναντήσει στιγμές του άφθαρτου στον χρόνο, του ακραίου σε ένταση, του υπερβατικού. Με αφετηρία, επομένως, ένα εδώ και τώρα προσγειωμένο, φθαρμένο και σωματικό, η γραφή της Λίλλη διεκδικεί, και νομίζω πετυχαίνει, να πραγματώσει λογοτεχνικά εκείνα που αφορούν το σύγχρονο βίωμα στις πλήρεις υπαρξιακές του διαστάσεις.

Παράλληλα, η πύκνωση του λόγου τής επιτρέπει την επεξεργασία του στις λεπτομέρειές του. Ενώ, λοιπόν, πρόκειται για κείμενα που καλλιεργούν σταθερά την ψευδαίσθηση της αμεσότητας της καθημερινής ομιλίας, πρόκειται για διηγήματα μπονζάι[2], δουλεμένα σε επίπεδο όχι μόνο φράσης ή λέξης, αλλά και φθόγγων, ήχων και ρυθμών. Η ποιητική σκευή της Λίλλη αναγνωρίζεται στους απολαυστικούς ρυθμούς των κειμένων, στις παρηχήσεις, τις επαναλήψεις, τις παύσεις, και πάνω από όλα στη νοηματικά και αισθητικά δραστική συμπύκνωση. Αξίζει μάλιστα να παρατηρήσει κανείς τις επαναλήψεις λέξεων, σημασιών και φθόγγων στα μικροδιηγήματα του τόμου, καθώς αυτές χτίζουν μια μελετημένη κλιμάκωση. Τα περισσότερα μικροδιηγήματα εξάλλου δομούνται στη βάση μιας διαφοροποιημένης επανάληψης, καθώς το τέλος κάθε μικρο-ιστορίας επαναφέρει άμεσα ή έμμεσα τον τίτλο, ο οποίος με το κλείσιμο του αφηγηματικού κύκλου ανασημασιοδοτείται, για να ανασημασιοδοτήσει το σύνολο του διηγήματος.
Κείμενα, επομένως, που ισορροπούν ανάμεσα στο ποιητικό και το πεζό, αλλά και τα οποία λειτουργούν τα ίδια ως αφηγηματικές ψηφίδες. Είναι διακριτοί οι θεματικοί κύκλοι στο βιβλίο, και δεν αναφέρομαι βέβαια στο εντελώς προφανές της επιλογής του γλωσσικού ιδιώματος. Πολύ πιο δραστικοί είναι οι κύκλοι που σχηματίζονται καθώς τα θέματα, η αίσθηση, οι ήχοι, ή και οι λέξεις επανέρχονται από τη μία μικρο-ιστορία στην άλλη, με αποτέλεσμα το ένα διήγημα να συμπληρώνει, ν’ αντηχεί, και να επιτείνει τις σημασίες των προηγούμενων. Έτσι, η μνήμη των νεανικών διαμαρτυριών στο οδόφραγμα στα «Μέσα του Νιόβρη», συναντά το δίλημμα να πας ή να μην πας στο παλιό σου σπίτι στα κατεχόμενα στο «Λαούτον», και όλο αυτό γίνεται ένα ασήκωτο βάρος από το οποίο θέλεις επειγόντως[3] να πετάξεις μακριά στον «Αετό», για να δώσω ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα συνάψεων των αλληλοδιαδεχόμενων διηγημάτων του τόμου. Οι συνάψεις αυτές δεν είναι μοναδικές ούτε μονοσήμαντες, δένοντας τις ιστορίες-στιγμιότυπα του τόμου μεταξύ τους σε μια ενιαία σύνθεση, όπου το ανθρώπινο αντανακλάται στα πολλαπλά κάτοπτρα του ελάχιστου, κατακερματιζόμενο στιγμιαία, και μόνο προς χάριν του αναγνώστη, για να ανασυνταχθεί με το τέλος του κειμένου στην πλήρη πολλαπλότητα και πολυπλοκότητά του. 




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: