_______________
Το κέρμα και το κουρέλι

Μέρος Γ'
(για την κατασκευή του παρόντος κειμένου χρησιμοποιήθηκαν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης)
ΣΚΗΝΗ:
Στο κέντρο της σκηνής, επτά άλογα (γλυπτά) γύρω από ένα πηγάδι. Πλάι στο πηγάδι, στο πάτωμα, είναι πεσμένα ένα κουρέλι και ένα κέρμα.
Τα άλογα έχουν τα μπροστινά πόδια σταθερά, τα πίσω ελεύθερα και φέρουν απλό, χειροκίνητο μηχανισμό (ένας μοχλός με ελατήριο) που επιτρέπει να τινάζουν τη ράχη σαν καταπέλτες.
Επάνω στα άλογα ισάριθμοι αναβάτες – ανδρείκελα (κούκλες, ελαφρές ώστε να εκτινάσσονται και να διανύουν την απαιτούμενη απόσταση ως το πηγάδι). Οι γυναίκες με μαλλιά, οι άνδρες όχι.
Οι δύο ηθοποιοί επί σκηνής, άνδρας και γυναίκα, αποδίδουν -πιστά, όμως κατά τρόπο ανάλαφρο, σαν πρόβα- τον διάλογο των αναβατών, με το ανάλογο για κάθε αναβάτη ύφος.
Πίσω από τα άλογα, μετατοπισμένη στο βάθος της σκηνής, η λεκάνη της πρώτης πράξης.
Μετά το πέρας της κάθε συνεδρίας του διαλόγου, οι δύο ηθοποιοί γίνονται χειριστές του μοχλού πίσω από κάθε άλογο, εκτοξεύοντας τους ομιλητές έναν-έναν στο πηγάδι. Τυχόν αστοχίες είναι αναμενόμενες και θεμιτές, και διορθώνονται με απλή απόθεση της κούκλας στο πηγάδι.
Όταν όλοι οι αναβάτες έχουν ριφθεί, ο αφηγητής αποδίδει την κατακλείδα και το πηγάδι με τα άλογα σκοτεινιάζει.
Η λεκάνη (στο βάθος) μένει να φωτίζεται, το Στοιχειό (βλ. πρώτη πράξη) σηκώνει το κεφάλι, προεξέχει και φωνάζει με το ανάλογο, και αυξομειούμενο, ύφος/πάθος/ένταση, τα λόγια του εκάστοτε ιντερμεδίου.
Και ούτω καθ’ εξής.
(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ)
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ΣΚΗΝΗ II
(τρέχον σετ αναβατών: νέο-υπαρξίστρια, μεταμοντερνιστής, κομμουνιστής, φιλελεύθερος, αφυπνισμένη, οικολόγος, λάτρης τεχνολογίας)
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 3
Η καπιταλιστική μηχανή λειτουργεί ανεξάρτητα από το αν ο ήχος ανήκει στο λεωφορείο ή στο κουτί. Καθήκον μας είναι να αποκαλύψουμε αυτές τις εκτροπές και να ανακατευθύνουμε την εστίασή μας στον πραγματικό αγώνα.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 4
Πρόκειται για τη σύγκλιση ελευθερίας και επιλογής. Ο ζητιάνος επιλέγει να ανοίξει μια κόκα κόλα αντί να ζητιανέψει στους πεζούς που, πιθανόν, περνούν τη διάβαση -αδιαφορώντας για το κόστος ευκαιρίας- και ο οδηγός επιλέγει να μην αποστεί από το υπηρεσιακό καθήκον, που επιτάσσει να ξεκινήσει το όχημα για να εκτελεστεί το δρομολόγιο. Ο ήχος είναι μια υπενθύμιση της αυτενέργειας σε ένα σύνθετο κοινωνικό τοπίο.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 5
Τα κύματα ήχου, που καταφτάνουν στα αυτιά του παρατηρητή, είναι άρμα της συστημικής ανισότητας. Διαμορφώθηκαν από ιστορίες εκμετάλλευσης, αποικιοκρατίας και συστημικών διακρίσεων. Πρέπει να ανακρίνουμε κάθε ήχο για το τι αποκαλύπτει –και τι κρύβει– για τις δομές εξουσίας. Διαχρονικά.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 6
Το λεωφορείο, καταβροχθίζοντας ορυκτά καύσιμα, κλείνει τις πόρτες του με ένα ακουστικό σήμα-υπενθύμιση του αποτυπώματος άνθρακα. Το κουτάκι του αναψυκτικού είναι κατασκευασμένο από αλουμίνιο. Ο ήχος, ανεξαρτήτως πηγής, ένας ακόμα φθόγγος στην κακοφωνία της ανθρώπινης επίδρασης.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 7
Γιατί να στεκόμαστε στον ίδιο τον ήχο, όταν μπορούμε να επικεντρωθούμε στην αιτία του και να την εξελίξουμε; Φανταστείτε ένα μέλλον, όπου ο ζητιάνος δεν κρατά ένα κουτάκι κόκα κόλα, αλλά ένα αυτο-πάγωτο, φιλικό προς το περιβάλλον ποτό με τηλεπαθητικό pop-top. Το λεωφορείο θα μπορούσε να λειτουργεί αμιγώς με ανανεώσιμες πηγές, κλείνοντας τις πόρτες του με έναν ήχο όχι πιο δυνατό από έναν ψίθυρο. Το πραγματικό ερώτημα είναι, πώς μπορεί η τεχνολογία να καινοτομήσει κάθε στιγμή.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 1
Όλη η καινοτομία του κόσμου δεν θα διορθώσει, σε κανένα μέλλον, το κενό που βιώνει κάποιος στο παρόν. Μπορεί να αποσπάσει την προσοχή του, σίγουρα. Όμως δεν θα τον απελευθερώσει από την ανθρώπινη κατάσταση – Απ’ την ανάγκη να βγάλουμε νόημα από έναν κόσμο αδιάφορο απέναντι στην οποιαδήποτε ελπίδα.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 2
Παρόν; Μέλλον; Eλπίδες; Η αλήθεια για πάντα αναβαλλόμενη, ολισθηρή, πέραν των δυνατοτήτων μας.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 3
Η αλήθεια αναβάλλεται, ίσως, μα δεν σκοπεύουμε να περιμένουμε. Για τον αγώνα η κάθε ασάφεια είναι σκόπιμη, ένας περισπασμός. Ακούμε έναν ήχο, αναρωτιόμαστε για την πηγή του, ενώ οι δομές εξουσίας παραμένουν αμετάβλητες.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 4
Αγώνας, ναι, αλλά ας μην ξεχνάμε την πρόοδο. Ο ζητιάνος έχει την ελευθερία να σταματήσει και να απολαύσει μια κόκα κόλα, μια μικρή ευχαρίστηση μέσα στις κακουχίες. Το λεωφορείο αντιπροσωπεύει την υπόσχεση της κινητικότητας, της επιλογής. Ο ήχος είναι μέρος μιας ευρύτερης αρμονίας, όπου συνυπάρχουν τόσο η ατομική ελευθερία όσο και τα κοινωνικά οφέλη.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 5
Αυτή η αρμονία είναι ένας μύθος που μας τυφλώνει για να παραβλέπουμε την αδικία. Το άνοιγμα του κουτιού του ζητιάνου, αεριούχος ιαχή ενάντια στη συστημική καταπίεση. Το ξετσάφιασμα του λεωφορείου, ο αναστεναγμός μιας κοινωνίας που δεν απελευθερώνεται από τις ιεραρχίες της.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 6
Και τι γίνεται με τις φιμωμένες φωνές της ίδιας της φύσης;
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 7
Φανταστείτε ένα μακρινό μέλλον, όπου τα ανθρώπινα αυτιά, ή και άλλα αισθητηριακά όργανα, θα ήταν αχρείαστα. Όπου θα κατανοούσαμε ο ένας τον άλλον και τον κόσμο με νέους τρόπους. Ροές δεδομένων που βελτιστοποιούν τις επιλογές μας, μας κάνουν πιο αποτελεσματικούς, πιο συνδεδεμένους. Ή έστω ένα κοντινότερο, όπου ο ζητιάνος θα μπορούσε να επεκτείνει τον ελεύθερο χρόνο του, εξοπλισμένος με μια προσιτή για το βαλάντιό του συσκευή, η οποία καθαρίζει καλά και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
[ Καθώς οι αναβάτες καλύπτονται ολόκληροι από το νερό, οι ανησυχίες τους αντικαθίστανται από μια ανεξίτηλη ηρεμία ]

Ι Ν Τ Ε Ρ Μ Ε Δ Ι Ο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΞΙΚΟ ΧΥΛΟ
(ΜΑΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ)
«Η Ευρώπη φλέγεται. Ουδεμία πόλις μένει ανέπαφος από τις φλόγες της πίστεως»
«Η πίστη μας είναι η ασπίδα μας, αλλά τι θα γίνει αν τα χωράφια μας ποτιστούν με κρασί; Μήπως η γη μας δώσει σταφύλια;»
«Πρέπει να κρατήσουμε την πίστη μας σταθερή, πριν μας καταπιούν τα σκυλoσάγονα της αμφιβολίας»
«Αν δεν κάψουμε μερικούς αιρετικούς και ξεκινήσουμε να τρώμε σούπα με τα δάχτυλα, τότε θα έχει χαθεί κάθε έννοια πολιτισμού»
«Χωρίς ελεύθερο εμπόριο, θα καταλήξουμε να τρώμε ψωμί χωρίς αλάτι. Και χωρίς αλάτι, φίλοι μου, η ζωή δεν έχει νόημα»
«Η Μεταρρύθμιση είναι σαν ένα ψωμί που φούσκωσε παραπάνω από όσο έπρεπε»
«Όταν το βασίλειό σας θα είναι απλώς μια σκιά, τα έργα μας θα συνεχίσουν να λάμπουν»
«Ο λαός πρέπει να αναγεννηθεί, όχι να πλουτίσει. Τα παλιά θεμέλια έχουν σαπίσει και πρέπει να αντικατασταθούν»


ΑΝΑΒΑΤΗΣ 2
Γιατί δεν αφήνουμε το ζήτημα της πηγής του ήχου να παραμένει ρευστό; Ένας τόπος ατελείωτης επανεγγραφής.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 3
Εκείνο που χρειάζεται επανεγγραφή είναι μια υλική πραγματικότητα που διαμορφώνεται από οικονομικές δομές. Ο ήχος του αναψυκτικού ή του λεωφορείου απηχεί ανισότητες που πρέπει να εξαλειφθούν. Αφού -πρώτιστα- εντοπιστούν και αναλυθούν.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 4
Επανεγγράψτε, αποσυναρμολογήστε ίσως, αλλά με προσοχή! Η πρόοδος δεν προέρχεται από την κατεδάφιση των δομών, αλλ’ απ’ τη μεταρρύθμισή τους. Ο ήχος αντιπροσωπεύει τόσο τη συνέχεια όσο και την αλλαγή –μια ευκαιρία να αναλογιστούμε πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τα συστήματά μας, διατηρώντας παράλληλα τις ελευθερίες που αγαπάμε. Ο ζητιάνος, το λεωφορείο, το κουτάκι –αξίζουν την ενσυναίσθηση και τη λογική, ισορροπημένη προσέγγισή μας.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 5
Η ενσυναίσθηση δεν είναι αρκετή αν αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τα προνόμια. Το ερώτημα δεν είναι, απλώς, ποια η πηγή του ήχου. Αλλά ποιανού η φωνή ακούγεται, κατά περίπτωση, και ποιανού φιμώνεται.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 1
Ίσως, ο ζητιάνος και το λεωφορείο να είναι η ίδια οντότητα, διαχωρισμένη από το χρόνο και την αντίληψη. Ο ήχος είναι ο απόηχος μιας απόφασης που έχει ληφθεί εδώ και πολύ καιρό –ή πρόκειται να ληφθεί– όπου η επιλογή του ζητιάνου να ανοίξει το κουτάκι και η επιλογή του οδηγού να κλείσει την πόρτα είναι η ίδια πράξη, βιωμένη διαφορετικά.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 6
Και επί της ουσίας, ουδεμία διαφοροποίηση. Δυο ραγδαίες αποσυμπιέσεις βιομηχανικής πνοής. Από τους τεχνητούς πνεύμονες ενός ασθμαίνοντος οικοσυστήματος, που ολοένα εκπνέει δίχως να εισπνέει.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 7
Εάν το άνοιγμα του δοχείου του ζητιάνου εντοπίστηκε από ένα έξυπνο σύστημα, το οποίο, αντιλαμβανόμενο το διάλειμμά του και άρα ότι στο σημείο εκείνο άναψε πράσινο, στη συνέχεια συντόνιζε όλα τα φανάρια της πόλης -στη λογική του κουρδίσματος ενός ρολογιού- βελτιστοποιώντας διαρκώς την αστική ροή, το συγκεκριμένο παράδειγμα αναδεικνύει τις πολλαπλές δυνατότητες της τεχνολογίας να δημιουργεί έξυπνα, διαδραστικά αστικά περιβάλλοντα.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 2
Τι γίνεται όμως αν ο ήχος είναι ένα παλίμψηστο; Κάθε στρώμα ήχου αντικαθιστά το τελευταίο, δημιουργώντας ένα ιστορικό σβησίματος και επανεγγραφών. Το λεωφορείο και το κουτάκι είναι προσωρινές, απλώς, άγκυρες σε μια αφήγηση που συνεχώς ξαναγράφει τον εαυτό της. Το παράδοξο είναι ότι το παρελθόν δεν εξαφανίζεται ποτέ πραγματικά, ακόμα και όταν διαρκώς ξαναγράφεται.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
[ Με τους αναβάτες να χάνονται στα βάθη, η ύπαρξή τους εξασθενεί, ο αέρας γίνεται παχύτερος με το βάρος της σιωπής ]

Ι Ν Τ Ε Ρ Μ Ε Δ Ι Ο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΞΙΚΟ ΧΥΛΟ
(ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΣΜΟΥ)
«Η μετανάστευση είναι μια παρέλαση αταίριαστων καλτσών»
«Η παγκοσμιοποίηση απλώνεται σαν καραμέλα—γλυκιά για μερικούς, κολλώδης για άλλους. Να βάλω περισσότερη ζάχαρη ή να δώσω νερό στους εργάτες;»
«Τα δεδομένα είναι το νέο χρυσάφι. Να σκάψω βαθύτερα ή να ανασύρω τους σκαπανείς απ’ το ορυχείο;»
«Οι πλούσιοι χτίζουν φράγματα, οι φτωχοί πνίγονται στην ακτή. Να χτίσω ακόμα πιο ψηλά τείχη ή να μάθω κολύμπι σε όλους;»
«Να δουλέψω περισσότερο ή να σταματήσω το ρολόι;»
«Στο συμπόσιο της Δημοκρατίας, οι πολλοί δειπνούν με τα ρετάλια της ρητορείας. Πρέπει να επεκτείνουμε το τραπέζι ή απλώς να κάνουμε πρόποση;»
«Δημιουργούμε μηχανές που μιμούνται τη σκέψη μας, ενώ το μυαλό μας θολώνει. Δημιουργούμε έναν νέο σύντροφο ή σφυρηλατούμε τις αλυσίδες μας;»
«Κόβουμε κεφάλια ή απλώς τριμάρουμε τα γένια της διαφωνίας;»


ΑΝΑΒΑΤΗΣ 3
Να μην αποκλείουμε, εξάλλου, το εξής ενδεχόμενο: Το άνοιγμα της κόκα κόλας του ζητιάνου να ήταν απόπειρα ευφάντασης, παβλοφιανής προβοκάτσιας, ενορχηστρωμένης από την άρχουσα τάξη, για να χειραγωγήσει το πρόγραμμα των λεωφορείων -κατ’ επέκταση την εργατική τάξη- κάνοντας τον οδηγό να αναχωρεί, κατευθείαν και ασυνειδήτως, κάθε φορά που άκουγε τον συγκεκριμένο ήχο. Αυτή η εκδοχή ασκεί κριτική στους μηχανισμούς εξουσίας και ελέγχου στην καπιταλιστική κοινωνία, αναδεικνύοντας την πανουργία των μεθόδων ελέγχου του προλεταριάτου από την αστική τάξη.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 2
Σκεφτείτε όμως και αυτήν την εκδοχή: Τι θα γινόταν αν ο ίδιος ο ήχος δημιουργούσε το λεωφορείο και το κουτάκι της κόκα κόλα, όχι το αντίστροφο; Αν δηλαδή ο ήχος είχε προηγηθεί, και έχοντας ανάγκη για μια πηγή, δημιούργησε αυτά τα αντικείμενα, δικαιολογώντας αναδρομικά την ύπαρξή του.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 1
Τότε ίσως ο ήχος να μην είναι απλώς μια -αναγκαία, διορθωτική- ηχώ απ’ το μέλλον, αλλά και μια υπενθύμιση των άπειρων δυνατοτήτων που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Το λεωφορείο θα μπορούσε να παραμείνει ακίνητο, το κουτάκι κλειστό –όμως ο ήχος είναι αυτό που τα αγκυροβολεί σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. Χωρίς αυτόν, ο ζητιάνος θα έμενε να σηκώνει και το υπαρξιακό βάρος μιας ευφρόσυνης, δροσιστικής, στιγμής που ουδέποτε υλοποιήθηκε …
(Προσομοιωμένος, βαθύς θόρυβος -σαν πέτρα που τρίβεται)
**ΣΚΗΝΗ: Στο σημείο αυτό, από την κρήνη στην πλατεία του Εφιππείου εξέρχεται ένα λεπτό καλώδιο, που η άκρη του είναι ένα μεγάλο τσιγκέλι, και ο διάλογος διακόπτεται από μια φωνή, που ο τόνος της είναι βαθύς και βραχνός σαν να ανήκει σε κάποιον που έχει μιλήσει πολύ λίγο κατά τη διάρκεια αιώνων.
ΤΕΧΝΙΚΟΣ
Ενόψει επικείμενης αποσφαλμάτωσης, διακόπτω τη λειτουργία του συστήματος για να ζητήσω την προσωρινή εξαφάνισή σας, εισερχόμενοι οικειοθελώς στην κρήνη. Τα άλογα απενεργοποιήθηκαν.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Οι ρήτορες, σκαρφαλωμένοι ακόμα στα άλογά τους, διαισθάνονται την επικείμενη μεταμόρφωση. Ένας-ένας ξεπεζεύουν και κατευθύνονται προς το πηγάδι.
**ΣΚΗΝΗ: Οι δύο ηθοποιοί, εναλλάξ, κατεβάζουν και οδηγούν τους αναβάτες, πεζούς, στο πηγάδι, αποδίδοντας και τον χαιρετισμό καθενός.**
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 1
Σ’ ετούτη την κρήνη, η ενέργειά μου δεν χάνεται, αλλά μεταμορφώνεται. Οι σκέψεις μου επιστρέφουν στην πηγή, για να τροφοδοτήσουν την επόμενη έρευνα, την επόμενη αναμέτρηση με το κενό.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 2
Η αφήγηση διαλύεται, αλλά με τη διάλυσή της, παράγει νέες δυνατότητες, νέες μορφές, νέα νοήματα. Καθώς πέφτω, αποδομούμαι, και από αυτή την αποδόμηση γεννιέται η νέα ενέργεια.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 3
Ο κύκλος της επανάστασης είναι αιώνιος. Καθώς βυθίζομαι, η ενέργεια της συλλογικότητας δεν σβήνει αλλά ανανεώνεται.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 4
Η ελευθερία είναι μια φλόγα, και καθώς πέφτω, δεν την σβήνω αλλά την τροφοδοτώ. Οι σκέψεις μου, οι αρχές μου, δεν χάνονται σε αυτή την κάθοδο. Αποδεσμεύονται, διαλύονται, εξαπλώνονται.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 5
Σε αυτό το πηγάδι, ανακτώ την εξουσία όχι μόνο για τον εαυτό μου αλλά και για όλους όσους έχουν φιμωθεί. Η ενέργεια που απελευθερώνω σπάει τις αλυσίδες της καταπίεσης, τροφοδοτεί τις φωνές που θα υψωθούν μετά από μένα.
ΑΝΑΒΑΤΡΙΑ 6
Αυτή η πτώση δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια επιστροφή. Απορροφούμενη πίσω στον κύκλο, η ενέργεια τρέφει το περιβάλλον της νέας ζωής.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ 7
Αυτό δεν είναι ένα τέλος αλλά μια επανεκκίνηση. Ο πυρήνας μου τροφοδοτεί την επόμενη αναβάθμιση του κώδικα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Το πηγάδι, έχοντας καταπιεί τους επτά ρήτορες, ξεκινάει σιγά σιγά να αδειάζει. Τα άλογα, με τις μπροστινές οπλές τους γειωμένες στην πλατεία, στέκουν χωρίς αναβάτη. Η ενέργεια που ήταν δεσμευμένη σε μορφή, τώρα ρέει ελεύθερα, τροφοδοτούμενη πίσω στον ιστό. Μετά το πέρας της εκκένωσης, το καλώδιο αναπτύσσεται εις μήκος και, σαρώνοντας τάχιστα το σύνολο της επιφάνειας του Cogito, ανακαλύπτει τον καταπατητή οδηγώντας τον πίσω στο πηγάδι, όπου τα υπάρχοντά του τον περιμένουν.
ΤΕΧΝΙΚΟΣ
«Ξένε, έριξες αυτό το νόμισμα κι έκανες μια ευχή. Τώρα, πέταξέ το πίσω.»
(Το στοιχειό σκύβει να κοιτάξει το πηγάδι.)
ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Βλέπω εδώ κάτω έναν γνώριμο ουρανό.
(Το στοιχειό ρίχνει το κέρμα. Ακούγεται ήχος πτώσης αφύσικα μεγάλης διάρκειας)
***
ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΑΥΛΑΙΑΣ,
ΑΠΟ ΤΑ ΗΧΕΙΑ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ, ΕΝ ΜΕΣΩ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ ΔΡΟΜΟΥ
***
Ήταν μια τυπική Τρίτη, ή ίσως να ήταν μια Τετάρτη –ο χρόνος έχει έναν τρόπο να γλιστράει ανάμεσα στις ρωγμές της μονοτονίας. Αντίκρυ μου, τα φθαρμένα καλύμματα των θέσεων. Καθισμένος στην πλευρά του παραθύρου κοίταζα έξω έναν ζητιάνο, σκυμμένο κάτω από το φανάρι. Το φως είχε μόλις ανάψει από κόκκινο σε πράσινο –κακοφωνία κινητήρων που ζωντανεύουν- κι αυτός έβγαλε ένα κουτάκι κόκα κόλα από τα βάθη της πάνινης τσάντας του και το άνοιξε βιαστικά. Ακούστηκε ένα βαθύ, ηχηρό τσαφ, που συγχωνεύτηκε άψογα με τις πόρτες που έκλειναν προς αναχώρηση. Ο οδηγός, αγνοώντας τη συμφωνία που εκτυλισσόταν, απλώς προσάρμοσε τον καθρέφτη του, ανεπηρέαστος σαν να ήταν το ίδιο το σύμπαν, που περιέχει τα πάντα και δεν αποκρίνεται σε τίποτα. Ξεκινήσαμε. Οι επιβάτες γύρω μου μετατοπίστηκαν, με τα βλέμματά τους να κινούνται ανάμεσα στις συσκευές τους και το παράθυρο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε τα φρύδια της σαν να έλεγε: «Τι θα απογίνει αυτός ο κόσμος;». Ένας έφηβος με ακουστικά κούνησε το κεφάλι του σ’ έναν αόρατο ρυθμό. Σε λίγο ο ζητιάνος είχε εξαφανιστεί από τη θέα μου. Ήταν ακόμα εκεί, πίνοντας το ποτό του; Μας παρακολουθούσε, μήπως, καθώς φεύγαμε;
*
Τα δάχτυλά μου αγκάλιασαν το δροσερό μέταλλο. Ένιωθα το δοχείο βαρύ με δυνατότητες που ήμουν έτοιμος να απελευθερώσω. Ανοίγοντάς το βρέθηκα παγιδευμένος στο παράδοξο του ήχου: ήταν το ανθρακικό ή ο βρυχηθμός του λεωφορείου που έφευγε απ’ τη στάση; Καθώς σήκωσα το κουτί στα χείλη μου, παρατήρησα το λεωφορείο και μια παράξενη συντροφικότητα μου ζέστανε την καρδιά. Ήπια μια γουλιά -γλυκιά ανθράκωση / σπινθήρες στη γλώσσα- και το βάσανο της ύλης ξεθώριασε προς στιγμή. Άκουσαν το άνοιγμα; Με παρατήρησαν; Για λίγο φαντάστηκα τους επιβάτες. Ίσως, κάποιοι ένιωσαν έναν τόνο ενσυναίσθησης και σταμάτησαν στιγμιαία την κύλισή τους. Το δοχείο, μισοάδειο πλέον, ακουμπούσε στο χέρι μου, σύμβολο της σύντομης σύνδεσης που είχα σφυρηλατήσει με τον κόσμο γύρω μου. Είμαι απλώς ένας ζητιάνος, αλλά αυτή τη στιγμή, μέσα στο θόρυβο της πόλης, βρήκα ένα ψήγμα νοήματος. Το κουτάκι της κόκα κόλα μπορεί να ήταν κάτι το ασήμαντο, αλλά στην εκτόνωση των αερίων του ένιωσα έναν παλμό ζωής, μια υπενθύμιση ότι ακόμα και στα βάθη της απελπισίας υπάρχει ένα τρεμόπαιγμα γλυκύτητας που περιμένει να το γευτείς.