Δεν ξέρω σε ποιους και ποιες έγινε τον χειμώνα του 2023 το προσκλητήριο των φίλων του Μιχάλη (ή, Μιχαήλ για τους προσχηματικούς) Μήτρα, σε όσους δηλαδή πιστεύαμε ότι η ανάμνηση του παρέμενε ζωντανή και ότι άξιζε κάτι περισσότερο από μια τυχαία αναφορά στο όνομα και στα όσα μας θύμιζε. Αλλά όσες και όσοι καταφέραμε να βρεθούμε εκείνο το ψυχρό απόγευμα του Φεβρουαρίου στο Φίλιον, ατυχώς δεν ξεπερνούσαμε τους τέσσερεις-πέντε.[1]
Κι αυτοί, ασπρομάλληδες και τσαλακωμένοι από τον χρόνο. Με τις αυτοματικές συγκρίσεις που κάνει χιουμοριστικά η μνήμη, δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο, αλλά πήγε ο νους μου στις αενάως φυλλοροούσες συνάξεις που έκανε όσο κρατιόταν στα πόδια του ο Νάνος Βαλαωρίτης, στις οποίες συμμετείχε σχεδόν πάντοτε ο Μιχάλης, ως ευπειθής και ευλαβικός στρατιώτης. Τόσες και τόσοι ήταν, τέσσερις-πέντε πάνω κάτω, που ανέβαιναν, με την τελετουργική βραδύτητα της περασμένης ηλικίας, τη στενή σκάλα προς το πατάρι του καφέ Κοραή, στη γωνία Διδότου και Ιπποκράτους, όπου συνεδρίαζε σαββατιάτικα η εντός ή εκτός παρενθέσεων υπερρεαλιστική ομάδα της Συντέλειας. Ο Νάνος και η κόρη του, ο Μήτρας, ο Κύριλλος Σαρρής, ο Κώστας Κρεμμύδας, ο Ανδρέας Παγουλάτος, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης και οι κατά περίσταση συνερχόμενοι.
Περιμένοντας ματαίως τους αργοπορημένους, όπως τον γνωστό κεραυνοποιό Κωστή Τριανταφύλλου, είχα πιάσει κουβέντα με τον Αγραφιώτη, τον μόνο απ΄ όσο ξέρω που εξακολουθούσε να διατρέχει πόλεις και χώρες, εκτελώντας με ποικίλες παραλλαγές ένα είδος ποιητικής performance. Αναφερόμασταν επί τροχάδην σε ορισμένα δυσεξήγητα της ζωής και των επιλογών του Μιχάλη· στην εντελώς μυστικοπαθή πλευρά του χαρακτήρα του που ήταν αφανής στους περισσότερους. Στο ότι παρά τα ευαγγελιζόμενα ανατρεπτικά του, παρέμεινε ως το τέλος διστακτικός και αναποφάσιστος, χωρίς ουσιαστική διάθεση να αποδράσει πέρα από τα στενά όρια της αθηναϊκής περιμετρικής. Κι αυτά σε σχέση πάντα με την οπτική ποίηση και τα συναφή ενδιαφέροντά του, τη ερευνητική σχέση του με τον πειραματικό χαρακτήρα της γλώσσας και της γραφής. Ναι μεν συμμετείχε επί χρόνια σε εκδόσεις, εκθέσεις και άλλα δρώμενα, πολλές φορές και εκτός Ελλάδος, του προκαλούσαν όμως κάτι σαν δυσφορία οι μεγάλες μετακινήσεις, προπάντων μετά την περίπου δεκαετή διαμονή του, μαζί με τη συμβία του Νατάσα Χατζιδάκι, στο Λονδίνο και τη συμμετοχή του στην ελληνική εκπομπή του BBC υπό τον Παύλο Ναθαναήλ. Ανοικείωση; Αμφιθυμία; Κούραση; Ποιος ξέρει; O Αγραφιώτης μάλιστα μου θύμιζε με παραδείγματα ότι απέφευγε να συνδέεται με καλλιτεχνικές ή λογοτεχνικές ομάδες slam poetry ή ομάδες επιτέλεσης, ανάλογου κινηματικού τύπου, που βρίσκονταν σε άλλες χώρες και που συνήθως προϋπέθεταν τη δραματουργική έκθεση ενώπιον κοινού. Όμως, από μια άλλη πλευρά αυτό μου φαινόταν εύλογο, καθώς, αν και δεν του πολυφαινόταν, ήταν βαθύτατα εσωστρεφής. Δεν εμπιστευόταν εύκολα, και, νομίζω, ότι ως ένα σημείο αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης, η αμηχανία του, προέρχονταν από την περιθωριοποίηση ή και τη λανθάνουσα γελοιοποίηση, την οποία είχε υποστεί η «ανάδελφη» και μη συμβατική πλευρά του καλλιτέχνη. Ο μηχανιστικά εξεζητημένος τρόπος του να εκφράζεται με την επίμονα οργανωμένη διάταξη ενός ποιήματος που την αποτελούσε πολλές φορές μια πολλαπλασιαστικά γραμμένη λέξη, ανατρεπόμενη στο τέλος από την εννοιολογικά αντίθετή της. Πράγματα που θύμιζαν παιχνίδια των πρώτων υπερρεαλιστών.
Γνωρίζοντας τον Μιχάλη ήδη μια εξαετία, προτού ανανεώσουμε τη φιλία μας το ΄72, με την μετακίνηση της οικογένειάς του στην Αθήνα, μεσούσης της δικτατορίας, μπορώ να επιβεβαιώσω πως είχε γίνει εξαρχής αγαπητός και αποδεκτός στο ευρύτερο σινάφι των ασχολουμένων με τα πολιτισμικά. Ιδίως με τον κύκλο των ποιητών που περιέβαλλαν τότε τον Τάκη Σινόπουλο και τον Γ.Π. Σαββίδη, τον Κίμωνα Φράιερ και την ομάδα των Δεκαοχτώ Κειμένων. Ανάμεσά τους, ο Γιάννης Κοντός, ο Βασίλης Στεριάδης, η Τζένη Μαστοράκη, η Νάσα Παταπίου, ο Λευτέρης Πούλιος, η Νανά Ησαϊα, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, αλλά και η τριάδα του εκ Θεσσαλονίκης Τραμ: Δημήτρης Καλοκύρης, Μίμης Σουλιώτης, Πάνος. Θεοδωρίδης. Ανατρέχοντας από μνήμης στα σημεία της εποχής, πιθανόν να υπερβάλλω, αλλά η πεποίθησή μου και τότε και τώρα ήταν και είναι ότι αγαπητός μεν ο Μιχάλης, όχι όμως για τις γλωσσο-συνθετικές αντιλήψεις που κόμιζε ο ίδιος ως δημιουργός και για τα εκκεντρικά σε πολλούς κείμενά του, αλλά για τις συναφείς με τη λογοτεχνία και γενικά τις τέχνες άλλες υποστηρικτικές ενέργειές του. Λόγου χάριν, για τις πολλές επιτελέσεις του, ως οργανωτικός λειτουργός, κυρίως όταν με σύσταση της Ελένης Βακαλό πήγε να δουλέψει στο πρόσφατα εγκατεστημένο στο νεοκλασικό της οδού Ξενοφώντος «Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Κέντρο Ώρα».
Τα χρόνια που πέρασε εκεί και που συνέπιπταν με την αρχή της μεταπολίτευσης και με το ακόμα νεαρό της ηλικίας του, ήταν από κάθε πλευρά τα πιο γόνιμά του. Αισθανόταν αμηχανία με τους επαίνους, δεν του άρεσε να αυτοπροβάλλεται, προτιμούσε πάντοτε να μιλά εξ ονόματος κάποιου, αλλά πάνω στον δικό του ενθουσιασμό και τις δικές του δεξιότητες στηρίχθηκε εν πολλοίς ο παρεμβατικός ρόλος που διαδραμάτισε όντως η «Ώρα» του Ασαντούρ Μπαχαριάν, πέρα από τα εικαστικά, στα χρόνια του ΄70 και του ΄80. Οι «Εβδομάδες Νέων Δημιουργών», η δημιουργία ανοιχτών δημόσιων συζητήσεων, ο ενεργότερος προσανατολισμός της ετήσιας έκδοσης του Χρονικού
μετά το ΄70-΄71 και προς θέματα της λογοτεχνικής δημιουργίας, η με κάθε τρόπο υποστήριξη του ρηξικέλευθου, του πειραματικού και αντισυμβατικού στο θέατρο, στο σινεμά, ακόμα και στη μουσική. Επιπλέον, αισθανόταν ο ίδιος ότι αποτελούσε με τον μετρημένο, έστω, ριζοσπαστισμό του μια συνέχεια της παλιάς φρουράς των τολμητιών του είδους, αρχής γενομένης από τον Νικόλαο Κάλας και τους μεσοπολεμικούς, τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο, και περνώντας έπειτα στον Νάνο Βαλαωρίτη, στην Ελένη Βακαλό, στον Μίλτο Σαχτούρη, στους Έκτορα Κακναβάτο και Δημήτρη Παπαδίτσα και στους ακόμα νεώτερους ― όχι μόνο της ποίησης αλλά της γενικότερης καλλιτεχνίας.
Θαύμαζε επίσης, θεωρώντας τους μέρος του μύθου της ελληνικής μεταπολεμικής πρωτοπορίας, όσους νεώτερους είχαν πάρει μέρος στο εγχείρημα του Βαλαωρίτη να μεταφέρει την beat λογοτεχνία στα καθ΄ ημάς, με πυρήνα την έκδοση του περιοδικού Πάλι, τον Γιώργο Μακρή, την Μαντώ Αραβαντινού, τον Άλεκ Σχινά, αλλά και τους «κατιόντες» Τάσο Δενέγρη, Δημήτρη Πουλικάκο, Πάνο Κουτρουμπούση. Αυτοί, τουλάχιστον από την πλευρά της λογοτεχνίας, λίγο ως πολύ σχημάτιζαν το ελλαδικό εικονοστάσι του. Και νομίζω ότι νιώθοντας αυτή την αύρα του επιγόνου (χωρίς να είναι ο ίδιος καθ΄ ολοκληρίαν) τάχθηκε πρόθυμα στα μεταπολιτευτικά χρόνια σε κάθε κίνηση λογοτεχνική ή καλλιτεχνική που είχε στην προμετωπίδα της ―ακόμα και την υπόνοια― της πρωτοπορίας. Βέβαια, αν κάποιος παρακολουθούσε προσεκτικότερα τα πραττόμενα και λεγόμενά του, νομίζω πως θα συμπέραινε ότι ήταν περισσότερο σκλαβωμένος ως ιδιοσυγκρασία στα ήδη τεχθέντα. Εδώδιμα και διεθνή. Αποθέωνε νοσταλγικά τις μεγάλες ρήξεις που είχε επιφέρει άλλοτε, στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανατρεπτική αισθητική του μοντερνισμού. Το νταντά, ο υπερρεαλισμός, ο φουτουρισμός. Αυτή τη λατρεία του άλλοτε τη βλέπουμε και όταν συμμετείχε οργανικά, με την Νατάσα Χατζιδάκι και άλλους, στη σύνταξη του νέο avant-garde περιοδικού Σήμα. Πέρα από το παιγνιώδες μερικών objets trouvés κυρίως ήταν η ένθερμη επιμονή του να πείσει τον Νίκο Παπαδάκη (1934-2004), διευθυντή του «Πολυπλάνου» και χορηγό του Σήματος σε πιο χειροπιαστές κινήσεις, όπως το να στηρίξει οικονομικά την ανατύπωση του συνόλου των τευχών του δυσεύρετου Πάλι, πείθοντας εύκολα τον Βαλαωρίτη να δώσει την άδειά του.
Αλλά ο Μιχάλης είχε μέσα του τραύματα βαθύτερα σε σχέση με την περιφερειακή (όπως την έβλεπε) θέση του στα γράμματα της μεταπολίτευσης. Τραύματα που ενίοτε τα άφηνε να διακρίνονται με σκωπτικά αυτοσχόλιά του για τη «μοναχικότητά» του μέσα στο νεανικό πλήθος των λογοτεχνιζόντων της εποχής. Περνώντας τα χρόνια και σε στιγμές απολογισμών του, όπου τύχαινε ενίοτε να ήμουν παρών, διαπίστωνε με πίκρα ότι παρά τις προσπάθειές του παρέμενε ένας «αποδιοπομπαίος» από τους στενά νοούντες. Οι ποιητές τον «εκχωρούσαν» πρόθυμα στους πεζογράφους και εκείνοι τον «επέστρεφαν» στους ποιητές! Του ήταν δύσκολο να δεχτεί ότι οι οριακές μορφολογικές και τεχνικές ρήξεις, οι διαφοροποιήσεις από τους εγκαθιδρυμένους κανόνες είχαν ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, και τη μοναξιά ενός δημιουργού που θέλει να υπερασπίζεται χωρίς μεγάλες υποχωρήσεις τις αρχές του. Η άλλη αλήθεια όμως είναι ότι αν συγκρίνουμε τα πρώτα ποιητικά πεζά ή τα πεζόμορφα ποιητικά του, της δεκαετίας του ΄60 και των αρχών του ΄70, κείμενα που δημοσίευε τότε, σε περιοδικά της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης, ήταν στην πλειοψηφία τους κείμενα ανοιχτά σε συντακτικούς πειραματισμούς και συνεχείς διαφοροποιήσεις, κείμενα τολμηρά, πράγμα που δεν μπορούμε να το πούμε για τα μεταγενέστερα. Ιδίως εκείνα στα οποία περιορίστηκε υποχωρώντας, επιστρέφοντας από την Αγγλία. Πιθανόν η απουσία σημαντικών λεξιλογικών αλλαγών στις όψιμες κατασκευές του να μην ήταν τυχαία, καθώς τον κυρίευε όλο και πιο πολύ ένας σκεπτικισμός για την ικανότητα του μοντερνισμού να συνεγείρει. Να έχει τη δυναμική άλλων κατακτήσεων. Ένιωθε εν πολλοίς την τεχνολογία ως αντίπαλο της φαντασίας, ότι τη γείωνε σ΄ έναν πραγματισμό, με δεδομένο ότι πίστευε πάντοτε, με θρησκευτική σχεδόν προσήλωση, στη δύναμη του αιφνίδιου, στην αφυπνιστική αποκάλυψη του αναπάντεχου, που ήταν, βέβαια, ένα από τα «αρχετυπικά» δόγματα του υπερρεαλισμού. Τον είχα δει αναρίθμητες φορές να μένει εκστατικός όταν αντιλαμβανόταν ότι συνέβαινε κάτι που τον καταλάμβανε εξαπίνης, κάτι που ως πριν λίγο δεν το χωρούσε ο νους του. Αυτό το απροσδόκητο μπορούσε να τον πάρει (και τον είχε πάρει κάμποσες φορές) μαζί του.
Για να το πω με κάπως διαφορετικό τρόπο, αν και η πλήρης εξήγηση θέλει μεγαλύτερη έκταση, είχε σε υψηλή θέση το αιφνίδιο, στην καθημερινότητά του αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του, γιατί ένιωθε φοβερά γοητευμένος από την ιδέα να ανακαλύπτουν οι άλλοι αίφνης ότι πίσω από τη φαινομενική φρονιμάδα του ξεπρόβαλλε το «άτακτο και τρομερό παιδί» που ονειρευόταν να είναι, ένα enfant terrible που όμως, την ίδια στιγμή, δεν ήθελε να κόψει εντελώς τους κάβους του από τον γενικώς νοούμενο χώρο της ανεκτής, μέσα σε ορισμένα όρια της, αιρετικής συμπεριφοράς. Αίρεση αλλά και πειθαρχία! Κάτι παρεμφερές ίσχυε, νομίζω, και με τη λογοτεχνία ή την καλλιτεχνία: οραματιζόταν το μορφολογικά προωθημένο, αλλά χωρίς να βγαίνει αυτό σε άγνωστα νερά. Δεν παραδιδόταν ποτέ (κι αν συνέβη κάποτε αυτό, συνέβη σπάνια) στην «παραφροσύνη» του καλλιτέχνη. Αν θυμηθώ όμως κάποιες από τις παλιές, νεανικές συζητήσεις μας, τον είχε διαμορφώσει σ΄ αυτή τη διπλή στάση του το περιβάλλον των τόπων στους οποίους έζησε. Το ότι ξέφευγε από τον κύκλο της καθημερινότητάς του, υποδυόμενος κάτι που κατά βάθος δεν ήταν. Ενδεχομένως να είχε δίκιο ο ποιητής Γιώργος Στογιαννίδης, καθημερινά οικείος του όταν ο Μιχάλης ζούσε με την οικογένειά του στην Καβάλα: μου είχε πει ότι έβλεπε βαθύτερα στον νεαρό ακόμα Μιχάλη του τέλους του ΄50 και των αρχών του ΄60, μια φύση ρομαντική. Ότι τον προσέλκυε από τότε μια παιδική έλξη προς τη μαγική αίσθηση που προκαλεί το ασυνήθιστο ·ήθελε να συνάπτεται μ΄ αυτήν, να συμμετέχει στην εκδήλωσή της, ακόμα και αν τον έσπρωχνε περισσότερο προς τα εκεί η ονειροπόλα ιδιοσυγκρασία του.
Ανατρέχοντας στην εποχή που πρωτοβρεθήκαμε, τελείως κατά τύχη, στη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες προτού γίνει η δικτατορία, νομίζω ότι κουμπώνουν σε αρκετά σημεία τα γεγονότα με τις μεταγενέστερες σκέψεις και αναμνήσεις. Την άνοιξη του 1966 ήμουν στη Χαλκίδα, στη Σχολή Πεζικού, και είχα πάρει μια σπουδαστική άδεια από τη μονάδα προκειμένου να δώσω εξετάσεις Αστικού στο ΑΠΘ, όπου φοιτούσα. Σε μια αφίσα κολλημένη μαζί με δεκάδες άλλες στις πινακίδες, είδα ότι ο Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου Κινηματογράφου είχε ήδη ανεβάσει στην Αυλαία
μια σάτιρα του Φρίντριχ Ντίρενματ, τους Φυσικούς, σε σκηνοθεσία Νίκου Αρμάου.[2]
Πήγα στην δεύτερη παράσταση, και μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν από τότε μπορώ ακόμα να θυμηθώ πόσο ενδιαφέρουσα μου είχε φανεί η απόδοση, και ας είχε πραγματοποιηθεί από έναν κατά τα φαινόμενα αυτοσχέδιο ή πάντως ερασιτεχνικό φοιτητικό «θίασο». Μπορεί να είχαν προηγηθεί, όπως και έμαθα αργότερα, πολυήμερες δοκιμές, οπότε ήταν ευεξήγητο το δέσιμο του συνόλου, αυτό όμως δεν μετρίαζε την ικανότητα του σκηνοθέτη,[3]
ο οποίος είχε επιλέξει ερασιτέχνες ή σπουδαστές ηθοποιούς που ταίριαζαν φυσιογνωμικά στους ρόλους.[4]
Αξιοπερίεργο όμως ήταν ότι μερικά από τα πρόσωπα σ΄ αυτή την φοιτητική παράσταση του Ντίρενματ δεν προέρχονταν μόνο από τη Νομική του ΑΠΘ αλλά είχαν καταγωγή από το Βόλο.
Για την ιστορία του πράγματος, συμμετείχαν ο Γιώργος Βαϊτσης (ως Μπλόχερ), ο Γιώργος Α. Παναγιώτου (ως Αρχινοσοκόμος), ο Μιχάλης Μητραίος (ως Αϊνστάιν),[5]
ενώ τον ρόλο του Νεύτωνα είχε αναλάβει ο εκ Δράμας Γιώργος Κοτανίδης (1945-2020), φοιτητής στην Κτηνιατρική, αν θυμάμαι καλά, που τότε φοιτούσε και στο εργαστήρι θεάτρου της Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη».[6]
Αρκετά αργότερα, τον Κοτανίδη, μετά τις πολιτικές περιπέτειές του, τον ξαναβρήκα μεταξύ των συνδαιτημόνων του «προαύλιου χώρου», δηλαδή του πεζοδρομίου της Μαυρομιχάλη 18, όπου λάμβαναν χώρα οι ελευθεριακά οργανωμένες από τον Σάμη Γαβριηλίδη σαββατιάτικες παννυχίδες. Μάλιστα εκεί, στις εκδόσεις του Σάμη, το 1995 δημοσίευσε ο Κοτανίδης μια λιγοσέλιδη αλλά αξιοπρόσεχτη και αισθητικά άψογη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, αφιερωμένη στη μνήμη του Φίλιππου Βλάχου, η οποία θα ήταν κρίμα να χαθεί μετά τον θάνατό του.[7]
Μετά το τέλος, λοιπόν, της παράστασης του ΄66, όταν γνωριστήκαμε καλύτερα μεταξύ μας κατευθυνόμενοι προς συμποσιασμό στα Λαδάδικα, το ακόμα εντυπωσιακότερο που πληροφορήθηκα ήταν πως επρόκειτο για φίλους, συνομήλικους και συμμαθητές στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, παθιασμένους τώρα με τη δραματουργική θητεία τους κάτω από τη μπαγκέτα του Αρμάου. Στα επόμενα χρόνια, όταν επέστρεψαν στο Βόλο ή μετακόμισαν στην Αθήνα, ήρθαν τα πράγματα έτσι ώστε, με ενεργό πάντα τον συνεκτικό ρόλο του Μιχάλη, να αποτελέσουμε μια πολυπληθή παρέα, με εξορμήσεις εαρινές και θερινές στην Τσαγκαράδα του Πηλίου και στα πέριξ,[8]
παρέα με τη γοητευτικά κορίτσια όπως η Παυλίνα Παμπούδη και η εικαστικός Μάρθα Χριστοφόγλου, ή άλλων που ήρθαν εκ των υστέρων και έδεσαν μαζί μας, όπως ο παλαιόθεν φίλος από το Λεόντειο Λύκειο Κώστας Ριτσώνης και, αραιότερα, ο μελετηρός Ζάχος Σιαφλέκης ― μακαρίτες πλέον και οι δύο.
Παρακάμπτω προσώρας αρκετά, από την μετέπειτα πιο ουσιαστική γνωριμία μου με τον Μιχάλη στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Αφήνω πίσω πρόσωπα που τον επηρέασαν ― όπως κι εμένα άλλωστε: τον κριτικό κινηματογράφου Λάμπρο Παπαχρόνη, ένα εξαίρετο αλλά με ροπή προς την αυτοκαταστροφή μυαλό· τον ιδιοφυή γέροντα Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη, ένα από τα ζωντανά νεοτερικά μνημεία της πόλης· τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον κινηματογραφιστή Τάκη Κανελλόπουλο, τον νεοϋπερρεαλιστή συγγραφέα και εικαστικό Κώστα Λαχά, τον πεζογράφο Άγγελο Καλογερόπουλο κ.ά. Όταν το 1971 έμαθε ο Μιχάλης ότι ο πατέρας του θα ερχόταν να αναλάβει το τελευταίο επαγγελματικό πόστο του στην Αθήνα, τον κατέλαβε απερίγραπτη χαρά. Ήταν για εκείνον η κατάλληλη μετακίνηση στην κατάλληλη στιγμή. Τον φανταζόμουν να έρχεται, μοιάζοντας κάπως με τον νεαρό στο φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου που στέκεται σε κάποιο ύψωμα και βλέπει στο σούρουπο να ανοίγεται κάτω από το εκστατικό βλέμμα του η αχανής, φωτισμένη μεγαλούπολη. Για πολύ καιρό βρισκόταν σε μια ευφρόσυνη κατάσταση, διότι τον συνάρπαζε η προοπτική τού να ανακατευτεί όσο πιο γρήγορα γινόταν στα πολιτιστικά της Αθήνας, να γνωρίσει, να γνωριστεί, να κατακτήσει, να μπει στα μυστικά και στα μυστήριά της. Ιδίως, η επιθυμία να κάνει αισθητή την παρουσία του στον χώρο της «πρωτοπορίας». Μου έλεγε γεμάτος έξαψη ότι είχε φροντίσει προτού να φύγει από τη Θεσσαλονίκη να μαζέψει συστάσεις και τηλέφωνα από δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, ζωγράφους, κινηματογραφιστές και συγγραφείς, ενώ η γενική εντύπωση που του είχε σχηματιστεί από τις γνώμες όλων ήταν ότι μπορεί να έμοιαζε να κυριαρχεί στη δημόσια ζωή της πρωτεύουσας μια επιφανειακή νηνεμία, λόγω της παρατεταμένης παρουσίας και της απειλής των στρατιωτικών, αλλά από κάτω τα πράγματα έβραζαν. Γίνονταν συνεχώς διάφορα και αναμένονταν ακόμα περισσότερα.
Επιπλέον, ας υπολογίσουμε ότι ο Μιχάλης δεν ερχόταν απαράσκευος ούτε στα καθαυτό δημιουργικά του. Κοντά στα τριάντα, σκεπτόταν από καιρό να συγκεντρώσει ορισμένα από τα κείμενά του, αλλά το ότι αυτή η προσεχής έκδοση του πρώτου βιβλίου του θα γινόταν ταυτόχρονα με τη μετακίνησή του προς την Αθήνα, έμοιαζε για εκείνον να είναι πέρα από πραγματικό και ένα συμβολικό γεγονός. Έτσι, θεωρούσε ότι ένα από τα διαβατήριά του για την αθηναϊκή avant-garde, όπως τη ζούσε ήδη μέσα στην εξημμένη φαντασία του, θα έπρεπε να είναι το βιβλίο που ετοίμαζε από καιρό και που πράγματι το έβγαλε το 1972, ιδίοις εξόδοις, κάπως σαν φιρμάνι εισόδου, υπολογίζοντας πολλά σ΄ αυτό. Λέω ότι το ετοίμαζε από καιρό, διότι το ζήτημα του τι σημαίνει διαφοροποίηση στη θεματογραφία της λογοτεχνίας και του τι σημαίνει τόλμη στην έκφραση τον απασχολούσαν, όπως ήδη είπαμε, από νεαρή ηλικία. Από τα χρόνια της Καβάλας.
Και σ΄ εκείνα, τα πρώιμα χρόνια, λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν, όπως λόγου χάριν, ο θριαμβευτικώς επιζών Διαμαντής Αξιώτης, ότι ο Μιχάλης είχε κάνει μερικές, σποραδικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά της πόλης, προμηνύοντας, αν συνδυάσουμε αυτές τις δημοσιεύσεις με το βιβλίο του 1972 Πράγματα που λησμόνησε ή σκοπίμως δεν διηγήθηκε η Αλίκη, επιστρέφοντας απ΄ τη χώρα των θαυμάτων, το είδος της πειραματικής ενδιάθετης αφήγησης που θα τον απασχολούσε για ένα διάστημα. Πριν από αυτό το πρώτο βιβλίο του, ο Μιχάλης δημοσίευσε δυο κείμενά του το 1962, στο περιοδικό Αργώ και ένα τρίτο, το 1966, στο περιοδικό Σκαπτή Ύλη. Χρησιμοποιώντας αντιστοίχως τα σχεδόν ομόηχα ψευδώνυμα Μ. Αλκαίος και Μιχάλης Μητραίος. Σημειωτέον, βέβαια, ότι η ριζοσπαστική έκφραση που επιζητούσε τότε, στη δεκαετία του ΄60 ή και στις αρχές του ΄70, είχε μικρή μόνο σχέση με τις μεταγενέστερες σταθερές μορφολογικές ενασχολήσεις του ― εννοώ, τα οπτικά ποιήματα και την κάπως προγραμματική έννοια της καινοτομίας και της εικονιστικής δημιουργίας μέσα από την επανάληψη ομοειδών σχημάτων.
Νομίζω ότι τα πρώτα έντονα λυρικά, ποιητικά πεζά του Μιχάλη, βρίσκονταν πλησιέστερα στον κύκλο του μοντερνισμού, αλλά χωρίς την άκρα αφαίρεση που αντιμετώπιζε παρωδιακά την ίδια την έννοια της συγκροτημένης γραφής, όπως έγινε αργότερα, αρχής γενομένης με το Άλλοθι της περι-γραφής (1976). Τη στιγμή αυτή γράφω το κείμενο από μνήμης, και δεν έχω μπροστά μου το βιβλίο του 1972, θυμάμαι όμως ευδιάκριτα το αιμάτινα κόκκινο χρώμα του εξωφύλλου και τον αινιγματικό σχοινοτενή τίτλο των Πραγμάτων που λησμόνησε η Αλίκη. ΄Ηταν ένα αφήγημα σπονδυλωτό, ασυνεχές, με μια ποικιλία τρόπων, αλλά πάντως εντός των ορίων ενός πειραματικού κειμένου που αντιμετώπιζε παιγνιωδώς όχι τόσο την ίδια την γραφή όσο τα λογοτεχνικά είδη. Ο τίτλος παρέπεμπε βέβαια φαινομενικά απευθείας στον Λούις Κάρολ, αλλά χωρίς η Φανταστική νουβέλα, όπως είχε φροντίσει να υποτιτλίσει την έκδοση ο Μιχάλης, να έχει κάποια άλλη, ουσιαστικότερη σχέση με την δανέζικη αλληγορική παραμυθία. Εξάλλου, το τόνιζε στον τίτλο, ότι θα αφηγηθεί η δική του περσόνα πράγματα θαυμαστά ή και κατά κάποιο τρόπο τολμηρά και ρηξικέλευθα που η Αλίκη (του Κάρολ) ευλόγως ξέχασε να αναφέρει ή δεν την άφησε να τα αναφέρει ο ίδιος ο δημιουργός της.
[2023, 2025]